Ἡ εργασία αυτή τοῦ καθηγητή Ι.Μ. Φουντούλη
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης
Ἡ Ἐρεσὸς καὶ ὁ Μέγας Κανὼν
Святой Андрей Критский
Ересос и Великий Канон
Ἡ εργασία αυτή τοῦ καθηγητή Ι.Μ. Φουντούλη δημοσιεύθηκε στό περιοδικό τῆς Ι.Μ.Μ. «Ὁ Ποιμήν», τ. Ξʹ (1995), σελ. 7‐10 καί σέ τόμο πού εξέδωσε ἡ Ιερά Μητρ. Μυτιλήνης μέ τίτλο «Αγιολογικά Μελετήματα Α΄» (Μυτιλήνη 1997)
Τὸ νησὶ τῆς Λέσβου καὶ εἰδικότερα ἡ Ἐρεσὸς ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ φιλοξενεῖ, ἀπὸ τὸ 740 μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἕνα μεγάλο ἅγιο τἁς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν διάσημο ὑμνογράφο Ἀνδρέα ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης τὸν Ἱεροσολυμίτη. Ὁ τάφος του βρίσκεται, ὡς γνωστό, καὶ προσκυνεῖται πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα τῆς μεγάλης παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς τῆς Σκάλας Ἐρεσοῦ, ποὺ ἔχει ἀνασκαφεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο τὸ 1928. Ἐπʹ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τιμᾶται ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Σκάλας Ἐρεσοῦ, ποὺ χτίστηκε τὸ 1936 πρὸς τὰ δυτικὰ τῆς βασιλικῆς, καὶ πανηγυρίζει στὴ μνήμη του, στὶς 4 Ἰουλίου. Ὁ τάφος δὲ τοῦ ἁγίου, πέτρινη σαρκοφάγος, περικλείσθηκε τὸ 1938 σὲ ὡραῖο μαυσωλεῖο βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σχεδιασμένο ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο. Ὡς κάλυμμα της ἔχει πρὸ ὀλίγων ἐτῶν τεθεῖ βυζαντινῆς τεχνοτροπίας μεγάλη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἔργο τῶν Παχωμαίων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ποὺ εἰκονίζει τὸν ἅγιο ἐξαπλωμένο νεκρὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ταφῆς του. Μέρος τῶν λειψάνων τοῦ φυλάσσονται στὸν φερώνυμο ναὸ καὶ στὴ Μονὴ Ὑψηλοῦ. Πρὸ ἐτῶν (τὸ 1965) δόθηκε ἡ εὐκαιρία στὸν γράφοντα, ἐξ αφορμὴς μιᾶς μελέτης ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἐπετηρίδα τῆς Ἑταιρείας Λεσβιακῶν Μελετῶν («Λεσβιακά», τ. Εʹ τοῦ ἔτους 1965), νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τὸν Λέσβιο αὐτόν, λόγω θανάτου καὶ ταφῆς στὴ Λέσβο, σπουδαῖο καὶ ὀνομαστὸ Ἱεράρχη. Ἡ μελέτη τῶν πηγῶν, τῶν βίων τοῦ ἁγίου καὶ τῶν συναξαρίων, ἔφεραν σὲ φῶς ὁρισμένα νέα στοιχεῖα, ποὺ ἀνέτρεπαν μερικὲς «πεπαλαιωμένες πλάνες», ποὺ παρὰ ταῦτα ἐξακολουθοῦν μέχρι καὶ σήμερα νὰ ἐπαναλαμβάνονται. Ἴσως τότε πέρασαν ἀπαρατήρητα, γιʹ αὐτὸ καὶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπαναπροβληθοῦν, γιατί ἐνδιαφέρουν τὸν τόπο καὶ τὴν ἱστορία του. Καὶ τοῦτο ὄχι ἀπὸ τυφλὴ φιλοπατρία καὶ μικροφιλοτιμία, ἀλλὰ γιατί πράγματι προάγουν τὴ γνώση καὶ δίνουν ἕνα ἐπὶ πλέον «καύχημα» στὸ νησί μας. Ἂν μία ὑπόθεση ταυτίσεως τῆς Κεφαλληνίας μὲ τὴν Μελίτη τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ναυάγησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πράξ. κέφ. κζʹ καὶ κηʹ), ἔκανε τόση αἴσθηση στοὺς Κεφαλλονίτες, γιατί ἕνα ἐξ ἴσου σημαντικὸ γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἱστορία τοῦ νησιοῦ μας γεγονός, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε, ἔμεινε ἀπαρατήρητο καὶ δὲν ἔδωσε ἀνάλογη ἀφορμὴ χαρᾶς στοὺς Λεσβίους καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Ἐρεσίους; Σύμφωνα μὲ ὅλες, λοιπόν, τὶς πηγὲς ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔχει ταφεῖ στὴν Ἐρεσό. Γιʹ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀπολύτως ἀμφιβολία. Ἔτσι μόνο γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος σημειώνουμε ὅτι στὰ διάφορα χειρόγραφα τὸ ὄνομα «Ἐρεσός» φέρεται παραλλαγμένο: Ἐρισ(σ)ὅς, Ἱερισ(σ)ὅς, Ἐριστή καὶ Ἐρεσ(σ)ός. Ὁμοίως ὅλα συμφωνοῦν ὅτι ἐτάφη στὴ βασιλική, ποὺ δὲν τὴν ἀποκαλοῦν ὅμως «τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου», τοῦ Πρωτοκλήτου ὅπως πιστευότανε, ἀλλὰ τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἕνας μάλιστα βιογράφος του κάνει ἕνα ἐπιτυχημένο λογοπαίγνιο μὲ τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας κοιμᾶται στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου καὶ περιμένει τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση: «ἐν ᾧ (ναῷ τῆς ἁγίας καὶ καλλινίκου μάρτυρος Ἀναστασίας) ἀπεκδέχεται τὴν ἐκ νεκρῶν διὰ σάλπιγγος ἀνάστασιν». Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ ταξίδι τοῦ ἁγίου. Φεύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ προορισμὸ τὴν ἐπαρχία του, τὴν Κρήτη. Γέρος αὐτός, καταπονεῖται ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ μακροῦ ταξιδιοῦ, ἀσθενεῖ καὶ πεθαίνει «ἐν πλῷ». Βέβαια ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ἁγίων, εἶναι ἀβέβαιη καὶ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι εἶναι πιθανὸ νὰ ἔγιναν ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως ἐπικράτησε νὰ τὰ ἀφηγούμαστε. Ὑπάρχουν ὅμως μερικὰ λίγο ἀσθενή σημεία. Τὸ θαλάσσιο ταξίδι συνήθως στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου γίνεται ὑπὸ τὶς ἰδανικότερες καιρικὲς συνθῆκες καὶ χωρὶς ἰδιαίτερες ταλαιπωρίες. Ἐκτός δὲ αὐτοῦ ἦταν μόλις στὴν ἀρχὴ τῆς διαδρομῆς. Ἀπὸ τὴν Πόλη πρέπει νὰ ἔφυγαν πρὶν δυὸ μέρες περίπου. Νὰ ἦταν ἄραγε ἤδη σὲ κακὴ κατάσταση ὑγείας, σχεδὸν ἑτοιμοθάνατος, ὅταν ἐπιβιβάστηκε; Μᾶλλον φαίνεται ἀπίθανο. Νὰ ἀρρώστησε ξαφνικά; Διόλου ἀπίθανο. Τὸ πλοῖο πάντως ἀκολουθοῦσε τὴν κανονικὴ διαδρομή του, λόγω προφανῶς τῆς καλοκαιρίας καὶ παρέπλεε τὴ Λέσβο ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ πελάγους γιὰ νὰ εὐθυγραμμίσει τὴν πορεία τοῦ πρὸς τὴν Κρήτη. Κατὰ τοὺς βιογράφους, ὅταν ἔφθασαν «ἔγγιστα» τῆς Ἐρεσσοῦ, ὁ ἅγιος ζητεῖ νὰ μάθει πὼς λέγεται τὸ μέρος αὐτὸ καὶ ἀπαντᾶ ὅτι «ἐνταῦθα» μέλλει νὰ παραδώσει τὴν ψυχὴ του στὸ Θεό. Ἄρα εἶχε διαύγεια πνεύματος, δὲν εἶχε δηλαδὴ περιπέσει σὲ κῶμα. Τὸ «ἐνταῦθα» μᾶλλον, τουλάχιστον κατὰ λέξη, ἔννοει τὴν Ἐρεσὸ κι ὄχι τὴ θάλασσά της. Σύμφωνα μʹ αὐτὰ τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ἀποβιβάστηκε ζωντανὸς ‐ βαρειὰ βέβαια ἄρρωστος στὴν Ἐρεσὸ καὶ πέθανε ἐκεῖ. Νὰ πὼς περιγράφει τὴ σκηνὴ ὁ βιογράφος του Μακάριος Μακρὴς (ΙΕʹ αἰώνας): Ὁ δὲ ἀοίδιμος τὸν χῶρον πυθόμενος ὅστις ἂν εἴη καὶ ὅτι δὴ καλεῖτο Ἱερισσός, ἐνταῦθʹ, εἶπε, δεῖ μὲ τὴν εἰκόνα ἀποδοῦναι τῷ δεδωκότι Θεῷ». Ἀλλὰ καὶ ὁ παλαιότερος βιογράφος του Νικήτας ὁ Πατρίκιος (Θʹ αἰώνας) δὲν λέγει ὅτι πέθανε μέσα στὸ πλοῖο, ἀλλὰ ὅτι πέθανε στὴν Ἐρεσὸ τῆς Μυτιλήνης: «τὴν νῆσον τὴν οὕτω καλουμένην Μυτιλήνην καταλαβών, οὒχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλὰ κατὰ πρόνοιαν, ἐν τόπῳ λεγομένω Ἐρισσῷ, ὡς τὴν ἐκεῖσε κατάπαυσιν αἱρετισάμενον…. ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκεῖσε κεκοίμηται». Παλαιὸ δὲ συναξάριο, σωζόμενο σὲ κώδικα τοῦ Παναγίου Τάφου, μιλᾶ γιὰ μακρύτερης χρονικῆς διάρκειας παραμονή τοῦ γέροντος ἁγίου στὴν Ἐρεσό, ὡς καὶ γιὰ τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν ἐκεῖ θάνατό του. Ἀπὸ ὅλες δηλαδὴ τὶς παλαιὲς πηγὲς οἱ πληροφορίες εἶναι σαφεῖς. Ὁ ἅγιος δὲν πέθανε μέσα στὸ πλοῖο, «ἐν πλῷ», ἀλλὰ στὴν Ἐρεσό, ὀποῦ ἀποβιβάσθηκε εἴτε λόγω ἀσθενείας ἢ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο. Γιὰ τὸν ἄλλο αὐτὸ λόγο διατυπώθηκε μία πολὺ πιθανὴ θεωρία, ποὺ στηρίζεται ὄχι μόνο στὶς ἐνδείξεις τῶν βίων τοῦ Ἀνδρέου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα παράλληλα. Ὁ εἰκονομάχος βασιλεὺς Λέων ὁ Ἲσαυρος ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη σημαντικὰ εἰκονόφιλα πρόσωπα, ποὺ παρεῖχαν προσκόμματα στὰ εἰκονοκλαστικὰ σχέδια του ἐξορίζοντάς τα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ἀσφαλῶς καὶ ὁ γνωστὸς μὲ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματα, πιθανὸν καὶ τὶς ἐνέργειές του, Ἀνδρέας ὁ Κρήτης. Ἡ Λέσβος ἐξ ἄλλου ἦταν τότε τόπος ἐξορίας ὑψηλῶν προσωπικοτήτων. Οἱ βιογράφοι τοῦ Ἀνδρέα δὲν τὸ ἀναφέρουν αὐτό, προφανῶς γιατί στηρίζονται σὲ σύγχρονες ἢ λίγο μεταγενέστερες τοῦ ἁγίου πηγές, πού, γραμμένες στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας, διακριτικὰ καὶ γιὰ εὐνόητους λόγους ἀποσιώπησαν τὸ γεγονὸς αὐτό. Ἐξ ἄλλου ἡ δόξα καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας τοῦ Ἀνδρέα δὲν ὀφειλόταν στὸ ἂν πέθανε στὴ Λέσβο, ἐξόριστος ἢ ὄχι, ἀλλὰ στὸ θαυμάσιο καὶ πλουσιότατο ὑμνογραφικό του ἔργο, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἐκκλησιαστικοὺς ποιητές, τὸν Ρωμανὸ καὶ τὸν Κοσμᾶ. Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης καταξιώθηκε ἀπὸ τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τιμήθηκε ὡς ὁ μεγάλος ἅγιος «ποιητής». Τὸ πιὸ σπουδαῖο ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀνδρέα εἶναι ὁ λεγόμενος «μέγας κανών», τεράστιο κατανυκτικὸ ποίημα, δεκαπλάσιο σχεδὸν σὲ μῆκος ἀπὸ τοὺς συνήθεις κανόνες τῆς ὑμνογραφίας μας, εἶδος τοῦ ὁποίου ἐμπνευστής θεωρεῖται ὁ ἴδιος. Ψάλλεται στοὺς ναούς μας στὸν ὄρθρο τῆς Πέμπτης ἢ στὸ ἀπόδειπνο τῆς Τετάρτης τῆς Εʹ Ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, σὲ ταπεινὸ καὶ κλαυθμυριστὸ μέλος, σὰν ὕστατη ἔκκληση πρὸς μετάνοια. Ὁ ἴδιος μέγας κανόνας τμηματικὰ ψάλλεται τὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες τῆς Αʹ Ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στὰ ἀπόδειπνα, σὰν πρώτη κλήση, αὐτὴ τὴ φορά, σὲ μετάνοια καὶ πνευματικὴ αὐτοκριτική. Εἶναι δὲ πράγματι ἕνα θαυμάσιο ποίημα, «μεστὸν κατανύξεως», ὅπου προβάλλουν ὅλα τὰ καλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ φευκτέα περιστατικά. Πρόκειται γιὰ ἕνα διαρκῆ θρῆνο, γιατί ὁ ποιητής, ἀνατρέχοντας στὸ παρελθὸν καὶ τρόπον τινὰ ἐξομολογούμενος, βρίσκει τὸν ἑαυτὸ του μιμητή ὄχι τῶν καλῶν, ἀλλὰ τῶν κακῶν παραδειγμάτων τῆς Γραφῆς, γιʹ αὐτὸ καὶ ἐν μετανοίᾳ καταφεύγει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ σαφεῖς ἐνδείξεις καὶ ἀπὸ τὸ ὅλο ψυχολογικὸ κλίμα, ποὺ κυριαρχεῖ στὸν μέγα κανόνα, φαίνεται πὼς ὁ ποιητὴς ἦταν ἤδη γέρος, ἄρρωστος καὶ ὁπωσδήποτε αἰσθανόταν ὅτι προσεγγίζει τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ποῦ γράφηκε ὁ μέγας κανών; Ἕνα θεοτοκίο τροπάριο, μὲ τὸ ὁποῖο κατακλείεται ἡ θʹ ὠδὴ καὶ τὸ ὅλο ποίημα, ἀποτελεῖ δέηση γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη: «Τὴν Πόλιν σου φύλαττε , Θεογεννῆτορ ἄχραντε, *ἓν σοὶ γὰρ αὔτη, *πιστῶς βασιλεύουσα, *ἓν σοὶ καὶ κρατύνεται *καὶ διὰ σοῦ νικῶσα, *τροποῦται πάντα πειρασμὸν *καὶ νικᾶ τοὺς πολεμίους *καὶ διέπει τὸ ὑπήκοον». Λέγουν λοιπὸν ὅλοι ὅτι, κατὰ τὴ σαφή αὐτὴ ἔνδειξη, ὁ Ἀνδρέας ἔγραψε τὸ μακρὸ αὐτὸ προθανάτιο ποίημα κατὰ τὴν τελευταία μετάβασή του στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὶν ἀπὸ τὸ ὕστατο, καὶ μὲ τὴ γνωστὴ ἔκβαση, ταξίδι του πρὸς τὴν Κρήτη. Διαφεύγουν ὅμως τῆς προσοχῆς δυὸ ἀσθενῆ σημεῖα: Πρῶτο, ὅτι τὸ «πιστῶς βασιλεύουσα» δὲν θὰ τὸ ἔγραφε ποτὲ ὁ εἰκονόφιλος Ἀνδρέας γιὰ τὸν εἰκονομάχο Λέοντα Γʹ τὸν Ἲσαυρο, ποὺ βασίλευε τότε. Δεύτερο, ὅτι τὸ κείμενο τοῦ κανόνος παρουσιάζει ἀρκετὰ κριτικὰ προβλήματα ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴ θέση τῶν τροπαρίων. Ἕνα τροπάριο μὲ δέηση γιὰ τὴν Πόλη μποροῦσε εὔκολα νὰ προστεθεῖ ἢ νὰ ἀντικαταστήσει κάποιο ἄλλο μὲ διάφορο περιεχόμενο, ὅταν ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος γινόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴ θεία λατρεία. Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τὸ ζήτημα αὐτὸ «ἀνοικτό» ἐπὶ τοῦ παρόντος. Διαβάζοντας προσεκτικὰ τὸ ἀρχαῖο συναξάριο ποὺ μνημονεύσαμε πιὸ πάνω, ποὺ σώζεται σὲ κώδικα τοῦ Παναγίου Τάφου, συναντοῦμε μία πληροφορία, πού, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ γάμου, δίνει σʹ ἕνα Λέσβιο χαρά, σὰν ἐκείνη τὴ χαρὰ «ἣν ἐσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη, ὅτε εὗρε τὸν τίμιον Σταυρόν». Τὸ συναξάριο λοιπὸν αὐτό, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ ἁγίου στὴν Ἐρεσό, συμπληρώνει, ὅτι ἐκεῖ «λέγεται» ὅτι συνέθεσε τὸ «θαυμάσιον μέλος ... τῆς μακρᾶς ὑμνωδίας, πάσης κατανύξεως πλῆρες καὶ παντὸς παραδείγματος μετανοίας μεστόν», τὸν μέγα δηλαδὴ κανόνα του. Καὶ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ τροπαρίου, πού κάνει λόγο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη; Εἴδαμε πόσο ἀσταθὲς εἶναι, γίνεται « ἀσταθέστερο ἀπὸ μία ἔρευνα στὴ χειρόγραφη παράδοση. Ἐρευνή0ηκαν γιʹ αὐτὸ τὸ σκοπὸ σαράντα παλαιὰ χειρόγραφα. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ μισὰ ἔχουν ἄλλο τροπάριο, ποὺ δὲν ἔχει Ἀναφορὰ στὴν Πόλη, τὸ «Θεὸν ἡμῖν ἔτεκες...». Δυὸ ἂλλα ἔχουν καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ θεοτοκία, ἐνῶ ἀλλὰ τέσσερα μετατρέπουν τὸ «Τὴν Πόλιν σου φύλαττε» σὲ «Τὴν ποίμνην σου φύλαττε». Συνοψίζουμε: Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὁ ποιητὴς (†4 Ἰουλίου 740) δὲν πέθανε «ἐν πλῷ», ἀλλὰ στὴν Ἐρεσό, ὅπου καὶ ἐτάφη. Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ ἀπροσδιόριστο χρονικὸ διάστημα ἀσθενής ἢ μᾶλλον ἐξόριστος. Κατὰ μία δὲ παλαιὰ μαρτυρία, στὴν Ἐρεσὸ κατὰ τὴν ἐκεῖ διαμονὴ του ἔγραψε τὸ μεγαλύτερο καὶ θαυμασιότερο ὑμνογραφικὸ ἔργο του, τὸ «κύκνειο» ‐ προθανάτιό του ἄσμα, τὸν μέγαν κανόνα. Καμιὰ μαρτυρία ἢ ἄλλη ἔνδειξη δὲν ἀντιλέγει σʹ αὐτό. Θὰ μποροῦσε ἡ μνήμη τῆς συνθέσεως τοῦ μεγάλου κανόνος στὴν Ἐρεσὸ νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ διαιωνισθεΐ μὲ τὴν κατʹ ἔτος τέλεση μιᾶς παλλεσβιακὴς συνάξεως λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὸν ναό του καὶ στὸν τόπο τῆς ταφῆς του. Μιὰ ἐπὶ τούτῳ ἀγρυπνία, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ψαλλόταν ὁ μέγας κανών, θὰ ἦταν ἴσως ὁ καταλληλότερος τρόπος.