Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

 

8. Βαπτισματικὴ Θεολογία*

Τοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

̓Ανδρέου Θεοδώρου (†)

 

ΕΙΝΑΙ μιὰ καινοφανὴς ἐκκλησιολογικὴ θεωρία.

Κατ ̓ αὐτήν, ὅπου τελεῖται τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀληθινὴ ̓Εκκλησία, συμπεριλαμβανομένων εἰς αὐτὴν καὶ τῶν ἑτεροδόξων.

Εἶναι φανερόν, ὅτι διὰ τῆς θεωρίας αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάχρωση οἰκουμενιστική, διευρύνονται τὰ ὅρια τῆς καθολικῆς ̓Εκκλησίας, κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα τῆς ὁποίας μποροῦν νὰ βροῦν στέγη ἀρκετοὶ χριστιανοί, ἄσχετα πρὸς τὸ γενικότερο θεολογικό τους πιστεύω καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἐκκλησιολογικὴ φυσιογνωμία τους.

Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ μὲ τὴ διαβόητη θεωρία τῶν κλάδων (Branch Theory) τῆς Προτεσταντικῆς περὶ ̓Εκκλησίας ἐκδοχῆς.

Κατ ́ ἀρχήν, βέβαια καὶ ἀόριστα, ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι σωστή. ̓́Οντως ἡ ὁμολογία τοῦ περὶ ἁγίας Τριάδος δόγματος τῆς πίστεως εἶναι ἀπαραίτητη τόσο διὰ τὴ συγκρότηση τῆς ̓Εκκλησίας, ὅσο καὶ διὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ποίου ὅμως δόγματος; Φυσικὰ τοῦ ὀρθοῦ, ὅπως τοῦτο διδάσκεται καθαρὸ καὶ ἀλώβητο στοὺς κόλπους τῆς ̓Ορθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ ̓Εκκλησίας. ̓Ισχύει ὅμως αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν ἑτεροδοξία; ̓Ασφαλῶς ὄχι.

* * *

ΑΣ ΔΟΥΜΕ τὸ πράγμα κάπως ἀναλυτικά.

Τὸ περὶ ἁγίας Τριάδος δόγμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἐπικεντρώνεται σὲ τρία βασιικὰ καὶ θεμελιώδη σημεῖα: τὴν οὐσία, τὶς ὑποστάσεις καὶ τὶς θεῖες ἐνέργειες.

̔Η οὐσία εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατική , ἀμέθεκτη καὶ ἀδιάγνωστη.

Οἱ ὑποστάσεις εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὴ θεότητα, πρόσωπα ἴδια, ἐκφράζοντα τὸν τρόπον τῆς ἀϊδίου ὑπάρξεως τῆς θεότητος, τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν ὁποίων εἶναι προσωπικά, ἀσύγχυτα καὶ ἀμετάδοτα.

Καὶ οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι ὁμοίως θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὴ θεότητα, οἱ ὁποῖες δὲν συνθέτουν τὴν ἁπλῆ φύση τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀϊδίως ἀπορρέουν, ὡς ὁ ἔμφυτος πλοῦτος αὐτῆς, εἶναι μεταδοτὲς καὶ κοινωνικές, διὰ τῶν ὁποίων ἐκφράζεται ἡ ὑπερβατικὴ θεία φύση στὶς ποικίλες ἐξωτερικὲς ἀναφορὲς καὶ φανερώσεις της, τὴ δημιουργία, τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴ λύτρωση. Εἶναι δὲ ἐνέργειες ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιστη εἶναι καὶ ἡ θεία χάρις, μὲ τὴν ὁποία

ταυτίζονται.

Μὲ τὴν ὁμολογία τῶν τριῶν αὐτῶν σημείων ἀπαρτίζεται τὸ ὀρθὸ περὶ ἁγίας Τριάδος δόγμα τῆς πίστεως, ἡ ὁμολογία τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπαραίτητη πρὸς σωτηρίαν. Εὐνόητον ὅτι καὶ ἡ παραμικρὴ παραχάραξη ἑνὸς ἢ καὶ πλειόνων ἐκ τῶν σημείων αὐτῶν ἀποστερεῖ τὸν ἄνθρωπο τῆς σωτηρίας.

* * *

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ὅμως με τοὺς ἑτεροδόξους; Δέχονται ὀρθῶς τὸ κορυφαῖο δόγμα τῆς πίστεως; ̓Ασφαλῶς ὄχι.

Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο καὶ οἱ βασικότερες παραφυάδες τοῦ Προτεσταντισμοῦ τὸ διαστρεβλώνουν σὲ δύο καίρια σημεῖα: τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις τῶν προσώπων καὶ τὶς θεῖες ἐνέργειες, περιπίπτοντες σὲ δεινὴ αἵρεση, ἡ ὁποία τοὺς ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἀληθινῆς ̓Εκκλησίας τοῦ Κυρίου.

Τὸ πρῶτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο διαστρέφουν τὴν τριαδικὴ πίστη, εἶναι τὸ Filioque. ̓Αναφέρεται στὴν τάξη καὶ τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις τῆς τριαδικῆς θεότητος.

Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ Πατὴρ εἶναι ἀγέννητος, ἡ πηγαία θεότης, ἐκ τῆς ὁποίας ἀπορρέουν ἀϊδίως τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Τριάδος, ὁ Υἱὸς διὰ τῆς γεννήσεως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως.

Κατὰ τὸ Filioque (καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ), τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ καταργεῖται τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρὸς ὡς τῆς μόνης πηγαίας θεότητος στὴν Τριάδα, εἰσάγεται δυαρχία, συγχέονται ἡ τάξη καὶ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν προσώπων καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔργο τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες. Αὐτὸ τὸ ἀπορρίπτουν οἱ ἑτερόδοξοι.

Κατὰ τοὺς παπικούς, μιὰ τέτοια διάκριση φθείρει τὴν ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως, ἐπιφέρουσα σύνθεση σ ̓ αὐτήν.

Κακῶς ὅμως. Διότι, ὅπως οἱ ὑποστάσεις εἶναι διακρίσεις θεοπρεπεῖς χωρὶς νὰ παραβλάπτουν τὴν ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως, σὲ ἴσο μέτρο δὲν τὸ κάνουν καὶ οἱ διακρίσεις τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν.

Οἱ παπικοὶ δέχονται μὲν θεῖες ἐνέργειες, ὄχι ὅμως ἄκτιστες, ἀλλὰ κτιστές. Κτιστὸ ἦταν κατ ̓ αὐτοὺς τὸ Θαβώριο θεῖο φῶς, ὅπως κτιστὴ εἶναι καὶ ἡ χάρις, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο καὶ ν ̓ ἁγιάσει τὸν ἄνθρωπο.

Μὲ τέτοιες ὅμως ἀντιλήψεις μποροῦν οἱ ἑτερόδοξοι νὰ ἐνταχθοῦν στὴν καθολικὴ διάσταση τῆς ̓Εκκλησίας, ὅπως τὴν ἐνσαρκώνει καὶ τὴν ἐκφράζει ἡ ̓Ορθόδοξος Καθολικὴ ̓Εκκλησία;

Τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς ̔Αγίας Τριάδος γιὰ νὰ ἔχει κύρος καὶ ἰσχὺ προϋποθέτει τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς τριαδικῆς πίστεως· ἀλλιώτικα εἶναι ἁπλῆ ἀερολογία.

* * *

ΤΑ ΑΥΤΑ περίπου ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸ ἱερὸ βάπτισμα.

Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι αὐθεντικὸ καὶ γνήσιο, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει τὴν ἀληθινὴ ̓Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ̓́Οντως κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸ βάπτισμα ὁριοθετεῖ τὴν ̓Εκκλησία. Δι ̓ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει τὸ ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως (τὸ

προπατορικὸ ἁμάρτημα), καθαίρεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀναγεννᾶται πνευματικῶς. Αὐτόματα δὲ γίνεται ἐπίσημα μέλος τῆς ̓Εκκλησίας, ἐνοφθαλμίζεται στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς καὶ στὰ ὑπόλοιπα μυστήρια, τὰ διακονοῦντα

τὴ λυτρωτικὴ θεία χάρη.

Τὸ βάπτισμα ὅμως γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει τὴν ̓Εκκλησία,

πρέπει νὰ πληροῖ ὁρισμένες βασικὲς προϋποθέσεις:

α) νὰ τελεῖται στὸ ἔδαφος τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ ̓Εκκλησίας·

β) νὰ γίνεται στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως σὲ ἁγιασμένο νερὸ καὶ

γ) νὰ τελεῖται ἀπὸ κανονικὸ λειτουργό, ἐπίσκοπο ἢ ἱερέα.

Καὶ εὔλογα διερωτᾶται κανείς τὸ βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων πληροῖ τὶς ἀνωτέρω προϋποθέσιες; Φυσικὰ ὄχι.

Πρωτίστως δὲν τελεῖται στὸ ἔδαφος τῆς ̓Εκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε ὁ Κύριος, ὅπως γενικότερα δὲν ἀνήκουν σ ̓ αὐτὴν καὶ οἱ ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» καὶ χριστιανικὲς ὁμολογιακὲς κοινότητες. Κατ ̓ ἀκρίβεια δογματικά, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρο καὶ ἀνυπόστατο.

̔Ο τελευταῖος αὐτὸς χαρακτηρισμὸς δὲν εἶναι βέβαια ἀπόλυτος. Κάτω ἀπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις (ἡ κυριώτερη τῶν ὁποίων εἶναι νὰ τελεῖται στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος), τὸ βάπτισμα αὐτὸ ἔχει κάποια ὑπόσταση. Στὴ βάση αὐτὴ καὶ κατ ̓ οἰκονομίαν, τὸ βάπτισμα

τῶν αἱρετικῶν μπορεῖ νὰ γίνει κατ ̓ ἀρχὴν ἀποδεκτό, καὶ μόνο σὲ περιπτώσεις αἱρετικῶν προσερχομένων στοὺς κόλπους τῆς ̓Ορθοδόξου Καθολικῆς ̓Εκκλησίας. ̓Απὸ τοῦ σημείου ὅμως αὐτοῦ μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωρεῖται a priori ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, καὶ μάλιστα νὰ ὁριοθετεῖ τὴν ̓Εκκλησία, ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση.

Κατόπιν, τὸ βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων πάσχει καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη πολὺ σημαντικὴ αἰτία. ̓Ενῶ σ ̓ ἐμᾶς τὸ βάπτισμα γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρο πρέπει νὰ τελεῖται διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως σὲ ἁγιασμένο νερό, πράξη ποὺ συμβολίζει τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, οἱ ἑτερόδοξοι (Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες) ἔχουν ἀθετήσει τὸν ὅρο αὐτό, βαπτίζοντες δι ̓ ἐπιχύσεως καὶ ραντισμοῦ.

Τὸ εἶδος αὐτὸ τοῦ βαπτίσματος γινόταν βεβαίως καὶ στὴν ἀρχαία ̓Εκκλησία. ̓͂Ηταν ὅμως ἕκτακτο, διακονούμενο σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης, ὅταν δὲν ἦταν εὐχερὴς ἡ κάθοδος σὲ κολυμβήθρα (βάπτισμα τῶν κλινικῶν, αὐτῶν ποὺ λόγῳ ἀσθένειας ἦσαν κατάκοιτοι). ̓͂Ηταν καὶ

αὐτὸ βάπτισμα οἰκονομίας. ̔Η εἰσαγωγὴ ὅμως αὐτοῦ ὡς θεσμοῦ κανονικοῦ στὴν ̓Εκκλησία εἶναι ἀνεπίτρεπτη, λυμαινομένη τὴν ὁλοκληρία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου.

* * *

Η ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ (Baptismal Theology) σύμφωνα μὲ ὅσα πιὸ πάνω εἴπαμε, δὲν ἔχει τι τὸ ἐπιλήψιμο, ἂν τὸ βάπτισμα ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν ̓Εκκλησία εἶναι βάπτισμα κανονικό, τελούμενο στὸ ἔδαφος τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ

̓Εκκλησίας.

̔́Οπως δὲ τὸ κανονικὸ βάπτισμα ὁριοθετεῖ τὴν ̓Εκκλησία, τῆς ὁποίας δημιουργεῖ τὴν ἱστορικὴ σάρκα (τοὺς ἀνθρώπους μέλη της), ἔτσι καὶ τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅταν τελεῖται ὀρθῶς, ὁριοθετεῖ ὁμοίως τὴν ̓Εκκλησία ὡς κοινότητα εὐχαριστιακὴ περὶ τὸν ἐπίσκοπο, ἐκφράζοντας τὴν ἄρρηκτη ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ θεοποιητικό της δυναμισμό.

̔Η βαπτισματικὴ θεολογία καθίσταται ὕποπτη καὶ ἀπορριπτέα, ὅταν, ὑπερπηδώντας τοὺς ὁμολογιακοὺς φραγμούς, τείνει νὰ πολιτογραφήσει στὸ ἔδαφος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ̓Εκκλησίας, ὡς μέλη αὐτῆς κανονικά, αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους, ἁπλῶς καὶ μόνο διότι τελοῦν τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἄσχετα πρὸς τὴ λοιπὴ ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα, τὴν κακοδοξία, τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη ποὺ τοὺς κατατρύχουν.

̓Αλήθεια, πῶς μπορεῖ ὁ Παπισμός, μὲ τὸ πλῆθος τῶν αἱρετικῶν τριαδολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν του ἑτεροδιδασκαλιῶν (Filioque, ἄρνηση ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, παπικὸ ἀλάθητο καὶ πρωτεῖο) — γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὸ γενικότερο ἐκκλησιαστικό του ἦθος, τὴ

ροπὴ πρὸς νεωτερισμούς, τὴν ἀλαζονεία, τὸ ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα του — νὰ ὁριοθετήσει τὴν ἀληθινὴ ̓Εκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς;

̓̀Η πῶς μπορεῖ ὁ Προτεσταντισμός, μὲ τὸν ἄκρατο ἀτομισμό του, τὴν ἔλλειψη τῆς ἔννοιας τοῦ καθολικοῦ δόγματος, τὴν ἀπουσία ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας καὶ συνοχῆς, μὲ τὰ διδάγματά του περὶ ἀοράτου καὶ ἰδανικῆς ̓Εκκλησίας καὶ μὲ τὴν διαίρεση καὶ τὴν κατατομή του, νὰ βρεῖ αὐθεντικὴ στέγαση στὴν ἁγία τοῦ Χριστοῦ ̓Εκκλησία, μὲ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως τελεῖ τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος; Μὰ εἶναι σοβαρὰ αὐτὰ τὰ πράγματα;

Τὸ περὶ ̓Εκκλησίας δόγμα τῆς πίστεως μεγάλως τιμᾶμε ἐμεῖς οἱ ̓Ορθόδοξοι. Γι ̓ αὐτό, καὶ στὸ σημεῖο ποὺ ὁμολογεῖται ἡ πίστη τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου: «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ̓Εκκλησίαν», κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἄκραν εὐαισθησία καὶ τὴ ζωντανὴ πίστη μας περὶ τῆς ̓Εκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἐνσαρκώνει ἀπόλυτα ἡ ̓Ορθοδοξία.

Τὴν πίστη μας αὐτὴ τὴ διαλαλοῦμε παντοῦ καὶ πάντοτε. ̔́Οσοι τὴν κρύβουν ἢ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ὁμολογήσουν δὲν εἶναι ̓Ορθόδοξοι.

Δυστυχῶς τὸ θλιβερὸ αὐτὸ φαινόμενο, νὰ μὴ ἐκφράζουν ἕνα μέρος τῶν ̓Ορθοδόξων εὐθαρσῶς καὶ ἀπόλυτα τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα, παρατηρεῖται σήμερα στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους τῆς διαχριστιανικῆς οἰκουμένης, ὅπου παρατηρεῖται ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας τῶν δογμάτων, χαλάρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν παρα-

δόσεων καὶ μιὰ ἄκαιρη καὶ ἄκριτη σπουδὴ πρὸς ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν.

̓͂Αραγε, πόσοι ἀπὸ τοὺς ̓Ορθοδόξους τοὺς μετέχοντες σὲ οἰκουμενιστικὰ φιλενωτικὰ συνέδρια ἐκφράζουν εὐθαρσῶς τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα, ἀπορρίπτοντας τὴ βασικὴ προτεσταντικὴ ἀρχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ψυχὴ τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ̓Εκκλησιῶν»;

* * *

ΠΡΟΣΟΧΗ ὅμως μεγάλη χρειάζεται καὶ γιὰ τὴν ἀρτιφανῆ θεωρία περὶ βαπτισματικῆς θεολογίας.

̔́Οτι καὶ ἡ θεωρία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, εἶναι φανερόν.

̔Η τάση διευρύνσεως τῆς ἱστορικῆς ̓Εκκλησίας ἀποσκοπεῖ στὴν στέγαση σ ̓ αὐτὴν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἐξ αὐτῆς.

̓̀Αν ὄντως ἔτσι συμβαίνει, τὸ πράγμα εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ̓Ορθοδοξία, ἡ ὁποία πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ ̓Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

Εἶναι δὲ ἐπικίνδυνη καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο σοβαρότατο λόγο. ̓̀Αν τεθεῖ ὡς βάση κοινῶς ἀποδεκτή, ἂν δηλαδὴ τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀπὸ ὅποιους κι ἂν προέρχεται, ὁριοθετεῖ τὴν ̓Εκκλησία, αὐτόματα αἴρονται οἱ ὁμολογιακοὶ φραγμοί, οἱ διαχωρίζοντες τὶς ̓Εκκλησίες, ἡ διαμυστηριακὴ κοινωνία (intercommunio) εἶναι πλέον

γεγονός, καὶ ἡ ἕνωση τῶν ̓Εκκλησιῶν ἄνευ ἑτέρου γίνεται πραγματικότητα.

Μποροῦμε ὅμως ἐμεῖς νὰ δεχτοῦμε τέτοια πράγματα;

 

(*) Περιοδ. « ̓Ορθόδοξη Μαρτυρία» Κύπρου, ἀριθ. 51/Χειμώνας 1997, σελ. 11-15.

̓Ανεδημοσιεύθη στὸ τεῦχος ἀριθ. 69/Χειμώνας 2003, σελ. 98-102.



Подписка на новости

Последние обновления

События