16. ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας σε συνάρτηση με τη θεία χάρη είναι αυτή που απεργάζεται το θαύμα της συναντήσεως με τον όντως θεόν της Αποκαλύψεως και εισάγει στην «καινή κτίση», ως απελευθερωμένη από το κακό Δημιουργία. Το θαύμα συντελείται στο βάθος της καρδιάς και αυτό στη γλώσσα της παραδόσεως λέγεται μετάνοια, δηλαδή αλλαγή τρόπου νόησης και ύπαρξης. Οι «γνωστικοί» όλων των εποχών προσπαθούν με τη φτωχή τους λογική να δώσουν ορθολογικές ερμηνείες στο γεγονός ( της μεταστροφής της καρδιάς προς το θεό ), χωρίς να υπολογίζουν την «ουράνια καταγωγή» του και τον δυναμισμό της πίστεως, ως αληθούς κινητήριες δυνάμεις στη Ζωή.
Η εκκλησία, κατά ταύτα, είναι η Νέα Κοινωνία των μετανοούντων, τους οποίους ο ίδιος ο Κύριος προσθέτει στο ποιμνιό του, για να οικοδομηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο η «καινή κτίσις». Η μετάνοια προϋποθέτει αποδοχή του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου και τούτο μόνο δια πίστεως μπορεί να πραγματωθεί. Η θεανθρώπινη συνεργία συνεπώς είναι που συγκροτεί τη νέα πολιτεία της χάριτος και μεταθέτει τον άνθρωπο από «τη χώρα και σκιά θανάτου» στο βασίλειο της Ζωής, με την προοπτική της διαρκούς πνευματικής ανόδου. Το ευαγγέλιο «απαιτεί» απλή πίστη, που υπερβαίνει τους τρόπους της πολυμήχανης διάνοιας στην προσέγγιση του θεού.
Διότι, ακριβώς, αυτή η διάνοια είναι που διογκώνει τη σοφία και γνώση του κόσμου τούτου, που από πολλές υπόψεις είναι και η λογική του εκκοσμικευμένου ανθρώπου, η οποία αφώτιστη καθώς είναι από το Άγιο πνεύμα (αφού δεν το επιζητεί ενεργά) και περιορισμένη στην κατ’ αίσθηση αντίληψη και γνώση (στην τάξη της σωματικότητας κατά τον Άγιο Ισαάκ το Σύρο), αδυνατεί να αναγνωρίσει το συνεχές θαύμα του θεού στη φύση και στην Ιστορία. Αυτή η γνώση θεοποιεί την ενδοκοσμικότητα και οικοδομεί ένα σύμπαν κλειστό στον εαυτό του, χωρίς δυνατότητες ανοίγματος στην υπερ-βατική πραγματικότητα και ζωή. Τούτο σημαίνει και έκπτωση «από το αληθές φρόνιμα της ευαγγελικής» πίστεως.
Υπάρχει βέβαια ένα ήθος, το οποίο ασπάζεται ο άνθρωπος της εκκοσμικεύσεως, που θέλει να οργανώσει τη ζωή του στη βάση ορισμένων αξιών του πολιτισμού και με στόχο την επίτευση της ευημερίας και συνεργασίας ατόμων και λαών. Αυτό το εκτιμούν ακόμη και θεολόγοι της Δύσης, που ομιλούν και γράφουν λ.χ. για «ένα παγκόσμιο ήθος» (τίτλος βιβλίου του Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Hans Kiing), που οφείλει να ενώνει τις θρησκείες (σε μία Οικουμενιστική προοπτική) στον αγώνα για τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα. Την ειρήνη και τον πόλεμο, την καταστροφή του περιβάλλοντος, το ρατσισμό, την αδικία κ.α.
Παρά ταύτα όμως, το ευαγγελικό ήθος, ως «νέα κτίσις», υπερβαίνει την ανθρωποκεντρικότητα του κοσμικοποιημένου ήθους, μεταθέτοντάς το σε ένα άλλο επίπεδο, όπου ολοκληρώνονται οι αποσπασμοτικές λύσεις, καθώς τοποθετούνται στα πλαίσια της όντως ζωής και κοινωνίας «εν θεώ». Γι’ αυτό και δεν πρέπει να συρρικνώνεται ο δυναμισμός της καινής κτίσεως σε κάποιο Ηθικό Σύστημα, το οποίο έν τέλει αγνοεί το μυστήριο της σωτηρίας «εν τη εκκλησία» και την επανακατάκτηση της ακεραιότητος του ανθρωπίνου προσώπου, δια της επιστροφής στον «οίκο του Πατρός».
Οι θείοι Πατέρες, ως γνώστες της όλης προβληματικής της Αυτόνομης Ηθικότητας, χωρίς να απορρίπτουν τη συμβολή της θύραθεν σοφίας, μετέθεταν το ενδιαφέρον του «ποιμνίου» τους στην αληθινή Πηγή των αγαθών, στον ίδιο το Θεό, ερμηνεύοντας ορθώς τους ευαγγελικούς λόγους. Έδειχναν έτσι την υπεροχή του «νόμου της χάριτος», με δημιουργική αφομοίωση των σπερματικών αληθειών, τις οποίες ανεκάλυπταν στις ηθικοκοινωνικές αναζητήσεις των «προ Χριστού» φιλοσόφων και ποιητών. (λ.χ. Μ. Βασιλείου «προς τους νέους…). Οι Πατέρες,ακόμη, υπερβαίνουν την δικαιοσύνη των γραμματέων και τον φαρισαίων, που μόνη αυτή δεν αρκεί για την είσοδο στη Βασιλεία. Τους είναι ξένη η ανθρωποκεντρικότητα του ήθους, όπως την έχουν αναπτύξει λ.χ. διάφορα συστήματα των νεοτέρων χρόνων, που προσπάθησαν να ρίξουν λίγο γως στην ανθρώπινη συμπεριφορά και πράξη.
Τα κηρύγματα των Πατέρων εστιάζουν στο οντολογικό γεγονός της αμαρτίας (το οποίο η Νεοτερικότητα αδυνατεί να εντοπίσει), ως προσβολή κατά του Απείρου Δημιουργού και του Ηθικού του Νόμου. Δεν συνιστούν την Νομικιστική εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών (κατά τα διδάγματα των φαρισαίων), αλλά την οδό της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, που από μόνη της είναι «πλήρωμα του Νόμου» και ήθος Θεοδίδακτο.
Η λεγόμενη «Χριστιανική Ηθική» προήλθε από την διάσταση μεταξύ Δόγματος και Ήθους (που έγινε για διάφορους ιστορικο – κοινωνικούς λόγους στο χώρο τις θεολογίας και της ζωής) με υλικό βέβαια από το ευαγγέλιο αλλά «κατά παράβασιν» της γνήσιας Πατερικής Παραδόσεως Η Ηθικοποίηση κρατεί από το Ευαγγέλιο τις εντολές και τους κανόνες (προσαρμόζοντάς τες στις διάφορες περιστάσεις "κατά το δοκούν"), αγνοώντας όμως τον τελικό «λόγο ύπαρξής» τους, που είναι η σύναψη σχέσης μετά του Υπερτάτου και Απείρου προσώπου, και συνιστά ταυτοχρόνως και το γεγονός της λυτρώσεως και της εισόδου στην «εν Χριστώ καινήν κτίσιν».
Η αυτόνομη ηθική (εύθραυστη καθώς είναι μπροστά στην τραγικότητα της ζωής), εκτός του ότι από μόνη της δεν εισάγει στη σχέση με το θεό, ίσως να «κλείνει και το δρόμο» (ως εκείνο το βαρύ φορείο που έλεγε Κύριος, ότι επιθέτουν οι φαρισαίοι στις πλάτες του λαού, χωρίς οι ίδιοι να τολμούν να το σηκώσουν) σε όσους θέλουν να φθάσουν προς Αυτόν και να του εμπιστευθούν τα προβλήματά τους. Είναι ενδιαφέρον εδώ να τονίσουμε ότι και ο τρόπος ακόμη, που θέτει τις εντολές ο ίδιος ο κύριος, δείχνει το σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπου και των κλίσεων της καρδιά του.
Πράγματι ο άνθρωπος αντιτίθεται σε κάθε άμεση προσταγή (έστω και αν αυτή προέρχεται από το θεό) και οχυρώνεται αυτάρεσκα μέσα στο «Εγώ» του και την «ελευθερία» του (όπως το έχει αναπτύξει θαυμάσια ο P. Evdokimov, βλ. έργο του Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ). Γι’ αυτό και ο Κύριος απευθύνει μόνο πρωκλήσεις «ει θέλεις γενέσθω τέλειος, ύπαγε…».Δεν εκβιάζει την πράξη της θέλησης, ούτε επιβάλλει το καλό με τη βία. Διότι όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, ακόμη και ο καλό όταν «δεν γίνεται καλώς», καταντάει να είναι κακό.
ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Το ήθος της ελευθερίας θεμελιώνονται πάνω στην ίδια την πράξη της Δημιουργίας του Ανθρώπου, ως προσωπικού όντος (με τα γνωρίσματα του λογικού και του αυτεξουσίου) το οποίο καλείται να προοδεύσει «εις το αγαθόν» με την ελεύθερη εκλογή του. Το να θέλει να θεωθεί ο άνθρωπος «εκτός» του Δημιουργικού θελήματος, συνιστά το κατ’ εξοχήν αμάρτημα της εκκοσμικεύσεως, το οποίο εκβάλει σε διαρκή αδιέξοδα: Η διεκδικούμενη ελευθερία (διάχυτη στη φιλοσοφία της Νεοτερικότητος) είναι κενή περιεχομένου (αρνητική ελευθερία), ως αέναη κίνηση αυτοπροστασίας, χωρίς θετικό στόχο. Από εδώ πηγάζει και η απόρριψη της εκκλησίας και του θεού, τον οποίο επαγγέλλεται, νοουμένου ως εξωτερικής Αυθεντίας, που απειλεί το άτομο. Είναι ένα επιφαινόμενο κατ’ εξοχήν της Δυτικής κουλτούρας το οποίο έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά από εξέχοντες ορθοδόξους θεολόγους / στοχαστές (Alexander Schmemann, η αποστολή της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο).
Όπως η Νομική Ηθική αδυνατεί να θεραπεύσει ριζικά τον άνθρωπο, στο σημείο ακριβώς που βρίσκονται οι κλίσεις της καρδιάς του, έτσι και μια εκκλησία Καθίδρυμα / Δόγμα μόνον (μία εκδοχή δηλαδή εξωτερικής Αυθεντίας), αδυνατεί να προσφέρει πνευματική αναγέννηση, εκτός εάν εκπληρώνει την αποστολή της ως Μυστηριακή / ευχαριστιακή κοινωνία. «Η πρωταρχική τραγωδία της Δύσης, που ξεπερνά το εσωτερικό της σχίσμα ή μάλλον που το προκαλεί, είναι η ταύτιση της εκκλησίας, με κάτι ξένο προς της φύση της, με μία εξωτερική και αντικειμενική αυθεντία. Ήταν αναπόφευκτη η εξέγερση ενάντια σ’ αυτήν την αυθεντία, αλλά η εξέγερση αυτή αναγκαστικά παραμένει μέσα στο πλαίσιο αυτού το οποίο αρνείται. Το αποτέλεσμα συνεπώς, είναι μία απλή αντικατάσταση μιας εξωτερικής αυθεντίας από κάποιαν άλλη» (Al. Schmemann η Αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, σελ.224 ).
«Το σημαντικό εδώ είναι», σχολιάζει ο Schmemann, πως αυτό το είδος της αυθεντίας δεν προέρχεται από την Εκκλησία, ούτε από τη θεανδρική της φύση , ούτε από τη ζωή της, αλλά από αυτό που στην Καινή Διαθήκη και στην ορθόδοξη παράδοση περιγράφεται ως «αυτός ο κόσμος» δηλαδή η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι η ίδια η φύση της αυθεντίας ( ως κάτι το εξωτερικό προς τον άνθρωπο ), είναι αποτέλεσμα της πτώσης καρπός της αποξένωσης του ανθρώπου από την αληθινή ζωή». «Η εκκλησία», όμως, «δεν είναι αυθεντία και συνεπώς δεν υπάρχει ελευθερία στην εκκλησία, άλλά η ίδια η εκκλησία είναι ελευθερία και μόνο Αυτή είναι ελευθερία» ( Σμέμαν, η αποστολή της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, σελ.224 ). Ετσι μια ορθή εκκλησιολογία είναι η πραγματική αφετηρία μιάς «θεολογίας της Ελευθερίας».
Η κατανόηση του θετικού περιεχομένου της ορθοδόξου διδασκαλίας για την «ελευθερία εν τη εκκλησία», μπορεί να βοηθήσει το σύγχρονο άνθρωπο αποτελεσματικά ( στα πλαίσια της δικής του αναζήτησης για αληθινή ελευθερία ) αφού του υποδεικνύει το Υπέρτατο πρόσωπο Αγάπης, τον Αποικαλυφθέντα Θεό δηλαδή, ως την μόνη δυνατότητα υπερβάσεως των αντινομιών της «πεσμένης ελευθερίας» (και ως αρχή ανόδου στην «εν χάριτι» ζωή της εκκλησίας).
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Στη συνάφεια αυτή χρειάζεται να υπογραμμιστεί πως ο άνθρωπος έχει να παλέψει για να διατηρήσει την πνευματική του ελευθερία. Το περιεχόμενο της πάλης του έχει να κάνει με το «μυστήριο του κακού», ως μίας δυνατότητας και ροπής, η οποία χρωματίζει έντονα τη ζωή μέσα στην ιστορία και αντιμάχεται την καινή κτίση. Οι άνθρωποι θεληματικά (κατά τους Αγ. Πατέρας) παραμένουν στην «επικράτειά» του.
Κατά τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ το κακό (ως θεληματική πράξη) δεν φανερώνει, απλώς μία κατάσταση άγνοιας, όπως λ.χ. ισχυρίζονταν ορισμένοι αρχαίοι φιλόσοφοι (Σωκράτου: «ουδείς εκών κακός»), οπότε θα αρκούσε μία απλή γνώση του καλού για να υπάρξει ριζική θεραπεία. Το κακό είναι μια ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου. Γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας (στην μελέτη των οποίων έχει εμβαθύνει ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ) επιμένουν πως το κακό ως προσβολή της θείας Αγαθότητας, δίκαια επισύρει την οργή του θεού (ανθρωπομορφικά νοουμένη), όπως επισύρουν την οργή των ανθρώπων οι άδικες πράξεις ( που προκαλούν τις πάσης φύσεως ποινικές διώξεις )
ΟΙ ΑΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Ένα άλλο, το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο για την καινή κτίση είναι η ηθική κατάσταση των ιδίων των χριστιανών. Πολλοί σκανδαλίζονται από τις παραλείψεις ή τα σφάλματα των Χριστιανών, στα πρόσωπα των οποίων βλέπουν αδυναμία εκπληρώσεως του ευαγγελικού ήθους.
Σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα θα έφτανε. Σε μία τέτοια εκτίμηση των πραγμάτων φτάνει κανείς κρίνοντας την αξία του Χριστιανισμού με μέτρο την "επιτυχία" του μέσα στην Ιστορία, αντιπαραβάλοντας μάλιστα την ευαγγελική Ηθική με άλλα εφαρμοσμένα συστήματα, ευπροσάρμοστα στην ανθρώπινη φύση. «Στον αιώνα μας της ασθενούς πίστεως» γράφει ο Ν. Berdiaeff ( Η αξία του Χριστιανισμού και η απαξία των χριστιανών, σελ. 16 ) «ο καθένας κρίνει το χριστιανισμό από τη συμπεριφορά των χριστιανών, παλαιότερα η χρ. πίστη κρινόταν από την αιώνια αλήθεια της, τις διδασκαλίας και τις επιταγές της».
«Αν πράγματι οι οπαδοί των άλλων θρησκειών είναι συνεπέστεροι με την πίστη τους και εάν εφαρμόζουν ακριβέστερα τις αρχές τους, απ’ ότι οι Χριστιανοί, αυτό συμβαίνει γιατί οι διδασκαλίες αυτών των θρησκειών έχουν προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα τους, σε αντίθεση με Χριστιανική αλήθεια, που παρέμεινε στην υπερβατικότητα και το ύψος της» (σελ. 18). «Οι άνθρωποι της εποχής μας, που έχουν απομακρυνθεί από το χριστιανισμό», συμπεραίνει το Berdiaeff, «δηλώνουν ευχαρίστως ότι η χριστιανική εκκλησία πρέπει να αποτελείται από ανθρώπους τελείους, αγίους, και την κατηγορούν ότι φιλοξενεί στους κόλπους της τόσους αμαρτωλούς, ψυχές ατελείς, ψευδοχριστιανούς. Είναι το συνηθισμένο επιχείρημα εναντίον του Χριστιανισμού. Αλλά έτσι παραγνωρίζεται η φύση της εκκλησίας, παραβλέπεται η ουσία της.
Η εκκλησία υπάρχει πρώτα απ’ όλα για τους αμαρτωλούς, τους ατελείς, τους πεπλανημένους. Κατεβαίνει στον κόσμο και ενεργεί σε περιβάλλοντα, που κατακλύζονται από την αμαρτία. Η Εκκλησία είναι μεν ουράνια και αιώνια από τη φύση της, αλλά ενεργεί στον κόσμο και στα χρόνο… Οφείλει πρώτα απ’ όλα, να βοηθήσει αυτό τον κόσμο, να τον σώσει, να τον οδηγήσει στην αιώνια Ζωή, να τον ανεβάσει μέχρι τους ουρανούς. Η ουσία του χριστιανισμού έγκειται στην ένωση της αιωνιότητας και του χρόνου, των ουρανών και της γης, του θείου και του ανθρωπίνου, και όχι στο διαχωρισμό τους. Το ανθρώπινο, το πεπερασμένο δεν πρέπει να αποδοκιμαστεί, να απορριφθεί, αλλά να φωτιστεί και να μεταμορφωθεί». (όπ.αν. σελ. 57,58).
Αυτή είναι και η αποστολή της εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος έστω και ασυνείδητα αναζητεί τη χαμένη του ενότητα, γι’ αυτό και ποθεί να επιτύχει την ολοκλήρωση μέσα από ποικίλους άλλους δρόμους, που του υπαγορεύει η ενδοκοσμικότητα.
Χρειάζεται προπάντως ο σύγχρονος άνθρωπος να τοποθετήσει τον εαυτό του στην σφαίρα του Θεού και να δει τη λύση των επιγείων προβλήματων του sub specie αeternitatis (υπό το φως της αιωνιότητας), οπότε το κάθε τι αποκτά την ιδιαίτερη βαρύτητά του (ή τη σχετικότητά του, ως επιτυχία η αποτυχία), η δε ζωή αξιολογείται στο φως του λόγου , που έρχεται άνωθεν προς ενίσχυσή της . «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
Ακριβώς αυτή η θεανθρώπινη φύση της καινής πολιτείας (της εκκλησίας δηλαδή) είναι, που αποτελεί και την μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας, για το πέρασμα στην διάσταση εκείνη της όντως ζωής, για την οποία και έχει προορισθεί σύνολη η Δημιουργία.