протопресвитер Иоанн С. Романидис, профессор Догматики Фессалоникского университета им. Аристотеля
АНТИХАЛКИДОНИТЫ НЕ БЫЛИ И НЕ ЯВЛЯЮТСЯ ПРАВОСЛАВНЫМИ
Συνωμοσία;
Κυκλοφόρησε κείμενον τιτλοφορούμενον ως εξής:
"ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
Απάντησις εις ανορθόδοξον άποψιν του π. Ιωάννου Ρωμανίδου"
Το εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι είναι Ορθόδοξοι ή όχι δεν είναι θέμα το οποίον θα λυθή ούτε από εμένα (τον π. Ιωαν. Ρωμανίδη), αλλά ούτε από τους ανωνύμως γράψαντες το ως άνω τιτλοφορούμενον κείμενον. Τούτο διότι όταν γίνεται διάλογος δεν συνηθίζεται οι διαλεγόμενοι να αλληλοκατηγορούνται ως αιρετικοί. Αι ιστορικαί θέσεις είναι δεδομέναι. Εάν τελικά θα αποφασισθή μία αμοιβαία αναγνώρησις αλλήλων ως Ορθοδόξων δεν είναι θέμα ούτε των διαλεγομένων, και βεβαίως ούτε των συνταξάντων το εν λόγω κείμενον. Εκάστη Εκκλησία δια των θεσμοθετημένων της οργάνων (Συνόδων) θα αποφασίσει περί αυτού. Δια τούτο ο ως άνω επιγραφόμενος τίτλος είναι κακοήθης και μάλλον εκφράζει την σφοδρήν επιθυμίαν κάποιων, για λόγους που αυτοί γνωρίζουν, να με παρουσιάσουν ως έχοντα ανορθοδόξους απόψεις.
Τα ως άνω εγράφησαν παρ' ότι εδημοσίευσα εις το Internet από καιρού Έκθεσίν μου της 2/1/91 προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών περί των εν Γενεύη Συνελεύσεων της Μικτής Υποεπιτροπής από 19ης έως 22ας Σεπετμβρίου 1990 και της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990 εις το εν Σαμπεζύ Γενεύης Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ακολουθεί παράθεσις:
εις το ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ, της Εκθέσεώς μου (της 2-1-91)
εις το ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΜΕΡΟΣ του κυκλοφορήσαντος κειμένου καί
εις το ΤΡΙΤΟΝ ΜΕΡΟΣ παρατηρήσεων.
του Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη σε διάφορα φορμάτ. |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Τα περιεχόμενα του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ (δηλαδή η Έκθεσης μου) ανατρέπουν πλήρως τας βασικάς θέσεις του εν λόγω μυστικού κειμένου το οποίο παρατίθεται εις το ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ.
1) Η Έκθεσις της 2-1-1991 έχει ως εξής:
Προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
καί Πάσης Ελλάδος κ. κ. Σεραφείμ,
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ιωάννου Γενναδίου 14
Ενταύθα
2/1/91
Θέμα: Έκθεσις του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σάββα Ρωμανίδου περί των εν Γενεύη Συνελεύσεων της Μικτής Υποεπιτροπής από 19ης έως 22ας Σεπτεμβρίου 1990 και της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990.
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Επιτρέψατέ μοι να αναπτύξω εν συντομία εις το Α' μέρος της εκθέσεώς μου ταύτης 1) το συμπέρασμα των εν λόγω συσκέψεων, 2) τας προϋποθέσεις αυτού, 3) επεξηγήσεις των εν λόγω προϋποθέσεων σχετικώς προς α) τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, β) το θέμα Διοσκόρου και το σκάνδαλον Ευτυχούς, γ) το θέμα Λέοντος Ρώμης και το σκάνδαλον Θεοδωρήτου Κύρου, 4) τινά περί της συσκέψεως εις το Aarhus της Δανίας το 1964 και τας έκτοτε σχετικάς εξελίξεις. Εν συνεχεία δε εις το Β' μέρος, να εκθέσω τινά περί του κειμένου της Συμφωνίας.
Το πρωτότυπον κείμενον της Συμφωνίας είναι το συντεταγμένον εις την Αγγλικήν.
Η παράγραφος 10) έχει ως εξής: "Αμφότεραι (αι Εκκλησίαι) συμφωνούν ότι η άρσις των αναθεμάτων και καταδικών θα ολοκληρωθή βάσει του ότι οι πρώην αναθεματισθέντες και καταδικασθέντες δεν είναι αιρετικοί". Συνέταξα και προέτεινα την πρότασιν ταύτην δι' αυτούς οι οποίοι δεν θα εδίσταζον να υπογράψουν άρσεις αναθεμάτων αιρετικών.
Εις την υποεπιτροπήν έγιναν εκατέρωθεν δύο εισηγήσεις επί των εξής θεμάτων:
α. Συνοδικαί Διατυπώσεις και Αναθέματα (Επισκόπου Mar Gregorios και Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ρωμανίδου)
β. Ιστορικοί Παράγοντες (Θεοδώρου Malaty και Καθηγητού Βλασίου Φειδά)
γ. Ερμηνεία των Χριστολογικών Δογμάτων Σήμερον (Επισκόπου Mesrob Krikorian Αρμενικής Εκκλησίας Ετσμιατζίν και Μητροπολίτου Όρους Λιβάνου Γεωργίου Khodre)
Α'
Συμπέρασμα και Προϋποθέσεις
1) Συμπέρασμα:
Η Μικτή Επιτροπή κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι Εκκλησίαι αμφοτέρων των πλευρών δύνανται να προχωρήσουν εις την άρσιν όλων των αναθεμάτων αμφοτέρωθεν ως και την διαπραγμάτευσιν της κανονικής αλληλοαναγνωρίσεως και οργανικής ενώσεως των Εκκλησιών. Συνεφωνήθη ότι η άρσις των αναθεμάτων και η ένωσις θα πρέπει να συμπέσουν.
2) Προϋποθέσεις:
α) Τα τρία κλειδιά του διαλόγου από της πρώτης συσκέψεως του 1964 εις το Aarhus της Δανίας υπήρξαν τα εξής:
(1) Η Ορθοδοξία του Διοσκόρου, με την οποίαν ησχολήθησαν εις χωριστάς εισηγήσεις ο Ακαδημαϊκός κ. Ιωάννης Καρμίρης, ο έ. ά. Samuel και ο υπογράφων.
(2) Η Ορθοδοξία του Λέοντος Ρώμης, με την οποίαν ησχολήθη ο υπογράφων.
(3) Αι εξής θέσεις του υπογράφοντος:
(α) Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος εις ουδέν παρεξέκλινεν από τας δύο προς Νεστόριον επιστολάς του Κυρίλλου (εκ των οποίων η τελευταία περιέχει τα Δώδεκα Κεφάλαια) αι οποίαι συμπεριελήφθησαν εις τον όρον της Γ', ως και εις τον όρον της Δ' μετά της επιστολής του Κυρίλλου προς Ιωάννην Αντιοχείας.
(β) Αι τρεις μάλιστα αυταί επιστολαί του Κυρίλλου, και κυρίως τα Δώδεκα Κεφάλαια, απετέλεσαν το κριτήριον της αποδοχής της Ορθοδοξίας του Τόμου του Λέοντος Ρώμης. Οι επίσκοποι της Παλαιστίνης και του Ιλλυρικού είχον σοβαράς αντιρρήσεις ως προς την συμφωνίαν του Τόμου με τα Δώδεκα Κεφάλαια εις τρία σημεία. Μόνον όταν εξητάσθη ο Τόμος υπό ειδικής επιτροπής εγένετο αποδεκτός ως σύμφωνος προς τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και ούτω συμπεριελήφθη εις τον όρον της Δ' ως "συνηρμοσμένον" ταις επιστολαίς του Κυρίλλου κείμενον. Τούτο φαίνεται σαφώς όχι μόνον από τα πρακτικά, αλλά και από τον όρον όπου αναγράφεται, ότι "τάς του ...Κυρίλλου...συνοδικάς επιστολάς προς τε Νεστόριον και προς τους της Ανατολής αρμοδίας ούσας εδέξατο ... αίς και την επιστολήν του ... Λέοντος ... προς ... Φλαβιανόν ... εικότως συνήρμοσε ..." [ 1 ]
(γ) Το πρόβλημα το οποίον προέκυψε εξ αιτίας της διαφοράς εις την χρήσιν των όρων υπόστασις και φύσις μεταξύ Αλεξανδρίας και των Εκκλησιών Αντιοχείας, Καππαδοκίας, Κων/πόλεως και Ρώμης ελύθη δυστυχώς όχι εις την Δ' αλλά εις την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον το 553. Αλλ' η λύσις αυτή δεν ηδύνατο να καρποφορήση διότι οι Σεβηριανοί είχον φύγει από την εν Κων/πόλει γενομένην σύσκεψιν το 531 με την εντύπωσιν ότι πράγματι η Δ' αν δεν απέρριψε τουλάχιστον παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου όπως την κατηγόρουν. [ 2 ]
Εκ μέρους των ημετέρων απήντησεν κατά την εν λόγω σύσκεψιν ο Υπάτιος, ότι αποκλείεται τοιαύτη απόρριψις εφ' όσον η επιστολή του Κυρίλλου μετά των Δώδεκα Κεφαλαίων εγένετο αποδεκτή εις την Γ' και εφ' όσον η Δ' τα επεκύρωσε μαζί με όλα τα εις την Γ' περί πίστεως διαμειφθέντα κατά του Νεστορίου. Η Δ', εξηγεί ο Υπάτιος, δεν ανέγνωσε την εν λόγω επιστολήν δια να αποφύγη παρεξηγήσεις εφ' όσον το αντικείμενον δεν ήτο το ίδιον, δηλαδή η καταδίκη του Νεστορίου εις την Γ' και του Ευτυχούς εις την Δ'.
Αν οι συσκεφθέντες είχον ανοίξη και διαβάση τα πρακτικά της Δ', θα έβλεπον, όπως το 1964 είδε κατάπληκτος ο υπογράφων, πόσον απολύτως εδέσποσαν τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις τας περί του Τόμου του Λέοντος συζητήσεις της Δ'. Εξ άλλου τα Δώδεκα Κεφάλαια συμπεριλαμβάνονται εις την δευτέραν συνοδικήν επιστολήν την οποίαν μνημονεύει το ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα εκ του όρου της Δ'. Δηλαδή εξ αιτίας της αγνοίας των ημετέρων εις την εν λόγω σύσκεψιν και της εκ μέρους των παραλείψεως της αναγνώσεως των πρακτικών της Δ' παρουσία των Σεβηριανών, έφυγον οι προσκεκλημένοι με την πεποίθησιν ότι πράγματι η Δ' παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και μόνον τυπικώς τα επεκύρωσε. Και ούτως είχομεν το άλλως ανεξήγητον αυτό σχίσμα τόσων αιώνων.
3) Επεξηγήσεις των εν λόγω προϋποθέσεων.
α) Τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις την Δ' Οικ. Σύνοδον.
Η εν λόγω εργασία του υπογράφοντος απέδειξε την ταύτισιν της Χριστολογίας των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε' αι οποίαι και αι τρεις εβασίσθησαν εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου. Ούτω κατερρίφθη η επικρατούσα περί Νεο-Χαλκηδονισμού θεωρία [ 3 ] Λατίνων, Προτεσταντών, Ρώσων, και Ελλήνων συμφώνως προς την οποίαν η Δ', ακολουθούσα την εκ μέρους του Κυρίλλου αποδοχήν των δύο φύσεων του Ιωάννου Αντιοχείας το 433, εδιόρθωσε την δήθεν Μονοφυτίζουσαν τάσιν της Γ', παρακάμπτουσα δήθεν τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου. Συμφώνως πάντοτε προς την εν λόγω θεωρίαν η Ε' δήθεν επανήλθεν εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις βάρος του Τόμου του Λέοντος και του όρου της Δ' τη πιέσει της θεολογικής διπλωματίας του Μεγάλου Ιουστινιανού έναντι των Ανατολικών. Τουναντίον μάλιστα απέδειξα, ότι η Ε' Οικ. Σύνοδος παρέμεινε πιστή εις την υπό της Δ' χρησιμοποίησιν των Δώδεκα Κεφαλαίων ως του κριτηρίου της Ορθοδόξου Χριστολογίας, και δη του Τόμου του Λέοντος.
Το παράδοξον είναι, ότι μέχρι το 1964 οι Ανατολικοί απέρριπτον την Δ' δια τους ιδίους λόγους δια τους οποίους Λατίνοι, Προτεστάνται, Ρώσοι και Έλληνες εδέχοντο την υπεροχήν της Δ' έναντι της Γ'.
Ο υπογράφων ησχολήθη το πρώτον με την εν λόγω θεωρίαν εις την μελέτην του περί Θεοδώρου Μοψουεστίας [ 4 ] ήτις εδημοσιεύθη το 1959 και απετέλεσε την βάσιν των περαιτέρω ερευνών του εις τα απασχολούντα τον εν λόγω διάλογον θέματα.
β) Ο Διόσκορος και το σκάνδαλον του Ευτυχούς.
(1) Ο Ακαδημαϊκός κ. Ι. Καρμίρης [ 5 ] και ο υπογράφων [ 6 ] εσημειώσαμεν ο καθείς εις την εισήγησίν του το 1964, ότι ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ανατόλιος είπε συμφώνως προς τα πρακτικά της Δ' Οικ. Συνόδου, ότι "διά την πίστιν ου καθηρέθη ο Διόσκορος, αλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω Κυρίω Λέοντι και τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθεν". [ 7 ] Μάλιστα ο υπογράφων ετόνισε, ότι ο Ανατόλιος είπεν αυτά εις αντίδρασιν προς το βασιλικόν προεδρείον το οποίον προσεπάθει να προκαλέση την καταδίκην του Διοσκόρου ως αιρετικού. Μάλιστα ο κ. Καρμίρης [ 8] και ο Ανατολικός Samuel [ 9 ] ερμηνεύουν λεχθέντα υπό του Διοσκόρου εις την Δ' ως καταδικάζοντα τον Ευτυχή. [ 10 ]
(2) Επί πλέον, ο υπογράφων ευρήκεν εις τα πρακτικά της ανακριτικής Συνόδου Κων/πόλεως του 449 την ομολογίαν πίστεως, βάσει της οποίας αποκατεστάθη ο Ευτυχής εις την Διοσκόρειον Σύνοδον το 449. Την ομολογίαν ταύτην εξέθεσε το 1964 εις την εν λόγω εισήγησίν του. [ 11 ]
Ως γνωστόν, ο Ευτυχής εδήλωσεν εις τους απεσταλμένους να τον καλέσουν δι' απολογίαν εις την Ενδημούσαν το 448, ότι ο Χριστός δεν είναι ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα. [ 12 ]Την δήλωσιν αυτήν επανέλαβε και όταν τελικά ενεφανίσθη εις την Σύνοδον, αν κ' εκάλυψεν εαυτόν λέγων ότι δέχεται ό,τι διδάσκουν οι Πατέρες.
Το πρόβλημα του Ευτυχούς ήτο, ότι εδιάβαζε τον Κύριλλον, λέγοντα μίαν φύσιν του Χριστού, υπό το φως της παραδόσεως της ορολογίας της Καππαδοκίας, όπου φύσις σημαίνει ουσία, ενώ εις την Αλεξάνδρειαν φύσις συνήθως σημαίνει υπόστασις. Μη γνωρίζων την ορολογίαν της Αλεξανδρίας ο Ευτυχής ενόμιζεν, ότι ο Κύριλλος εννοούσε μίαν ουσίαν του ενσαρκωθέντος Λόγου. Δια τούτο, διαταχθείς να αφορίση τους λέγοντας μίαν φύσιν του ενσαρκωθέντος Λόγου και να ομολογήση τον Χριστόν ομοούσιον ημίν, απήντησεν, ότι δεν δύναται να αφορίση τους Πατέρας (δηλαδή τον Αθανάσιον και τον Κύριλλον).
Εν συνεχεία ο Ευτυχής έκαμεν έκκλησιν εις τον Βασιλέα και εις τους θρόνους Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Θεσσαλονίκης κατηγορών τα πρακτικά της Ενδημούσης, δια παραποίησιν και παράλειψιν λεχθέντων, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αι υπό του Βασιλέως Θεοδοσίου Β' διαταχθείσαι ανακρίσεις, αίτινες εγένοντο το 449. Μεταξύ άλλων ο πρεσβύτερος και έκδικος Ιωάννης εδήλωσε εις τον ανακριτήν Πατρίκιον Φλωρέντιον, ότι όταν το 448 απεστάλη να καλέση τον Ευτυχή εις την Σύνοδον δια να απολογηθή, εκείνος του εδήλωσεν, ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού αν και ουχί ημίν. Ο Φλωρέντιος είπε, ότι αυτό δεν ευρίσκεται ούτε εις το υπομνηστικόν ούτε εις το υπόμνημα, αμφότερα συνταχθέντα υπό του Ιωάννου. Ο Ιωάννης απήντησε, "τούτο μόνω μοι διαλεγόμενος είπεν, ότι ημίν ομοούσιον ουκ έχει σάρκα αλλά τη μητρί". Τότε ο Πατρίκιος είπεν, "επελάθου όπερ ήκουσας, και δια τούτο ουκ έχει τούτο εν τω υπομνηστικώ, ου συνέταξας," Ο Ιωάννης απήντησεν, "επειδή οι παρόντες μετ' εμού ευλαβέστατοι διάκονοι ουκ ήκουσαν τα εμοί ιδία ρηθέντα, δια τούτο ουκ ενέθηκα τω υπομνηστικώ". [ 13 ]
Παραδόξως ο καταδικάσας τον Ευτυχή το 448 Φλαβιανός Κων/πόλεως γράφει εις δύο ομολογίας πίστεως προς τον Θεοδόσιον, ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού. [ 14 ] Ακόμη πιο παράδοξον είναι το γεγονός, ότι το 448 ο Ευτυχής είχεν ομολογήσει ότι η μήτηρ του Χριστού είναι ομοούσιος ημίν. [ 15 ]
Αφού λοιπόν η Θεοτόκος είναι ομοούσιος ημίν και ο Χριστός είναι ομοούσιος τη Θεοτόκω πώς δεν είναι ομοούσιος ημίν ο Χριστός; Ασφαλώς πρόκειται περί πλαστογραφίας.
Αλλά σημασίαν έχει το γεγονός, ότι ο Διόσκορος ουδέποτε υπεστήριξε αρνησάμενον το εν Χριστώ ομοούσιον τη Θεοτόκω Ευτυχή και ουδέποτε παρεξέκλινε της πίστεως του Κυρίλλου και του Αθανασίου, ότι ο εκ της Θεοτόκου γεννηθείς σαρκί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα.
Εκείνο το οποίον ο Διόσκορος ηρνήθη ήτο το δικαίωμα των Εκκλησιών Αντιοχείας, Καππαδοκίας, Κων/πόλεως και Ρώμης να χρησιμοποιήσουν ορολογίαν διαφορετικήν απ' αυτήν της Γ' Οικ. Συνόδου, δηλαδή του Κυρίλλου, παρ' ότι ο Κύριλλος είχε δεχθεί το επιτρεπτόν της εν λόγω ορολογίας. Ο Διόσκορος είχε πιστεύσει, ότι μόνον με την ορολογίαν της Αλεξανδρίας ήτο δυνατόν να εκριζωθή ο Κρυπτο-Νεστοριανισμός του Θεοδωρήτου Κύρου.
γ) Ο Λέων Ρώμης και το σκάνδαλον του Θεοδωρήτου Κύρου.
Όπως ημείς εταυτίσαμεν τον Διόσκορον με τον αιρετικόν Ευτυχή ούτω και οι Ανατολικοί εταύτισαν τον Λέοντα Ρώμης με τον αιρετικόν Θεοδώρητον Κύρου, τον οποίον ο Λέων επιμόνως υπεστήριζε. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός, ότι ο Θεοδώρητος ούτε την Γ' εδέχετο, ούτε τον Νεστόριον αναθεμάτιζε, ούτε τας διαλλαγάς μεταξύ Ιωάννου και Κυρίλλου του 433 εδέχετο, και ούτε τον πόλεμόν του κατά του Κυρίλλου εδέχετο να σταματήση. Δια τούτο κατεδικάσθη υπό της Διοσκορείου Συνόδου το 449 και δια τούτο η Δ' τον εθεώρισε αφορισμένον και ως εκ τούτου μη μετέχοντα εις την Δ' παρά μόνον υπό την ιδιότητα του κατηγόρου κατά του Διοσκόρου. Μόνον κατά την Η' Πράξιν της Δ' αποκατεστάθη, αφού τότε δια πρώτην φοράν απεδέχθη την Γ' Οικ. Σύνοδον, ανεθεματίσας τον Νεστόριον μετά από σκανδαλώδη δισταγμόν, όστις εξαγρίωσε τους Πατέρας εκ των οποίων τινές εκραύγαζον να αφορίση τον Νεστόριον και άλλοι τον απεκάλουν Νεστοριανόν. Άνευ της εμμόνου και μάλιστα περιέργου υποστηρίξεως του Λέοντος πιθανόν να έμενεν καταδικασμένος.
Η Ε' Οικ. Σύνοδος κατεδίκασε τα έργα του Θεοδωρήτου Κύρου κατά Κυρίλλου ως αιρετικά διότι είναι αιρετικά, και όχι μόνον δια να κατευνάση τους Ανατολικούς. Αλλ' αποδεχόμενος ο Θεοδώρητος την Γ' Οικ. Σύνοδον, τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και τον αφορισμόν του Νεστορίου κατεδίκασε ο ίδιος ως αιρετικά τα υπό της Ε' καταδικασθέντα έργα του. Ο βασικός λόγος της εκ μέρους του Διοσκόρου εγκαταλείψεως των διαλλαγών μεταξύ Κυρίλλου και Ιωάννου Αντιοχείας ήτο η μετά τον θάνατον του δευτέρου έξαρσις και κινητοποίησις των Νεστοριανιζόντων όπισθεν του Κρυπτο-Νεστοριανισμού του Θεοδωρήτου Κύρου υπό την προστασίαν του Δόμνου Αντιοχείας καί, από το 449, του Λέοντος Ρώμης. Ο Διόσκορος επίστευσε, ότι η μόνη εγγύησις κατά του Νεστοριανισμού ήτο η εμμονή εις την Αλεξανδρινήν μίαν φύσιν εκ δύο φύσεων και εις το ομοούσιον ημίν του ομοουσίου τω Πατρί Λόγου.
Η αίρεσις του Θεοδωρήτου συνίστατο εις το ότι ναι μεν εδέχετο ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τω Πατρί και ημίν, κατά φύσιν Θεός και κατά φύσιν άνθρωπος, αλλ' επολέμει την διδασκαλίαν των Πατέρων, ότι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν, και ως εκ τούτου, την ορθήν χρήσιν του ονόματος Θεοτόκος. Δηλαδή επρέσβευεν ο Θεοδώρητος, ότι ο Χριστός και όχι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγεννήθη και πέπονθε σαρκί. Τελικώς αποκατεστάθη αφού απεδέχθη όλα τα του Κυρίλλου και της Γ' και αφού αφώρισε τον Νεστόριον. Ο Ίβας Εδέσσης αποκατεστάθη κατά τον ίδιον τρόπον.
Το παράδοξον είναι, ότι πράγματι ο Τόμος του Λέοντος συμφωνεί με τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και όχι με τον Θεοδώρητον Κύρου, όπως απέδειξεν ο υπογράφων εις την εν λόγω εισήγησίν του το 1964 εις Aarhus. Ο Λέων σαφώς διδάσκει, ότι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν γεννηθείς ως άνθρωπος εκ της Θεοτόκου και ούτω συμφωνεί απολύτως και ρητώς μάλιστα με τον Κύριλλον, ότι ο Λόγος πέπονθε σαρκί.
Ο Σεβ. Άγιος Πρεβέζης και ο υπογράφων εμελετήσαμε μετά του επισκόπου Μαριέτης Bishoy κείμενα του Κυρίλλου και τα τρία αποσπάσματα εκ του Τόμου του Λέοντος, τα δημιουργήσαντα προβλήματα. Ο Μαριέτης έμεινεν ικανοποιημένος εκ του γεγονότος, ότι αι μεταφράσεις δεν αποδίδουν πάντα ορθώς τον Κύριλλον, ούτε το πρωτότυπον Λατινικόν κείμενον και ούτε την Ελληνικήν μετάφρασιν του Τόμου του Λέοντος.
4) Η Σύσκεψις εις το Aarhus το 1964.
α) Το δογματικόν μέρος.
Το δογματικόν μέρος του διαλόγου ήρχισε και έληξε το 1964 με την υπό του κ. Ι. Καρμίρη ανάγνωσιν της εισηγήσεώς του περί της Χριστολογίας του Κυρίλλου ως βάσιν της ενώσεως. Μόλις ετελείωσε η ανάγνωσις ήρχισαν οι Ανατολικοί κραυγάζοντες "αύτη είναι η πίστις ημών, αν ούτω πιστεύητε έχομεν μίαν και την αυτήν πίστιν", κτυπώντες μετά δυνάμεως και παρατεταμένα τα έδρανα με τας χείρας των και το δάπεδον με τους πόδας των.
Επίσης θεμελιώδης εισήγησις εις το Aarhus υπήρξε αυτή του έ. ά. Samuel [ 16 ] η οποία συνεφώνησε δογματικώς με την περί Κυρίλλου έκθεσιν του κ. Καρμίρη εφαρμοζομένη και εις την περίπτωσιν του Διοσκόρου και κυρίως του Σεβήρου Αντιοχείας, συμφωνόν μάλιστα εν προκειμένω με την περί Σεβήρου μελέτην του κ. Ανδρέα Θεοδώρου.
β) Το δογματοϊστορικόν μέρος.
Το δογματοϊστορικόν μέρος επίσης ήρχισε το 1964 με την εισήγησιν του υπογράφοντος, όστις απέδειξε, ότι το μοναδικόν κριτήριον της Χριστολογίας της Δ' υπήρξε όχι μόνον αυτό του Κυρίλλου, αλλά, κυρίως, Τα Δώδεκα Κεφάλαια, πράγμα το οποίον και οι Ορθόδοξοι είχον λησμονήσει.
Η εισήγησις του υπογράφοντος εδυσκόλευσε τους Ανατολικούς, αφού αύτη ανέτρεψε ριζικώς την περί Δ' εικόνα της παραδόσεώς των, κυρίως ως τους την είχον μεταδώσει οι Σεβηριανοί μετά την ειρημένην εν Κων/πόλει σύσκεψιν το 531 και ως την επανελάμβανον μέχρι σήμερον Λατίνοι, Προτεστάνται και Ορθόδοξοι. Συμπεριελήφθη μαζί με τας εισηγήσεις των Ι. Καρμίρη, Γ. Φλωρόφσκι και Ι. Ζηζιούλα και τεσσάρων Ανατολικών εις τον Τόμον του Π.Σ.Ε. "Does Chalcedon Divide or Unite?" (Geneva 1981). Εν συνεχεία ο τόμος ούτος μετεφράσθη και εξεδόθη εις τα Αραβικά με αποτέλεσμα να μελετηθή από πολλούς Ανατολικούς των οποίων η κοινή γλώσσα είχε γίνει εις τα πλαίσια πολλών αιώνων Αραβοκρατίας, η Αραβική. Ούτω διεδόθη η ορθή περί Δ' εικών μεταξύ των Ανατολικών και κυρίως η εν αυτή δεσπόζουσα θέσις των Δώδεκα Κεφαλαίων μετά των οποίων συμφωνεί ο Τόμος του Λέοντος.
Αλλά δεν επηρεάσθησαν μόνον οι Ανατολικοί όσον αφορά εις την τοποθέτησίν των έναντι της σχέσεως μεταξύ των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε'. Εις το βιβλίον "Christ in East and West" [ 17 ]επανεδημοσιεύθησαν εις το πρώτον μέρος αι εισηγήσεις του Πατρός Φλωρόφσκι και του υπογράφοντος μαζί με δύο εκ των Ανατολικών, εκ του Τόμου του Π.Σ.Ε., αλλά και δύο Λατίνων και δύο εκ των Ανατολικών από τον διάλογον μεταξύ Λατίνων και Ανατολικών. Εις το δεύτερον μέρος εδημοσιεύθησαν επτά αξιολογήσεις Προτεσταντών των έργων του πρώτου μέρους.
Ο Λουθηρανός William Rusch δηλώνει εκ μέρους των Λουθηρανών την απόλυτον συμφωνίαν του με τας θέσεις της εν λόγω εισηγήσεως του υπογράφοντος περί της σχέσεως των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε'. Χαρακτηριστικώς γράφει ότι, "αυτή η σαφής περιγραφή, αποκαλύπτουσα τα επίμαχα προβλήματα πίστεως και μεγάλον αριθμόν δευτερευόντων προβλημάτων, προφανώς έδωσε την δυνατότητα εις τον διάλογον να κάμη σημαντικήν πρόοδον". Ερώτησεν ο υπογράφων προφορικώς αυτόν και τρία στελέχη των Λουθηρανών με τα οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία διαλέγεται εις τον επίσημον διάλογον, αν τούτο σημαίνει και αποδοχήν της Ε' και επήρεν απάντησιν θετικήν. Είναι η πρώτη φορά όπου Προτεστάνται δέχονται Οικ. Σύνοδον πέραν της Δ'. Εις την μετά των Λουθηρανών τελευταίαν σύσκεψιν της Μικτής Υποεπιτροπής (τέλη Σεπτεμβρίου 1990) οι Λουθηρανοί εδήλωσαν, ότι δεν βλέπουν πρόβλημα αποδοχής της Ζ' Οικ. Συνόδου. Δια την ΣΤ' δεν έχουν σχηματίσει γνώμην διότι δεν την έχουν ακόμη μελετήσει.
Τα τοιαύτα πρέπει να συνεκτιμηθούν υπό το φως του γεγονότος, ότι υπάρχει μία ισχυρά ομάς Λατίνων πατρολόγων και ιστορικών των δογμάτων, οίτινες χρόνια τώρα υποστηρίζουν, ότι οι πάπαι της Ρώμης ουδέποτε εδέχθησαν τον όρον της Ε' και επομένως δεσμεύονται μόνον από την Δ' της οποίας ο Τόμος του Λέοντος εξουδετέρωσε την μονοφυτίζουσαν δήθεν τάσιν της δεσποζομένης υπό των Δώδεκα Κεφαλαίων Γ' Οικ. Συνόδου. [ 18 ]
Β'
Το Κείμενον Συμφωνιών και Προτάσεων.
1) Κατά παράκλησιν του Επισκόπου Μαριέτης Bishoy συνέταξε ο υπογράφων σχέδιον κειμένου, το οποίον έλαβε την τελικήν του μορφήν τη επεμβάσει του Mar Gregorios, όστις είχε βραδύνει να αφιχθή εις την σύκεψιν και το ήθελε περισσότερον ευσεβές, και εμμέσως του Πατριάρχου Αλεξανδρίας Schenuda, εις τον οποίον οι εκπρόσωποί του έστελλον τα κείμενα με fax αφ' εσπέρας δια να λάβουν τηλεφωνικώς τας παρατηρήσεις και διορθώσεις του την επομένην πρωΐαν.
2) Το Κείμενον συνοψίζει εις τους αριθμούς 1-6 τας κατά την σύσκεψιν της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου εν τη Ιερά Μονή Anba Bishoy της Αιγύπτου από 20ης μέχρι 24ης Ιουνίου 1989 γενομένας συμφωνίας.
3) Η αρχική μορφή του κειμένου.
α) Η αρχική μορφή των επομένων παραγράφων του κειμένου, δηλαδή 7 και εξής, συμπεριείχε τα ονόματα των χρηζόντων άρσεως αναθεμάτων και καταδικών, δηλαδή της Δ' Οικ. Συνόδου, Λέοντος Ρώμης, Διοσκόρου, Σεβήρου, Φιλοξένου, Ιακώβου Βαραδαίου και Τιμοθέου Αιλούρου.
Κατά την διαδικασίαν της συντάξεως εξεφράσθη υφ' ενός Ορθοδόξου εκπροσώπου η αντίρρησις, ότι έπρεπε πρώτον να εξακριβωθή η Ορθοδοξία του Διοσκόρου. Απήντησεν ο υπογράφων, ότι ήδη ημέτεροι ειδήμονες είχον κάμει την σχετικήν έρευναν και δια τούτο ευρισκόμεθα εις αυτό το προχωρημένον στάδιον. Εδιάβασα την εξής δήλωσιν την οποίαν έκαμε ο κ. Ι. Καρμίρης το 1964, "έχω διαβάσει τα κείμενα των δύο πλευρών της διαμάχης,...έχω φθάσει εις το συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει καμμία πραγματική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Προ-Χαλκηδονίων όσον αφορά εις την ουσίαν του Χριστολογικού δόγματος, εφ' όσον όλοι αυτοί αποδέχονται την διδασκαλίαν του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρίας. Υπάρχει μία διαφορά μόνον εν σχέσει με την ορολογίαν και την διατύπωσιν του δόγματος τούτου". [ 19 ]
β) Το αρχικόν υπό του υπογράφοντος συνταχθέν κείμενον εμπεριείχε την παράκλησιν να ανταποκριθούν οι Ανατολικοί θετικώς εις την περί της Δ' Οικ. Συνόδου ερμηνείαν των Ορθοδόξων, δηλαδή εν αντιθέσει προς τας ερμηνείας των Λατίνων και Προτεσταντών. Συνωδεύετο υπό περιγραφής του περιεχομένου του όρου της Δ'. Επειδή όμως ο υπογράφων είχεν υποψιασθεί από λεχθέντα εις αυτόν παρά του Mar Gregorios ότι ο Πατριάρχης Schenuda πιθανόν να έδιδε οδηγίας εις τους εκπροσώπους του προς εξάλειψιν μνείας της Δ' και του Λέοντος Ρώμης από το τελικόν κείμενον, ητοίμασε την τωρινήν παράγραφον 7 και την έδωσε εις τον Επίσκοπον Μαριέτης Bishoy δια την ενίσχυσιν του όλου κειμένου, αλλά εις την πραγματικότητα δια ενδεχομένην αντικατάστασιν της περί Δ' παραγράφου, την οποίαν επιθανολογείτο, ότι ο Πατριάρχης Schenuda προετίθετο να απαλείψη. Πράγματι, όταν το πρωί της επομένης ο Πατριάρχης έδωσε τηλεφωνικήν εντολήν απαλείψεως της εν λόγω παραγράφου, ο Bishoy του ανέγνωσε το νέον κείμενον του υπογράφοντος, το οποίον ενεθουσίασε τον Πατριάρχην, ο οποίος παρεκάλεσε τον επίσκοπόν του να μου διαβιβάση τας θερμάς του ευχαριστίας.
4) Η νέα μορφή του κειμένου.
Τώρα υπήρχεν εις το κείμενον αντίφασις εξ επόψεως Ορθοδόξου, αλλά και παγίς δια τους Ανατολικούς. Δηλαδή, αφ' ενός μεν οι Ανατολικοί εδέχοντο την διδασκαλίαν των Δ', Ε' και ΣΤ' Οικ. μας Συνόδων, αφ' ετέρου όμως εκαλούντο υφ' ημών να ανταποκριθούν θετικώς εις την ιδικήν μας ερμηνείαν των μετά την Γ' Οικουμενικών μας Συνόδων, χωρίς να διευκρινίζεται ποία ήτο αύτη η ερμηνεία, αφού είχεν απαλειφθή τη διαταγή του Πατριάρχου Schenuda η σχετική με την Δ' παράγραφος.
Εδημιουργήθη ούτω παγίς εις την οποίαν έπεσαν οι Ανατολικοί, όταν ο υπογράφων εδήλωσεν εις την ολομέλειαν, ότι, εφόσον τα σημεία 1 έως 7 είναι η διδασκαλία και των μετά την Γ' Οικουμενικών μας Συνόδων, αποσύρομεν την παράκλησίν μας να ανταποκριθούν οι Ανατολικοί θετικώς εις την ιδικήν μας ερμηνείαν, αφού δεν είναι ερμηνεία, και δηλώνομεν ότι τα σημεία 1 έως 7 είναι η διδασκαλία των Συνόδων μας! Οι Ανατολικοί ανεστατώθησαν και μερικοί διαμαρτυρήθησαν. Τότε επέμεινεν ο υπογράφων, ότι δεν έχουν το δικαίωμα να μας απαγορεύσουν να δηλώσωμεν τί είναι η διδασκαλία των Συνόδων μας. Τους έδωσε διέξοδον λέγων, "Αν θέλετε σείς να ειπήτε ότι είναι ερμηνεία μας να το ειπήτε, δεν δυνάμεθα ημείς την διδασκαλίαν των Οικ. μας Συνόδων να ονομάσωμεν ερμηνείαν". Τους επρότεινε αυτήν την διέξοδον διότι άλλως θα εδέχοντο αντί ερμηνείαν Συνόδων αυτάς ταύτας τας Συνόδους Δ', Ε' και ΣΤ', χωρίς να έχουν προς τούτο εξουσιοδότησιν και αφού τοιαύτη αποδοχή ήτο της αρμοδιότητος ουχί αυτών αλλά των Συνόδων των.
Η πρότασις του υπογράφοντος εγένετο τελικά αποδεκτή και ανετέθη εις τον Αρμένιον Αρχιεπίσκοπον Λιβάνου Aram Keshishian και τον υπογράφοντα να συντάξουν το σχετικόν κείμενον, το οποίον αποτελεί την πρώτην παράγραφον του αριθμού 8, έχον ως εξής,
"8. Αμφότεραι αι οικογένειαι αποδέχονται τας τρεις πρώτας Οικουμενικάς Συνόδους, αίτινες αποτελούν κοινήν ημών κληρονομίαν. Ως προς τας τέσσαρας επομένας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι δηλώνουν ότι δι' αυτούς τα ανωτέρω σημεία 1-7 είναι επίσης αι διδασκαλίαι των τεσσάρων μεταγενεστέρων Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεωρούν την δήλωσιν ταύτην των Ορθοδόξων ως ερμηνείαν αυτών. Με αυτήν την αλληλοκατανόησιν, οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι ανταποκρίνονται εις αυτήν (τήν δήλωσιν) θετικώς."
Με την παράγραφον εννέα (9) οι Ανατολικοί ομολογούν μαζί μας, ότι είχομεν πάντοτε την αυτήν περί Χριστολογίας πίστιν, το οποίον σημαίνει εις την ουσίαν, ότι οι πρόγονοί των κακώς επολέμουν τόσους αιώνας την Δ' Οικ. Σύνοδον, αλλά χωρίς όμως να μονοπωλούν το πταίσμα, όπως είδομεν.
Ελπίζω, Μακαριώτατε, τα ανωτέρω εκτεθέντα αρκούν δια την κατανόησιν των δογματικών και ιστορικών πλαισίων του σχίσματος μεταξύ ημών και των Ανατολικών, ως και των από το 1964 πεπραγμένων δια την εύρεσιν Ορθοδόξων λύσεων αυτού. Μόλις θεωρώ αναγκαίον να επισημάνω εκ καθήκοντος την σπουδαιότητα της προωθήσεως του όλου θέματος εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού καί
πολλής της εν Χριστώ αγάπης,
π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
Ελευθερίας 23
174 55 Άλιμος
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Έχων ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ υπόψιν του ο αναγνώστης δύναται να κρίνει το παρακάτω κείμενον και τον περίεργόν του τίτλον.
Πρώτον, επισημαίνω το γεγονός ότι παρέδωσα το πρωτότυπον Αγγλικόν κείμενον εις την Ι. Μονήν Κουτλουμουσίου δια μετάφρασιν την οποίαν είδα δια πρώτην φοράν τυπωμένην εις τον εν λόγω τόμον της Ι. Μονής. Δηλαδή δεν διώρθωσα την μετάφρασιν. Την διαβάζω τώρα δια πρώτην φοράν εξ αιτίας της εν λόγω φανατικής και παραλόγου κριτικής. Κατ' αρχήν μου φαίνεται ακριβής.
Δεύτερον, η Εισαγωγή εις την σελίδα 177 δεν είναι δική μου.
Τρίτον, εσκεμμένως με απομόνωσαν από τους πρωταγωστιστές του διαλόγου Ιωάννην Καρμίρην, Γεώργιον Φλωρόφσκυ, Γεράσιμον Κονιδάρην, Παναγιώτην Τρεμπέλα (τήν εισήγησιν του οποίου ανέγνωσε ο υποφαινόμενος), Νικόλαον Νησιώτην, John Meyendorff, N. Vitaly Borovoy, N. Chitescu, E. Tsonievsky, Metropolitan Georges of Mount Lebanon, Bishop Pierre de Chersonese, Metropolitan Nicodim of Sliviv, Bojan Piperov, Livery Voronov, Μητροπολίτην Ι. Δ. Ζηζιούλα, κ.τ.λ.
Το μόνον κλειδί το οποίον δύναται να αποτελέσει το θεμέλιον της επανενώσεως των διηρημένων Εκκλησιών είναι η ένωσίς των μετά του Σώματος του Χριστού. Τούτο ισχύει όχι μόνον δια τους ετεροδόξους, αλλά δυστυχώς και δια πολλούς Ορθοδόξους. Τούτο διότι εξέχασαν οι σημερινοί Ορθόδοξοι τα πιο βασικα θεμέλια της πατερικής δογματικής και πνευματικότητος. Δηλαδή, ότι "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον" και ότι "ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου". Τούτο σημαίνει απλούστατα ότι δια την κατανόησιν των δογμάτων των Οικουμενικών Συνόδων δεν αρκούν ο εγκέφαλος του ανθρώπου, η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, των Οικουμενικών Συνόδων μετά των Αγίων Κανόνων, των Αγίων Μυστηρίων, κ.τ.λ. τα οποία είναι τελείως αναποτελεσματικά εκτός των πλαισίων της καθάρσεως, του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού, δηλαδή, της θεώσεως. Μόνον οι θεούμενοι κατανοούν τα γραφόμενα υπό των εν λόγω θεουμένων διότι έχουν το ίδιον χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, από κοινού, μετά των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστόλων και προφητών της Καινής Διαθήκης και των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξου Παραδόσεως. Ο καθένας φθάνει εις τον φωτισμόν όταν αποκτήσει την νοεράν εν τη καρδία ευχήν. Άλλως κοινωνεί αναξίως.
Τουναντίον, οι γράψαντες το εν λόγω κείμενον ομιλούν δια τα Θεία ωσάν να έχουν τα μυστήρια περί του Θεού και της ενανθρωπήσεως του Λόγου στο τσεπάκι τους. Το κείμενόν τους μαρτυρεί ότι οι γράψαντες δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την κάθαρσιν, τον φωτισμόν της καρδίας και τον δοξασμόν. Αν είχαν σχέσιν με τα τοιαύτα θα με καλούσαν εις σύσκεψιν δια να τους δώσω εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Ο ίδιος ο τίτλος είναι δαιμονιώδης, απλούστατα, διότι στέλνει τους Αντιχαλκηδονίους εις την κόλασιν. Δεν τους διαφοροποιεί από τους Διαμαρτυρουμένους και τους Παπικούς. Τούτο παρότι έχομεν όχι μόνον τους ιδίους Αγίους και Πατέρας μέχρι τουλάχιστον την Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον, αλλά και τους ιδίους ασκητικούς Πατέρας μέχρι τουλάχιστον την Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον. Επομένως αυτό το "ΔΕΝ ΗΣΑΝ ... ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ" τί μπορεί άραγε να σημαίνει;
Κυριολετικά η εν λόγω πατερική παράδοσις ήρχισε να κλονίζεται όταν εκδυτικοποιήθησαν εις την Ρωσία η θεολογία και ο μοναχισμός, τα οποία εισήγαγε εις την Νέαν Ελλάδα ο Αδαμάντιος Κοραής και βάσει των οποίων ιδρύθησαν αι Θεολογικαί Σχολαί της Χάλκης και των Αθηνών και ο κοσμικός μοναχισμός της "Ζωής". Ήτο πλέον αναπόφευκτον να επηρεασθή ακόμα και το Άγιον Όρος. Δια τούτο αντί να λέγονται θεολόγοι από την θέωσίν των, λέγονται θεολόγοι από το πτυχείον θεολογίας το οποίον έχουν από κάποια θεολογική Σχολή. Έτσι αντί να ψάχνουν αν οι Αντιχαλκηδόνιοι διατηρούν την κάθαρσιν, τον φωτισμόν της καρδίας και τον δοξασμόν, κόλησαν εις τους όρους αντί εις την θεραπείαν εις την οποίαν οδηγούν οι όροι.
ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
Απάντησις εις ανορθόδοξον άποψιν του π. Ιωάννου Ρωμανίδου"
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης εδημοσίευσεν άρθρον με τίτλον "Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη. Ο άγιος Κύριλλος και η Δ' Οικουμενική Σύνοδος".[ 20 ] Κεντρική ιδέα του συγγραφέως είναι ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αντιχαλκηδόνιοι έχομεν κατ' ουσίαν την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν, αν και διαφοροποιούμεθα εις την διατύπωσιν του δόγματος, εις το περιεχόμενον όμως ταυτιζόμεθα. Γράφει συμπερασματικώς: "οι δύο παραδόσεις επιβίωσαν στις περιπλοκότητες της ιστορίας, ενώ διατήρησαν στην ουσία την ίδια Ορθόδοξη πίστι. Το κείμενό μας καλεί στην ανίχνευση μέσα στην ιστορία, της κοινής ενοράσεως της πίστεως και του δόγματος, που δεν ήταν δυνατόν να διαστρεβλωθεί από τις τραγωδίες των ιστορικών εξελίξεων". [ 21 ]
Ο π. Ρωμανίδης έχει ομολογουμένως προσφέρει πολυτίμους υπηρεσίας εις την Θεολογίαν. Του οφείλομεν ευχαριστίας δια τας επιτυχείς θεολογικάς του τοποθετήσεις έναντι σοβαρών συγχρόνων εκκλησιολογικών προβλημάτων, ως π.χ. το κείμενόν του περί της Συμφωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών εις Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993).
Παρά ταύτα διαφωνούμεν ριζικώς με την συγκεκριμένην ως άνω θέσιν του, ότι δηλαδή έχομεν κατ' ουσίαν την αυτήν Χριστολογικήν πίστιν με τους Αντιχαλκηδονίους, διότι δεν ευρίσκομεν αυτήν σύμφωνον με την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως βιούται και εν Αγίω Όρει.
Ως γνωστόν, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους ηρνήθη να δεχθεί ως Ορθόδοξον την απόφασιν της Μικτής Επιτροπής του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ότι "αμφότεραι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως" (Β Κοινή Δήλωσις, Σαμπεζύ 1990). Εξέδωσε προς τούτο τα εξής τρία επίσημα κείμενα:
α) Την Εισήγησιν της Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 1/14ης Φεβρουαρίου 1994.
β) Το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 14/27ης Μαΐου 1995.
γ) Την πραγματείαν "Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού", Άγιον Όρος 1996.
Η Ιερά Κοινότης δεν ήτο δυνατόν να αποφανθή διαφορετικά, διότι εκφράζει την κοινήν αγιορειτικήν συνείδησιν, την οποίαν οι ταπεινοί Αγιορείται Μοναχοί διαμορφώνουν ασκούμενοι νυχθημερόν εις την υπακοήν εις όσα παρέλαβον παρά των Αγίων ημών Πατέρων και ζώντες καθημερινώς την λατρείαν της Εκκλησίας. Δια τούτο δεν ημπορούν να διαφοροποιηθούν από την Πίστιν των Αγίων, τους οποίους τιμούν με παννύχους στάσεις, ικεσίας και δεήσεις. Πώς θα ημπορούσαν να το πράξουν, χωρίς να διακινδυνεύσουν την σωτηρίαν των, όταν δι' αυτήν την σωτηρίαν επικαλούνται από όρθρου βαθέως τας πρεσβείας των αγίων ιεραρχών, ιερομαρτύρων και οσίων, των οποίων τας μνήμας η Εκκλησία εορτάζει και τιμά δια τον υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνα των; Του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης, των αγίων ιερομαρτύρων Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και Προτερίου Αλεξανδρείας κ.λ.π.;
Αλλά δεν θα ημπορούσε να πράξη διαφορετικά η Ιερά Κοινότης και διότι θα ήτο μεγίστη η ευθύνη αυτής ενώπιον του Κυρίου, εάν δεν παρέδιδε εις τας επιγενομένας γενεάς των Μοναχών την Πίστιν, την οποίαν παρέλαβε παρά των αγίων Πατέρων και Κτιτόρων των Ιερών ημών Μονών.
Αι ακόλουθαι παρατηρήσεις δεν έχουν σκοπόν να μειώσουν το κύρος του πολιού Καθηγητού. Αποβλέπουν εις το να περιφρουρήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν από αστόχους ερμηνευτικάς προσεγγίσεις, αι οποίαι είναι δυνατόν να βλάψουν και το Ορθόδοξον πλήρωμα και τους διαλεγομένους μετά της Εκκλησίας ετεροδόξους.
***
Εις την ιστορικοδογματικήν ανάλυσιν, εις την οποίαν προέβη ο συγγραφεύς, υπάρχουν αναμφιλέκτως θετικά σημεία, εις τα οποία συγκαταλέγονται: α) ο εντοπισμός του θεολογικού σφάλματος εις τα αντικυρίλλεια έργα του Θεοδώρητου Κύρου. β) Η θέσις ότι η αγία Ε' Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί επιστροφήν αλλά εμμονήν εις την διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου. γ) Η υποστήριξις ότι τα Δώδεκα Κεφάλαια μετά της Γ' προς Νεστόριον επιστολής του αγίου Κυρίλλου έγιναν δεκτά υπό της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου. δ) Η απόρριψις της γνώμης, ότι ο άγιος Κύριλλος δια των Διαλλαγών παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια.
Εις πλείστα όμως σημεία δεν ακολουθείται η Ορθόδοξος ερμηνεία της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Διαπιστούμεν ότι πρόκειται δια την ιδίαν εσφαλμένην ερμηνευτικήν προσέγγισιν, η οποία ωδήγησεν εις την σύνταξιν των Κοινών Δηλώσεων μετά των Αντιχαλκηδονίων, κατά τα έτη 1989, 1990 και 1993, την ανορθοδοξίαν των οποίων διεξοδικώς διήλεγξαν διακεκριμμένοι Καθηγηταί των θεολογικών Σχολών, προσέτι δε και η Ιερά Κοινότης δια των ως άνω τριών κειμένων της και ιδίως δια της εκτενούς πραγματείας αυτής "Παρατηρήσεις ...", του έτους 1996. Είναι αξιοσημείωτον ότι εις τα σημεία αυτά η ερμηνεία συμφωνεί, ενίοτε κατά γράμμα, με εκείνην των αντιχαλκηδονίων θεολόγων, [ 22 ] ενώ η ορθόδοξος πατερική ερμηνεία επ' αυτών είναι ριζικώς διάφορος. Δημιουργείται έτσι ένα ερμηνευτικόν πλαίσιον, εντός του οποίου και τα θετικά σημεία της αναλύσεως χάνουν την θεολογικήν σημασίαν των.
Αυτά τα σημεία επισημαίνομεν εις την συνέχειαν και επισυνάπτομεν την αντίστοιχον εφ' εκάστου ορθόδοξον πατερικήν ερμηνείαν.
- Εις σ. 178 παράγρ. 4 του άρθρου αναφέρονται αι δίκαιαι κατηγορίαι των Ορθοδόξων κατά των Αντιχαλκηδονίων.
Δεν προσδιορίζονται όμως πλήρως και επακριβώς. Διότι, οι Ορθόδοξοι δεν εντοπίζομεν την επί μονοφυσιτισμώ κατηγορίαν μόνον εις όσους ομολογούν μίαν ουσίαν εν Χριστώ (Ευτυχής, Σέργιος ο Γραμματικός, κ.λ.π), αλλά και εις όσους πρεσβεύουν μίαν σύνθετον φύσιν (σεβηριανοί κ.λ.π). Οι άγιοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Μάξιμος ο Ομολογητής, Αναστάσιος ο Σιναΐτης κ. ά. έγραψαν κατά Μονοφυσιτών, ανασκευάζοντες τας δοξασίας των ακεφάλων σεβηριανών. [ 23 ]
- Επίσης (αυτόθι) σημειούται: "η Φλαβιανή Ενδημούσα σύνοδος του 448 υπήρξε μονομερής ως προς την χρήσι και εμμονή της στην Κυρίλλεια ομολογία της συνδιαλλαγής του 443 με ταυτόχρονη παράβλεψι του συνήθους τρόπου, με τον οποίο ο Κύριλλος μιλούσε για την ενσάρκωση."
Η παρατήρησις όμως αυτή δεν είναι ορθή. Ο άγιος Φλαβιανός, πιστός εις την πληρότητα της χριστολογικής διδασκαλίας του αγίου Κυρίλλου, δεν ήτο μονομερής. Απεδέχετο εις την Ομολογίαν [ 24 ] του τον Χριστόν "εκ δύο φύσεων ... εν μια υποστάσει" (κατά την ορολογίαν των Διαλλαγών) και ταυτοχρόνως "Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην" (κατά την αντινεστοριανήν ορολογίαν). Παρομοίως και άλλοι λόγιοι επίσκοποι της Συνόδου, ως ο Σελευκείας Βασίλειος. [ 25 ]
- Ακόμη (αυτόθι) λέγεται: "από την Χαλκηδόνα και κυρίως από την 2η Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως είναι ξεκάθαρο ότι οι Χαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι χωρίς συμβιβασμούς επιτρέπουν παραλλαγές στην ορολογία, οι οποίες εκφράζουν την ίδια πίστι."
Δεν ακριβολογείται όμως δια της γνώμης αυτής η Ορθόδοξος διδασκαλία. Εις τοιαύτην ανακριβή και συνάμα εσφαλμένην παραδοχήν φαίνεται να στηρίζεται η σύνταξις της 9ης παραγράφου της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989). Προφανώς ο συγγραφεύς αναφέρεται εις τας εκφράσεις της Ψήφου της αγίας Ε' Οικουμενικής Συνόδου, "Εί τις εν δύο φύσεσιν λέγων, μη ως εν Θεότητι και ανθρωπότητι τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν γνωρίζεσθαι ομολογεί... αλλ' επί τούτω κέχρηται τω αριθμώ, ως κεχωρισμένας και ιδιοϋποστάτους έχειν τας φύσεις, ο τοιούτος ανάθεμα έστω" (άρθρον ζ') και "εί τις εκ δύο φύσεων, θεότητος και ανθρωπότητος, ομολογών την ένωσιν γεγενήσθαι, ή μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην λέγων... εκ των τοιούτων φωνών μίαν φύσιν, ήτοι ουσίαν, θεότητος και σαρκός του Χριστού εισάγειν επιχειρεί, ο τοιούτος ανάθεμα έστω" (άρθρον η'). Όμως, τα άρθρα αυτά δεν συνετάχθησαν δια να παράσχουν την δυνατότητα επιλογής μιας εξ αυτών προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, αλλά δια να αναιρέσουν την παρερμηνείαν εκάστης. Κατά τον άγιον Μάξιμο τον Ομολογητήν, [ 26] προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου πρέπει να συνεκφωνούνται αμφότεραι αι εκφράσεις, η πρώτη της φυσικής ετερότητος και η δευτέρα της υποστατικής ενότητος.
- Τέλος (αυτόθι) διατυπούται η άποψις ότι: "ο Σεβήρος Αντιοχείας φαίνεται πώς είναι ο μόνος που πλησιάζει την αποδοχή από τον Κύριλλο "δύο φύσεων τη θεωρία μόνη" μετά την ένωση, θέση που υιοθετήθηκε στην Χαλκηδόνα και διακηρύχθηκε στον όρο και στα αναθέματα της 5ης Οικουμενικής Συνόδου".
Δεν είναι όμως ορθή η άποψις αυτή. Ο όρος "τή θεωρία μόνη" έχει χρησιμοποιηθή από τους αγίους Πατέρας ορθοδόξως και από τους Αντιχαλκηδονίους κακοδόξως. Η Ιερά Κοινότης έχει καταδείξει δια πολλών και αναμφισβητήτων αναφορών (Παρατηρήσεις..., σελ. 36 κ. εξ.) ότι ο όρος χρησιμοποιείται από τον άγιον Κύριλλον και την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον υπό ορθόδοξον έννοιαν, με σκοπόν να αποκλεισθή το ενδεχόμενον της διαιρέσεως των ουσιωδώς εν Χριστώ υπαρχουσών δύο φύσεων. Αντιθέτως ο Σεβήρος χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον δια να αποφύγη την χρήσιν του αριθμού δύο δια τας εν Χριστώ φύσεις, ομολογών κατά τον τρόπον αυτόν ψιλήν και κατ' επίνοιαν την ύπαρξίν των. Επομένως ο Σεβήρος ευρίσκεται εις τον αντίποδα του αγίου Κυρίλλου και όχι πλησίον του, ως λέγει ο συγγραφεύς. Προσέτι δέ, μία τοιαύτη ερμηνεία της εκφράσεως "τή θεωρία μόνη" δεν συμφωνεί με την Χριστολογικήν διδασκαλίαν της Δ' και της Ε' Οικουμενικής Συνόδου.
- Εις την σ. 180 παράγρ. 1, γράφεται: "Ασφαλώς ο Κύριλλος προτιμά να μιλά για Μία Φύση ή Υπόσταση του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη και Εναθρωπήσασα... Η αναφορά για δύο φύσεις στον Χριστό θα αντιστοιχούσε με την αναφορά ενός Χαλκηδονίου για δύο Υποστάσεις στον Χριστό".
Και η παραδοχή αυτή δεν είναι σωστή. Αποδεικνύει την μονομερή προσήλωσιν της σκέψεως του συγγραφέως εις την αντινεστοριανήν όψιν της Κυριλλείου εκφράσεως, την δήλωσιν δηλονότι του ενιαίου της υποστάσεως, η οποία όμως δεν αποκλείει την ετέραν όψιν, δια της οποίας ο ίδιος ο άγιος Κύριλλος εβεβαίωνε το διπλούν των φύσεων εν Χριστώ. [ 27 ] Διότι, εφ' όσον οφείλομεν να δεχώμεθα την χριστολογικήν διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου εις το σύνολόν της, η αποδοχή υπ' αυτού δύο φύσεων μετά την ένωσιν είναι δεδομένη. Όχι μόνον δια των Διαλλαγών και άλλων προγενεστέρων κειμένων του, [ 28 ] αλλά και δι' αυτής της λεγομένης Κυριλλείου Εκφράσεως. [ 29 ] Εις την περίπτωσιν αυτήν, οπότε ο άγιος Κύριλλος αναφέρεται εις τα εξ ών ο Χριστός, δεν εκλαμβάνει την φύσιν καταχρηστικώς ως υπόστασιν αλλά κυριωνύμως ως ουσίαν. [ 30 ]
- Εις την αυτήν σελίδα, παράγρ. 2, γίνεται μία ορθή επισήμανσις υπό του συγγραφέως. Είναι πράγματι, γελοίον - και οφείλουν να το προσέξουν οι Αντιχαλκηδόνιοι - να κατηγορήται δια νεστοριανισμόν, όποιος δέχεται την διπλήν γέννησιν και ομοουσιότητα και αποδίδει όλα τα εν Χριστώ θεία και ανθρώπινα ιδιώματα εις τον Λόγον.
Αλλά δια της ανωτέρω θέσεως δεν διατυπώνεται η αλήθεια προς αμφοτέρας τας κατευθύνσεις. Διότι, δεν είναι καθόλου γελοίον - και οφείλουν να το προσέξουν οι Ορθόδοξοι που συμμετέχουν εις τον Διάλογον με τους Αντιχαλκηδονίους - να ενέχωνται δια μονοφυσιτισμόν οι Αντιχαλκηδόνιοι, οι οποίοι λέγουν ότι δέχονται την διπλήν ομοουσιότητα και ότι αποδίδουν τα θεία και τα ανθρώπινα ιδιώματα εις τον Λόγον, αλλά αρνούνται να ομολογήσουν δύο φύσεις ουσιωδώς υπαρχούσας και ενεργητικάς εις τον Λόγον. Τούτο το τελευταίον έχει ιδιαιτέραν σημασίαν δια τον δογματικόν χαρακτηρισμόν των παλαιών και νεωτέρων Αντιχαλκηδονίων.
- Εις την αυτήν σελίδα, παραγρ. 3, γράφεται ότι: "δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Λέων έτεινε προς τον διαχωρισμό και την διάκρισι των πράξεων του Χριστού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι φύσεις να φαίνονται πώς ενεργούν ως ξεχωριστά Υποκείμενα"
Όμως, τούτο είναι εσφαλμένον. Ο Τόμος του αγίου Λέοντος κατά την κρίσιν της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου είναι "κοινή τις στήλη κατά των κακοφρονούντων". [ 31 ] Κατά τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων είναι "στήλη ορθοδοξίας" [ 32 ] και κατά τον κριτικώτατον άγιον Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως διασώζοντα λόγον του αγίου Εφραιμίου Θεουπόλεως: "τήν άκραν ένωσιν του Λόγου και της σαρκός αμωμήτως τε και θεοπρεπώς διετράνωσε". [ 33 ] Ως Ορθόδοξοι, τας κατά του Τόμου αιτιάσεις αντιλαμβανόμεθα ως συκοφαντίας και ως έκφρασιν του μονοφυσιτικού φρονήματος των συκοφαντούντων: "Ει μεν γαρ άπασα η του εν αγίοις Λέοντος επιστολή δι' αμφιβόλων τινών ώδευε, και εξ ών οι ακέφαλοι την της μιας υποστάσεως αιτιώνται διαίρεσιν, τάχα ήν αυτοίς της διαβολής η άγνοια πρόφασις, επεί δε δια μυρίων η ευσέβεια πρόδηλος, πώς ουχί δευτέραν επί τη πρώτη δυσσεβεία οι συκοφάνται προσλαμβάνουσιν;". [ 34 ]
- Εις την αρχήν της σ. 186 γίνεται η εξής πρότασις: "Η αδυναμία να συνειδητοποιηθεί αυτό (τό δογματικόν σφάλμα εις τα αντικυρίλλεια έργα του Θεοδώρητου) κατά την διάρκεια του 5ουαιώνα κατέστησε τον Λέοντα και την Χαλκηδόνα συνενόχους στα μάτια εκείνων που ακολούθησαν τον Διόσκορο, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Διόσκορος κατέστη συνένοχος ένεκα της υπερασπίσεως του Ευτυχούς".
Η πρότασις όμως είναι εσφαλμένη. Το δογματικόν λάθος του Θεοδώρητου ήτοι η διαφοροποίησις του προσώπου του Χριστού από την Υπόστασιν του Θεού Λόγου, του Μονογενούς Υιού του Θεού, και η απόδοσις των ανθρωπίνων ιδιοτήτων εις τον Χριστόν και όχι εις τον Μονογενή Θεόν Λόγον, είχε σαφώς συνειδητοποιηθή. Ο άγιος Κύριλλος διεξήγαγε τιτάνιον αγώνα δια να γίνη κατανοητόν και να αποφευχθή τούτο το σφάλμα. Ο άγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως το επισημαίνει: "ει άλλος ο Χριστός και άλλος ο Θεός Λόγος, ουκ έστι Τριάς η Αγία Τριάς, αλλά κατά σε αιρετικέ, τετράς" [ 35 ] Ο άγιος Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως ομολογεί ορθοδόξως: " ... ο υιός του Θεού ο μονογενής, Θεός τέλειος, και άνθρωπος εκ ψυχής λογικής και σώματος, προ αιώνων μεν εκ του Πατρός ανάρχως γεννηθείς κατά την θεότητα, επί τέλει δέ, και εν υστέροις καιροίς ο αυτός ... εκ Μαρίας της παρθένου γεννηθείς κατά την ανθρωπότητα". [ 36] Ο Βασίλειος Σελευκείας εις την Ενδημούσαν του 448: "Προσκυνώ τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού τον μονογενή, τον Θεόν Λόγον, μετά την σάρκωσιν, και την εναθρώπησιν εν δύο φύσεσι γνωριζόμενον". [ 37 ] Ο άγιος Λέων Ρώμης: "Ο δε αυτός του αϊδίου Πατρός Μονογενής αΐδιος ετέχθη εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας ... την ημετέραν φύσιν ανέλαβε και οικείαν ειργάσατο". [ 38 ] Ο ίδιος ο Θεοδώρητος Κύρου εις την Δ' Σύνοδον: "ανάθεμα τω λέγοντι δύο υιούς, ένα γαρ υιόν προσκυνούμεν, τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μονογενή". [ 39 ] Και η Δ' Οικουμενική εις τον Όρον αυτής: "πρό αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι' ημάς, και δια την ημετέραν σωτηρίαν, εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, ...". [ 40 ]
Επομένως, η υποστήριξις του αγίου Λέοντος προς τον Θεοδώρητον και η τούτου αποκατάστασις υπό της Συνόδου της Χαλκηδόνος δεν σημαίνει αποδοχήν της αιρετικής απόψεως του Θεοδώρητου, η οποία υπήρχεν εις τα αντικυρίλλεια έργα του, και την οποίαν ο ίδιος δεν επανέλαβεν μετά την Δ' Σύνοδον. Αντιθέτως, η υποστήριξις του Διοσκόρου προς τον Ευτυχή οφείλεται εις την πλήρη αποδοχήν της μονοφυσιτικής του δηλώσεως εις την Ληστρικήν: "Διόσκορος επίσκοπος Αλεξανδρείας είπεν, ανεκτός υμίν εστιν ούτος ο λόγος, μετά την εναθρώπισιν δύο φύσεις ειπείν; η αγία σύνοδος (η Ληστρική) είπεν, ανάθεμα τω λέγοντι". [ 41 ] Και επίσης, όταν ανεγνώσθη εις την Ληστρικήν η οριστική άποψις του Ευτυχούς: "ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν, μίαν φύσιν ομολογώ", ο Διόσκορος είπε: "συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες" και η Ληστρική σύνοδος επιβεβαίωσε: "συντιθέμεθα". [ 42 ]
- Εις την σ. 187, παράγρ. 3, γράφεται η πολύ περίεργος θέσις, ότι "ο παραλληλισμός των φράσεων του Κυρίλλου "Μία Φύσις" και "Σεσαρκωμένη", προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο Κύριλλος μιλά για δύο φύσεις στον Χριστό, ήταν λάθος που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι σωστή, διότι μπορεί να οδηγήσει σε δύο Υποστάσεις και Πρόσωπα στον Χριστό". Από το απόσπασμα αυτό γίνεται κατανοητόν ότι ο συγγραφεύς θεωρεί απόλυτον και υποχρεωτικήν την ερμηνείαν του Μία Φύσις εις την Κυρίλλειον έκφρασιν ως υπόστασιν, και δια τούτο θεωρεί σφάλμα την ερμηνείαν του όρου τούτου ως φύσιν. Όμως, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δέχεται και την δευτέραν αυτήν ερμηνείαν του όρου Μία Φύσις, ότι σημαίνει την κοινήν φύσιν της θεότητος εν ατόμω θεωρουμένην, [ 43 ] ήτοι εν τη Υποστάσει του Λόγου. Υπό την έννοιαν αυτήν η έκφρασις Μία Φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη είναι δηλωτική των δύο φύσεων, ως λέγει ο άγιος Κύριλλος εις την δευτέραν προς Σούκενσον επιστολήν του, χωρίς να εισάγονται δύο πρόσωπα ή υποστάσεις, αλλά δια να ομολογήται η ουσιώδης και πραγματική ύπαρξις δύο φύσεων εν Χριστώ.
- Εις την σ. 188, παράγρ. 2, λέγεται: "Στην Χριστολογία του (ο άγιος Κύριλλος) χρησιμοποιεί τα "φύσις", "υπόστασις" και "πρόσωπον" ως συνώνυμα ...".
Η άποψις, ότι ο άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησε συνωνύμως τους όρους φύσις και υπόστασις, είναι λανθασμένη. Αντανακλάται και εις την 6ην παράγραφον της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989): "τό ζήτημα δεν είναι αν οι Πατέρες ημών εχρησιμοποίησαν εναλλακτικώς τους όρους φύσις και υπόστασις και αν συνέχεαν τον ένα προς τον άλλον", την οποίαν η Ιερά Κοινότης ανήρεσεν εμπεριστατωμένως (Παρατηρήσεις ..., σελ. 45 κ. εξ.). Τούτο μόνον επαναλαμβάνομεν εδώ, ότι ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός και ο ιερός Φώτιος δεν συμφωνούν με την άποψιν αυτήν, αλλά ανατρέπουν τα σχετικά επιχειρήματα των σεβηριανών, καθότι "τούτο εστι το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν". [ 44 ] Κατά τον άγιον Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως, όταν οι Πατέρες ανεφέροντο εις το υποστατικώς έν εν τω Χριστώ, εννοούσαν τον όρον φύσις καταχρηστικώς ως υπόστασιν, ενώ, όταν ανεφέροντο εις τα εξ ών ο Χριστός, τότε εννοούσαν τον όρον φύσις κυριωνύμως ως ουσίαν. Όταν, συνωνύμως εκφερόμενοι οι όροι, συγχέονται κατά το περιεχόμενον, η πλάνη είναι αναπόφευκτος.
Οι Αντιχαλκηδόνιοι χρησιμοποιούν αδιακρίτως τους όρους. Εις την σεβηριανήν έκφρασιν σύνθετος φύσις (ή ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις, όπως αρέσκονται να λέγουν σήμερον) χρησιμοποιούν τον όρον φύσις κακοδόξως, διότι κατ' ουδένα τρόπον εις την έκφρασιν αυτήν δύνανται να χρησιμοποιηθή αποδίδων την έννοιαν της υποστάσεως (τού απολεσθέντος ενός εν Χριστώ). Αντιθέτως οι Ορθόδοξοι μετά του αγίου Κυρίλλου, εις την Κυρίλλειον έκφρασιν Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη χρησιμοποιούμεν τον όρον φύσις ορθοδόξως, διότι καταχρηστικώς έχει την έννοιαν της υποστάσεως και εκφράζει το αποτελεσθέν έν εν Χριστώ. Επίσης, εις την έκφρασιν δύο φύσεις μετά την ένωσιν χρησιμοποιούμεν τον όρον φύσις κυριωνύμως ως ουσίαν, διότι αναφέρεται εις τα εξ ών ο Χριστός.
Επομένως, όχι συνωνύμως αλλά υπό σαφώς καθωρισμένον περιεχόμενον οφείλομεν να χρησιμοποιώμεν τους όρους φύσις και υπόστασις, εάν θέλωμεν να επετύχωμεν μετά των Αντιχαλκηδονίων ένωσιν εν τη αληθεί πίστει. Η άποψις, ότι είναι ανάγκη σήμερον προς επίτευξιν της ενότητος να είμεθα ελαστικοί εις την χρήσιν των όρων αυτών, εύρε την πρακτικήν της εφαρμογήν εις την Α' Κοινήν Δήλωσιν, όπου λέγεται ότι οι Ορθόδοξοι θα χρησιμοποιούν την έκφρασιν δύο φύσεις χωρίς να διαιρούν και οι Αντιχαλκηδόνιοι την έκφρασιν μία ηνωμένη θεανθρωπίνη φύσις χωρίς να αρνούνται την δυναμικήν παρουσίαν του θείου και του ανθρωπίνου εν Χριστώ. Αλλά τούτο αποτελεί εσφαλμένην τοποθέτησιν, εις την οποίαν επαρκώς απήντησεν η Ιερά Κοινότης εις τας Παρατηρήσεις... (σελ. 53 κ. εξ.), συμπεραίνουσα κατά τον άγιον Μάξιμον ότι είναι αδύνατος η πλήρης περιγραφή του Μυστηρίου της Εναθρωπήσεως, εάν δεν χρησιμοποιηθούν ταυτοχρόνως οι εκφράσεις που δηλώνουν την υποστατικήν ενότητα και την φυσικήν διαφοράν εν Χριστώ. Οι Ορθόδοξοι δεν δυνάμεθα να αποκλείσωμεν τον νεοστοριανισμόν, εάν μετά της εκφράσεως δύο φύσεις δεν συνομολογήσωμεν Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην ή μίαν την υπόστασιν του Ιησού Χριστού, του Θεού Λόγου. Οι Αντιχαλκηδόνιοι, εξ άλλου, δεν δύνανται να εκφύγουν την σύγχισιν, εάν δεν αποβάλλουν την έκφρασιν μία ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις και αντ' αυτής χρησιμοποιήσουν μετά της εκφράσεως Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην και τον Όρον της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου, ήτοι δύο φύσεις εν τη μια υποστάσει του Ιησού Χριστού, τη Υποστάσει του Θεού Λόγου.
***
Εκ της ανωτέρω σειράς των ανεπαρκών ή και λανθασμένων ερμηνευτικών προσεγγίσεων του συγγραφέως συνάγεται εσφαλμένως εις το άρθρον ότι: 1) Ο Διόσκορος είχεν ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, και 2) Η Ληστρική σύνοδος δεν είναι αιρετική. Επομένως, εις την παράδοσιν των Αντιχαλκηδονίων διετηρήθη η Ορθόδοξος Πίστις, παρά την χρησιμοποίησιν διαφορετικής ορολογίας εις την διατύπωσιν του δόγματος. Καί, εφ' όσον ο μεν άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησεν συνωνύμους τους όρους φύσις και υπόστασις εις την Χριστολογίαν του και οι Αντιχαλκηδόνιοι πάλαι τε και σήμερον ακολουθούν την Κυρίλλειον ορολογίαν, σήμερον δια την επίτευξιν της ενότητος μετά των Αντιχαλκηδονίων θα πρέπει να είμεθα ελαστικοί εις την χρήσιν των όρων κατά το παράδειγμα εκείνου.
Όμως, κατά την Ορθόδοξον πατερικήν ερμηνευτικήν και εν γένει Παράδοσιν ο Διόσκορος είχε μονοφυσιτικόν Χριστολογικόν φρόνημα και η Ληστρική Σύνοδος υπήρξεν αιρετική. Οι λόγοι που εξηγούν τούτο εκτίθενται κατωτέρω:
***
Α) Περί του ότι ο Διόσκορος είχεν αιρετικόν Χριστολογικόν φρόνημα.
Εις την σελίδα 188 του άρθρου του, ο συγγραφεύς αναφερόμενος εις τας απαντήσεις των επισκόπων Ευσταθίου Βηρυτού και Διοσκόρου Αλεξανδρείας εις το ερώτημα των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων, διατί καθηρέθη ο επίσκοπος Φλαβιανός εφ' όσον εδέχθη Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην, γράφει: "ο Ευστάθιος Βηρυτού παραδέχθηκε ότι έγινε λάθος. Ο Διόσκορος όμως, ισχυρίσθηκε ότι ο Φλαβιανός διέψευσε τον εαυτό του δεχόμενος δύο φύσεις μετά την ένωσι. Το παράξενο είναι ότι και οι δύο είναι σωστοί, εφ' όσον για τον Φλαβιανό "φύσις" σήμαινε "ουσία" ενώ για τον Διόσκορο σήμαινε "υπόστασις"".
Η άποψις ότι "καί οι δύο ήσαν σωστοί" οδηγεί ανεμπόδιστα εις το συμπέρασμα ότι όχι μόνο ο άγιος Φλαβιανός αλλά και ο Διόσκορος είχε Ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, παρά την εμμονήν του εις διαφορετικήν ορολογίαν.
Όμως η μελέτη των Πρακτικών της Συνόδου υπό το φως της μεταγενεστέρας πατερικής παραδόσεως δεν οδηγεί εις την συναγωγήν τοιούτου συμπεράσματος, δια πολλούς λόγους.
α) Ο Ευστάθιος Βηρυτού και ο Διόσκορος κατεδίκασαν τον άγιον Φλαβιανόν εις την Ληστρικήν. Εις την Δ' Σύνοδον όμως η στάσις των είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος. Ο Ευστάθιος μετά από ορισμένους δογματικούς ελιγμούς ευθυγραμμίζεται προς την Έκθεσιν των Διαλλαγών και αναγνωρίζει μετά των λοιπών Πατέρων ότι ο άγιος Φλαβιανός ηκολούθησε πιστώς την πίστιν του αγίου Κυρίλλου. Εις την ερώτησιν των συγκλητικών: "Διατί τοίνυν ... Φλαβιανόν καθείλες;", απήντησεν ειλικρινώς: "Εσφάλην". [ 45 ] Εκ τούτων φαίνεται ότι ο Ευστάθιος Βηρυτού ανεγνώρισε το θεολογικόν του σφάλμα, ήτοι την μη ομολογίαν της εν Χριστώ φυσικής ετερότητος, και μετανόησε δια την προτέραν καταδίκην του αγίου Φλαβιανού. Τούτο, ως γνωστόν, συνέβη με πολλούς άλλους επισκόπους, οι οποίοι έλεγον: "πάντες ημάρτομεν, πάντες συγγνώμην αιτούμεν". [ 46 ]
Αντιθέτως προς τον Ευστάθιον, ο Διόσκορος επέμεινε να αρνήται την Έκθεσιν των Διαλλαγών. Όταν οι Πατέρες της Δ' Συνόδου την αποδέχωνται ομοφώνως ως αποστολικήν Πίστιν, [ 47 ]ο Διόσκορος διαφοροποιείται. Εις την άμεσον ερώτησιν των συγκλητικών: "ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις (τής Εκθέσεως των Διαλλαγών) λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαβιανόν δε τον της αγίας μνήμης, και Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις κεχρημένους καθείλετε", [ 48 ] απέφυγε προσωρινώς να απαντήση. Αλλά, όταν οι Πατέρες έκριναν ομοφώνως ως ορθόδοξον την διαλαλιάν του αγίου Φλαβιανού, μόνος αυτός είπε: "Φανερώς δια τούτο καθήρηται Φλαβιανός, ότι μετά την ένωσιν δύο φύσεις είπε ... ". [ 49 ]
Επομένως, η αντίθεσις του Διοσκόρου εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών και εις την απορρέουσαν από αυτήν ομολογίαν δύο φύσεων μετά την ένωσιν, αποδεικνύει ότι δεν αναγνωρίζει την ουσιώδη ύπαρξιν των δύο φύσεων εν τη μια υποστάσει του Λόγου: "Ιδού τούτου επιλαμβάνομαι, μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισίν". [ 50 ]
Το επιχείρημα το οποίον εμφαίνεται εις το άρθρον του αιδεσιμολογιώτατου Καθηγητού (μν. έργ. σ. 183) και ίσως προβληθή ευλόγως εις το σημείον τούτο, ότι δηλαδή ο Διόσκορος οργισθείς κατά της νεοστοριανιζούσης δραστηριότητος του Θεοδωρήτου εις την Ανατολήν επέστρεψε εις την προ των Διαλλαγών αντινεστοριανικήν Κυρίλλειον ορολογίαν ως εις μόνον αποτελασματικόν αντινεστοριανικόν μέσον, είναι ανίσχυρον. Πρώτον μέν, διότι ο άγιος Κύριλλος επραγματοποίησε τας Διαλλαγάς με την Εκκλησίαν της Αντιοχείας παρά την υπάρχουσαν εις την Ανατολήν νεστοριανίζουσαν παραφωνίαν. Δεύτερον δέ, διότι η ομολογία της φυσικής ετερότητος εν Χριστώ δεν πρέπει να αποχωρίζεται από την ομολογίαν της υποστατικής ενότητος εν Αυτώ. Η τοιαύτη μονομέρεια εγκρύπτει κίνδυνον αιρέσεως, ως τούτο συνέβη εις την περίπτωσιν του Διοσκόρου.
β) Οι επίσκοποι εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον προέβησαν εις την καθαίρεσιν του Διοσκόρου όχι μόνον επειδή "άπαξ και δίς και τρίς δια θεοφιλεστάτων επισκόπων κανονικώς κληθείς ουκ υπήκουσεν, υπό του συνειδότος δηλονότι κεντούμενος", [ 51 ] αλλά και επειδή "Ευτυχή τον ομόδοξον αυτώ, κανονικώς καθαιρεθέντα παρά του ιδίου επισκόπου του εν αγίοις πατρός ημών Φλαβιανού, αυθεντήσας, ακανονίστως εις κοινωνίαν εδέξατο, πριν συνεδρεύσαι εν τη Εφεσίων, μετά των θεοφιλεστάτων επισκόπων". [ 52 ] Τα ανωτέρω προσδιώρισε η Σύνοδος ως πρώτην αιτίαν της καθαιρέσεως του Διοσκόρου εις την επιστολήν της προς τον Ρώμης άγιον Λέοντα. [ 53 ] Το γεγονός μάλιστα, ότι ο Ευτυχής καθηρέθη δικαίως υπό του αγίου Φλαβιανού επί αιρέσει [ 54 ] και ο άγιος Φλαβιανός αδίκως υπό του Διοσκόρου δήθεν επί αιρέσει, [ 55 ] προσδίδει δογματικήν βαρύτητα εις την έκφρασιν "ομόδοξον αυτώ".
Ο άγιος Φλαβιανός ήτο Ορθόδοξος, διότι απεδέχετο την έκφρασιν "μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη" και ταυτοχρόνως εδέχετο και "δύο φύσεις μετά την ένωσιν". Αυτή η Χριστολογία είναι πλήρης, κατά τον άγιον Μάξιμον τον Ομολογητήν, [ 56 ] διότι συνομολογεί το ενιαίον της υποστάσεως και το διττόν των φύσεων. Η μονομέρεια του Διοσκόρου, να αποδέχεται μόνον την πρώτην έκφρασιν, η οποία τονίζει την εν Χριστώ ενότητα και να αρνήται να ομολογήση την δευτέραν, η οποία τονίζει την φυσικήν διαφοράν, αποκαλύπτει τον μονοφυσιτισμόν του.
γ) Η μαρτυρία του Ανατόλιου, ότι "διά την πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος, αλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω κυρίω Λέοντι τω αρχιεπισκόπω, και τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθε", [ 57 ]δεν είναι επαρκής δια να αμνηστεύση δογματικώς τον Διόσκορον. Οι Πατέρες της Συνόδου, κατά την δευτέραν συνεδρίαν ειργάσθησαν δια τον προσδιορισμόν της αληθούς αποστολικής πίστεως της Εκκλησίας. [ 58 ] Πλήν του Συμβόλου της Νίκαιας και των επιστολών του αγίου Κυρίλλου προς Νεστόριον, εδέχθησαν το Σύμβολον των Πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, και την Έκθεσιν των Διαλλαγών, την οποίαν ως προελέχθη ηρνείτο ο Διόσκορος, καθώς και τον Τόμον του αγίου Λέοντος. Επί τη βάσει αυτών των Συνοδικών κειμένων ανεβόησαν οι Πατέρες το ανάθεμα κατά των διαφωνούντων προς τον άγιον Λέοντα και τον άγιον Κύριλλον: "Λέων και Κύριλλος ομοίως εδίδαξαν, ανάθεμα τω μη ούτως πιστεύοντι. οι ορθόδοξοι ούτω φρονούμεν. Αύτη η πίστις των πατέρων. Ταύτα εν Εφέσω διατί ουκ ανεγνώσθη; Ταύτα Διόσκορος απέκρυψεν". [ 59 ] Παρά τας αμφιβολίας των επισκόπων του Ιλλυρικού δια τον Τόμον, μετά την σύγκρισίν του προς τα Δώδεκα Κεφάλαια του αγίου Κυρίλλου η Σύνοδος απεδέχθη τον Τόμον ως κριτήριον Ορθοδοξίας και με ειδικήν μνείαν εις τον Όρον της τον ενέταξε μετά των επιστολών του αγίου Κυρίλλου: "κοινήν τινα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμοσε, προς την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν". [ 60 ] Επίσης, δια της παραθέσεως χρήσεων διαφόρων προγενεστέρων Πατέρων, ως εμφαίνεται εις την δευτέραν Πράξιν της Συνόδου, έγινε γενικώς κατανοητόν ότι πρέπει να ομολογούνται αι δύο φύσεις του Χριστού προς δήλωσιν της διαφοράς των φύσεων.
Εξ όλων τούτων καταφαίνεται ότι ο Διόσκορος, εάν προσήρχετο προς απολογίαν, ώφειλε να απολογηθή περί πίστεως. Τούτο απητείτο και από το κατηγορητήριον του Ευσεβίου Δορυλαίου.[ 61 ] Προφανώς θα κατεδικάζετο ως αιρετικός, εάν ενέμενε εις την μέχρι τούδε ομολογίαν του, ότι "ιδού τούτου επιλαμβάνομαι, μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισί". [ 62 ] Την άποψιν, ότι θα κατεδικάζετο ως αιρετικός ο Διόσκορος εάν προσήρχετο, υπεστήριξεν αργότερον ο Λεόντιος απαντών εις σχετικήν ένστασιν των Μονοφυσιτών. Έλεγε: "τίνας γαρ αν και έφη λόγους παραγενόμενος; Ο βουλόμενος των υπεραλγούντων τανδρός ηθεποιείτο, ότι μεν γαρ εδέξατο Ευτυχέα, φανερόν. Ότι δε καλώς ουκ εδέξατο άνδρα μίαν είναι μόνην την του Χριστού φύσιν δοξάζοντα θείαν τε απλώς, και ουδέν έχουσαν ανθρώπινον, τί αν απελογήσατο; Υμείς ουν οι Διοσκορίται επινοήσατε". [ 63 ]
δ) Όπως μας πληροφορεί ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, [ 64 ] οι ακολουθήσαντες τον Διόσκορον Αλεξανδρείς ηρνούντο και αυτόν τον άγιον Κύριλλον - τουτέστι τας Διαλλαγάς - επειδή ωμίλησε δια δύο φύσεις μετά την ενανθρώπισιν.
ε) Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τον Διόσκορον, αν και όχι ονομαστί δια τους λόγους που εκείνη έκρινε. Κατά την Ψήφον, η Σύνοδος αποδέχεται πλήρως τας τέσσαρας προηγηθήσας Συνόδους και όσα αύται αποδέχονται και κρίνει αλλοτρίους της Εκκλησίας τους μη αποδεχομένους αυτάς. Κατόπιν η ΣΤ' και η Ζ' τον αναθεμάτισαν και κατ' όνομα. Περί του θέματος αυτού διαλαμβάνουν λεπτομερώς αι "Παρατηρήσεις ..." της Ιεράς Κοινότητος (σελ. 64 κ. εξ.).
στ) Εις το εξής η συνείδησις της Εκκλησίας έχει τον Διόσκορον καταδεδικασμένον επί αιρέσει, [ 65 ] ως εμφαίνεται και εις την λατρείαν της. Μόνον εις τον αιώνα μας άρχισαν να ακούωνται παραφωνίαι εις την ενιαίαν περί Διοσκόρου αντίληψιν της Εκκλησίας, με αποκορύφωσιν τας προτάσεις της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του διαλόγου μετά των συγχρόνων Αντιχαλκηδονίων, κατά τας οποίας ο Διόσκουρος και οι σύν αυτώ Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι κατεδικάσθησαν όχι δι' αιρεσιν αλλ' επειδή έσχισαν την Εκκλησίαν! [ 66 ]
Β) Περί του ότι η Ληστρική Σύνοδος είναι αληθώς αιρετική.
Εις την σελίδα 188 ο συγγραφεύς γράφει: "Από τα προαναφερθέντα καθοριστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι η Σύνοδος της Εφέσου το 449 δεν ήταν αιρετική, εφ' όσον η καταδίκη του Ευτυχούς βασίστηκε στην ομολογία του ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος με την μητέρα του. Αυτό εξηγεί γιατί ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο εν ολομελεία ισχυρίζεται ότι ο Διόσκορος δεν καθαιρέθηκε για αίρεση. Η Σύνοδος του 449 στην Έφεσο αποκηρύχθηκε στην Χαλκηδόνα εξ' αιτίας της αδικίας που είχε γίνει στον Φλαβιανό και στον Ευσέβιο".
Όμως η άποψις αυτή είναι εσφαλμένη. Η Ληστρική Σύνοδος δεν είναι μόνον από κανονικής απόψεως αποβλητέα, αλλά και από δογματικής, επειδή ηθώωσε τον αιρετικόν Ευτυχή και κατεδίκασεν επί αιρέσει τον Ορθόδοξον άγιον Φλαβιανόν, ως απεδείχθη εις την προηγουμένην ενότητα. Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γράφει: "τό γαρ Διοσκόρου λεγόμενον δεύτερον(συνέδριον εν Εφέσω) της Ευτυχούς αδοκίμου γνώμης πεφώραται σύστοιχον". [ 67 ]
Ίσως υποστηριχθή όμως, ότι οι επίσκοποι εις την Ληστρικήν εβασίσθησαν εις την "εμμονήν" του Ευτυχούς εις την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου καί, ακολουθήσαντες την εντολήν της εν Εφέσω Συνόδου (431) "μηδενί εξείναι ετέραν πίστιν εκτίθεσθαι", εδικαιολόγησαν την άρνησίν των να ομολογήση δύο φύσεις μετά την ένωσιν και να αναθεματίση τους πρεσβεύοντας τα αντίθετα, ωσάν να επρόκειτο περί ετέρας πίστεως.
Μία τοιαύτη γνώμη δεν είναι πρωτοφανής. Έχει διατυπωθεί ήδη εις τα συγγράμματα των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων. [ 68 ] Είναι όμως εσφαλμένη, κρινόμενη υπό το φως των ενεργειών του αγίου Κυρίλλου και των Πρακτικών της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.
Πρώτον. Ο άγιος Κύριλλος δια των Διαλλαγών διετύπωσε την άλλην πλευράν του Χριστολογικού δόγματος, την ομολογίαν των δύο φύσεων εν Χριστώ, χωρίς να προσθέση ή να αφαιρέση κάτι από την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου. Αι Διαλλαγαί ήσαν ανάπτυξις της αυτής αποστολικής πίστεως και όχι ετέρα πίστις. Παρά ταύτα δεν έγιναν δεκταί από τον Ευτυχή [ 69 ] και τον Διόσκορον. Και ο μεν πρώτος ηρνείτο κατ' αρχήν την ομοουσιότητα του Χριστού με ημάς, την οποίαν συνεκάλυπτε με την άρνησιν να "φυσιολογήση" τον Θεόν και να ομολογήση τας δύο φύσεις. Ο Διόσκορος πάλιν, ενώ εδέχετο την διπλήν ομοουσιότητα και κατεδίκαζε δια τούτο τον Ευτυχή, δεν ομολογούσε τας δύο φύσεις εν Χριστώ, επειδή είχεν αρνηθή τας Διαλλαγάς και επομένως την πραγματικήν διαφοράν των φύσεων.
Δεύτερον. Οι πρόκριτοι των επισκόπων της Ληστρικής εγνώριζον ότι υπάρχει η Επιστολή του αγίου Λέοντος προς τον άγιον Φλαβιανόν (ο Τόμος) εις χείρας του αυτοκρατορικού νοταρίου, την οποίαν απέκρυψαν από το σύνολον των επισκόπων. Το δογματικόν περιεχόμενον της επιστολής, η βεβαίωσις των δύο εν Χριστώ φύσεων, ήτο καθοριστικόν δια την καταδίκην του Ευτυχούς επί αιρέσει.
Τρίτον. Η Ληστρική δεν ήτο άμοιρος δογματικών συζητήσεων, έστω και υπό το καθεστώς βαρυτάτης ψυχολογικής πιέσεως. Εξ αυτών δεικνύεται ότι υπήρχε πρόβλημα πίστεως και ότι δεν απεκηρύχθη εις την Χαλκηδόνα λόγω μόνον των βιαιοτήτων του Διόσκορου. Ο Βασίλειος Σελευκείας, π.χ. ομιλών εις την Δ' και υπενθυμίζων την αντίδρασιν των μοναχών του Βαρσουμά εις την ακοήν της ορθοδόξου (τώ 448) ομολογίας του "εν δύο φύσεσι μετά την ένωσιν" λέγει ότι, όλος ο όχλος εφώναζε: "τόν λέγοντα δύο φύσεις, εις δύο τέμνε, ο λέγων δύο φύσεις, Νεστόριός εστιν". [ 70 ] Ο Σέλευκος Αμασείας παρομοίως ανεκάλεσε την προηγηθείσαν ομολογίαν του, ότι: "δείν εν δύο φύσεσι τον Κύριον ημών δογματίζεσθαι μετά την ένωσιν". [ 71 ] Ο άγιος Φλαβιανός απ' εναντίας αρνήθηκε ευθαρσώς να αθετήση την προτέραν του ομολογίαν λέγων: "εμού των πεπραγμένων ουδέν άπτεται δια τον Θεόν. Ουδέν γαρ ετέρως εδόξασα, ή εφρόνησα ποτε, ή φρονήσω". [ 72 ]
Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι εις την Ληστρικήν επρυτάνευσεν η άρνησις της φυσικής ετερότητος εν Χριστώ, και τούτο καθ' εαυτό αποτελεί αίρεσιν.
***
Τα ανωτέρω μεν ελέχθησαν εις απόδειξιν ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι κατά το παρελθόν δεν είχον την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν μετά της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως ισχυραί μαρτυρίαι ότι και οι σύγχρονοι Αντιχαλκηδόνιοι δεν έχουν Ορθόδοξον Χριστολογίαν.
Ο Πατριάρχης των Κοπτών Σενούντα Γ' μετά την λήξιν του επισήμου θεολογικού Διαλόγου εξέδωκε βιβλίον το οποίον εκυκλοφόρησεν εις την ελληνικήν γλώσσαν με τίτλον: "Η Φύση του Χριστού. Η Θεότητα του Χριστού", εκδόσεις Αρμός 1996. Θα παραθέσωμεν χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από τα οποία γίνεται φανερόν ότι η Χριστολογία των Αντιχαλκηδονίων είναι σεβηριανή (μονοφυσίτικη).
Αναφερόμενος εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον γράφει:
"Παρά το γεγονός ότι η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναθεμάτισε τον Νεστόριο, οι νεστοριανικές ρίζες απλώθηκαν και επέδρασαν στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος, όπου η τάση να διαχωρισθούν οι δύο φύσεις άρχισε να γίνεται τόσο ορατή, ώστε ειπώθηκε ότι ο Χριστός είναι δύο πρόσωπα... Ακολουθώντας την ίδια τάση, ο Λέων, επίσκοπος Ρώμης, παρέθεσε τον περίφημο Τόμο του, που απορρίφθηκε από την Κοπτική Εκκλησία. Η Σύνοδος όμως τον αποδέχθηκε και τον υπερψήφισε, βεβαιώνοντας έτσι ότι οι δύο φύσεις υπάρχουν στον Χριστό και μετά την ένωσή τους" (σελ. 23). Με το απόσπασμα αυτό εγκαλεί αυτήν δια νεστοριανισμόν, όπως και ο Σεβήρος εις την εποχήν του.
Ερμηνεύων τον τρόπον της ενώσεως των δύο φύσεων χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ενώσεως της ψυχής και του σώματος, όχι όμως κατά την έννοιαν των Αγίων Πατέρων εις μίαν υπόστασιν αλλά κατά την αντίληψιν των Αντιχαλκηδονίων εις μίαν σύνθετον φύσιν:
"Δεν υφίσταται μετατροπή της ψυχής σε σώμα, ούτε του σώματος σε ψυχή, αλλά αντιθέτως και τα δύο γίνονται ένα "εν τη ουσία και εν τη φύσει", ώστε να λέμε ότι αυτό είναι μία φύση και ένα πρόσωπο. Αν λοιπόν κατανοούμε την ιδέα της ένωσης μεταξύ ψυχής και σώματος σε μία φύση, γιατί να μην κατανοούμε και την ενότητα του Θείου και του ανθρώπινου σε μία Φύση," (σελ. 25) Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει χαρακτηριστικώς: "Αμφότερες η θεία και η ανθρωπίνη φύση ενώθηκαν εν ουσία και εν υποστάσει αχωρίστως" (σελ. 32).
Αδυνατών να κατανοήση ορθοδόξως το μυστήριον της απορρήτου ενώσεως, χρησιμοποιεί μονοφυσιτικώς και το κλασικόν παράδειγμα του πεπυρακτωμένου σιδήρου:
"Όταν ο σιδηρουργός χτυπά τον πυρακτωμένο σίδηρο, στην πραγματικότητα το σφυρί χτυπά και τον σίδηρο και το πυρ που είναι ενωμένο με αυτόν. Ο σίδηρος μόνο λυγίζει ενώ το πύρ, μολονότι λυγίζει με τον σίδηρο, παραμένει ανέγγιχτο" (σελ. 36).
Αλλά και εις το πάθος του Κυρίου δίδει θεοπασχητικήν (μονοφυσιτικήν) ερμηνείαν:
"... ποιμαίνειν την εκκλησίαν Κυρίου και Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος (Πραξ. 20, 28). Αναφέρει το αίμα του Θεού, μολονότι ο Θεός είναι πνεύμα, και το αίμα ανήκει στην ανθρωπίνη φύση του. Αυτή η έκφραση είναι η θαυμασιότερη απόδειξη της Μίας Φύσης του Ενσαρκωμένου Λόγου. Και οτιδήποτε σχετίζεται με την ανθρώπινη πλευρά, μπορεί συνάμα να αποδοθεί και στην θεία αδιακρίτως, καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο φύσεων" (σελ. 36-37).
Ο Κόπτης Πατριάρχης διαφοροποιείται περαιτέρω και από την διδασκαλίαν της αγίας ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Γράφει σχετικώς προς τας θελήσεις και ενεργείας του Χριστού:
"Έχει ο Κύριος Ιησούς Χριστός δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, δηλαδή μία θεϊκή και μία ανθρώπινη θέληση, καθώς και δύο ενέργειες, μία θεϊκή και μία ανθρώπινη; Επειδή πιστεύουμε στη Μία Φύση του Ενσαρκωμένου Λόγου, όπως την ονόμασε ο άγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στη Μία Θέληση και στην Μία Ενέργεια. Φυσικά, αφού φρονούμε ότι η Φύση είναι Μία, και η Θέληση και η Ενέργεια είναι επίσης Μία" (σελ. 46-47). Είναι σαφής ο μονοενεργητισμός και ο μονοθελητισμός καθώς και η απόδοσις των θελημάτων και των ενεργειών εις την μίαν κατ' αυτόν σύνθετον φύσιν. Αι μονοενεργητικαί αυταί απόψεις δεν είναι μόνον του Πατριάρχου Σενούντα, αλλά και των λοιπών Αντιχαλκηδονίων θεολόγων. [ 73 ]
Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν την μονοφυσιτικήν των παράδοσιν. Είναι κατηγορηματική η άρνησις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου από τον Κόπτην Πατριάρχην: "Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος ... Δύναμαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικαί Εκκλησίαι δεν δύνανται να αποδεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος...". [ 74 ]
***
Κατόπιν των ανωτέρω συμπεραίνονται τα ακόλουθα:
- Οι παλαιοί Αντιχαλκηδόνιοι ήσαν είτε ακραίοι μονοφυσίται (ευτυχιανισταί, αρνούμενοι την ανθρώπινην φύσιν) είτε μετριοπαθείς μονοφυσίται (σεβηριανοί, ψιλώ μόνον ονόματι ομολογούντες δύο φύσεις). Ο μονοφυσιτισμός, ως αντίληψις περί του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, εξεφράζετο δια συγκεκριμένων εκφράσεων, τας οποίας ως ανορθοδόξους ήλεγξαν οι άγιοι Πατέρες εις τα συγγράματά των. Ο Διόσκορος ήτο φορεύς μιας μονοφυσιτικής αντιλήψεως, την οποίαν δεν ημπόρεσε να αποβάλη κατά την διάρκεια της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, αλλά ενέμεινε εις αυτήν και έγινε αιρεσιάρχης και αρχηγός της σεβηριανής παραδόσεως.
- Οι Αντιχαλκηδόνιοι επί χίλια πεντακόσια ήδη χρόνια αρνούνται να αποδεχθούν την αγίαν Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, παρά τας κατά καιρούς ενωτικάς προσπαθείας, διασαφήσεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν είναι νεστοριανή. Το αίτιον της τόσον απολύτου αρνήσεως δεν ημπορεί να είναι άλλο, παρά η διαφορετική αντίληψις περί του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως, δηλαδή αυτή η αίρεσις.
- Οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι, οι οποίοι από τριακονταετίας περίπου διαλέγονται μετά των Ορθοδόξων, δεν παρέχουν εχέγγυα Ορθοδόξου Χριστολογικού φρονήματος. Παρά την εγκατάλειψιν ωρισμένων εκφράσεων, ως η σύνθετος φύσις, αι νέαι διατυπώσεις έχουν επίσης μονοφυσιτικόν περιεχόμενον και το αυτό ειδικόν βάρος ως αι προηγούμεναι, ως π.χ. η μία ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις.
- Η μόνη ελπίς να υπερβούν τον μονοφυσιτισμόν των οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι και να ενωθούν μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι να αποδεχθούν ως αγίας και Οικουμενικάς την Σύνοδον της Χαλκηδόνος και τας επομένας αυτής, το οποίον σημαίνει να ομολογήσουν τας εκφράσεις αι οποίαι διασφαλίζουν το Ορθόδοξον φρόνημα από τον μονοφυσιτισμόν, [ 75 ] και να αναθεματίσουν τους αρχηγούς της προτέρας και μέχρι και νυν αιρέσεώς των.
Μέχρι τότε οφείλομεν να ευχώμεθα, να φωτίση ο Κύριος τους Αντιχαλκηδονίους αδελφούς να επιστρέψουν εις την Ορθόδοξον Πίστιν και εις την κοινωνίαν της αγίας Εκκλησίας. Αλλά και να τηρώμεν την Ορθόδοξον Πίστιν ακεραίαν και ελευθέραν παντός δογματικού μινιμαλισμού και συμβιβασμού, προς ασφάλειαν και σωτηρίαν ημών και ως μέτρον Ορθοδοξίας προς τους Ετεροδόξους.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
Μεγάλην εντύπωσιν προκαλεί το γεγονός ότι οι γράψαντες τα ανωτέρω ασχολούνται μόνον με το πρόσωπόν μου και με κανένα άλλο μέλος του εν λόγω εν Aarhus της Δανίας διαλόγου του 1964, όπως π.χ. των αειμνήστων Ιωάννου Καρμίρη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Γερασίμου Κονιδάρη, John Meyendorff, κτλ.
ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΛΕΧΘΕΙΣΑ ΕΠΙ ΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΕΙ ΑΥΤΟΥ ΩΣ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ
ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΜΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΠΡΟΤΑΣΣΕΤΑΙ ΕΠΑΙΝΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΜΙΚΗ 1974
Ο ΕΠΑΙΝΟΣ λήγει ως εξής εις σελίδας 11-12.
"Σημαντικωτάτη είναι η προσφορά του Ιωάννου Καρμίρη εις τον Διάλογον μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ήτοι των λεγομένων Μονοφυσιτών. Ως γνωστόν, ούτοι απεσχίσθησαν από την Ορθοδοξίαν το 451, όταν απέρριψαν την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον. Η τελευταία επαφή δ' επανένωσιν εγένετο τον 12ον αιώνα, αλλ' απέτυχεν. Επτά αιώνες μεταγενέστερον το 1964, έγινεν η πρώτη από τότε Θεολογική Συζήτησις εν Aarhus της Δανίας. Η μελέτη του περί της Χριστολογίας του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας υπήρξεν η βάσις της επιτυχίας και της περαιτέρω καλής εξελίξεως του Διαλόγου. Όταν ο Ρουμελιώτης ούτος ετελείωσε την παρουσίασιν της εν λόγω μελέτης του, έγινε πανδαιμόνιον. Οι Αντιχαλκηδόνιοι εκτύπον ζωηρότατα τα χέρια των εις τα τραπέζια και τα πόδια των εις το δάπεδον και εφώναζον, "αύτη είναι η πίστις μας! Αύτη είναι η αλήθεια! Αν αυτά πιστεύεται, έχομεν μίαν πίστην, είμεθα μία Εκκλησία".
ΚΑΙ ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΘΑ ΕΛΥΩΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΤΕΤΟΙΟ ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟΝ.
Εν πάση περιπτώσει εάν η Μικτή Επιτροπή Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τινά σημεία εκινδύνευσεν την ακεραιότηταν της Ορθοδόξου ημών πίστεως και εάν ο μοναδικός υπεύθυνος είναι ο συγγράφων ταύτα ευπρόσδεκτη είναι κάθε αδελφική καλοπροαίρετος παραίνεσις.
Τ Ε Λ Ο Σ
| ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |[ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 2 ] Δια τα πρακτικά της συσκέψεως ίδε Mansi, τόμ. 8, σελ. 817 834. Περί Δώδεκα Κεφαλαίων, σελ. 821 εξής. [ 3 ] Η σχετική θεωρία λέγεται Νεο-Χαλκηδονισμός, δηλαδή η υπό της Ε' επάνοδος εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου τα οποία η Δ' είχε δήθεν παραμερίσει. [ 4 ] J.S. Romanides, "The Debate Over Theodore of Mopsuestias's Christology and Some Suggestions for a Fresh Approach", The Greek Orthodox Theological Review, τομ. 5,2 1959-60, ππ 140-145. [ 5 ] "Unification On The Basis of Cyril's formula Μία Φύσις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη," εν Does Chalcedon Divide or Unite?, Geneva, WCC 1981, p. 42. [ 6 ] Αυτόθι, "Του Αγίου Κυρίλλου Μία Φύσις ή Υπόστασις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη και η Δ' Οικ. Σύνοδος, σελ. 65-66). [ 7 ] Mansi, 7, 104. [ 8 ] Αυτόθι, σελ. 42. [ 9 ] Αυτόθι, σελ. 79-80. [ 10 ] Αυτόθι. [ 11 ] Ρωμάνιδου, αυτόθι, σελ. 64-65. [ 12 ] Αυτόθι. [ 13 ] Αυτόθι. [ 14 ] Αυτόθι, σελ.65. Mansi, 8, 823. [ 15 ] Αυτόθι, σελ.64-65. [ 16 ] One Incarnate Nature of God the Word, αυτόθι, σελ. 76-90. [ 17 ] Edited by Paul Fries and Tiran Nersoyan, Mercer University Press, Macon, Georgia, σελ. 141. [ 18 ] Δια περιγραφήν τινών αυτών ίδε μονογραφίαν μου "Highlights in the Debate over Theodore of Mopsuestia's Christology and Some Suggestions for a Fresh Approach," εν The Greek Orthodox Theological Review, 1959-60, τομ. 5,2, σελ, 145-181. [ 19 ] Αυτόθι, σελ. 43. [ 20 ] Συλλογικός τόμος "ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΟΤΗΣ", έκδοσις της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 1977, σσ. 177-191. [ 21 ] Ένθ' ανωτ. σ. 190 [ 22 ] V.C Samuel, The Council of Chalcedon and the Christology of Severus of Antioch, Dissertation, Yale University 1957, pp. i9, 27, 59, 192, 194, 195.. [ 23 ] PG 89, 101C, PG 94, 741-744, Έκδοσις ακριβής ... Γ (3) 47. [ 24 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Των Ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή. Παρίσιοι 1761, σ. 228. [ 25 ] Ένθ' ανωτ. σ. 56 [ 26 ] PG 91, 480AB. [ 27 ] Επιστολή προς Σούκενσον Διοκαισαρείας, PG 77, 237. [ 28 ] Ως, λ.χ εις την φράσιν: "Ου γαρ εις πρόσωπα δύο την οικονομίαν μερίζομεν, ουδέ υιούς δύο αντί του Μονογενούς κηρύττομέν τε και δογματίζομεν, αλλά δύο μεν τας φύσεις είναι και μεμαθήκαμεν και διδάσκομεν, έτερον γαρ θεότης, και έτερον ανθρωπότης έτερον το όν, και έτερον το γενόμενον ... Ου τας φύσεις τοίνυν συγχέομεν ... αλλά και του Θεού Λόγου την φύσιν γνωρίζομεν, και της μορφής του δούλου την ουσίαν γινώσκομεν, εκατέραν δε φύσιν ως ένα προσκυνούμεν Υιόν θάτερον γαρ θατέρω Χριστός ονομάζεται" (Περί εναθρωπήσεως του Θεού Λόγου, του Υιού του Πατρός, PG 75, 1471CD). [ 29 ] "Όταν ουν εννοώμεν τούτο, ουδέν αδικούμεν την εις ενότητα συνδρομήν, εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι λέγοντες, μετά μέντοι την ένωσιν ου διαιρούμεν τας φύσεις απ' αλλήλων, ... αλλ' ένα φαμέν Υιόν και ως οι Πατέρες ειρήκασι, μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην" Επιστολή προς Σούκενσον πρώτη. PG 77, 232D. [ 30 ] PG 94, 1460D-1461D, PG 103, 977C-980B, PG 103, 1004A-D [ 31 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 155. [ 32 ]Συνοδική Επιστολή, εν Ιω. Καρμίρη. Τα Δογματικά Και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήναι 1960, σ. 215. Τούτοις ομοίως τοις ιεροίς Κυρίλλου του πανσόφου χαράγμασιν ως ιεράν και ομότιμον δέχομαι και της αυτής ορθοδοξίας γεννήτριαν και την θεόδοτον επιστολήν και θεόπνευστον του μεγάλου και λαμπρού και θεόφρονος Λέοντος ... ήν και στήλην ορθοδοξίας καλώ και ορίζομαι, τοις ούτως αυτήν καλώς ορισαμένοις Πατράσιν αγίοις επόμενος, ως πάσαν μεν ορθοδοξίαν ημάς εκδιδάσκουσαν, πάσαν δε κακοδοξίαν αιρετικήν ολοθρεύουσαν. [ 33 ] PG 103, 960C [ 34 ] PG 103, 944D [ 35 ] [ 36 ] Ένθ' ανωτ. σ. 66 [ 37 ] Ένθ' ανωτ. σ. 56 [ 38 ] Ένθ' ανωτ. σ. 162 [ 39 ] Ένθ' ανωτ. σ. 65 [ 40 ] Ένθ' ανωτ. σ. 156 [ 41 ] Ένθ' ανωτ. σ. 78 [ 42 ] Ένθ' ανωτ. σ. 79 [ 43 ] Έκδοσις ακριβής ... Γ (11) 55. [ 44 ] Ένθ' ανωτ. Γ (3) 47. Βλ. Και υποσημ. 11 [ 45 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 66. Είναι περίεργον, πώς ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εντάσσει εις την ερώτησιν των συγκλητικών την δευτερεύουσαν πρότασιν: "εφόσον δέχθηκε Μίαν φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην", ενώ εκ των πρακτικών δεν συνάγεται τοιούτον σχήμα ερωτήσεως. Με την ένταξιν αυτής αι απαντήσεις του Ευσταθίου και του Διοσκόρου εις την ερώτησιν των συγκλητικών ανάγονται υπό του π. Ιωάννου ευθέως εις την Μίαν Φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην, όθεν συνάγεται φυσικότερον το ότι και οι δύο ήσαν σωστοί. Όμως εκ των πρακτικών φαίνεται ότι αι απαντήσεις ανάγονται αμέσως εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών περί των δύο φύσεων. Ενημερωτικώς σημειούμεν ότι αι ερωτήσεις των Συγκλητικών ει την υπ' όψιν περίστασιν είναι τρείς. α) μετά την ανάγνωσιν των Διαλλαγών: "ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαβιανόν δε τον της αγίας μνήμης, και Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις κεχρημένους καθείλετε;", β) μετά την επίκλησιν υπό του Ευσταθίου των επιστολών του αγίου Κυρίλλου προς Ακάκιον, Ουαλλεριανόν και Σούκενσον: "λεγέτω η αγία Σύνοδος, ει ταις κανονικαίς επιστολαίς του της οσίας μνήμης Κυρίλλου, ταις και εν τη συνόδω δημοσιευθείσαις και νυν αναγνωσθείσαις, συμφωνεί η διαλαλιά Ευσταθίου του ευλαβεστάτου επισκόπου", και γ) μετά την ανάγνωσιν υπό του Ευσταθίου της επιστολής του αγίου Κυρίλλου την περιλαμβάνουσαν τον στίχον "ου δει τοιγαρούν νοείν δύο φύσεις, αλλά μίαν φύσιν του λόγου σεσαρκωμένην", τας επεξηγήσεις του και την διαλαλιάν περί Φλαβιανού: "Διατί τοίνυν Φλαβιανόν τον της ευλαβούς μνήμης καθείλες;" [ 46 ] Ένθ' ανωτ. σ. 57 [ 47 ] Αναγιγνωσκομένης της επιστολής, οι Πατέρες της Δ Συνόδου εβόησαν: "ημείς ως Κύριλλος πιστεύομεν, ούτως επιστεύσαμεν, ούτω πιστεύομεν, ανάθεμα τω μη ούτω πιστεύοντι" Οι Ανατολικοί επίσκοποι εβόησαν επιπλέον: "Φλαβιανός ούτω επίστευε, Φλαβιανός ταύτα εξεδίκει, δια ταύτα Φλαβιανός καθηρέθη. Ευσέβιος Νεστόριον καθείλε. Την πίστην Διόσκορος παρέτρωσεν" (ένθ' ανωτ. σ. 65). [ 48 ] Ένθ' ανωτ. σ. 65 [ 49 ] Ένθ' ανωτ. σ. 67 [ 50 ] Ένθ' ανωτ. σ. 69 [ 51 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Των Ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή. Παρίσιοι 1761, σ.126 [ 52 ] Ένθ' ανωτ. σ. 125 [ 53 ] "Τον τε γαρ μακάριον εκείνον τον εν αγίοις της Κωνσταντινουπόλεως ποιμένα Φλαβιανόν την αποστολικήν προϊσχόμενον πίστιν, και τον θεοφιλέστατον επίσκοπον Ευσέβιον, παρά πάσαν των κανόνων ακολουθίαν καθείλε και τον επί δυσσεβεία κατακεκριμμένον Ευτυχή, ταις τοις τυραννίδος αυτού ψήφοις ηθώωσεν" (ένθ' ανωτ. σ. 23). [ 54 ] Αφού κατά την πρώτην συνεδρίαν της Δ ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της Ενδημούσης, κατά τα οποία η Σύνοδος αύτη απηύθυνε προς τον Ευτυχή το "ανάθεμα αυτώ" επειδή δεν έλεγε δύο φύσεις μετά την ένωσιν και δεν αναθεμάτιζε πάν το εναντίον προς την ομολογίαν αυτήν (Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 79) και υπεγράφει η καθαίρεσις (ένθ' ανωτ. σ. 94), και αφού ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της Ληστρικής, κατά τα οποία υπό την απειλήν των όπλων υπέγραψαν οι επίσκοποι την αθώωσιν του Ευτυχούς επί απλή αναφορά ότι ακολουθεί την πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου (ένθ' ανωτ. σ. 96-97), οι επίσκοποι της αγίας Δ Συνόδου απεφάσισαν να καθαιρέσουν τον Διόσκορον, επειδή: "Φλαβιανός ο της ευλαβούς μνήμης, και Ευσέβιος ο ευλαβέστατος επίσκοπος, εκ της των πεπραγμένων, και διαγνωσθέντων ερεύνης, και αυτής της φωνής τινων των εξάρχων γενομένων της τότε συνόδου, ομολογησάντων εσφάλθαι, και μάτην αυτούς καθηρηκέναι, ουδέν περί την πίστιν σφαλέντας" (ένθ' ανωτ. σ. 103) [ 55 ] Ο ίδιος ο Διόσκορος παρεδέχθη ότι, η περί τον Ευτυχή κρίσις της Ληστρικής, ήτο θέμα πίστεως: "επειδή περί πίστεως ήν ο λόγος".( Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 50) Επίσης, μετά την ανάγνωσιν της ομολογίας πίστεως του αγίου Φλαβιανού και την ερώτησιν των συγκλητικών προς την Σύνοδον: "ούτως εκθέμενος την πίστιν ο οσίας μνήμης Φλαβιανός, έσωσε την ορθόδοξον και καθολικήν θρησκείαν, ή τι περί αυτής εσφάλη", οι επίσκοποι ο είς κατόπιν του άλλου απήντησαν ότι ορθοδόξως την των αγίων πατέρων ημών πίστιν εξέθετο και πάντες αυτήν προθύμως δεχόμεθα. Μόνον ο Διόσκορος διεφώνησε χαρακτηρίζων αιρετικόν το "μετά την ένωσιν δύο φύσεις" (Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 66). [ 56 ] PG 91, 480AE [ 57 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 153 [ 58 ] "Νύν δε το ζητούμενον, και κρινόμενον, και σπουδαζόμενόν εστι, ώστε την αληθή πίστιν συγκροτηθήναι, δι' ήν και μάλιστα γέγονε" [ 59 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 111 [ 60 ] Ένθ' ανωτ. σ. 155 [ 61 ] Ένθ' ανωτ. σ. 114 [ 62 ] Ένθ' ανωτ. σ. 69 [ 63 ] Ένθ' ανωτ. σ. 228 [ 64 ] PG 89, 103D [ 65 ] Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Συνοδική Επιστολή, εν Ιω. Καρμίρη Τα Δογματικά ..., ένθ' ανωτ. σ. 216. Αγίου Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς τον Θρόνον Αντιοχείας, εν Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, έκδ. Ρηγόπουλου 1985, σ. 203, και του αυτού, Εγκύκλιος επιστολή προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους, αυτόθι σ. 223, 226. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, έκδ. Ρηγοπούλου 1982. [ 66 ] Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις... σ 66. [ 67 ] Συνοδική Επιστολή, ένθ' ανωτ. σ. 214. [ 68 ] V.C Samuel. [ 69 ] "Το δε εκ δύο φύσεων ενωθεισών καθ' υπόστασιν γεγενήσθαι τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, μήτε μεμαθηκέναι εν ταις εκθέσεσι των αγίων πατέρων, μήτε καταδέχεσθαι, ει τύχοι τι αυτώ τοιαύτα παρά τινος υπαναγιγνώσκεσθαι, δια το τας θείας γραφάς, ως έλεγεν, αμείνονας είναι της των πατέρων διδασκαλίας" (Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 56-57) [ 70 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 56-57. [ 71 ] Ένθ' ανωτ. σ. 96 [ 72 ] Ένθ' ανωτ. σ. 96 [ 73 ] Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις... σελ. 48-53, και Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1995, σελ. 100-101 και υποσημ. 61α, 61β εν σελ. 125. [ 74 ] Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; Ένθ' ανωτ. σ. 35 [ 75 ] Κατά τον άγιον Μάξιμον: "πώς ευσεβείν ημάς δυνατόν, τας εναντίας τοις αιρετικαίς φωνάς ουκ ομολογούντας;" (PG 91, 300A-D).
|