Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

http://www.immorfou.org.cy/topics-functional/715-deyteri-synantisi.html

Δεύτερη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου: Ἡ νηστεία πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας

Εκτύπωση

 

Архимандрит Фотий Иоаким

Доевхаристический и евхаристический пост 

Доклад на Второй конференции клириков Морфской митрополии

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

(Προευχαριστιακὴ καὶ εὐχαριστιακὴ νηστεία)

 

Τὸ θέμα, ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴ σημερινή μας συνάντηση, εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ καὶ ἐκτεταμένο, γι' αὐτὸ καὶ θὰ προσπαθήσουμε στὰ περιορισμένα ἐκ τῶν πραγμάτων χρονικά μας πλαίσια νὰ κάνουμε μία διαχρονικὴ ἀναδρομὴ σ᾽ αὐτό, σκιαγραφῶντας τὶς σημαντικώτερες πτυχές του. Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ποῦμε, πὼς τὸ θέμα τῆς προευχαριστιακῆς νηστείας συζητήθηκε ἔντονα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἀπασχολεῖ, τόσο κληρικοὺς καὶ πfνευματικοὺς πατέρες, ὅσο καὶ μοναχούς, καθὼς καὶ ἀρκετοὺς λαϊκοὺς πιστούς.

 Παρόλο δέ, ποὺ  εἰσέτι ἐκκρεμεῖ μία ἀποκρυσταλλωμένη ἐπίσημη Πανορθόδοξη Συνοδικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση, οἱ σχετικὲς συζητήσεις καὶ ἀπόψεις, ποὺ κατὰ τὰ τελευταῖα κυρίως χρόνια διατυπώθηκαν,  συνετέλεσαν σὲ μία ὀρθὴ προσέγγιση τοῦ ζητήματος, τόσο ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ὅσο καὶ σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο. Κι ἀσφαλῶς ἐδῶ δὲν θὰ καταλήξουμε σὲ μία δική μας ἀπόφανση, ἀλλὰ θὰ παρουσιάσουμε στὸ τέλος τὶς διάφορες τάσεις καὶ τοποθετήσεις τῶν ἡμερῶν μας.

 

Τὸ βασικὸ ἐρώτημα, ποὺ θὰ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ τεθεῖ, σχετικὰ πρὸς τὸ θέμα μας, εἶναι: Ἡ προευχαριστιακὴ νηστεία ἐντάσσεται ὄντως στὶς προϋποθέσεις προσελεύσεως στὴ θεία Κοινωνία, ὅπως αὐτές, σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, τίθενται στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς ἱεροὺς Κανόνες Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στὰ ἔργα τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καὶ στὴν ἀρχαιότατη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, δηλαδή, τελικά, στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ προϋποθέσεις, ἐννοοῦμε βεβαίως αὐτές, πέραν τῶν ἀπολύτως ἀπαραιτήτων καὶ ἐξ ὧν οὐκ ἄνευ, γιὰ τὴ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Εὐχαριστία, ὅπως ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ καὶ ὁλοκληρωμένου μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ βέβαιη καὶ ἀκράδαντη πίστη ὅτι διὰ τῆς θείας Κοινωνίας μετέχει ὁ πιστὸς αὐτοῦ τοῦ Σώματος  καὶ αὐτοῦ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐνσυνείδητη Μετάληψη ἀπὸ ζῶντες καὶ ὄχι κοιμηθέντες ἢ μὴ ἔχοντες συνείδηση ἐπιθανατίους καὶ ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου ὀρθοδόξως ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀποκλειομένων τελείως τῶν αἱρετικῶν, σχισματικῶν καὶ ἀκοινωνήτων.

 

Ἀλλά, ἂς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ παράδοση «τῶν καθ᾽ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων» ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γίνεται «δείπνου γενομένου» (Ἰω. 13,2), κατὰ τὸ ἔσχατο ἐκεῖνο δεῖπνο τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας μὲ τοὺς μαθητές Του στὸ ἀνώγαιο τῆς Σιών. Ἐνῶ δηλ. ἔτρωγαν («ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν»[Ματθ.26,26]), ὁ Κύριος, ἐκφωνῶντας τοὺς μέχρι σήμερα ἐπαναλαμβανόμενους ἱδρυτικοὺς τοῦ Μυστηρίου λόγους, «λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου...», «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου...» (Ματθ.26,26-27), παρέδωσε στοὺς ἀποστόλους καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τί ζήτησε τότε ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του; Τὴν καθαρότητα. Τὴν ἠθικὴ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γιὰ τοῦτο, πρὶν τὴν παράδοση καὶ κοινωνία τῶν θείων Μυστηρίων, ἀνεγνώρισε πὼς ἦσαν καθαροί: «καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ᾽ οὐχὶ πάντες» (Ἰω.13,11), ἐννοῶντας μὲ τὴν τελευταία φράση τὸν Ἰούδα, ποὺ ἦταν σπιλωμένος μὲ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ τυφλώθηκε καὶ πρόδωσε τὸν Διδάσκαλο. Τότε, γιατί, θὰ ἐρωτήσει κάποιος, ὁ Κύριος πρόσφερε τὰ ἄχραντα Μυστήρια καὶ στὸν Ἰούδα. Ἀσφαλῶς, «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, ἢ τίς σύμβουλος Αὐτοῦ ἐγένετο;» Ἀλλά, θὰ μπορούσαμε ἐν προκειμένῳ νὰ ἀπαντήσουμε, ὅτι, καταρχήν, γιὰ νὰ μὴν βρεῖ ἀφορμὴ ὁ Ἰούδας ὅτι, «ἐμένα δὲν μὲ κοινώνησε», καὶ νὰ ἔχει ἄλλοθι γιὰ τὴν προδοσία. Κυρίως ὅμως, διότι, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», καὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου. Καί, παρόλο ποὺ γνώριζε καὶ προγνώριζε τὸ ἀδιόρθωτο τῆς γνώμης τοῦ προδότη μαθητῆ (δὲν τὸ γνώριζε ἐξάλλου ἤδη, ὅταν τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐνέτασσε στὴ χορεία τῶν δώδεκα;), τοῦ δίνει μία τελευταία εὐκαιρία, νὰ κάνει αὐτοκριτική, νὰ ἔλθει σὲ συναίσθηση, νὰ εἰπεῖ, “δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ κοινωνήσω τῶν φρικτῶν τούτων Μυστήριων”, νὰ πληγωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄκρα τούτη συγκατάβαση καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μετανοήσει. Πρᾶγμα, ποὺ δὲν ἔπραξε! Καί, τέλος, νὰ παραμείνει ἐλεεινὸ ὑπόδειγμα τιμωρίας τῶν ἀναξίως κοινωνούντων. Γιατί, γνωρίζουμε τὶς συνέπειες: « καί, μετὰ τὸ ψωμίον, τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ἰω.13,27), δαιμονίστηκε δηλονότι πλήρως. Καὶ κατόπιν, ἁπλῶς “μετεμελήθη”, δὲν μετανόησε δηλαδὴ πραγματικά, καὶ «ἀπελθών, ἀπήγξατο» (Ματθ.27,5). Αὐτοκτόνησε! 

 

Ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνημμένως σὲ δεῖπνο συνεχίστηκε στὴν ἀποστολικὴ καὶ μεταποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, καθὼς ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ.22,19) ἐξελήφθη κατὰ γράμμα. Ἀσφαλῶς, τὸ δεῖπνο δὲν ἦταν συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ Μυστηρίου. Ἄρα, μέχρις ἐδῶ, δὲν ὑπῆρξε κἂν θέμα ὁποιασδήποτε νηστείας πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Παράσταση δὲ στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρὶς συμμετοχὴ σ᾽ αὐτὴ ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Τῆς θείας Κοινωνίας ἀποκλείονταν μόνον ὅσοι εἶχαν ὑποπέσει σὲ σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Τὸ θέμα τοῦτο ἤδη τίθεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔργων του, μὲ ὁδηγὸ τὴν θεόπνευστη κατευθυντήρια ρήση του, «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ.14,40), ἀγωνίσθηκε νὰ ὀργανώσει ποικιλότροπα τὰ ἐσωτερικὰ τῶν ἀρτισυστάτων τότε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ καὶ τὰ τῶν λειτουργικῶν τους εὐχαριστιακῶν συνάξεων. Ἄριστο σχετικὸ δεῖγμα γραφῆς τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Ἐκεῖ θίγει καὶ τὸ θέμα τῶν ἀναξίως κοινωνούντων καὶ τῶν ἀναποδράστων συνεπειῶν: «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται (=πεθαίνουν) ἱκανοί»(στ.30). Ἐκεῖ θέτει καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἐπάξια συμμετοχὴ στὴ θεία Μετάληψη, μὲ μία κλασικὴ διατύπωση: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (στ.28), γιὰ νὰ ἐπεξηγήσει στὴ συνέχεια, ὅτι ἡ δοκιμασία αὐτὴ ἔγκειται στὴ διερεύνηση ἀπὸ τὸν καθένα τῆς συνειδήσεώς του πρὶν κοινωνήσει: ἂν τὸν ἐλέγχει γιὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα, νὰ μετανοεῖ καὶ ἐξομολογεῖται, κι ἀφοῦ ἔτσι διορθωθεῖ καὶ καθαρισθεῖ, τότε νὰ προσέρχεται μὲ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ πάλιν λοιπὸν οὐδεμία ἀναφορὰ στὴν ἀνάγκη προευχαριστιακῆς νηστείας. Τὸ ζητούμενο εἶναι καὶ πάλιν ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως. Ἐπειδὴ ὅμως σὺν τῷ χρόνῳ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν εὐχαριστιακῶν τούτων δείπνων, τῶν λεγομένων καὶ ἀγαπῶν, ἄρχισαν νὰ παρατηροῦνται παρέκτροπα, τὰ ὁποῖα ἤδη στηλιτεύει στὸ αὐτὸ κεφάλαιο τῆς πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς ὁ μέγας Παῦλος, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴ διακριτική της ἐξουσία ἀποδέσμευσε τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας ἀπὸ τὸ συνημμένο δεῖπνο καὶ καθιέρωσε τὴν πρωινή της τέλεση κεχωρισμένως, μάλιστα κατὰ τὴν ἀναστάσιμη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, μαζὶ μὲ ψαλμικὰ κ.ἄ. ἀναγνώσματα καὶ λειτουργικὲς εὐχές. Τότε ἄρχισε νὰ παρουσιάζεται σταδιακὰ καὶ τὸ ἔθιμο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἡ λεγομένη εὐχαριστιακὴ νηστεία, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθουμε.

 

Ἀναφέραμε ἤδη, ὅτι, ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱερολογία τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἡ τέλεσή του χωρὶς τὴ συμμετοχή σ᾽ αὐτὸ τῶν παρισταμένων ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Ἡ ὀρθὴ αὐτὴ πράξη καὶ τάξη ἄρχισε νὰ διασαλεύεται κατὰ τὴ μετὰ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἐποχή: τότε ἔχουμε ὁμαδικὲς Βαπτίσεις καὶ ἀθρόα ἔνταξη ἐθνικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὁπόταν εἰσέρχονται σ᾽ αὐτὴν καὶ ἄνθρωποι χωρὶς ἰδιαίτερες πνευματικὲς ἀναζητήσεις, πολλοὶ τῶν ὁποίων παρίσταντο στὶς λειτουργικὲς συνάξεις, χωρὶς ὅμως νὰ μεταλαμβάνουν. Γιὰ τὴν περιστολὴ τῆς ἐκτροπῆς αὐτῆς ἐργάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ διατυπώνονται σχετικοὶ ἱεροὶ Κανόνες. Χαρακτηριστικοὶ ἐν προκειμένῳ εἶναι οἱ Η΄ (8ος) καὶ Θ΄ (9ος) Ἀποστολικοὶ καὶ ὁ Β΄ (2ος) τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου (τοῦ ἔτους 341), οἱ ὁποῖοι ἐπισείουν  τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, τόσο γιὰ τοὺς κληρικούς, ὅσο καὶ τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν μέχρι τὸ τέλος καὶ δὲν μεταλαμβάνουν, τελουμένης προσφορᾶς (Λειτουργίας), χωρὶς σοβαρὸ λόγο (κώλυμα). Ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ,  ὅτι στὶς κατὰ τόπους ἀρχαῖες Ἐκκλησίες, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ σύγχρονη λειτουργιολογικὴ ἐπιστήμη, ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία τουλάχιστον τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ σχετικὸ κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀναφορικὰ μὲ τὴ συχνότητα προσέλευσης στὴ θεία Κοινωνία στὴν ἐπαρχία του: « Καὶ τὸ κοινωνεῖν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλὸν καὶ ἐπωφελές...Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ᾽ ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν·  ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καὶ τῷ Σαββάτῳ καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ᾗ μνήμη ἁγίου τινός.» (Ἐπιστολὴ 93, Πρὸς Καισαρίαν Πατρικίαν). 

 

Γι᾽ αὐτὴ ὅμως τὴ συχνότατη καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες  καὶ τοὺς θεόπνευστους Πατέρες ἐπιβεβλημένη προσέλευση στὴ θεία Μετάληψη, τί προϋποθέσεις ἐτίθονταν; Ὅπως ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν, λειτουργικῶν, Κανονικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων, ἡ εὐχαριστιακὴ προπαρασκευὴ συνίστατο στὴν ἐξέταση τῆς συνειδήσεως (τό, «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν», ὅπως ἤδη προαναφέραμε), στὴ μετάνοια, τὴν ἐν φόβῳ Θεοῦ ζωή, τὴν καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωση, τὴν ἀμοιβαία συγχωρητικότητα, σημεῖα, στὰ ὁποῖα μάλιστα ἐπιμένουν τὰ ἴδια τὰ προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴ θεία Κοινωνία κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ καταλλαγὴ δηλ. μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ ἡ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα ὰπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Ἂς παραθέσουμε ἐδῶ σχετικὰ ἀποσπάσματα λειτουργικῶν κειμένων τῆς τοῦ Χρυσοστόμου Λειτουργίας: α. «..καὶ ἱκάνωσον ἡμᾶς...ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν...» (Α΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· β. «Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα,..ὅπως,...καθαρίσῃς ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος...» (Β΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· γ. «...Σὲ τοίνυν δυσωπῶ,...καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς...»(Εὐχὴ Χερουβικοῦ)· δ. γιὰ τὴ μεταξύ τῶν πιστῶν συνδιαλλαγή, ὁ πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης, στὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους...», πράξη, ποὺ ἐπεβίωσε σήμερα μόνο στὸν μεταξὺ τῶν συλλειτουργούντων ἱερέων ἀσπασμό· ε. ἡ πρὸ τῆς μεταλήψεως ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς («Πάτερ ἡμῶν...»), ὅπου ἡ αἴτηση γιὰ συγχώρησή μας ἀπὸ τὸν Κύριο συναρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους μας συγχώρηση τῶν ὀφειλετῶν μας· στ. τὸ ἱερατικὸ παρακέλευσμα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ὅπου συνοψίζεται ἡ πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ προσερχόμενος νὰ μεταλάβει, κ.ἄ. Ἀντίστοιχες ἐπικλήσεις καὶ νοήματα ὑπάρχουν σ᾽ ὅλες τὶς ἀρχαῖες ἀναφορὲς (Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, Ἰακώβου ἀδελφοθέου, Μεγάλου Βασιλείου, Προηγιασμένων Δώρων). Ὁ Κανόνας ὅμως καὶ οἱ εὐχὲς τῆς θείας Μεταλήψεως κατεξοχὴν συγκεκριμενοποιοῦν τὶς εὐχαριστιακὲς προϋποθέσεις, ὅπου τονίζεται ἰδιαιτέρως ἡ μὲ συναίσθηση βίωση τῆς ἕνεκα τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀναξιότητάς μας ἐνώπιον τοῦ καθαρωτάτου Θεοῦ, καὶ ἡ καθαρτικὴ δύναμη τῶν κατανυκτικῶν δακρύων. 

 

Πρέπει ἀκόμη στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσθέσουμε πώς, στὸ πλαίσιο τοῦ προευχαριστιακοῦ αἰτήματος γιὰ σωματικὴ καθαρότητα καὶ ἐγκράτεια ἐντάσσεται καὶ τὸ ζήτημα τῆς σωματικῆς ἀκαθαρσίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καθὼς καὶ τῆς σαρκικῆς μείξεως τῶν συζύγων, ὡς ἐμποδίου γιὰ τὴν ἄξια προσέλευση στὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὡς ἀκαθαρσία τοῦ ἀνδρὸς λογίζεται ἡ νυκτερινὴ ἀπροαίρετη ρεύση (ποὺ ἀξιολογεῖται κατὰ περίπτωση ἀπὸ τὶς σχετικὲς κανονικὲς διατάξεις) καὶ τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὰ καταμήνιά της.

 

Προευχαριστιακὴ λοιπὸν νηστευτικὴ ἀρίθμηση ἡμερῶν, ἔκταση χρόνου ἢ ποιότητα νηστείας καὶ λοιπῆς ἀσκήσεως δὲν ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐπίσημα λειτουργικὰ καὶ νομοκανονικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ μόνο, ποὺ ἦταν κατηγορηματικὴ ἡ σχετικὴ παράδοση, ἦταν ἡ Εὐχαριστία νὰ τελεῖται ὑπὸ νηστικῶν καὶ νὰ προσφέρεται σὲ νηστικούς, ὅπως σαφῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὸν 41ο (ΜΗ΄)  Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (ἔτος 419 μ.Χ.) καὶ ἐπισφραγίζεται ἀπὸ τὸν 29ο (ΚΘ΄) τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἔτη 691/692). Καί, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ 41ος τῆς Καρθαγένης ὁρίζει μία ἐξαίρεση σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔθος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας καθόλο τὸ ἔτος, τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴν ὁποία, τουλάχιστον σὲ κάποιες περιοχές, ὅπως αὐτὲς τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἡ Λειτουργία, κατὰ ἀπομίμηση τοῦ κατὰ τὴν ἑσπέρα ἐκείνη παραδοθέντος Μυστηρίου, ἐτελεῖτο μετὰ ἀπὸ δεῖπνο. Τὴν ἐξαίρεση αὐτὴ κατήργησε ὁ ἀνωτέρω 29ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Συνόδου. Ἀκόμη μία ἐξαίρεση στὴν ἴδια παράδοση, ἡ ὁποία βεβαίως ἰσχύει μέχρι καὶ σήμερα, ἐξαγμένη ἀπὸ τὴ διακριτικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξουσία, εἶναι αὐτὴ τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας στοὺς μελλοθανάτους, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἔχουν φάγει προηγουμένως, συμφώνως πρὸς τοὺς Κανόνες 13ο (ΙΓ΄) τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 9ο (Θ΄) τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Νικηφόρου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία, ἡ ἀποχὴ δηλ. ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἴσχυσε γενικὰ μέχρι καὶ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους, τόσο γιὰ τοὺς λειτουργούς-κληρικούς, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Στὸ κτητορικὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς Εὐεργέτιδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, ἕνα Τυπικὸ τοῦ 11ου αἰώνα, ποὺ υἱοθετήθηκε καὶ ἀκολουθήθηκε κατὰ τοὺς ἑπομένους αἰῶνες ἀπὸ πολλὲς ἀνὰ τὸν ὀρθόδοξο κόσμο Μονές, δὲν θεσμοθετεῖται ἄλλη νηστεία, πέραν τῶν καθιερωμένων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία περιόδων, καθὼς καὶ αὐτὴ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, καὶ ἐν τούτοις οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ μετέχουν τῶν  θείων Μυστηρίων τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ εὐχαριστιακὴ νηστεία οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε γιὰ τοὺς κληρικούς.

 

Εἶναι ἀργότερα, κυρίως ἀπὸ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰῶνα, καὶ κατὰ τὴν περίοδο ἐφεξῆς τῆς τουρκοκρατίας, καὶ σὲ Τυπικά, Ἐξομολογητάρια καὶ Νομοκάνονες, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ λεγομένου Κανοναρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ὅπου ἐπικρατοῦν σταδιακὰ διατάξεις, ποὺ ἀλλοιώνουν καὶ καταργοῦν τὴ σχετικὴ ἀρχαία παράδοση, καθὼς ὁρίζουν καθορισμένων ἡμερῶν ξηροφαγία (ἀπὸ τριήμερη μέχρι ἑβδομαδιαία) ὡς προευχαριστιακὴ νηστεία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί, ἀκόμη καὶ οἱ μοναχοί, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο πλέον! Τὸ Κανονάριο τοῦ Νηστευτοῦ, γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ μὲ συντομία, ἦταν ἕνα ψευδεπίγραφο ἐγχειρίδιο, ἀναγόμενο περίπου στὸν δέκατο αἰῶνα, ποὺ περιεῖχε ἀρχικὰ τὴν τάξη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως, ποὺ ἀργότερα ὅμως ἐμπλουτίζεται καὶ διαμορφώνεται σὲ συλλογὴ Κανόνων. Ὁ κάθε ἀντιγραφέας αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ὅπως καὶ τῆς συλλογῆς τῶν ἀποδιδομένων στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη τὸν Νηστευτὴ Κανόνων, πρόσθετε σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἐπιπλέον ὑλικό, τὸ ὁποῖο ἀντλοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση κάθε ἐποχῆς καὶ τόπου, ἐνῶ δὲν ἦταν σπάνιες οἱ περιπτώσεις, ποὺ αὐτοβούλως καταχώριζε καὶ δικούς του Κανόνες, ἢ παρενέβαινε ἀκόμη καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν Κανόνων καὶ τοὺς διαμόρφωνε κατὰ τὴν κρίση του. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ θέτει τὸ πρόβλημα, ὄχι μόνο τῆς ἀξιοπιστίας τῶν ἐν λόγῳ κανονικῶν συλλογῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς κανονικότητος καὶ ἐγκυρότητος κάποιων διατάξεων. Οἱ χειρόγραφες αὐτὲς συλλογὲς Νομοκανόνων ἀντιγράφονται καὶ συντάσσονται στὴ δημώδη ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ μοναχοὺς ἢ ἱερομονάχους καὶ χρησιμοποιοῦνται σχεδὸν δεσμευτικὰ ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς τουρκοκρατίας κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς, διοικητικῆς, δικαστικῆς, ἀκόμη καὶ λειτουργικῆς διακονίας τους. Εἶναι λοιπὸν ἀπὸ μία τέτοια ὄψιμη ἀλλοιωμένη κανονικὴ παράδοση, μέσα στὸ πνεῦμα μίας πλήρους λειτουργικῆς παρακμῆς τῆς ἐποχῆς, ποὺ τὰ ἐπιτίμια σὲ βαρέως ἁμαρτάνοντες ἢ τριγάμους μεταποιήθηκαν καὶ ἐφαρμόστηκαν στὸ ὅλο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἦταν πλέον ἡ συχνότητα μετοχῆς στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς κατὰ τὴν τουρκοκρατία, μὲ βάση τὶς πλεῖστες κανονικὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς, δηλ. 3-4 φορὲς τὸν χρόνο, σ᾽ ἕνα κλίμα ὑπέρμετρης αὐστηρότητας, ξένης πρὸς τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποξένωνε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ μία αὐθεντικὴ πνευματικὴ ζωή. Δημιουργήθηκε καὶ ἐπικράτησε μία πρόταξη τῆς ἀσκήσεως σὲ βάρος τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

 

Μέσα λοιπὸν στὰ πλαίσια τῶν λαϊκῶν προευχαριστιακῶν ἀντιλήψεων περὶ νηστείας, ἀπὸ ἐπίδραση τῶν  πιὸ πάνω ψευδοκανονικῶν χειρογράφων συλλογῶν, καθὼς καὶ ἐξαιτίας τῆς περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως ἔριδας μεταξὺ τῶν φιλοκαλικῶν Κολλυβάδων πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν ἀντιπάλων τους, κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, καταγράφεται καὶ ὑποδεικνύεται γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, καθόσο μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε, τριήμερη πρὸ τῆς εὐχαριστίας νηστεία ἀπὸ τὸν πολὺ Νικηφόρο Θεοτόκη, ἀρχιεπίσκοπο Σκλαβενίου καὶ Χερσῶνος καὶ κατόπιν Ἀστραχανίου (1731-1800) (βλ. Κυριακοδρόμιον Εὐαγγελίων, Ὁμιλία εἰς τὴν Δ΄ Κυριακὴν τοῦ Ματθαίου, Μόσχα 1796, σσ. 181β καὶ 184β). Εἶναι δὲ ἐμφανὴς ἡ προέλευση τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου, ἀπὸ τὴν ἀναφορά του στὴν τριήμερη ἁγνευτικὴ κάθαρση καὶ ἐγκράτεια τῶν συζύγων, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ Μωσαϊκὴ προσταγὴ (« Γίνεσθε ἕτοιμοι, τρεῖς ἡμέρας μὴ προσέλθητε γυναικί» [Ἔξοδος 19,15]). Βεβαίως ὁ ἴδιος ὁ Θεοτόκης, ὅταν ἦταν νεώτερος, εἶχε συγγράψει μακρὺ λόγο Περὶ τῆς θείας Μεταλήψεως (Λόγοι εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Εἰς τὴν πέμπτην Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, Λειψία 1766, σ.55 κ.ἑξ.), στὸν ὁποῖο οὐδεμία νύξη κάνει γιὰ τριήμερη προευχαριστιακὴ νηστεία, ἀφοῦ ἐξάλλου αὐτή, ὅπως εἴδαμε, τυγχάνει ἀμάρτυρη στὶς πηγές. Κατόπιν ὅμως, καί, ὅπως φαίνεται, μέσα στὸ κλῖμα τῆς εὐχαριστιακῆς ἔριδας τῶν ἡμερῶν του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα ποιμαντικά, προβάλλει μέν τὴν ἀξία τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως, ὁρίζοντας ὅμως παράλληλα τριήμερη ἄσκηση νηστείας, γιὰ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀδιαφόρους νὰ εὐλαβηθοῦν τὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐριστικὰ ἐπιμένοντες ἀντιφρονοῦντες νὰ παύσουν τὶς ἀντιδράσεις καὶ κατηγορίες. 

 

Μέσα στὸ ἴδιο τοῦτο πνεῦμα εἰρηνοποιοῦ ποιμαντικῆς τοποθετεῖται καὶ ὁ σύγχρονος τοῦ Θεοτόκη Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν ἐπισημαίνει μὲν ὀρθότατα τὴν ἔλλειψη νηστευτικῶν προευχαριστιακῶν προβλέψεων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, πλὴν τῆς ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου καὶ ἑξῆς πλήρους ἀσιτίας, ὑπερεξαίρει δὲ τὴν ἀξία καὶ τῆς πέραν ἀκόμη τοῦ τριημέρου νηστευτικῆς ἐγκράτειας, ὡς συνεχοῦς ὠφέλιμης ἄσκησης, γιὰ ὅσους δύνανται καὶ προαιροῦνται: «Ἐντεῦθεν συμπεραίνομεν ἐκ τοῦ μείζονος τὸ ἔλαττον, ὅτι, ἂν ᾖναι ἀρκετὴ εἰς ἑτοιμασίαν τῆς θείας κοινωνίας ἡ τριήμερος ἀποχὴ τῆς σαρκικῆς μείξεως, πολλῷ μᾶλλον εἶναι ἀρκετὴ εἰς αὐτὴν ἡ τριήμερος νηστεία. Καὶ μ᾽ ὅλον ὁποὺ ἀπὸ τοὺς θείους κανόνας νηστεία πρὸ τῆς μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα καλῶς ποιοῦσιν.» (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σ.230, ὑποσ.1).

 

Καρπὸς τῶν ἀγώνων τῶν Κολλυβάδων πατέρων ἦταν ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ μετά, τῆς τριήμερης νηστείας ὡς προετοιμασίας γιὰ τὴ θεία Μετάληψη, συνδυασμένη μὲ τὴν ἀνὰ δεκαπενθήμερο θεία Κοινωνία, γεγονός, τὸ ὁποῖο, οὕτως ἢ ἄλλως, ἀποτελεῖ πρόοδο σὲ σύγκριση μὲ τὴ μέχρι τότε παγιωμένη πράξη τῆς ἀνὰ τεσσαρακονθήμερο, τὸ συντομώτερο,  μετοχῆς στὰ Μυστήρια, ἢ τῆς, ἀκόμη χειρότερα, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο Κοινωνίας. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ σὺν τῷ χρόνῳ διαδόθηκε καὶ στοὺς ἐν κόσμῳ πιστοὺς καὶ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Αὐτό, ποὺ ἐν προκειμένῳ πρέπει νὰ τονισθεῖ, εἶναι ὅτι, τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων τιμῶνται πλέον ὡς Ἅγιοι, ἦταν ὅτι ἀποδέχονταν τὴν προευχαριστιακὴ νηστεία ὡς καλὴ συνήθεια συνεχοῦς ἄσκησης καὶ ἐγκρατείας, ποτὲ ὅμως ὡς τυποποιημένη ἡμεραρίθμηση κάποιας ὁρισμένης καὶ ἀναγκαστικῆς ὑποχρέωσης. Ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτοὺς ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἐπιβαλλόμενη ὑποχρέωση.

 

Τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς τριήμερης προευχαριστιακῆς νηστείας ἀπασχόλησε κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα, ὅπως προοιμιακὰ ἀναφέραμε.  Οἱ προμαχοῦντες τοῦ τριημέρου, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν τὸν Ἅγιο Νικόδημο, σχεδὸν δυστυχῶς παρεμήνευσαν τὶς θέσεις του, μὴ κατανοῶντας ὅτι οἱ Κολλυβάδες πατέρες δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴ νηστεία ὡς συνεχὴ ἁγιοποιὸ ἄσκηση, ἀλλὰ νὰ προτάξουν τὴν ὑπὸ τὶς ἀναγκαῖες πνευματικὲς προϋποθέσεις, ποὺ πιὸ πάνω ἀναπτύξαμε, συχνὴ μετοχὴ στὸ μέγιστο τῶν Μυστηρίων.

 

Ἡ ἐπιμονὴ στὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου ἢ ὅποιας ἄλλης σχετικῆς ἡμεραρίθμησης δημιουργεῖ καὶ ἄλλα προβλήματα. Ἕνεκα τῆς αὐστηρῆς ἀπαγορεύσεως ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς νηστείας (δηλ. τελείας ἀσιτίας ἢ ξηροφαγίας) κατὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ λόγους καθαρῶς θεολογικούς, ἐξαιρέσει μόνου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (Κανὼν ἀποστολικὸς ΞΔ΄ καὶ Πενθέκτης Συνόδου ΝΕ΄· βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σσ.82-84 καὶ 269-270, ἀντιστοίχως) ,  ἡ ἐπιβολὴ τοῦ τριημέρου σημαίνει στὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ μοναχὸς ἢ ὁ λαϊκὸς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ, οὔτε τὴν Κυριακή, οὔτε τὴν Δευτέρα, Τρίτη ἢ Τετάρτη. Εἰδικώτερα μάλιστα ὡς πρὸς τὴν Κυριακή, τοῦτο ὁδηγεῖ σὲ ἀντικανονικὲς πράξεις. Ἢ δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ θὰ κοινωνήσει θὰ νηστεύει τὸ Σάββατο, ἐναντιούμενος στοὺς ἀνωτέρω Κανόνες, ἢ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ Κοινωνία τὴν Κυριακή, ἀφοῦ χρειάζεται νηστεία κατὰ τὸ Σάββατο, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Θ΄ ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ τὸν Β΄ τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἀπαιτοῦν οἱ πιστοὶ τῆς Συνάξεως νὰ προσέρχονται στὴν κυριακάτικη εὐχαριστιακὴ προσφορά. Κατὰ τὸ ἴδιο σκεπτικό, ἡ κατάλυση εἰς πάντα κατὰ τὴ Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν τήρηση τοῦ ΞΣΤ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ποὺ ζητεῖ τὴν καθημερινὴ κατὰ τὴν ἀναστάσιμη τούτη ἑβδομάδα προσευχητικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκκλησιαστικὲς Συνάξεις.

 

Γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ἡ ἐπιβολὴ τῆς τριήμερης εὐχαριστιακῆς νηστείας ὀφείλεται σὲ λόγους ἱστορικούς, ἀφενὸς μὲν ὡς ἐπικράτηση ἀσκητικῶν τάσεων, γιὰ μία δηλ. τελειότερη κατὰ τὸ δυνατὸν προετοιμασία, ἀφετέρου δὲ λόγῳ τῆς αὐξηθείσας συνήθειας τῆς πολυχρόνιας ἀποχῆς ἀπὸ τὴν προσέλευση στὴν Εὐχαριστία. Τὸ γεγονὸς εἶναι, ὅτι βρισκόμαστε πλέον ἐνώπιον ἑνὸς δεδομένου, ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει στὴ συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ. Πῶς ἀντιμετωπίζεται λοιπὸν τὸ ζήτημα τοῦτο ;

 

Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονισθεῖ ἡ σχετικὴ πρὸς τὸ θέμα διακριτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πνευματικῶν πατέρων. Ὁ Πνευματικὸς θὰ κάνει ἐξατομίκευση τῶν πιστῶν καὶ θὰ ὁρίσει τὴν ἀνάλογη νηστεία καὶ ἐν γένει προπαρασκευὴ τοῦ ἐξομολογουμένου κατὰ περίπτωση. Ἀσφαλῶς, διαφορετικὰ θὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται ἐνσυνείδητα, προσεύχεται, ἔχει μετάνοια καὶ τηρεῖ μὲ συνέπεια τὶς καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, καὶ διαφορετικὰ ἕνας, ποὺ ἐξομολογεῖται γιὰ πρώτη φορά, δὲν νήστευε, ἢ δυσκολεύεται νὰ τηρήσει τὶς νηστεῖες τοῦ ὅλου ἔτους, καθὼς καὶ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἐνίοτε πολλοὶ Πνευματικοὶ κρίνουν τὴν τριήμερη νηστεία ὡς κατάλληλη γιὰ λαϊκούς, ποὺ δὲν νηστεύουν. Πάλιν, ὑπάρχουν πιστοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ τριήμερη νηστεία ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη καὶ καλὴ προπαρασκευή. Μία τάση, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ ἐξέχοντες ἐνάρετους σύγχρονους Πνευματικούς, ἀναφορικῶς πρὸς τὴ Μετάληψη τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ τηροῦνται καὶ οἱ Κανόνες ποὺ προαναφέραμε, εἶναι στὴν προευχαριστιακὴ νηστεία νὰ συναριθμοῦνται ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς προηγουμένης ἑβδομάδας, καὶ ἡ κατὰ τὸ Σάββατο κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου μέχρι τὸ γεῦμα καὶ ἡ ξηροφαγία κατὰ τὸ δεῖπνο. Ἔτσι φαίνεται πώς λύεται ὀρθότερα τὸ ζήτημα.

 

Καταλήγοντας, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὅταν ἡ νηστεία συνδέεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν συνηθίζουν νὰ νηστεύουν, γίνονται ἀπρόθυμοι καὶ ὡς πρὸς τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν καὶ ὡς πρὸς τὴν προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία. Ἡ ὑποχρεωτικὴ πρὸ τῆς Εὐχαριστίας τριήμερη νηστεία εἶναι δυνατόν, ἀντὶ νὰ παρωθεῖ πρὸς εὐλάβεια τὸ ἐν πολλοῖς δεδομένο ἀκηδιαστικὸ φρόνημα τῶν συγχρόνων ἀμελῶν χριστιανῶν, νὰ φέρνει ἀπωθητικοὺς προβληματισμούς, ὡς πρὸς τὴ συχνὴ εὐχαριστιακὴ μετοχή. Καλύτερα θὰ ἦταν ἴσως οἱ πιστοί, κατὰ τὴ λειτουργική τους παιδαγωγία, νὰ μαθαίνουν τὴν ἀξία τῆς νηστείας καθεαυτῆς, ὡς ἁγιαστικῆς δηλαδὴ ἄσκησης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία. Ὁ προευχαριστιακὸς νηστευτικὸς ἀγώνας εἶναι καλὸ νὰ παραμείνει στὴ διακριτικὴ ἐξουσία τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, ποὺ γνωρίζει τὶς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς καὶ τὶς πολυποίκιλες προσωπικὲς ἀνάγκες τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Οἱ προσπάθειες ἀκριβῶς τῶν πνευματικῶν πατέρων καὶ ποιμένων πρέπει νὰ κατατείνουν στὴν ἀναζωπύρωση τοῦ πόθου τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως, μέσα στὸ φιλοκαλικὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων, τὸ πνεῦμα τῆς αὐθεντικῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

 

Ἐπιλεγμένη βιβλιογραφία

 

1. Χρήστου Ἐνισλείδου, Ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, (ἐκδ.) Β.Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1972.

 

2. Ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἡ Νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἀποστολικὴ Διακονία,  Ἀθῆνα 2001.

 

3. Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Κανόνες καὶ Λατρεία, (ἐκδ.) Γ.Π.Δεδούσης, Θεσ/νίκη, 2001.

 

4. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, (ἐκδ.) Π. Πουρνάρας, Θεσ/νίκη 2004.

 

5. Πρωτοπρεσβ. Δημητρίου Βακάρου, Ἡ πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας νηστεία, Θεσ/νίκη 2008.

 
* Ὁμιλία στὸ ἐπιμορφωτικὸ Σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (10.12.2012)



Подписка на новости

Последние обновления

События