Απλή Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη
Введение в Священное Писание Ветхого Завета (простое)
Митрополит Гортинский и Мегалополисский Иеремия (Фунта)
профессор Богословского факультета Афинского университета по кафедре Ветхого Завета
Τού Ιερεμία Φούντα Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Επίκουρου Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα Εισαγωγής στην Π.Δ. και ερμηνείας τού κειμένου τών Ο'
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.
Το Κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και η παράδοση του σε εμάς
http://www.oodegr.com/oode/grafi/pd/eisag_foundas/10.htm
A. Η γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης
Οι γλώσσες στις οποίες εγράφησαν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι η Εβραϊκή, η Αραμαϊκή και η Ελληνική γλώσσα.
Η Εβραϊκή είναι η γλώσσα στην οποία εγράφη το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται για την αρχαία η βιβλική Εβραϊκή, η οποία ασφαλώς είναι διαφορετική από την μετέπειτα Αραμαϊκή γλώσσα, που επεκράτησε στην Παλαιστίνη από τον 6ο αιώνα και εξής (την μεταβιβλική, όπως την λέγουμε), και η αρχαία αυτή Εβραϊκή πάλι είναι διάφορη και από την ομιλούμενη σήμερα στο κράτος του Ισραήλ γλώσσα, την καλούμενη Νεο-Εβραϊκή. Η γλώσσα αυτή ανήκει στον βορειοδυτικό κλάδο και συγκεκριμένα στην Χαναανιτική οικογένεια των Σημιτικών γλωσσών. Είναι λοιπόν συγγενής με την Αραβική και την Βαβυλωνιακή γλώσσα και διαφέρει κατά πολύ από τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Οι Σημιτικές γλώσσες[27] παλαιότερα ομιλούντο από την Μεσοποταμία μέχρι τις ακτές της Μεσογείου Θαλάσσης και από την Αρμενία μέχρι τα νότια άκρα της Αραβίας, όπως και σε πολλά νησιά της Μεσογείου και στα βόρεια της Αφρικής, όπου ήταν εγκατεστημένες Σημιτικές αποικίες. Οι λαοί που μιλούσαν τις γλώσσες αυτές κατάγονταν από τον Σημ, τον υιό του Νώε (βλέπε Γεν. 10) και γι’ αυτό οι γλώσσες αυτές λέγονται «Σημιτικές». Η αρχαία λοιπόν αυτή Εβραϊκή γλώσσα διεδέχθη κατά κάποιο τρόπο την Χαναανιτική. Για τον μελετητή της Παλαιάς Διαθήκης είναι αναγκαία η γνώση της Εβραϊκής γλώσσης, αφού το πλείστον των βιβλίων της εγράφησαν στην γλώσσα αυτή. [28]
Η Αραμαϊκή γλώσσα είναι μία συγγενής γλώσσα με την Εβραϊκή. Είναι σημιτική και αυτή και από τον 6ο αιώνα π. Χ. Αντικατέστησε την Εβραϊκή, γιατί ήταν η καθομιλουμένη γλώσσα σε όλη την Ανατολή. Ήταν η γλώσσα του εμπορίου, των δικαστηρίων και της επικοινωνίας των ανθρώπων. Ήταν πιο εύκολη από την Εβραϊκή. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κήρυξε στην Αραμαϊκή γλώσσα. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον 8ο αιώνα μ. Χ. Σήμερα η γλώσσα αυτή χρησιμοποιείται ως λειτουργική γλώσσα σε κάποιες ανατολικές θρησκείες. Στην Αραμαϊκή γλώσσα είναι γραμμένα τα βιβλία του Τωβίτ, της Ιουδίθ, κάποιες περικοπές του Δανιήλ (2,4β-7,28) και του Β΄ Έσδρ. (4,8-6,18. 7,12-20), όπως και δύο άλλοι στίχοι της Παλαιάς Διαθήκης (Ιερεμίας 10,11. Γεν. 31,47). Είναι πιθανόν ότι αρχικά και κάποιο ευαγγελικό κείμενο ήταν γραμμένο στην Αραμαϊκή.
Η Ελληνική της Βίβλου δεν είναι η γλώσσα των μεγάλων κλασσικών, αλλά η κοινή Ελληνιστική γλώσσα που ομιλείτο στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μορφή της γλώσσας αυτής είναι πιο απλή από την κλασσική, αλλά με πιο πλούσιο λεξιλόγιο. Στην Βίβλο η Ελληνική αυτή μορφή της γλώσσας έχει σημιτισμούς. Είναι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, του Β΄ Μακκαβαίων και του βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος. Σε αυτή την γλώσσα μεταφράστηκαν κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π. Χ. όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης· αυτή ήταν η πιο παλαιά μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, η περίφημος Μετάφραση των Ο'.
B. Χαρακτηριστικά της Εβραϊκής γλώσσης[29]
Αφού τα πλείστα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εγράφησαν στην Εβραϊκή γλώσσα είναι ανάγκη, νομίζουμε, να γράψουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της γλώσσας αυτής.
Η παλαιά Εβραϊκή γραφή κατά παλαιά άποψη δεν πρέπει να προήλθε από Βαβυλωνιακή η κυπριακή η Κρητική επίδραση, αλλά από αιγυπτιακά Ιερογλυφικά, όπως το μαρτυρούν σχετικές επιγραφές από την Βύβλο της Παλαιστίνης (2η π. Χ. Χιλιετηρίδα) και την Σιναϊτική χερσόνησο. [30] Κατά άλλους όμως η Εβραϊκή γραφή έχει προέλθει από την φοινικική και μάλιστα από την Ελληνική. [31] Αποτελείται δε η παλαιά αυτή γραφή από είκοσι δύο σύμβολα, με ήχο συμφώνων. Επειδή δε μερικά από αυτά τα σύμφωνα παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα, γι’ αυτό κατά την αντιγραφή του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης εγίνοντο λάθη. Η αρχαία αυτή γραφή χρησιμοποιήθηκε από τους Εβραίους για πολύ χρόνο, αλλά μετά τους χρόνους της βαβυλώνιας αιχμαλώτους (586 π. Χ.) μαζί με την Αραμαϊκή γλώσσα ήρθε στους Ιουδαίους και η Αραμαϊκή γραφή, από την οποία προήλθε η χαρακτηριζόμενη από αυτούς τους Ιουδαίους ως «ασσυριακή» (כתב אשורי, «κεθάβ ασσουρί») «τετράγωνη» γραφή, λεγομένη έτσι από το σχήμα των γραμμάτων της. Στην γραφή αυτή, που είχε Συροαραμαϊκή προέλευση, εγράφησαν αρχικά, μετά την βαβυλώνιο αιχμαλωσία, διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, τα νεώτερα· αργότερα όμως, για λόγους ομοιομορφίας, μετεγράφησαν σ’ αυτήν και τα παλαιότερα. Οπωσδήποτε η Αραμαϊκή γλώσσα και γραφή ήταν κατά τους χρόνους του Κυρίου σε κοινή χρήση στους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, όπως αυτό μπορεί να το συμπεράνουμε από το μικρό ιώτα κατά τους χρόνους εκείνους (βλέπε Ματθαίος 5,18).
Και η γραφή αυτή, η τετράγωνος Αραμαϊκή, απετελείτο από σύμφωνα μόνο· ήταν δυσανάγνωστη και περιείχε αφορμές για σφάλματα, γιατί εκτός των άλλων, κατά την γραφή αυτή δεν εγίνοντο χωρισμοί μεταξύ των λέξεων (ήταν γραφή scriptio continua), αλλά όλες οι λέξεις ήταν ενωμένες μεταξύ τους. Και γεννάται το ερώτημα: Ο χωρισμός των λέξεων, για να δοθεί η έννοια του κειμένου, γινόταν πάντοτε σωστά;[32]
Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό που έχει η Εβραϊκή γλώσσα, μαζί με όλες σχεδόν τις Σημιτικές γλώσσες, είναι το τρισύμφωνο της ρίζας των ρημάτων της. Αρχικά ίσως υπήρχαν και ρήματα με δύο σύμφωνα, τα οποία όμως ενωρίς αναπτύχθηκαν σε τρισύμφωνα. Ακόμη πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Εβραϊκή γλώσσα των βιβλικών χρόνων κατέγραψε μόνο σύμφωνα, τα δε φωνήεντα υπενοούντο. Είναι δε αλήθεια ότι και σε μας η βάση μιας λέξης, που αποδίδει την έννοια της, είναι τα σύμφωνα. Ας λάβουμε ως παράδειγμα την λέξη «κήρυξ». Αν στα συμφωνά της παρεμβάλλουμε άλλα φωνήεντα, λόγου χάριν τα ο,α, σχηματίζεται διαφορετική μεν λέξη, η λέξη «κόραξ», η οποία όμως έχει το ίδιο κατά βάση νόημα με την πρώτη, γιατί και ο «κήρυξ» και «ο κόραξ» φωνάζουν, «κράζουν». Αφού η Εβραϊκή γλώσσα στην αρχαία της μορφή κατέγραφε μόνο σύμφωνα, για να διαβάσουν τα κείμενα της έπρεπε να την γνώριζαν καλά και διαβάζοντας την να προσέθεταν τα φωνήεντα. Αλλά φωνηέντιζαν καλά την λέξη;
Οι διάφορες εναλλαγές στις μορφές του ρήματος γίνονται γενικά με την εναλλαγή των φωνηέντων στη ρίζα του ρήματος. Λαμβάνουμε ως παράδειγμα το ρήμα «γράφω» (כתב, «κ' αθάβ»), που στην Εβραϊκή περιέχει το τρισύμφωνο כ-ת-ב. Τα σύμφωνα αυτά παραμένουν αμετάβλητα σε όλες τις κλίσεις του ρήματος, εναλλάσσονται όμως τα φωνήεντα για τον σχηματισμό των διαφόρων μορφών του. Έτσι έχουμε:
(«κ' αθάβ») έγραψε
(«κ' εθώβ) γράψε (προστακτική)
(«κ' ωθέβ») γράφων
(«κ' αθούβ») είμαι γραμμένος
(«κ' αθώβ») γράφειν
Οι προσωπικές αντωνυμίες στις περισσότερες περιπτώσεις προστίθενται στο ρήμα ως καταλήξεις. Έτσι στην μία λέξη του ρήματος έχουμε και δεύτερη λέξη, την προσωπική αντωνυμία. Η σύντομη αυτή γραμματική μορφή είναι ο λόγος για τον οποίο οι εβραϊκές προτάσεις είναι σύντομες και συμπαγείς. Αυτή η σύντομη μορφή στις εβραϊκές προτάσεις παρατηρείται ιδιαίτερα στα ποιητικά μέρη της Παλαιάς Διαθήκης. Σε πολλές περιπτώσεις το Εβραϊκό κείμενο έχει σχεδόν το μισό των λέξεων από τις μεταφράσεις του σε ξένες γλώσσες. Ο περίφημος 21ος ψαλμός για παράδειγμα έχει 57 λέξεις στο Εβραϊκό κείμενο, ενώ έχει 99 στην Μετάφραση των Ο'. Ο ποιητικός στίχ. Ιώβ 30,22 έχει ο λέξεις στο Εβραϊκό, ενώ έχει 10 στους Α΄ και 18 στην αγγλική μετάφραση της King James Version(γενομένη το έτος 1611) και 24 στην άλλη αγγλική μετάφραση Revised Standard Version (γενομένη το έτος 1952).
Η κατασκευή της Εβραϊκής προτάσεως είναι πολύ απλή. Οι προτάσεις συνήθως είναι σύντομες και συνδέονται μεταξύ τους με τον σύνδεσμο «και» (ו, «βε»), ο οποίος μπορεί να μεταφραστεί και με τις λέξεις «αλλά», «λοιπόν», «έτσι» κ.ά. Για παράδειγμα παραπέμπουμε στο Γεν. κεφ. 12, στο οποίο έχουμε πολλές σύντομες προτάσεις και συνεχείς χρήσεις του συνδέσμού «και».
Άλλο χαρακτηριστικό της Εβραϊκής γλώσσας είναι ότι είναι πτωχή σε επίθετα και επιρρήματα και αυτό για τους αρχαίους συγγραφείς έχει μεγάλη δυσκολία, όταν εκφράζουν αφηρημένες έννοιες. Τα χρησιμοποιούμενα ως επιρρήματα στην Εβραϊκή προέρχονται από ρηματικές και ονοματικές ρίζες. Και ονόματα στην Εβραϊκή γλώσσα χρησιμοποιούνται με επιρρηματική έννοια.
Σύμφωνα και προς άλλες Σημιτικές γλώσσες η Εβραϊκή έχει ορισμένα γράμματα, τα οποία δεν απαντούν στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Έχει τρία h και τρία s με διάφορες γραφές το καθένα από αυτά (ה,ח,כ και ש,ש,ס,). Ομοίως και τα Εβραϊκά γράμματα «άλεφ» (א) και «άγιν» (ע) δεν υπάρχουν στην γλώσσα μας και αντιστοιχούν το μεν πρώτον προς το ψιλό πνεύμα (’), το δε δεύτερο προς το δασύ (‛).
Ενώ σε μας το ρήμα είναι συνδεδεμένο με την έννοια του χρόνου και εκφράζει αν η πράξη του ρήματος γίνεται στο παρόν ή έγινε στο παρελθόν ή θα γίνει στο μέλλον, στην Εβραϊκή γλώσσα το ρήμα είναι απηλλαγμένο από την έννοια του χρόνου. Εκφράζει μόνο αν μία πράξη είναι τετελεσμένη, βεβαία ή όχι, άσχετα αν αυτή η τετελεσμένη ή μη τετελεσμένη πράξη έγινε στο παρελθόν ή θα ανήκει στο μέλλον. Ο αναγνώστης του Εβραϊκού κειμένου αντιλαμβάνεται από την συνάφεια τον χρόνο στον οποίο ανήκει η τετελεσμένη ή μη τετελεσμένη πράξη του ρήματος.
Στο σύνολό της η Εβραϊκή γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης δεικνύει μεγάλη ενότητα. Παρατηρούμε όμως σ’ αυτήν και μερικές ελαφρές διαφορές γλώσσης. Η ύπαρξη αυτών των διαφορών δικαιολογείται από το ότι ο Ισραήλ ήταν χωρισμένος σε διάφορες φυλές που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές. Για παράδειγμα αναφέρουμε τους Εφραϊμίτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να προφέρουν το σύμφωνο sh (ש). Γι’ αυτό την λέξη שבלת (shibboleth, στάχυς) την επρόφεραν סבלת (sibboleth βλέπε Κριτ. 12,5. 6).
Η Εβραϊκή ποίηση διαφέρει από τον πεζό λόγο στο ότι αυτή χρησιμοποιεί πολύ τους παραλληλισμούς. Επίσης στα ποιητικά βιβλία και ποιητικά τεμάχια της Παλαιάς Διαθήκης αφθονούν οι συνώνυμες λέξεις· ως κλασσικό παράδειγμα αναφέρουμε τους στίχ. Ιώβ 4,10. 11. Σε δύο μόνο στίχους ευρίσκουμε πέντε διάφορες λέξεις για την έκφραση του «λέοντος». Αυτός όμως ο πλούτος των εκφράσεων των ποιητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης προκαλεί μεγάλη δυσχέρεια στον μεταφραστή του Εβραϊκού κειμένου.
Όπως κάθε γλώσσα, έτσι και η Εβραϊκή γλώσσα έχει μερικούς ιδιωματισμούς. Για παράδειγμα: Για να μιλήσει ο Εβραίος για τον ναό του Θεού λέγει «ο ναός της αγιότητος»· για να πει για κάποιον που άρχισε να πηγαίνει κάπου, λέγει «σηκώθηκε και πήγε»· και για να εκφράσει την παράσταση ενώπιον του Θεού λέγει «ήλθε προ προσώπου του Θεού». Η Ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Ο΄ καθώς και άλλες ελληνικές μεταφράσεις της περιέχουν τις εκφράσεις αυτού του είδους, όπως και άλλους εβραϊσμούς. Έτσι δημιουργήθηκε μία ιδιαίτερη γλώσσα, η Ελληνική γλώσσα της Βίβλου. Η δομή της γλώσσας αυτής είναι σχεδόν η ίδια με την Ελληνική που μιλούσαν σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου μεταξύ του 2ου αι. p. Χ. και του 1ου αι. μ. Χ. Πολλές όμως λέξεις και εκφράσεις της γλώσσας αυτής έχουν μία ειδική έννοια, χαρακτηριστική στον Εβραίο και στον Αραμαίο.
Γ. Προβλήματα φωνηεντισμού
Όσο οι Εβραίοι ομιλούσαν την παλαιά Εβραϊκή γλώσσα, φωνηέντιζαν καλά τις λέξεις του αφωνηέντιστου Εβραϊκού κειμένου, αν και υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος της διαφορετικής αναγνώσεως κάποιας λέξεως. Όταν όμως η γλώσσα αυτή έπαυσε να είναι η ζώσα γλώσσα του λαού, τότε η ανάγνωσή του χωρίς φωνήεντα Εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν καθόλου εύκολη· γι’ αυτό και έγιναν διάφορες προσπάθειες για την εφεύρεση συστήματος φωνηέντων για την ορθή ανάγνωση του κειμένου.
1η προσπάθεια: Οι Εσσαίοι
Το 1946, κοντά στην Νεκρά Θάλασσα, στο Qumran, ανακαλύφθηκαν χειρόγραφα ανήκοντα σε μία Ιουδαϊκή αίρεση. Πρόκειται περί των Εσσαίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή την περιοχή τον 2ο αι. π. Χ. Και έφυγαν τον 1ο αι. μ. Χ. Τα χειρόγραφα τους τα είχαν τακτοποιήσει καλά σε ένα σπήλαιο, χωρίς να μπορέσουν να επιστρέψουν πάλι στην περιοχή. Σπουδάζοντες τα χειρόγραφα αυτά οι ειδικοί, ανακάλυψαν ότι οι Εσσαίοι χρησιμοποιούσαν κάποια σύμφωνα (יוהא) ως «μητέρες της αναγνώσεως» (matres lectionis, litteraequiescentes), σύμφωνα προς δήλωση φωνηέντων.
2η προσπάθεια: Οι Μασωρίτες
Η δεύτερη προσπάθεια φωνηεντισμού του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε μετά Χριστόν από πολλές γενεές γραμματέων. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, το 66 μ. Χ. Εξερράγη η Ιουδαϊκή επανάσταση κατά των Ρωμαίων, η οποία όμως κατεστάλη από τον Ουεσπασιανό και τον Τίτο και κατέληξε στην άλωση της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή του ναού το 70 μ. Χ. Οι Ιουδαίοι εκδιώχθηκαν και αρχίζει η διασπορά τους. Η μόνη κληρονομιά που τους απέμεινε ήταν η Αγία Γραφή. Η διασπορά καθιστούσε ακόμη περισσότερο δύσκολη την σωστή ανάγνωση του Ιερού κειμένου, γιατί οι Ιουδαίοι τώρα βρέθηκαν σε εντελώς ξένο περιβάλλον και λησμονούσαν έτσι την γλώσσα τους. Γι’ αυτό χρειάστηκε να καθιερωθεί σύστημα φωνηέντων για να προστεθούν στα σύμφωνα για την ορθή ανάγνωση του κειμένου. Την προσπάθεια αυτή την ανέλαβαν οι Μασωρίτες, οι οποίοι φωνηέντισαν το κείμενο βάσει της παραδοσιακής του αναγνώσεως και γι’ αυτό το κείμενο που παρουσίασαν ονομάστηκε Μασωριτικό και αυτοί Μασωρίτες (= κάτοχοι της παραδόσεως· Αραμαϊκό ρήμα מסר μεσάρ= παραδίδω). Στο Μασωριτικό αυτό κείμενο επεκράτησε το Τιβεριανό σύστημα, που θέτει τα φωνήεντα κάτω από τα σύμφωνα. Η όλη εργασία των Μασωριτών διήρκεσε από τον 6ο μ. Χ. αι. Μέχρι τον 10 μ. Χ. αι. Πάλι όμως θα ερωτήσουμε: Φωνηεντίστηκε σωστά το κείμενο;
Δ. Στερέωση του βιβλικού κειμένου
Για να εμποδίσουν κάθε αλλαγή που θα επερχόταν από τους μετέπειτα αντιγραφείς, οι Μασωρίτες υπελόγισαν όλα τα γράμματα, παρέστησαν λεπτομερώς όλο το κείμενο με την βοήθεια των σημειώσεων στο περιθώριο, στην βάση των σελίδων και στο τέλος των βιβλίων. Έτσι το κείμενο καθορίστηκε οριστικά. Οι Μασωρίτες επεσήμαναν τα λάθη, χωρίς όμως να τα διορθώσουν, γιατί δεν είχαμε κανένα ανάλογο λογοτεχνικό γεγονός για τοιαύτη βοήθεια. Τα πιο παλαιά λογοτεχνικά κείμενα χρονολογούνται από τον 10ο αι. Τα προηγούμενα κείμενα αυτής της χρονολογίας είναι σπάνια, γιατί τα χειρόγραφα εκάησαν από τους Ιουδαίους, για να αποφευχθεί κάθε βεβήλωση. Εκτός από τα χειρόγραφα της Κουμράν ανακαλύφθηκαν και κάποια χειρόγραφα στην σοφίτα της συναγωγής του Καΐρου. Μεταξύ των μασωριτικών χειρογράφων και των χειρογράφων της Κουμράν υπάρχουν λίγες διαφορές. Το Εβραϊκό κείμενο που έχουμε είναι το Μασωριτικό. Η μόνη αλλαγή που έγινε στο κείμενο μετά τους Μασωρίτες είναι η διαίρεση του κειμένου σε κεφάλαια και σε στίχους. Η διαίρεση σε κεφάλαια έγινε για πρώτη φορά το 1206 από τον αρχιεπίσκοπο Κανταουρίας Στέφανο Langton στο κείμενο της λατινικής μεταφράσεως Vulgata και σε στίχους από τον παρισινό εκδότη Ροβέρτο Στέφανο. Το 1330 από το κείμενο της Vulgataμεταφέρθηκε στο Εβραϊκό κείμενο η διαίρεση των κεφαλαίων από τον S. Ben Ismael, ενώ η διαίρεση σε στίχους στο Εβραϊκό κείμενο άρχισε από το Ψαλτήριο το 1556 και ολοκληρώθηκε σε ολόκληρη την Εβραϊκή βίβλο από το 1571 και μετά.
Ε. Χειρόγραφα και έντυπες εκδόσεις του Εβραϊκού κειμένου
1. Τα παλαιότερα χειρόγραφα του Εβραϊκού κειμένου είναι του 9ου αι. μ. Χ. και είναι μασωριτικά. Προμασωριτικά χειρόγραφα μέχρι το 1947 είχαμε μερικά μόνο φύλλα από τον πάπυρο Nash (μεταξύ 200 π. Χ. και 100 μ. Χ.), που περιέχουν τον Δεκάλογο. Με τα ευρήματα όμως της Κουμράν (Νεκρά Θάλασσα) το 1947 έχουμε και άλλα χειρόγραφα από την προμασωριτική περίοδο και μάλιστα το βιβλίο του Ησαΐου, που χρονολογείται τον 1ο αι. π. Χ. Αυτό είναι το αρχαιότερο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης.
Από τους πιο γνωστούς αρχαίους χειρόγραφους κώδικες του Μασωριτικού Εβραϊκού κειμένου σημειώνουμε μόνο: α) Τον κώδικα των Προφητών (προγενεστέρων και μεταγενεστέρων) της συναγωγής του Καΐρου (895 μ. Χ.), που είναι και το αρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο του Μασωριτικού κειμένου. — β) Τον Aleppo Codex (Κώδικας της Σεφαρδικής συναγωγής του Χαλεπίου 929 π. Χ.), που περιέχει ολόκληρο το Μασωριτικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. — γ) Τον Κώδικα Β 19α Leningradensis (1008 μ. Χ. ), που βρίσκεται στο Λένινγκραντ και περιέχει ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη.
2. Με την ανακάλυψη της τυπογραφίας έχουμε και έντυπες εκδόσεις της Εβραϊκής Βίβλου. Στην αρχή εξεδίδοντο μεμονωμένα βιβλία και συλλογές βιβλίων, αλλά στην συνέχεια εξεδίδετο και ολόκληρο το Μασωριτικό Εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Από τις νεώτερες κριτικές εκδόσεις της Εβραϊκής Βίβλου σημειώνουμε τις εξής: α) την 3η έκδοση της Biblia Hebraica του R. Kittel, που δημοσιεύθηκε στην Στουτγκάρδη το 1937. Το σημαντικό της εκδόσεως αυτής είναι ότι βασίζεται σε Μασωριτικό κείμενο κατά πολύ αρχαιότερο από αυτό που κυκλοφορούσε προηγουμένως και ότι παρουσιάζει ενιαία μορφή χωρίς αποκλίσεις. Είναι το κείμενο του ben Asher από τον παλαιό κώδικα Β 19α Leningradensis (1008 μ. Χ.), που είπαμε προηγουμένως. β) την έκδοση της Biblia Hebraica Stuttgartensia των Κ. Elliger W. Rudolph, που δημοσιεύθηκε και αυτή στην Στουτγκάρδη το 1977. Και αυτή επίσης βασίζεται στο κείμενο του ben Asher και αποτελεί σήμερα την καλύτερη κριτική έκδοση του Μασωριτικού κειμένου. γ) ομοίως στο ίδιο κείμενο του ben Asher βασίζεται και ή από την Βρεττανική Βιβλική Εταιρία από το 1958 εκδιδομένη Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη υπό την επιμέλεια του Ν. Η. Snaith.
Σημειώσεις
[27] Βλέπε περί αυτών Ελένης Π. Χριστινάκη, Γραμματική της Εβραϊκής γλώσσας της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 2003, σελ. 15 και εξής.
[28] Ο Αδαμάντιος Κοραής ζητούσε, η διδασκαλία της Εβραϊκής γλώσσας να γίνεται και στα Γυμνάσια. Ο ίδιος δε από τους υποψηφίους Αρχιερείς απαιτούσε και την ακριβή γνώση της αρχαίας Ελληνικής, της λατινικής και της Εβραϊκής γλώσσης: «Παρά την ακριβή γνώσιν της Ελληνικής γλώσσης οι Αρχιερείς χρεωστούν να γνωρίζωσι και την Λατινικήν γλώσσαν δια τους γράφοντας εις αυτήν δυτικούς Πατέρας της Εκκλησίας και ακόμη, αφού τα Γυμνάσιά μας πλουτισθώσιν από διδασκάλους Ασιανών γλωσσών, και την Εβραϊκήν, δια την γραμμένην εις ταύτην την γλώσσαν και όχι πάντοτε ορθά μεταφρασμένην από τους Εβδομήκοντα Παλαιάν Γραφήν» (Αδ. Κοραή, Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους. Έκδοσις Θ. Βολίδου, Αθήναι 1933, σελ. 61). Λίγο δε αργότερα ο αοίδιμος Γ. Ριζάρης συντάσσοντας κατά το 1840 την διαθήκη του απαιτούσε και αυτός, στην υπ' αυτού ιδρυόμενη Εκκλησιαστική Σχολή να διδάσκεται και η Εβραϊκή γλώσσα, πράγμα το οποίο ετηρήθη πιστά μέχρι το 1917 στη Ριζάρειο Σχολή. Βλέπε Β. Βέλλα, Γραμματική της Εβραϊκής γλώσσης, Αθήναι 1959, σελ. 7. 8.
[29] Βλέπε το πρώτο υπόμνημά μας στην Γένεση, Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς 1985, σελ. 13 και εξής.
[30] Βλέπε Π. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην· εν Αθήναις 1975, σ. 529 και Σ. Καλανζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Α' Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 112.
[31] Βλέπε Χριστινάκη Ε., Γραμματική της Εβραϊκής γλώσσης της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 2003, σελ. 33-38.
[32] Κατά την Ιουδαϊκή παράδοση εισηγητής της «τετραγώνου» γραφής στους Ιουδαίους υπήρξε ο Έσδρας. Το παλαιότερο σωζόμενο στην «τετράγωνη» γραφή βιβλικό κείμενο είναι ο πάπυρος του Nasch, ο καταγόμενος από τον Β' π. Χ. Αιώνα και ο οποίος περιέχει τον Δεκάλογο (Έξοδος 20,2-17. Δευτερονόμιο 5,6 και εξής) και την αρχή της προσευχής Schema· (Δευτερονόμιο 6,1-5). Βλέπε Π. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, σελ. 530.