Οι ποινές της αργίας και της καθαιρέσεως, σε σχέση με την ιερωσύνη και την εγκυρότητα των μυστηρίων Наказания священства - отстранение (запрещения) и извержение и действительность Таинств Τού Papyrus 52 |
В данной статье, основанной на источниках и библиографии Канонического права, мы дадим ответ на на вопрос читателя о наказаниях (более церковных: епитимьях) священнослужителей «отстранение» и «извержение» и их влиянии на священство и таинства церкви. Вся проблема заключается в том, что некоторые христиане утверждают, что раз священство неизгладимо, то это обязательно означает, что таинства, совершаемые низложенными священнослужителями, также действительны, и поэтому наказание в виде извержения из сана фактически приравнивается к пожизненному запрету на совершение таинств. которое Церковь возлагает на клирика, совершившего очень тяжкий проступок. Все, конечно, не так, и приведенные выше мнения проистекают из путаницы между наказаниями в виде пожизненного запрета и извержения. Начиная с содержания епитимия отстранения-запрещения, мы приведем соответствующее определение согласное каноническому праву: «Отстранением […] называется наказание, которым Священнослужитель лишается пожизненно или на срок права осуществлять священническую власть и вытекающих из нее обязанностей»[1]. Στο άρθρο αυτό, βασισμένοι στις πηγές και τη βιβλιογραφία του Κανονικού Δικαίου, θα απαντήσουμε σε απορία αναγνώστη σχετικά με τις ποινές (εκκλησιαστικότερα: επιτίμια) των κληρικών «αργία» και «καθαίρεση» και τις επιπτώσεις τους στην ιερωσύνη και τα μυστήρια της εκκλησίας. Το όλο πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι κάποιοι χριστιανοί, υποστηρίζουν ότι επειδή η ιερωσύνη είναι ανεξάλειπτη, αυτό σημαίνει αναγκαστικά ότι και τα μυστήρια που τελούν κληρικοί που έχουν καθαιρεθεί είναι έγκυρα, και κατά συνέπεια η ποινή της καθαίρεσης ουσιαστικά ταυτίζεται με μια ισόβια απαγόρευση τέλεσης ιεροπραξιών την οποία επιβάλλει η Εκκλησία σε κάποιον κληρικό που έχει διαπράξει σοβαρότατο παράπτωμα. Τα πράγματα βεβαίως δεν είναι έτσι και οι παραπάνω απόψεις πηγάζουν από μια σύγχυση ανάμεσα στις ποινές της ισόβιας αργίας και της καθαίρεσης. Ξεκινώντας από το περιεχόμενο του επιτιμίου της αργίας, παραθέτουμε τον σχετικό ορισμό σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο: «Αργία […] καλείται η ποινή διά της οποίας ο Κληρικός στερείται ισοβίως ή προς καιρόν του δικαιώματος ασκήσεωςτης ιερατικής εξουσίας και των εκ ταύτης απορρεόντων καθηκόντων αυτού»[1]. Σχετικά με την αργία, ο παλαιότερος κανονολόγος, επίσκοπος Νικόδημος Μίλας (Milas ή Milash Nikodim), επισημαίνει ότι ο κληρικός στην περίπτωση της ισοβίου αργίας, τιμωρείται «ισοβίω απωλεία του δικαιώματος της τελέσεως ιεροπραξίας […]δικαιούμενος όμως φέρειν το ιερατικόν όνομα και το ιερατικόν αξίωμα»[2]. Επί του τελευταίου, η συμφωνία των μελετητών είναι δεδομένη: «Η ποινή της αργίας […] αφήνει τελείως άθικτον την ως εκ της μεταλήψεως του διά του μυστηρίου της ιερωσύνης δοθέντος θείου χαρίσματος επελθούσαν αυτώ θείαν πλήρωσιν»[3]. Όπως σημειώνει και ο καθ. Παν. Μπούμης: «Η αργία […] έχει διαφόρους χαρακτήρες και μορφές. Ο κληρικός που τιμωρήθηκε δεν αποβάλλει την κληρική του ιδιότητα, χάνει όμως το δικαίωμα να ασκεί κάθε ιεροπραξία και όλα τα καθήκοντα, τα οποία ανήκουν στο βαθμό του»[4]. Κατά συνέπεια, γίνεται σαφές ότι κατά την εφαρμογή του επιτιμίου της αργίας (ισοβίου ή όχι) ο τιμωρημένος παραμένει κληρικός και το ιερατικό του αξίωμα διατηρείται ανέπαφο. Όμως, η ισόβια αργία δεν είναι η αυστηρότερη των ποινών που μπορεί να επιβληθεί, καθώς στην υψηλότατη βαθμίδα βρίσκεται η ποινή της καθαίρεσης. Ο καθ. Πρόδρομος Ακανθόπουλος γράφει: «Καθαίρεσις: Η πιο βαριά εκκλησιαστική ποινή, που επιβάλλεται στους κληρικούς […] Και τούτο, γιατί οι κληρικοί που καταδικάζονται στην ποινή αυτή αποβάλλουν οριστικώς την ιερατική τους ιδιότητα και κατά συνέπεια χάνουν και όλα τα δικαιώματα και τα προνόμοια που απέρρεαν από το βαθμό τους. Έτσι οι καθαιρεθέντες κληρικοί επανέρχονται στην τάξη που βρίσκονταν πριν γίνουν κληρικοί, δηλαδή στην τάξη των λαϊκών ή των μοναχών»[5]. Επί των συνεπειών της καθαιρέσεως η συμφωνία των μελετητών είναι επίσης δεδομένη: «Η καθαίρεσις είναι, εις την κλίμακα των αποκλειστικώς πλησσουσών τους κληρικούς ποινών, η βαρυτέρα. Διά της ποινής ταύτης, ο κληρικός εκπίπτει της τάξεώς του και επανέρχεται εις την προηγουμένην της εις τον Κλήρον εισόδου του κατάστασιν, ήτοι, αν ανήκεν εις τον κοσμικόν Κλήρον, επανέρχεται εις την τάξιν των λαϊκών, αν δε ανήκεν εις τον μοναχικόν Κλήρον, επανέρχεται εις την κατάστασιν του απλού μοναχού»[6]. Ομοίως ο Νικόδημος Μίλας γράφει: «Καθαίρεσις, ήτοι η ισόβιος απώλεια του δικαιώματος του ιεροπρακτείν, συνεπαγόμενη και την απώλειαν του ιερατικού ονοματος και του ιερατικού αξιώματος […] Ο διά καθαιρέσεως τιμωρηθείς κληρικός απόλλυσι πάντα τα […] δικαιώματα, ήτοι το δικαίωμα της ιερατικής εξουσίας, το δικαίωμα της διδακτικής εξουσίας και το δικαίωμα της ποιμαντικής ή διοικητικής εξουσίας[…] το όνομα αυτών διαγράφεται εκ του ιερατικού καταλόγου […] και υποβιβάζονται εις τας τάξεις των λαϊκών»[7]. Και ο καθ. Μπούμης σημειώνει: «Η καθαίρεση. Με την ποινή αυτή αφαιρείται το αξίωμα-λειτούργημα της ιερωσύνης από τον κληρικό καικατατάσσεται αυτός στην τάξη των λαϊκών»[8]. Ως επιστέγασμα των παραπάνω, αναφέρουμε τον 21ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου που ορίζει τα εξής: «Οι επ’ εγκλήμασι κανονικοίς υπεύθυνοι γινόμενοι, και διά τούτο παντελεί τε και διηνεκεί καθαιρέσει υποβαλλόμενοι, και εν τω των λαϊκών απωθούμενοι τόπω …»[9]. Το οποίο σημαίνει: «Όσοι ευθύνονται για κανονικά εγκλήματα και εξαιτίας αυτού υποβάλλονται σε ολοκληρωτική και διαρκή καθαίρεσηκαι απωθούνται στην τάξη των λαϊκών …»[10]. Είναι λοιπόν προφανές ότι αποτελεί προϊόν σύγχυσης και είναι παντελώς εσφαλμένη η άποψη ότι «τα μυστήρια που τελούν κληρικοί που έχουν καθαιρεθεί είναι έγκυρα». Στην Ορθοδοξία αποδεχόμαστε ως διαφορετικές τάξεις τους κληρικούς (η τάξη των οποίων καλείται και «ιερά τάξις», «ιερά στάσις»[11]) και τους λαϊκούς. Για να γίνει κάποιος μέλος του Κλήρου, πρέπει να προηγηθεί ηΧειροτονία του και έτσι να καθιερωθεί στο έργο της τελέσεως των Μυστηρίων. Από τη στιγμή λοιπόν που ο καθαιρεθείς, μετά την καταδικαστική απόφαση ανήκει στην τάξη των λαϊκών, αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν τολμήσει να πράξει αντικανονικά και να τελέσει μυστήρια, αυτά θα είναι άκυρα. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο δογματολόγος Ιω. Ρωμανίδης: «Ο παπάς ή ο Δεσπότης μπορεί να είναι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου. Εφ’ όσον όμως δεν υπάρχει καμμιά εκκλησιαστική πράξη εναντίον του, εφ’ όσον δεν έχει καθαιρεθή ο άνθρωπος, τα Μυστήρια που επιτελεί ως εντολοδόχος της Ιεραρχίας είναι όλα έγκυρα […] Από την στιγμή όμως που καθαιρείται, είναι άκυρα ό,τι κάνει»[12]. Από τα προαναφερθέντα γίνεται σαφές ότι από τις δύο περιπτώσεις τιμωρημένων κληρικών, έγκυρα μυστήρια μπορούν να τελέσουν μόνο εκείνοι που βρίσκονται σε αργία[13] (παρανόμως βεβαίως αφού η ποινή απαγορεύει την τέλεση ιεροπραξιών), διότι η αργία, όπως είδαμε, αφήνει άθικτη την ιερωσύνη και την ιδιότητα του κληρικού. Γι’ αυτό, σε περίπτωση αντικανονικής τέλεσης μυστηρίων από κληρικό που βρίσκεται σε αργία, ο τιμωρημένος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος και με την ποινή της καθαίρεσης[14]. Κλείνοντας, ν’ αναφέρουμε πως το ερώτημα του ανεξαλείπτου ή μη της ιερωσύνης είναι υπαρκτό. Πολλοί κανονολόγοι έχουν τη γνώμη ότι η ιερωσύνη δεν έχει ανεξάλειπτο χαρακτήρα και συνεπώς η καθαίρεση αφαιρεί και την ιερωσύνη, ενώ άλλοι δέχονται ότι, επειδή τη χάρη της ιερωσύνης παρέχει ο Θεός, δεν μπορεί να την αφαιρέσει άνθρωπος και επομένως είναι ανεξάλειπτη. Σύμφωνα με τον καθ.Παναγιώτη Μπούμη, «η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αποφασίσει επισήμως για το θέμα αυτό»[15], και προσθέτει ο έγκυρος κανονολόγος τα εξής διευκρινιστικά: «Στο προκείμενο ζήτημα [δηλ. για το ανεξάλειπτο ή όχι της ιερωσύνης] μπορούμε να εφαρμόσουμε τους λόγους του Κυρίου: ‘’Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν ουρανώ’’ (Ματθ. 18, 18). Εφ’ όσον, δηλαδή, η Εκκλησία απαγορεύει σε κάποιον κληρικό το δικαίωμα να ιερουργεί, σημαίνει ότι τον δεσμεύει και απέναντι των μελών της Εκκλησίας και απέναντι του Θεού και του στερεί την ικανότητα και τη δυνατότητα να μεταδίδει τη Θ. Χάρη στους πιστούς. Καθαίρεση, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι είναι η αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης. Η καθαίρεση δηλαδή καθιστά τη Θ. Χάρη ανενέργητη. Γι’ αυτόν το λόγο και τα μυστήρια, τα όποια ήθελε τελέσει ένας καθηρημένος κληρικός, είναι ανίσχυρα και θεωρούνται ως μη γενόμενα. Επειδή ακριβώς η καθαίρεση είναι αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης, και όχι αφαίρεση αυτού, γι’ αυτό, εάν τυχόν ένας καθηρημένος κληρικός αθωωθεί από άλλο δικαστήριο, επανέρχεται στην τάξη των κληρικών χωρίς νέα χειροτονία»[16]. Σχετικά με τη δυνατότητα μετριασμού της ποινής της καθαιρέσεως ή και αθώωσης του κληρικού από άλλο εκκλησιαστικό όργανο, ο κανονολόγος Αμίλκας Αλιβιζάτος παραθέτει το παράδειγμα του μητροπολίτη Ευσταθίου, ο οποίος καθαιρέθηκε από τη σύνοδο τηςΠαμφυλίας όμως η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (431) «εκτιμήσασα την μεταμέλειαν του Ευσταθίου και φιλανθρωπευσαμένη προς αυτόν[…] εμετρίασε την εις αυτόν επιβληθείσαν ποινήν […]επιβαλούσα αυτώ την ποινήν της εκπτώσεως [από τον επισκοπικό του θρόνο] […] [και] απεκατέστησεν αυτόν εις την ιερατικήν […] του τιμήν, επιτρέψασα εις αυτόν την ιερουργίαν»[17]. Σημειώσεις [1] Λήμμα «Αργία», Θρησκευτική και Ηθική εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 3 (1963), στ. 46. [2] Μίλας Νικόδημος, «Το εκκλησιαστικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», τύπ. Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1906, σελ. 718. [3] Λήμμα «Αργία», ΘΗΕ, ό.π., στ. 48. [4] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 202. [5] Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», 3η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 593. [6] Λήμμα «Καθαίρεσις», ΘΗΕ, τόμ. 7 (1965), στ. 151. [7] Μίλας Νικόδημος, «Το εκκλησιαστικόν δίκαιον …», ό.π., σελ. 718-719. [8] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 203. [9] Βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 236-237. Επίσης, βλ. Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας …», ό.π., σελ. 116.118. [10] Η μετάφραση από το: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας …», ό.π., σελ. 117.119. [11] Γρηγόριος Θεολόγος, «Εγκώμιον εις τον Μέγαν Αθανάσιον, επίσκοπον Αλεξανδρείας», PG 35,1088C. Βλ. και λήμμα «Κλήρος», ΘΗΕ, τόμ. 7 (1965), στ. 659. [12] Ιερόθεος (Μητρ. Ναυπάκτου), «Εμπειρική δογματική κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη», τόμ. B΄, 2η έκδ., Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά 2011, σελ. 409. [13] Λήμμα «Αργία», ΘΗΕ, ό.π., στ. 49. [14] Λήμμα «Αργία», ΘΗΕ, στο ίδιο. [15] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 203. [16] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 203-204. [17] Αλιβιζάτος Αμίλκας, «Η ποινή της εκπτώσεως των επισκόπων», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 1, Αθήνα 1926, σελ. 264. Βλ. Κανονική Επιστολή της Γ΄ Οικ. Συνόδου στο «Πηδάλιον», σελ. 178. https://www.oodegr.com/oode/orthod/mystiria/argia_ierewn_1.htm |