Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Θεόπτης Μωυσής και θεοπτία
БОГОВИДЕЦ МОИСЕЙ И БОГОВИДЕНИЕ
Георгий Мантзаридис, почетный профессор Богословского факультета Фессалоникского университета им. Аристотеля
Вопрос боговидения или зрения Бога представлен в Священном Писании в двух разных видах, одно из которых, кажется, исключает другой. Некоторые отрывки из текста Священного Писания описывают боговидение как что-то невозможное. Так в книге Исход Бог говорит Моисею: «лица Моего не можно тебе увидеть, потому что человек не может увидеть Меня и остаться в живых» (Исх 33, 20). И псалмопевец отмечает, что Бог «положи тьму и скрыся в ней». Между прочим, в Новом Завете, апостол и евангелист Иоанн пишет: «Бога не видел никто никогда» (Ин. 1, 18), или «Бога никогда никто не видел». А апостол Павел добавляет, что Бог есть тот, «Которого никто из человеков не видел и видеть не может» (1 Тим. 6, 16).
Το θέμα της θεοπτίας ή της θέας του Θεού παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή με δύο διαφορετικές μορφές, που η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Ορισμένα χωρία χαρακτηρίζουν την θεοπτία ως αδύνατη. Έτσι στο βιβλίο της Εξόδου ο Θεός λέει στον Μωυσή: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπον μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται». Και ο Ψαλμωδός σημειώνει ότι ο Θεός «εθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» Έξαλλου στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», ή «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται». Και ο Απόστολος Παύλος προσθέτει ότι ο Θεός είναι εκείνος, «ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται».
Αλλά και από την άλλη πλευρά στην Αγία Γραφή αναφέρεται πλήθος θεοφανειών. Έτσι ο Ιακώβ λέει: «Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Και για τον Μωυσή σημειώνεται: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον». Τέλος ο Ιώβ απευθυνόμενος προς τον Κύριο λέει: «Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε». Εξάλλου στην Καινή Διαθήκη μακαρίζονται από τον Χριστό «οι καθαροί τη καρδία», γιατί θα δουν τον Θεό. Και ο Απόστολος Ιωάννης γράφει: «Νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστι».
Σχολιάζοντας τα χωρία αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί ότι στη θεολογία η θέα του Θεού ταυτόχρονα και αποκλείεται και προτείνεται. Αποκλείεται, γιατί ο Θεός είναι ακατάληπτος κατά την ουσία του. Αλλά και προτείνεται, γιατί προσεγγίζει τον κόσμο και γίνεται προσιτός με τις ενέργειές του. Έτσι τα δύο αυτά πράγματα δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους, αλλά εναρμονίζονται και συμβαδίζουν.
Το απρόσιτο του Θεού δεν αποκλείει τη θεοπτία. Και η θεοπτία ή η θέα του Θεού δεν αναιρεί το απρόσιτο της θείας ουσίας. Ο Μωυσης, που ως κτίσμα αδυνατεί να δει το πρόσωπο του άκτιστου Θεού, τοποθετείται «εις οπήν της πέτρας», σκεπάζεται με το χέρι του Θεού, όσο παρέρχεται η δόξα του, και υστέρα βλέπει τα οπίσω του. Και ο Προφήτης Ηλίας, μόλις αισθάνεται την παρουσία του Θεού, καλύπτει με τη μηλωτή του το πρόσωπό του. Αλλά και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι παρευρισκόμενοι Απόστολοι φοβήθηκαν πολύ και «έπεσαν επί το πρόσωπον αυτών»,
Η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο δεν είναι μονότροπη ούτε μονοσήμαντη. ‘Όπως παρατηρεί ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Θεός φανερώθηκε στον καθένα από τους αγίους Πατέρες «ως ηθέλησε και ως συνέφερε». Διαφορετικά εμφανίσθηκε στον Αβραάμ, διαφορετικά στον Ισαάκ, διαφορετικά στον Ιακώβ, στον Νώε, στον Δανιήλ, στον Δαυίδ, στον Σολομώντα, στον Ησαΐα και στον καθένα από τους άγιους προφήτες. Αλλά και οι διάφορες εμφανίσεις του Θεού στο ίδιο πρόσωπο δεν γίνονται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Ο άνθρωπος οδηγείται παιδαγωγικά και μυείται σταδιακά στην κοινωνία με τον Θεό και στη θέα της δόξας του.
Τέλος κάθε θεοφάνεια της Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκη φανέρωση του Λόγου του Θεού, δεν αποβλέπει μόνο στο πρόσωπο του θεόπτη, αλλά εντάσσεται στην προοπτική της θείας οικονομίας και προετοιμάζει την ένσαρκη έλευσή του.
Ο Μωυσής δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε βέβαια και ο μόνος θεόπτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Μωυσή λέει: «Εγώ Κύριος και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ων αυτών, και το όνομά μου ουκ εδήλωσα αυτοίς». Γι’ αυτό και κατά την πρώτη φανέρωσή του προς τον Μωυσή ο Θεός παρουσιάζεται ως Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Κατά τη φανέρωση αύτη, που πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του πυρός στη βάτο, ο Μωυσής εντυπωσιάσθηκε και θέλησε να πλησιάσει. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή του Θεού από τη βάτο, έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, γιατί φοβήθηκε .Όταν ο Θεός ανακοίνωσε στον Μωυσή ότι θα τον αποστείλει ως ελευθερωτή του λαού του από την Αίγυπτο, εκείνος ζήτησε να του αποκαλύψει το όνομά του, με το οποίο θα παρουσιασθεί στους Ισραηλίτες. Τότε ο Θεός απήντησε: «Εγώ ειμί ο ων,.. ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς».Έτσι ο Μωυσής γίνεται ο πρώτος θεόπτης, στον οποίο ο Θεός αποκαλύφθηκε ως ο Ων, δηλαδή ως είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Άλλες θεοφάνειες προς τον Μωυσή έγιναν κατά τη νομοδοσία στο Σινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη γη της επαγγελίας. Άλλωστε η προσωπική συμπόρευση του Θεού αποτελούσε το κατεξοχήν στήριγμα του Μωυσή καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του. Τέλος ο Μωυσής παρουσιάζεται ως θεόπτης και κατά την περίοδο της Καινής Διαθήκης, εφόσον μαζί με τον Προφήτη Ηλία παρέστησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όπως μάλιστα προσφυώς σημειώνεται, ο ίδιος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των νεκρών και ο Ηλίας ως εκπρόσωπος των ζωντανών. Ταυτόχρονα ο Μωυσής εκπροσωπεί τον Νόμο και ο Ηλίας τους Προφήτες. Ο Μωυσής πέθανε, χωρίς να φθάσει στη γη της επαγγελίας, όπου οδήγησε τον λαό του Θεού ο Ιησούς υιός Ναυή. Και ο Νόμος παρήλθε ως σκιά, χωρίς να φανερώσει τη Βασιλεία του Θεού, την οποια έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. Ο Ηλίας δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς την αιώνια αλήθεια. Και η προφητεία δεν καταργήθηκε, αλλά εκπληρώθηκε ως αδιάψευστη αλήθεια. Η θεοπτία δεν είναι κάποιο συμβατικό φαινόμενο για τη ζωή και την ύπαρξη του θεόπτη. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάποιο προσωπικό κατόρθωμα του. Η θεοπτία προσφέρεται με την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ως εμπειρία, που φέρνει τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο σε επαφή με τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό, συνδέεται συνήθως με σκληρές δοκιμασίες. Αυτό γίνεται φανερό και στην περίπτωση του Μωυσή, ο οποίος «δόκιμος τω Θεώ και πιστός διά της πολλής μακροθυμίας ευρεθείς, οία πολλούς πειρασμούς υπομείνας εγένετο λυτρωτής και ηγούμενος και βασιλεύς του Ισραήλ». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Μωυσής, μετά τα σαράντα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, έμεινε άλλα σαράντα χρόνια στην εξορία, για να προετοιμαστεί και να ποιμάνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια τον περιούσιο λαό.
Οι διαδοχικές θεοφάνειες οδηγούν τον Μωυσή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης σε διαρκώς υψηλότερη θεογνωσία. Αρχικά βλέπει ο Μωυσής τον Θεό «εν φωτί» και ακολούθως «εν γνόφω».Έτσι όσο προσεγγίζει τον Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει το αθεώρητο της θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στην αχειροποίητη σκηνή, που αποτελεί το πέρας των διαδοχικών ανυψώσεών του.
Και η αχειροποίητη αυτή σκηνή, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να κατασκευάσει την χειροποίητη σκηνή, είναι ο Χριστός, που έπηξε «εν ημίν την ιδίαν σκηνήν», Εξαλλου η θεοφάνεια έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Η εσωτερική λαμπρότητα, που προκαλείται με αυτήν, εκδηλώνεται και στο σώμα του θεόπτου. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το Σινά με τις πλάκες της Διαθήκης μετά την τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, έλαμπε το πρόσωπό του από τη θεοπτία και τη συνομιλία του με τον Θεό και προκαλούσε δέος στον λαό.
Τελικά ο αθεώρητος και στους αγγέλους Θεός γίνεται ορατός στους ανθρώπους ως σαρκωμένος Λόγος με την εκ Παρθένου γέννησή του. Η προετοιμασία για την ένσαρκη υποδοχή και θεώρηση του Θεού ήταν πολύ εκτενέστερη και βαθύτερη από την ιστορία του Ισραήλ και τη δοκιμασία κάθε θεόπτη. Η προετοιμασία αυτή πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας της ανθρωπότητας, γι’ αυτό και η Παναγία χαρακτηρίστηκε ως «η των προ αυτής αιτία». Αλλά και η οδύνη της Παναγίας, όπως είχε προφητευθεί από τον Θεοδόχο Συμεών, ξεπέρασε την οδύνη κάθε θεόπτη. Η οδύνη όμως αυτή νίκησε πλέον οριστικά τον θάνατο και οδήγησε τον άνθρωπο στην αναφαίρετη χαρά της αναστάσεως. Πρόγευση της χαράς αυτής δοκίμασε και ο Θεοδόχος Συμεών, που με την θέα του σαρκωθέντος Λόγου ατενίζει ειρηνικά τον θάνατο .
Η θεοπτία προκαλεί στον άνθρωπο δέος. Μεγάλο δέος δοκίμασαν και οί τρεις μαθητές τοΰ Κυρίου κατά τήν Μεταμόρφωση, όταν άκουσαν τήν φωνή άπό τή νεφέλη πού έλεγε: «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός». Κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί και για τους στρατιώτες που πήγαν να συλλάβουν τον Χριστό στον κήπο της Γεθσημανή, και μόλις τον άκουσαν να λέει, «εγώ ειμί, απήλθον εις τα οπίσω και επεσον χαμαί».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που χαρακτηρίζεται στην ακολουθία του και «ως άλλος Μωυσής, του θείου γνόφου εν Άθω αξιωθείς», συνδέει τη θεοπτία με τη βίωση του μυστηρίου του σταυρού. Και αυτό δεν το περιορίζει στους αγίους της Εκκλησίας, αλλά το επεκτείνει και σε όλους τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, σε όλους τους φίλους του Θεού. Ο σταυρός του Χριστού, λέει, «μήπω γεγονώς εν τοίς προπάτορσιν ην το γαρ μυστήριον αυτού ενηργείτο εν αυτοίς».Έτσι σταυρός ήταν για τον Μωυσή να βγει με τον λαό του από την Αίγυπτο και να βαδίσει εκεί που θα τον οδηγήσει ο Θεός. Όπως σταυρός ήταν και για τον Αβραάμ να εγκαταλείψει την πατρίδα, τους συγγενείς και το σπίτι του, για να ακολουθήσει την υπόδειξη του Θεού. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές ενεργείται το μυστήριο του σταυρού, που υποδηλώνεται από τον Απόστολο Παύλο με τη φράση: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω». Το «εμοί κόσμος εσταύρωται» αποτελεί την πρώτη φάση του μυστηρίου του σταυρού. Η δεύτερη φάση του μυστηρίου αυτού είναι η σταύρωση του ανθρώπου για τον κόσμο. Κατά τη φάση αυτή νεκρώνεται το σαρκικό φρόνημα του ανθρώπου και παύει να ενεργεί στα μέλη του ο νόμος της αμαρτίας με τη δύναμη της φανερώσεως του Θεού, της θεοπτίας. Ο θεόπτης ελευθερώνεται από τους δερμάτινους χιτώνες, στους οποίους ενεργεί η αμαρτία, κατά τον τύπο του Μωυσή, που έβγαλε τα υποδήματα του, όταν πλησίαζε στη φλεγόμενη βάτο.
Η απελευθέρωση από τα πάθη και το σαρκικό φρόνημα καθιστά τον θεόπτη καθολικό άνθρωπο, που αγκαλιάζει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο και είναι έτοιμος να προσφέρει τον εαυτό του για τους άλλους. Έτσι ο Μωυσής προσφέρεται να συναπολεσθεί μαζί με τους Ισραηλίτες που αμάρτησαν, αν ο Θεός δεν συγχωρήσει την αμαρτία τους, ενώ ο Θεοδόχος Συμεών αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Χριστού τον Σωτήρα όλων των εθνών και δέχεται ειρηνικά τον θάνατό του. Τέλος ο Απόστολος Παύλος εύχεται να χωρισθεί ο ίδιος από τον Χριστό που τόσο αγάπησε, προκειμένου να σωθούν οι ομοεθνείς αδελφοί του. Αλλά και οι ασκητές της ερήμου, όταν φθάνουν στη θεοπτία, προσεύχονται αυθόρμητα για όλον τον κόσμο.
Οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται συνήθως από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως φανερώσεις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που προετοιμάζουν και προτυπώνουν την ενανθρώπηση και την ένδοξη φανέρωσή του. Η δόξα του Θεού, που παρουσιάσθηκε τότε ως φως, ως νεφέλη, ως στήλη πυρός, ως γνόφος, ως θύελλα ή ως αύρα λεπτή, έλαμψε και στο Θαβώρ ως απρόσιτο φως. Η ίδια αυτή δόξα εξακολουθεί να φανερώνεται στους άξιους, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, ήδη από την παρούσα ζωή, για να αποκαλυφθεί πληρέστερα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ενώ όμως πριν από την ενανθρώπηση και τη σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας το άκτιστο φως φώτιζε εκ των έξω τους θεόπτες, τώρα που έχει ανακραθεί με τους πιστούς και υπάρχει μέσα τους, τους φωτίζει εκ των έσω.
Με τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός αποκαλύφθηκε λέγοντας «Εγώ ειμί». Η θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ολοκληρώθηκε με τη διαβεβαίωση του Χριστού «Εγώ μεθ’ υμών ειμί»· με την συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου, που καθιστά τον άνθρωπο θεό κατά πάντα «χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος» . Αντίστοιχα βέβαια και οι θεοπτίες των Αποστόλων του Χριστού, όπως και των αγίων της Εκκλησίας, είναι τελειότερες από τις προηγούμενες. Είναι θεοπτίες που δεν αποκαλύπτουν προσωπικά ή υποστατικά μόνο τον Θεό, αλλά μαζί με τον Θεό ανυψώνουν στο επίπεδο του αληθινού προσώπου ή της υποστάσεως και τον άνθρωπο. Είναι θεοπτίες του ανθρώπου που γίνεται όμοιος με τον Θεό και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως.
πηγή: Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ., «Αγ. Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος» -Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293