Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Главная категория

Митрополит Навпактский и св. Власия Иерофей

Экклезиологические отхождения Московской Патриархии

Οἱ ἐκκλησιολογικές μετα-πτώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

NI 2019 08

Московский Патриарх свободно перемещается как Церковный и Политический Лидер и выражает свои экуменические позиции, полностью изменяя решение "Московского Собора 1948г.".
Похоже, что Московская Церковь время от времени принимала различные решения по церковным вопросам в зависимости от обстоятельств каждой эпохи.

Проблема, однако, заключается в том, что богословы противники Экуменизма хотя и критикуют Вселенского Патриарха Варфоломея и Критский Собор, однако же они  не только амнистируют еще более худшие взгляды Московского Патриарха, но и оказывают ему поддержку в противовес Патриарху Варфоломею. Однако же это вопрос, связанный с интерпретацией каждой стороны.

 

 

Экуменизм связан с релятивизмом-относительностью, то есть тем, что все является относительным и, таким образом, смешивается вопросы богословские и экклезиологические.  Одно - это, конечно, экуменичность-вселенскость, а другое - Экуменизм, который отличается путаницей в отношении различения между истинным и ложным, между истиной и ересью.

Заметьте, однако, что антиэкуменисты в Греции осуждают и критикуют Вселенский Патриархат, в частности Вселенского Патриарха Варфоломея, Церковь Святых Апостолов. Я думаю, что это не справедливо и не объективно.

Вот почему я буду продолжать время от времени касаться позиции Московской Церкви, особенно в отношении римо-католицизма. По сути, я представлю ее отхождения по церковным проблемам, которые аналогичны большинству нестандартных взаимодействий.
Прежде всего, я должен дать понять, то о чем я буду писать далее, вовсе не относится к православным русским людям и святым, которые жили и живут в России, но будет касаться церковного руководства, которое подверглось влиянию со стороны различных факторов.

Ὁ οἰκουμενισμός συνδέεται μέ τόν σχετικισμό ἤ σχετικοκρατία, ὅτι, δηλαδή, ὅλα εἶναι σχετικά καί ἔτσι δημιουργεῖται σύγχυση στά θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα. Ἄλλο, βέβαια, εἶναι ἡ οἰκουμενικότητα καί ἄλλο εἶναι ὁ οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά σύγχυση μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, μεταξύ ἀληθείας καί αἱρέσεως.

Παρατηρῶ, ὅμως, ὅτι οἱ ἀντιοικουμενιστές στήν Ἑλλάδα κρίνουν καί ἐπικρίνουν ἔντονα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἰδίως τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, ἐνῶ ἀμνηστεύουν παράλληλα τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κυρίως τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Νομίζω ὅτι αὐτό δέν εἶναι δίκαιο, οὔτε ἀντικειμενικό.

Γι’ αὐτό στήν συνέχεια θά θίξω τήν κατά καιρούς στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας, κυρίως ἔναντι τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Οὐσιαστικά, θά παρουσιάσω τίς μετα-πτώσεις της σέ ἐκκλησιολογικά θέματα, πού γίνεται ἀνάλογα μέ τίς ἑκάστοτε ἔξωθεν ἐπιδράσεις.
Πρέπει ἀπό τήν ἀρχή νά διευκρινίσω ὅτι ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια δέν ἀφοροῦν τόν ὀρθόδοξο ρωσικό λαό καί τούς ἁγίους πού ἔζησαν καί ζοῦν στήν Ρωσία, ἀλλά τήν κατά καιρούς ἡγεσία πού ἐπηρεάσθηκε ἀπό ἄλλους παράγοντες.

1. Решение "Совещания"-Синаксиса в Москве 1948 в отношении Папизма

Ἡ ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου»-Συνάξεως στήν Μόσχα τό 1948 κατά τοῦ Παπισμοῦ

!948 год считается весьма важным для экуменического движения, потому что именно тогда был учрежден ВСЦ, и была созвана первая Ассамблея в Амстердаме в Голландии.

месяцем ранее, а если быть более конкретным, между 8-18 июля 1948, в Москве было созвано "ЗАСЕДАНИЕ ГЛАВ И ПРЕДСТАВИТЕЛЕЙ ПРАВОСЛАВНЫХ АВТОКЕФАЛЬНЫХ ЦЕРКВЕЙ" в связи с 500-летным юбилеем независимости Русской Церкви от Вселенской Патриархии, которое произошло в 1448г.

На этом "Заседании" были представлены следующие тематическое вопросы: "Ватикан и Православная Церковь", "Англиканская иерархия", "Экуменическое движение и Православная Церковь" и "Церковный Календарь".

Профессор Иоанна Кармирис, опубликовал решение этого "Заседания" в отношении Ватикана, к которому я проявляю интерес в своей нынешней статье, с под наименованием "Ватикан и Православная Церковь", который был подписан четырьмя Патриархами (Российски Сербским, Румынским и Болгарским), а также представителями другим Православных Церквей (Александрийской, Антиохийской, Болгарской, Польской, Чехословацкой и Албанской).

Принятию этого решения предшествовали пять докладов, то есть 6 А) Российского Архиепископа Казанского Ермогена под наименованием "Папизм и Православная Церковь", б) русского протопресвитера Гавриила Костельника под названием "Ватикан и Православная Церковь", в) его же доклад под названием "Римская Церковь и единство Церкви", г) МИТРОПОЛИТА Пловдивского болгарского митрополита Кирилла под названием "Рим и Болгария"

Τό ἔτος 1948 (Αὔγουστος) θεωρεῖται ὡς σημαντικό γιά τήν οἰκουμενική κίνηση, γιατί τότε ἱδρύθηκε τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, καί διεξήχθη ἡ Α΄ Γενική Συνέλευσή του στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας.

Ἕνα μήνα πρίν καί συγκεκριμένα μεταξύ 8-18 Ἰουλίου τοῦ 1948, συνεκλήθη στήν Μόσχα ἕνα «Συνέδριο τῶν ἀρχηγῶν καί ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν», μέ τήν εὐκαιρία τῶν 500 ἐτῶν ἀπό τήν ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔγινε τό ἔτος 1448.

Στό «Συνέδριο» αὐτό ἐξετάσθηκαν τά θέματα «Βατικανό καί Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», «Ἀγγλικανική Ἱεραρχία», «Οἰκουμενική Κίνησις καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» καί «Ἐκκλησιαστικόν Ἡμερολόγιον».

Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης δημοσίευσε τήν ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου» αὐτοῦ γιά τό Βατικανό, τό ὁποῖο μέ ἐνδιαφέρει στό παρόν κείμενό μου, μέ θέμα «Βατικανό καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», τήν ὁποία ὑπέγραψαν τέσσερεις Πατριάρχες (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας) καί οἱ ἀντιπρόσωποι ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Γεωργίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας καί Ἀλβανίας).

Τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς προηγήθηκαν πέντε Εἰσηγήσεις, ἤτοι: α) τοῦ Ρώσου Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Καζάν Ἑρμογένους μέ τίτλο «Παπωσύνη καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», β) τοῦ Ρώσου Πρωτοπρεσβυτέρου Γαβριήλ Kostelnik μέ τίτλο «τό Βατικανόν καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», γ) τοῦ ἰδίου μέ τίτλο «Ρωμαϊκή Ἐκκλησία καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», δ) τοῦ Βούλγαρου Μητροπολίτου τοῦ Plovdiv Κυρίλλου μέ τίτλο «ἡ Ρώμη καί ἡ Βουλγαρία» καί ε) τοῦ Ρουμάνου καθηγητοῦ Th. Popescu μέ τίτλο «ἡ στάσις τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τά τελευταῖα 30 ἔτη».

Ὁ ἴδιος καθηγητής, πού παραθέτει τό κείμενο τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, γράφει ὅτι παραλείπει τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ κειμένου «ἅτε περιλαβόν πολιτικολογίαν, ἐξηγουμένην ἐκ τῶν συνθηκῶν τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς». Αὐτή ἡ παρατήρηση γιά τήν παράλειψη τοῦ τελευταίου τμήματος τοῦ κειμένου τῆς ἀποφάσεως, νομίζω ὅτι δείχνει καί τήν στοχοθεσία τοῦ ὅλου Συνεδρίου καί τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, γιατί ἡ Ρωσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἔπρεπε νά διαφοροποιηθῆ ἀπό τήν Δύση γιά πολιτικούς λόγους, ὅπως θά δοῦμε πιό κάτω.

Θά κάνω μιά περίληψη κατά ἑνότητες τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς γιά τό Βατικανό, γιά νά φανῆ τό περιεχόμενό της.

Στήν ἀρχή γίνεται λόγος γιά τό ὅτι «ἡ Ρωμαϊκή Κούρια μετά τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί κεφαλῆς ἐν τῇ ροῇ τῶν αἰώνων, διέφθειρεν, ὑπό τήν ἐπίδρασιν κοσμικῆς καί ὑπερφιάλου οἰήσεως καί ἄλλων καθαρῶς ἀνθρωπίνων αἰτίων, τήν ἀληθῆ εὐαγγελικήν διδασκαλίαν». Ἀναφέρεται ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποφαίνεται ὅτι πρέπει νά φυλάττουμε «ἀκαινοτόμητόν τε καί ἀπαράτρωτον τήν παραδοθεῖσαν ἡμῖν πίστιν ὑπό τῶν αὐτοπτῶν καί ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου τῶν θεοκρίτων Ἀποστόλων». Ἔπειτα, γράφεται ὅτι «οἱ Ἐπίσκοποι Ρώμης» παρέβλεψαν αὐτήν τήν ἀπόφαση τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί «παρέφθειραν τήν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας». Ἀναφέρει τά «νεοεισαχθέντα δόγματα» περί τοῦ Filioque, τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, «ἰδίως τῆς παντελῶς ἀντιχριστιανικῆς διδασκαλίας περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τοῦ ἀλαθήτου αὐτοῦ». Μέ τήν ἀντιχριστιανική αὐτήν καινοτομία οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ρώμης προξένησαν «τεραστίαν ζημίαν εἰς τήν ἑνότητα τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί γενικῶς εἰς τό ἔργον τῆς προσοικειώσεως τῆς σωτηρίας ὑπό τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς».

Στήν συνέχεια, στό κείμενο τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς ἀναφέρεται ὁ πρῶτος κανόνας τῆς ΣΤ΄ (τῆς Πενθέκτης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι δέν πρέπει οἱ Χριστιανοί νά προσθέτουν ἤ νά ἀφαιροῦν κάτι ἀπό ὅσα ἀποφάσισαν οἱ ἕξι Οἰκουμενικές Σύνοδοι, καθώς ἐπίσης ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «καταδικάζουσι νῦν τόν ρωμαϊκόν Παπισμόν δι’ ὅλα τά καινοφανῆ ρωμαϊκά δόγματα, τά ὁποῖα εἶναι καθαρῶς ἀνθρώπινοι ἐπινοήσεις, οὐδέν ἔχοντα ἔρεισμα οὔτε ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ, οὔτε ἐν τῇ ἱερᾷ παραδόσει, οὔτε ἐν τῇ πατερικῇ Φιλολογία καί τῇ ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ».

Τονίζεται, ἀκολούθως, ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή πού ἔλαβαν στό «Συνέδριο» αὐτό «δέν εἶναι τυχαία», γιατί ἀπορρέει ἀπό τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἀρχαίας Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας, καθώς ἐπίσης «δέν εἶναι νέα» γιατί ἐπαναλαμβάνει παλαιότερες ὁμολογίες τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς.

Ἀναφέρεται ὅτι τό Βατικανό ξέχασε τίς παραδόσεις τῆς καθολικῆς Ὀρθοδοξίας καί ἔτσι «ὡδηγήθη τό πλοῖον τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν ἀνοίκειον διά τήν Χριστιανικήν Ἐκκλησίαν αὔλακα τοῦ ἀντιχριστιανικοῦ Παπισμοῦ», μέ τήν εἰσαγωγήν «τοιούτων καινοφανῶν δογμάτων», ὅπως εἶναι ἡ διδασκαλία περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, διαφθείρεται ἡ καινοδιαθηκική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Παπιστές καί «ἡ Ἐκκλησία τοῦ ζῶντος Θεοῦ» μεταβλήθηκε ἀπό τούς Παπιστές «εἰς μίαν γηΐνην πολιτικήν ὀργάνωσιν».

Ἔπειτα, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ «Παπισμός» μέσα στήν ἱστορία ἐπιχείρησε «εἴτε ἀμέσως εἴτε ἐμμέσως διά τῆς Οὐνίας» νά προσηλυτίση τούς Ὀρθοδόξους στόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί αὐτό τό ἔκανε «δι’ αἱματηρῶν πολέμων καί παντοειδῶν βιαιοπραγιῶν», καί ἐκθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα. Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω τονίζεται ὅτι «ὅλος ὁ χριστιανικός κόσμος καί ὅλοι οἱ ἀληθῶς πιστοί ρωμαιοκαθολικοί» ὀφείλουν νά γνωρίζουν «εἰς ποῖον βάραθρον ὁδηγεῖ ὁ σύγχρονος Παπισμός». Ὅλοι οἱ Χριστιανοί «ἀδιακρίτως ἐθνικότητος καί ὁμολογίας, δέν δύνανται νά μή στιγματίζωσι διά τοῦτο τήν πολιτικήν τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἀντιχριστιανικήν, ἀντιδημοκρατικήν καί ἀντεθνικήν».

Στό τέλος ἡ ἀπόφαση αὐτή κλείνει μέ προσευχή στόν μέγα Ἀρχιερέα, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιά νά φωτίση «τήν ρωμαιοκαθολικήν Ἱεραρχίαν» μέ τό φῶς τῆς θείας διδασκαλίας, καί νά τήν βοηθήση γιά νά γνωρίση «τό βάραθρον τῆς ἁμαρτωλοῦ πτώσεως, εἰς τό ὁποῖον ὡδήγησε τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν διά τε τῶν καινοφανῶν διδασκαλιῶν αὐτῆς περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ὡς ἐπίσης καί διά τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τά συμφέροντα τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος».

Τήν ἀπόφαση αὐτή, πού εἶναι ἀντιοικουμενιστική, ὅπως καί οἱ ἀποφάσεις στά ἄλλα θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε τό «Συνέδριο» αὐτό, τήν ὑπογράφουν: «ὁ Μόσχας Ἀλέξιος, ὁ Σερβίας Γαβριήλ, ὁ Ρουμανίας Ἰουστινιανός, ὁ Βουλγαρίας Στέφανος, ὁ Ἐμέσσης Ἀλέξανδρος καί ὁ Λιβάνου Ἠλίας, ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ὁ Bialystok (Πολωνίας) Τιμόθεος, ὁ Κορυτσᾶς Παΐσιος, ὁ Πράγας Ἐλευθέριος».

Πρέπει δέ νά σημειωθῆ ὅτι στό «Συνέδριο» αὐτό ἀπό μερικούς συνέδρους ἀναφέρθηκε ἡ θεωρία ὅτι ἡ Μόσχα εἶναι ἡ «Τρίτη Ρώμη».

2. Ἡ σκοπιμότητα τοῦ «Συνεδρίου»-Συνάξεως στήν Μόσχα τό 1948

Ἡ συνάντηση αὐτή στήν Μόσχα τό 1948 τελικά χαρακτηρίσθηκε, ὅπως φαίνεται στά κείμενα τῶν ἀποφάσεων, ὡς «Συνέδριο τῶν ἀρχηγῶν καί ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».

Ὅμως, αὐτή ἡ Συνάντηση ξεκίνησε νά πραγματοποιηθῆ ὡς «Οἰκουμενική Σύνοδος» μέ σκοπό νά προσδώση στόν Πατριάρχη τῆς Μόσχας τόν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» καί νά ἀναλάβη ἀντιοικουμενιστικές πρωτοβουλίες, παρακάμπτοντας τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἦταν μιά «πανσλαβιστική» Σύναξη. Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης τήν ἀποκαλεῖ «Ὀρθόδοξο Συνέδριο».

Ἡ ἀπόφαση τήν ὁποία εἴδαμε προηγουμένως ἐναντίον τοῦ Βατικανοῦ ἦταν μέσα στήν προοπτική τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ καθεστῶτος τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ὁ Μιχαήλ Ἀρτέεφ συνέγραψε ἕνα ἄρθρο μέ σκοπό νά ἀποδείξη ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1948 δέν ἦταν πανορθόδοξες, ἀλλά προέκυψαν κάτω ἀπό τήν πίεση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος. Τό ἄρθρο αὐτό στήν πραγματικότητα θέλει νά ἀποσείση τήν κατηγορία τῶν κριτικῶν πού ἔγιναν γιά τό ὅτι στά μετέπειτα χρόνια ἡ ἴδια ἡ Ρωσική Ἐκκλησία διαφοροποιήθηκε ἀπό τίς ἀποφάσεις στήν Μόσχα τό 1948 καί συμμετεῖχε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν.

Συγκεκριμένα, στό ἄρθρο του μέ τίτλο «Οἱ ἀναγκαστικές λύσεις τῆς συνεδρίασης τῶν Προκαθημένων καί ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Μόσχα τό 1948» παρουσιάζονται οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ἔγινε αὐτή ἡ συνδιάσκεψη, ἀλλά καί ὁ ρόλος τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης στήν διοργάνωση καί τήν διεξαγωγή τῆς Συνεδρίασης στήν Μόσχα τό 1948. Γι' αὐτό στήν ἀρχή ἐρωτᾶ: «Ἀλλά ἦταν πράγματι ἡ συνδιάσκεψη τῆς Μόσχας μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος; Κατά πόσο, στήν πραγματικότητα, ἦταν ἀναξάρτητες οἱ ἀποφάσεις καί οἱ ἀξιολογήσεις της;».

Γιά τόν σκοπό αὐτόν παρατίθενται ἀποκλειστικά στοιχεῖα γιά τά δύο αὐτά ζητήματα, ἀλλά ἐδῶ θά ἀρκεσθῶ στήν παρουσίαση μερικῶν συγκεκριμένων σημείων.

Πρῶτον. Ὁ Στάλιν, ὅπως γράφεται στό ἄρθρο αὐτό, «στίς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1943 προγραμμάτισε μιά ἀναπάντεχη νυκτερινή συνάντηση μέ τούς τρεῖς Μητροπολίτες οἱ ὁποῖοι ἡγοῦνταν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας». Πρόκειται γιά τόν Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου Μητροπολίτη Σέργιο Στραγκορόντσκι, τόν Μητροπολίτη Λένινγκραντ Ἀλέξιο Σιμάνσκι καί τόν Μητροπολίτη Κιέβου καί Γαλικίας Νικόλαο Γιαρουσέβιτς.

Ἡ συνάντηση αὐτή κατέληξε στήν ἀπόφαση νά δημιουργηθῆ ἕνας κρατικός φορέας, δηλαδή ἕνα Συμβούλιο ἁρμόδιο γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού θά ὑπάγεται στό Συμβούλιο τῶν Ὑπουργῶν τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τό ὁποῖο θά συντονίζη τίς σχέσεις τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρέθηκε σέ ἐπιτήρηση ἀπό τό Συμβούλιο αὐτό καί βέβαια κάτω ἀπό τόν ἄμεσο ἔλεγχο τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους.

Αὐτοῦ τοῦ Συμβουλίου ἡγήθηκε ὁ συνταγματάρχης τῆς NKVD Γ. Κάρποφ, πού εἶχε σπουδάσει σέ ἱερατική Σχολή, ὅπως εἶχε κάνει καί ὁ Στάλιν, εἰσῆλθε στόν Κόκκινο Στρατό καί τό Κομμουνιστικό Κόμμα, ἦταν «ἕνας ἀπό τούς τακτικούς δημίους τοῦ Στάλιν», καί ἐκτελοῦσε ἀθώους πολίτες «μέ μαζικούς τουφεκισμούς», «χρησιμοποιοῦσε διεφθαρμένες μεθόδους ἔρευνας καί παραποιοῦσε τά πρακτικά τῶν ἀνακρίσεων».
Νά σημειωθῆ ὅτι ἡ NKVD, τῆς ὁποίας Συνταγματάρχης ἦταν ὁ Κάρποφ, ἦταν πρόδρομος τῆς Κα Γκε Μπε (KGB) καί συνδέεται μέ τήν «Ἑλληνική ἐπιχείρηση» πού διατάχθηκε ἀπό τόν Στάλιν γιά τήν καταδίωξη τῶν πολιτῶν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί Ἑλλήνων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στήν Σοβιετική Ἕνωση.

Πάντως, μία ἀπό τίς πρῶτες δραστηριότητες τοῦ Συμβουλίου ἦταν ἡ προετοιμασία γιά τήν σύγκληση προσυνοδικῆς συνεδρίασης στήν Μόσχα τό 1947, πού εἶχε σκοπό τήν συνάντηση ὅλων τῶν Προκαθημένων καί Ἐκπροσώπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ εὐκαιρία τήν 500ή ἐπέτειο τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1448. Ἡ Σύνοδος αὐτή θά ἀνέπτυσσε θέματα γιά τό Βατικανό, πού ἦταν «πνευματικό κέντρο τοῦ ἀντικομμουνισμοῦ τοῦ ἐλεύθερου κόσμου», τήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μέ τό οἰκουμενικό κίνημα, τήν Ἀγγλικανική ἱεραρχία καί τό ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο.

Αὐτή ἡ Σύναξη ἐπρόκειτο νά εἶναι Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού εἶχε νά συγκληθῆ αἰῶνες καί νά ἐξετάση τό θέμα στό νά ἀποδοθῆ στόν Πατριάρχη Μόσχας ὁ τίτλος τοῦ «Οἰκουμενικοῦ».

Δεύτερον. Στό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύεται ἐμπιστευτικό ἔγγραφο, πού ὑπογράφεται ἀπό τόν Μπέλισεφ, ἀντιπρόεδρο «τοῦ Συμβουλίου γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Συμβουλίου τῶν Ὑπουργῶν τῆς ΕΣΣΔ».

Σύμφωνα μέ τό ἔγγραφο αὐτό, τό Συμβούλιο Ὑπουργῶν τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης μέ τήν ἀπόφασή του Ν1132-465/cc3 τῆς 29η Μαΐου 1946 ἔδωσε τήν συναίνεσή του «στό Πατριαρχεῖο Μόσχας νά πραγματοποιήση στή Μόσχα τήνΟἰκουμενική Προσυνοδική Συνδιάσκεψη, μέ τήν συμμετοχή ὅλων τῶν προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ κόσμου, γιά τήν συζήτηση ζητημάτων γιά τήν ἐκπόνηση μιᾶς κοινῆς γραμμῆς στόν ἀγώνα μέ τό Βατικανό, γιά τήν στάση πρός τό λεγόμενο Οἰκουμενικό κίνημα, γιά τήν σύγκληση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδουκαί μερικά ἄλλα». Ἡ Προσυνοδική Διάσκεψη χαρακτηρίστηκε «Οἰκουμενική» καί θά γινόταν στίς ἀρχές τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ τρέχοντος, τότε, ἔτους. Ὅμως, ἡ Προσυνοδική διάσκεψη ἀποδείχθηκε προβληματική, γιατί ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν οἱ Ἑλληνόγλωσσες Ἐκκλησίες.

Τρίτον. Στό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύεται καί τό ἀπό 3 Αὐγούστου τοῦ 1948 ἔγγραφο Νο 642/c τοῦ Συμβουλίου γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού ὑπογράφεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου Κάρποφ, πρός τό Συμβούλιο τῶν Ὑπουργῶν τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τήν Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ κόμματος τῶν Μπολσεβίκων, πρός τόν σύντροφο Μαλεντόφ Γ.Μ.  Στό ἔγγραφο αὐτό ἀναφέρονται τά τέσσερα θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε τό «Συνέδριο» τίς 6 ἡμέρες, ἤτοι τό Βατικανό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό (παγκόσμιο) Κίνημα καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, περί τῆς Ἀγγλικανικῆς ἱεραρχίας, καί περί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου.

Γιά τό πρῶτο θέμα γράφεται ὅτι «ἡ συνεδρίαση κατέκρινε τόν ἐνεργό ρόλο τοῦ Βατικανοῦ, "γιά τήν ὑποκίνηση ἑνός νέου πολέμου καί ἐν γένει γιά τόν πολιτικό ἀγώνα κατά τῆς παγκόσμιας δημοκρατίας". Οἱ πάπες τῆς Ρώμης "ἦταν πάντα στό πλευρό τῶν ἰσχυρῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου"», γι’ αὐτό καταδικάζεται ἡ πολιτική τοῦ Βατικανοῦ «ὡς ἀντιχριστιανική, ἀντιδημοκρατική καί ἀντιλαϊκή». Γιά τό δεύτερο θέμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Κινήματος, δηλαδή τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, πού θά συγκαλεῖτο μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ὅπως γράφεται στό ἔγγραφο, «ἡ συνεδρίαση ἀναγνώρισε τήν ἀνάγκη νά ἀρνηθεῖ τή συμμετοχή της τόν Αὔγουστο τοῦ τρέχοντος ἔτους, στό Ἄμστερνταμ, στή Γενική Συνέλευση πού συγκαλεῖται ἀπό τό "Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν", θεωρῶντας τό οἰκουμενικό κίνημα ὄχι ὡς ἐκκλησιαστικό, ἀλλά ὡς ἕνα πολιτικό καί ἀντιδημοκρατικό». Στήν συνέχεια γράφεται ὅτι στό θέμα τοῦ οἰκουμενικοῦ κινήματος «δέν ὑπῆρχε ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Ἀκολουθοῦν διάφοροι σκληροί χαρακτηρισμοί γιά τόν Βούλγαρο Ἔξαρχο, καί ὅτι μερικοί ἐκπρόσωποι ὅταν ἔφθασαν στήν Μόσχα σκόπευαν ἤ ζήτησαν ὑψηλές ἐπιχορηγήσεις σέ ρούβλια τῆς τάξεως τοῦ ἑνός ἑκατομμυρίου, ἀλλά τούς ἐδόθηκαν λιγότερα.

Ἔπειτα, στό ἔγγραφο αὐτό τῆς Κρατικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καταγράφησαν τά συμπεράσματα καί οἱ συστάσεις πού προέκυψαν ἀπό τό Συνέδριο τῆς Μόσχας τό 1948. Πρόκειται γιά ἑπτά συμπεράσματα καί συστάσεις, πού εἶναι σημαντικά καί δείχνουν τήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική σκοπιμότητα αὐτῶν πού διοργάνωσαν αὐτό τό «Συνέδριο» καί αὐτῶν πού συμμετεῖχαν σέ αὐτό, πού εἶναι τά ἑξῆς.

1. Ἡ Συνέλευση τῆς Μόσχας ἦταν ἐπιτυχής παρά τό ὅτι ὁρισμένες προσπάθειες ὁρισμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἑλληνικῆς καί τῆς Ἀλεξανδρινῆς προσπάθησαν νά τήν διακόψουν.

2. Ἐπετεύχθη «ἡ ἑνότητα καί ἡ συσπείρωση γύρω ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Γεωργίας, τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ἀλβανίας, τῆς Πολωνίας καί τῆς Ἀντιοχείας». Ἐπίσης, ὑπῆρχε συντονισμός στήν λήψη τῶν ἀποφάσεων στά θέματα πού συζητήθηκαν, καί στήν «ἐνίσχυση τῆς ἐπιρροῆς καί τοῦ κύρους στή διεθνῆ ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».

3. Ἡ συνεδρίαση αὐτή «ἐκπόνησε μία ἑνιαία γραμμή τῆς στάσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρός τό Βατικανό καί τό Οἰκουμενικό Κίνημα καί ἀπέτρεψε τή συμμετοχή τῆς πλειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στή ἐπερχόμενη Συνέλευση, τόν Αὔγουστο τοῦ τρέχοντος ἔτους στό Ἄμστερνταμ, ἀνατρέποντας ἔτσι τά σχέδια τῆς ἀγγλο-ἀμερικανικῆς ἀντίδρασης, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά προσελκύσει στό Οἰκουμενικό Κίνημα τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες».

4. Καταδείχθηκε ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη νά γίνονται περιοδικές συναντήσεις τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῶν συνεδριάσεων τῆς Μόσχας καί γιά «τόν συντονισμό τῶν δραστηριοτήτων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στόν ἀγώνα μέ τό Βατικανό, τό Οἰκουμενικό Κίνημα καί ἄλλα κοινά ἐκκλησιαστικά θέματα».

5. Ἀποφασίσθηκε: «Γιά νά παραλύσουμε τίς προσπάθειες γιά τήν δημιουργία ἑνός μπλόκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς καί νά περιοριστεῖ τό πεδίο δράσεως τῆς Ἐλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι σκόπιμο νά παρασχεθεῖ ἡ περιοδική χρηματική βοήθεια στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τήν Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».

6. Ἀποφασίσθηκε «νά θεωρηθεῖ ἐπιθυμητή στό μέλλον ἡ διεξαγωγή τῶν διαβουλεύσεων μέ τούς ἐκπροσώπους τῶν Κρατικῶν ὀργάνων πού ἀσχολοῦνται μέ τά ἐκκλησιαστικά θέματα στίς χῶρες τῆς νέας δημοκρατίας».

7. Ἐπειδή διαπιστώθηκε ὅτι οἱ Ρῶσοι μετανάστες, ἐκτός Ρωσίας, βρίσκονταν, γιά διαφόρους λόγους, σέ ἀχρηστία καί ἀδυναμία «στό εὑρύ ἱεραποστολικό ἔργο», γι’ αὐτό «ἄν ὑπάρχει ἀνάγκη γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θέσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στό ἐξωτερικό, μέ κάθε σοβαρότητα, τίθεται ἕνα ζήτημα σχετικά μέ τή προετοιμασία εἰδικοῦ προσωπικοῦ κλήρου στήν ἡγετική ἐξωτερική δουλειά ἀπό τούς κληρικούς καί φοιτητές τῶν θρησκευτικῶν ἀκαδημιῶν στή Σοβιετική Ἕνωση». Ἔτσι, ἡ προετοιμασία «εἰδικοῦ προσωπικοῦ κλήρου» γιά τό ἔργο στό ἐξωτερικό, δείχνει τό ἐνδιαφέρον τοῦ Κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος γιά ἄσκηση ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας στό ἐξωτερικό.

Μάλιστα δέ γιά τό σοβαρό αὐτό ἔργο καταγράφεται καί συγκεκριμένη πρόταση: 
«Ἡ προετοιμασία αὐτοῦ τοῦ προσωπικοῦ θά ἀπαιτήσει τόσο τήν ἀναθεώρηση τῶν διατάξεων τῆς Ἐξαρχίας καί τῶν ἀντιπροσωπειῶν τοῦ Πατριαρχείου (ἐννοεῖται τῆς Μόσχας) ὅσο καί τήν ἐνίσχυσή τους, τήν χορήγηση σ’ αὐτούς πολύ μεγαλύτερης οἰκονομικῆς βοήθειας γιά τήν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων τους».

Ἀπό τό ἔγγραφο αὐτό τοῦ Συμβουλίου τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας φαίνεται πασιφανέστατα ὅτι τό Σοβιετικό Καθεστώς ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἐκκλησιαστική διπλωματία τῆς Ρωσίας, ὅτι τό Θεολογικό Συνέδριο τῆς Μόσχας τό 1948 ἐκινεῖτο στήν προοπτική τοῦ πανσλαβισμοῦ, εἶχε καθαρά πολιτικό σκοπό πού χρησιμοποίησε τήν ἐκκλησιαστική γλώσσα καί θεολογία καί ὅτι γιά τόν σκοπό αὐτό καί δαπανήθηκαν καί ἀποφασίσθηκε νά δαπανηθοῦν ὑπέρογκα χρηματικά ποσά, τά ὁποῖα θά δίνονταν σέ διάφορες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιά νά τίς ἐπηρεάζουν, ἀλλά καί γιά τήν δημιουργία «εἰδικοῦ προσωπικοῦ κλήρου» γιά εἰδική ἀποστολή.

Ὁ Μιχαήλ Ἀρτέεφ, κατακλείοντας τό ἄρθρο αὐτό, ὕστερα ἀπό τήν παράθεση τῶν δύο κειμένων τοῦ Συμβουλίου τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καταλήγει: 
«Ἔτσι, ἡ συνδιάσκεψη τῆς Μόσχας τό 1948 δέν ἦταν οὔτε Πανορθόδοξη Σύνοδος οὔτε ἐλεύθερη φωνή τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἦταν μιά ἐκδήλωση γιά ἀνταλλαγή ἀπόψεων τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὑπό τό ἄγρυπνο ἔλεγχο τοῦ ἄθεου καθεστῶτος».

Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ἀρθρογράφος αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου προσπαθεῖ νά ἀποδείξη ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1948 ἦταν «ἀναγκαστικές» ὕστερα ἀπό πίεση τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος καί, ἑπομένως, δέν πρέπει νά κατηγορῆται τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, πού ἀργότερα συμμετεῖχε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί ἀπέκτησε σχέσεις μέ τό Βατικανό.

Δέν παύει, ὅμως, νά εἶναι ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου μερικῶν Πατριαρχῶν καί Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν μέ σαφεῖς πανσλαβιστικούς στόχους καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας εἶναι δεδομένη.

Ἄλλωστε, δέν γνωρίζω ἄν ἔγινε ἄλλη νέα Σύνοδος μέ τούς ἴδιους Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά νά ἀνατρέψουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνδιασκέψεως τοῦ 1948.

Θά ἤθελα νά θυμίσω καί πάλι ὅτι ἡ συνδιάσκεψη αὐτή, πού στήν ἀρχή οἱ ἐμπνευστές της εἶχαν σκοπό νά τήν χαρακτηρίσουν ὡς «Οἰκουμενική Σύνοδο», ἡ ὁποία θά προσέδιδε στόν Πατριάρχη Μόσχας τόν τίτλο τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» καί ἔπειτα ὀνομάσθηκε «Θεολογικό Συνέδριο» ἤ ἁπλῶς «Συνέδριο» καί ἀκολούθως «συνδιάσκεψη», ἔγινε στήν Μόσχα 8-18 Ἰουλίου τοῦ 1948, κάτω ἀπό τήν παρακολούθηση τοῦ Κομμουνιστικοῦ Καθεστῶτος, πού κατέθεσε καί ἰδιαίτερες προτάσεις γιά τήν ἐκκλησιαστική ἐξωτερική διπλωματία καί πολιτική.

Ὑποθέτω ὅτι αὐτό θορύβησε ἐκκλησιαστικούς καί μή παράγοντες καί τέσσερεις μῆνες μετά, ἤτοι 1η Νοεμβρίου τοῦ 1948, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας, ὕστερα ἀπό παραίτηση τοῦ Πατριάρχου Μαξίμου. Ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἄσκησε μιά οἰκουμενική πολιτική, ἐνδεχομένως ὡς ἀντίβαρο στίς ἐπιδιώξεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, πού δεχόταν τήν ἐπίδραση τῆς πολιτικῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης. Αὐτό δείχνει ἡ συσχέτιση τῶν γεγονότων καί τῶν χρονολογιῶν - ἡμερομηνιῶν.

3. Ἡ οἰκουμενιστική δραστηριότητα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας

Στίς προηγούμενες ἑνότητες παρέθεσα καί τήν ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου» τῆς Μόσχας τοῦ ἔτους 1948 γιά τό Βατικανό, ἀλλά καί τίς ἀπόψεις τοῦ Μιχαήλ Ἀρτέεφ γιά τό «Συνέδριο» αὐτό, ὅτι οἱ ἀποφάσεις του «ὑπαγορεύτηκαν ἀπό τή βούληση τῆς κομμουνιστικῆς ἡγεσίας».

Στήν συνέχεια, ὅμως, διαφοροποιήθηκαν οἱ στόχοι καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας καί τοῦ Καθεστῶτος τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, καί ἐλήφθησαν ἄλλες ἀποφάσεις. Γράφει ὁ ἀρθρογράφος:
«Μετά ἀπό 13 χρόνια κατά τά ὁποῖα ὑπῆρξε ἀλλαγή τῶν ἐποχῶν σέ σχέση μέ τό θάνατο τοῦ Ἰωσήφ Στάλιν, ἐνώπιον τῶν οἰκουμενικῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτη Νικόδημου Ρότοφ, ὁ ὁποῖος ἀνέδειξε μιά πλειάδα λαμπρῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσίας, ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσχώρησε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης Ἀλέξιος Α' ὑπέγραψε ἐπίσημη αἴτηση γιά ἔνταξη στό Συμβούλιο. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτή ἡ ὑπογραφή τοῦ Πατριάρχη ἦταν μιά σφραγίδα, πού -μαρτύρησε τόν προσωρινό καί πολιτικά αἰτιολογημένο χαρακτήρα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνεδρίασης τῆς Μόσχας τοῦ 1948».

Ἔτσι, ἡ Τοπική Κληρικολαϊκή Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τόν Ἰούλιο τοῦ 1961, εἶχε δέ προηγηθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 30ῆς Μαρτίου 1961, ἀποφάσισε νά ἐνταχθῆ ἡ Ρωσική Ἐκκλησία στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἔνταξή της καί ἡ πρώτη συμμετοχή της ἔγινε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1961 στήν Γ' Γενική Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στό Νέο Δελχί. Ἔκτοτε, τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας συμμετέχει ἐνεργῶς στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὑπογράφει τά κείμενα, ἔχει ἐπικοινωνία μέ τό Βατικανό καί, βέβαια, διακρίνεται ἀπό ὅλη τήν οἰκουμενιστική νοοτροπία.

Στήν συνέχεια θά ἀναφερθῶ στήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Λένινγκραντ Νικοδήμου, τόν ὁποῖον μνημονεύει ὁ Ἀρτέεφ, πού ἦταν Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, πού εἶναι πολύ χαρακτηριστική.

Στό περιοδικό «30 Days» (Ἰούνιος-Ἰούλιος 2006) δημοσιεύθηκε μιά συνέντευξη πού παρεχώρησε ὁ Ἱσπανός Ἰησουΐτης μοναχός Miguel Arranz στήν Stefania Falasca, μέ τίτλο «Ποτέ δέν εἶχα ἀκούσει τόσο ὡραῖα λόγια», πού εἶπε ὁ νεοεκλεγείς τότε Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Α', ὁ Luciani, ὕστερα ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Μητροπολίτη Λένινγκραντ (Πετρουπόλεως) Νικόδημο.

Ὁ Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος ἦταν τότε Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε τό 1946. Πῆγε στήν Ρώμη ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τήν κηδεία τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί παρευρέθηκε καί στήν ἐκλογή τοῦ Νέου Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Α΄ τοῦ Luciani. Κατά τήν συνάντηση πού εἶχε ὁ Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος μέ τόν νεοεκλεγέντα Πάπα, ὁ Ἰησουΐτης μοναχός Miguel Arranz ἐκετελοῦσε χρέη μεταφραστοῦ.

Ἡ δημοσιογράφος Stefania Falasca στό εἰσαγωγικό σχόλιο τῆς συνεντεύξεώς της γράφει ὅτι ὁ Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος, πού τότε ἦταν ἡλικίας 49 ἐτῶν, ἦταν «ἕνας ἐκ τῶν λαμπροτέρων προσωπικοτήτων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά πρό πάντων ἕνας ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων μορφῶν στήν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶχε λεπτή οἰκουμενική συνείδηση, πού τόν ὁδήγησε νά ἐντείνη τήν ἐπικοινωνία του μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία καί νά μπῆ κάμποσες φορές στό Βατικανό γιά νά συναντήση τόν Πάπα Ρώμης στήν ἐποχή μετά τήν Σύνοδο (τήν Β΄ Βατικανή) στίς δεκαετίες τοῦ ’60 καί τοῦ ’70, ὅταν συχνά διασταυρώθηκαν οἱ δρόμοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς πολιτικῆς».

Ἤδη, ἦταν ἐποχή, μετά τήν Βατικανή Σύνοδο (1962-1965), πού, ὅπως γράφει ὁ Miguel Arranz στόν πρόλογο τῆς συνεντεύξεως «χωρίς νά τό διακηρύσσουν ἀνοικτά, οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς στήν πραγματικότητα ἀναγνωρίζουν τότε τήν θέση τοῦ Πάπα ὡς διαδόχου τοῦ Πέτρου... Τά Κράτη τούς πίεζαν καί ἔρχονταν στόν Πάπα μέ τήν πίστη τῶν υἱῶν, ὡς υἱοί μίας ἀδελφῆς Ἐκκλησίας».

Τήν 5η Σεπτεμβρίου, λοιπόν, τοῦ 1978 ὁ Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος συνάντησε τόν Πάπα, πού εἶχε ἐκλεγεῖ λίγες ἡμέρες πρίν, ἤτοι τήν 26η Αὐγούστου τοῦ 1978. Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος πέθανε μπροστά στά πόδια τοῦ Πάπα. Τότε «γονάτισε ὁ Πάπας καί τοῦ ἔδωσε ἄφεση στήν λατινική γλῶσσα»!

Ὕστερα ἀπό δύο ἡμέρες ὁ Πάπας εἶπε δημοσίως: 
«Πρίν 2 ἡμέρες πέθανε ὁ Μητροπολίτης Ἅγιος Πετρουπόλεως Νικόδημος στά χέρια μου. Ἀπαντοῦσα στήν προσφώνησή του. Μπορῶ νά σᾶς βεβαιώσω ὅτι ποτέ στήν ζωή μου δέν εἶχα ἀκούσει τόσο ὡραῖα λόγια γιά τήν Ἐκκλησία ὅσο τά λόγια πού εἶπε ἐκεῖνος. Δέν μπορῶ νά τά ξαναπῶ, παραμένει μυστικό».

Εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον νά μάθουμε ποιά ἦταν τά λόγια αὐτά γιά τήν Ἐκκλησία, τά ὁποῖα ὁ Πάπας δέν εἶχε ξανακούσει. Ὅμως καί ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες πέθανε κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες. Προφανῶς, φαίνεται ὅτι ὁ Πάπας δέν εἶχε ξανακούσει ἀπό Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, ἀντιπρόσωπο μιᾶς Ἐκκλησίας τέτοια λόγια γιά τήν Ἐκκλησία καί αὐτά τά χαρακτήρισε ὡς «μυστικό».

Ὁ Ἰησουΐτης μοναχός Arranz πού μετέφραζε τήν συνομιλία αὐτή μεταξύ Πάπα καί Μητροπολίτου Λένινγκραντ, σέ ἐρώτηση τῆς δημοσιογράφου εἶπε: «Δέν ἐπιτρέπεται νά τό πῶ∙ εἶναι μυστικό». Ὅμως στήν συνέχεια μέ ὅσα εἶπε διευκρίνισε κάπως αὐτό τό «μυστικό». Εἶπε: «Ἀλλά τά λόγια του ἦταν ἔκφραση πλήρους ἐμπιστοσύνης. Σάν νά πηγαίνει κάποιος στόν πατέρα του». Καί ὅταν ἐρωτήθηκε πῶς συμπεριφερόταν ὁ Νικόδημος στόν Πάπα, εἶπε: «Καί θυμᾶμαι ἀκόμα ὅτι μιλοῦσε μέ χαμηλή φωνή στόν Πάπα Luciani. Μάλιστα ἦταν μερικές στιγμές πού μιλοῦσε καίχαμηλότερα σάν νά μήν ἤθελε νά τόν ἀκούσουν ἀδιάκριτα αὐτιά. Δέν ἤθελε νά τόν κρυφακούση κανείς».

Ἦταν ὡραῖα τά λόγια τοῦ Μητροπολίτου Νικοδήμου περί Ἐκκλησίας, πού ἐνθουσίασαν τόν Πάπα, τά ὁποῖα παρέμειναν ἕνα μυστικό, φαινόταν σάν νά πηγαίνη ὁ Ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Νικόδημος στόν πατέρα του καί τό ἔλεγε χαμηλόφωνα γιά νά μήν τόν ἀκούσουν ἄλλοι. Μπορεῖ κανείς νά κάνη πολλές ὑποθέσεις γιά τά «τόσο ὡραῖα λόγια γιά τήν Ἐκκλησία». Νομίζω ὅτι τό «μυστικό» κάπως προσδιορίζεται.

Καί στήν συνέχεια εἶπε ὁ μεταφραστής πιό φανερά:
«Δέν ἦρθε ὁ Νικόδημος νά συμβουλεύση τόν Πάπα. Εἶχε σαφῆ ἀντίληψη τῆς θέσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ Νικόδημος μιλοῦσε πολύ ἔντονα γιά τήν Ἐκκλησία, τήν ὅλη Ἐκκλησία... ἕνα νέο ὅραμα».

Προφανῶς τό λεγόμενο «μυστικό» ἦταν ἕνα οἰκουμενιστικό νέο ὅραμα γιά τήν ὅλη Ἐκκλησία, πού ἦταν πλήρης ἀνατροπή τῶν ὅσων ἀποφασίσθηκαν στό Συνέδριο, στήν Συνάντηση στήν Μόσχα τό 1948.

Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ταχιάος γνώρισε τόν Μητροπολίτη Λένινγκραντ Νικόδημο καί ἔγραψε γι’ αὐτόν, ἐπειδή τόν συνόδευσε στό Ἅγιον Ὄρος, τόν Ἰούνιο τοῦ 1962, καί τόν συνάντησε στό Λένινγκραντ (Ἁγία Πετρούπολη) τό 1968 καί εἶχαν πολύωρη συνομιλία γιά ἐκκλησιαστικά θέματα. Ὁ καθηγητής γράφει πολλά γιά τό θέμα αὐτό στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ὁ ρωσικός κόσμος μου» καί ὑπότιτλο «ἀναμνήσεις-βιώματα-ἐμπειρίες».

Μάλιστα, στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Γιαροσλάβ καί Ροστώβ καί μετέπειτα Λένινγκραντ Νικόδημος Ρότοβ, Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας», γράφει πολλά γεγονότα ἀπό τήν ἐπικοινωνία τους καί χαρακτηρίζει τήν προσωπικότητά του. Ἐκεῖνο πού μέ ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι κάτι ἀπό τήν συνάντηση πού εἶχε μαζί του στήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεώς του, τό Λένινγκραντ (Ἁγία Πετρούπολη). Γράφει:

«Πραγματικά, παρά τό πολύ φορτωμένο πρόγραμμά του, ὅρισε μία συνάντηση στό γραφεῖο του. Περάσαμε 3,5 ὧρες μαζί, συζητώντας καί ἀναλύοντας τήν πραγματικότητα τῶν ἑλληνορωσικῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων. Σχεδόν κάθε μισή ὥρα μᾶς ἔφερνε τσάι ἕνας νεαρός εὐγενικός καί χαριτωμένος ἱεροδιάκονος∙ ἦταν ὁ σημερινός ἁγιώτατος πατριάρχης Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν στήν ὑπηρεσία τοῦ μητροπολίτη Νικοδήμου, ἀπό τόν ὁποῖο πιστεύω ὅτι ἔλαβε πολλά διδάγματα γιά τόν τρόπο διαχειρίσεως τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων».

Οἱ ἀπόψεις τοῦ Μητροπολίτου Λένινγκραντ Νικοδήμου, τήν δεκαετία τοῦ 1970, πού ἦταν Πρόεδρος τῆς σημαντικῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς, δείχνουν ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε διαφοροποιηθῆ ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ «Θεολογικοῦ Συνεδρίου» τοῦ 1948, τήν ὁποία εἶχαν ὑπογράψει τέσσερεις Πατριάρχες καί ἄλλοι ἐκπρόσωποι ἄλλων Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Καί βέβαια, πρέπει νά σκεφθῆ κανείς ὅτι ὁ σημερινός Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ἦταν δική του χειροτονία καί διάκονός του.

Οἱ νέες ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁμολογίες φαίνονται ἀπό διάφορες δηλώσεις πού ἔχουν γίνει ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας, μέ τίς ὁποῖες ἀναιροῦνται βασικές ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικές ἀρχές, ἀκόμη καί οἱ ἀποφάσεις τοῦ «Συνεδρίου τῆς Μόσχας» τό 1948.

Γιά παράδειγμα, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέχεται Ρωμαιοκαθολικούς στήν Ὀρθοδοξία χωρίς βάπτιση καί χωρίς νέα χειροτονία, γιατί ἀποδέχεται τήν ἀποστολική διαδοχή σέ αὐτούς. Ἐπίσης, συμμετἐχουν σέ συμπροσευχές καί σέ διακοινωνία.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅπως γράφει ὁ π. Πέτρος Χίρς, ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἱλαρίων (Ἀλφέγιεφ) «εὐθέως δήλωσε δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό». Παραθέτει δήλωσή του: «Οὐσιαστικά καί στήν πράξη ὑπάρχει ἤδη ἀνάμεσά μας ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων μας. Ἄν ἕνας Ρωμαιοκαθολικός ἱερέας μεταστραφεῖ στήν Ὀρθοδοξία (στήν Ρωσία) τόν δεχόμαστε ὡς ἱερέα καί δέν τόν ξαναχειροτονοῦμε ξανά... καί αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε de facto τά Μυστήρια τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» (Πρωτοπρεσβύτερος Πέτρος Χίρς «Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας» εἰς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», τόμ. Β', ἐκδ. Ἀγαθός Λόγος, Ἀθήνα 2016, σελ. 53-54).

Μάλιστα σέ ὑποσημείωση ἀναφέρει τίς δηλώσεις πού ἔκανε σέ περιοδικά, ἤτοι: «The differences between Orthodoxy and Catholicism are not fundamental. We recognize the Sacraments of the Catholic Church. If a Catholic priest moves over to Orthodoxy we accept him as priest», καί σέ μετάφραση: «Οἱ διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Καθολικισμοῦ δέν εἶναι θεμελιώδεις. Ἀναγνωρίζουμε τά Μυστήρια τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἕνας καθολικός ἱερέας μεταστραφῆ στήν Ὀρθοδοξία, τόν δεχόμαστε ὡς ἱερέα» (Der Spiegel, issue No, 51, 2009, βλ. ἀνωτ. ὑποσ. 36). Καί «We do not have communion in the Mysteries, but we do recognize each other's Mysteries», καί σέ μετάφραση: «Δέν ἔχουμε κοινωνία στά Μυστήρια, ἀλλά ἀναγνωρίζουμε τά Μυστήρια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου» (Vertograd Orthodox Journal, Newsletter, No. 76, Oct. 21, 2009, βλ. ἀνωτ. ὑποσ. 37).
Ὑποθέτω ὅτι μιά τέτοια Ἐκκλησία εἶχε ὁραματισθῆ ὁ Μητροπολίτης Λένινγκράντ Νικόδημος καί τήν εἶχε ἀναπτύξει στόν νεοεκλεγέντα τότε Πάπα, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1978, λίγο πρίν ἀποβιώσει στά πόδια του.

Δέν θά ἀναφέρω ἄλλα γεγονότα καί ἄλλες δηλώσεις, γιατί ὑπάρχει τό μεῖζον, ὅτι ἡ Ρωσική θεολογία ἐξέκλινε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως φαίνεται στίς ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθῆ ἀπό ὀρθοδόξους ρώσους θεολόγους περί ὑπερβάσεως τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάση τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, περί «τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» μέ τίς κακόδοξες προεκτάσεις μέ τίς ὁποῖες ἀνατρέπονται οἱ βασικές ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, περί εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, κλπ. Ὁ Ρῶσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἀντέκρουσε πολλές πτυχές τῆς ἀντιπατερικῆς θεολογίας τῶν Ρώσων θεολόγων. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Ἐπίκειται ἡ ἔκδοση νέου βιβλίου μου μέ τίτλο «Πατερική καί Σχολαστική Θεολογία», ὅπου ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ρωσική θεολογία», ὅπου ἀποδεικνύω τήν ἀπόκλιση τῆς Ρωσικῆς θεολογίας ἀπό τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας σέ βασικά σημεῖα.

Ὅμως, οἱ νέες οἰκουμενιστικές βασικές ἀπόψεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας περιλαμβάνονται συνοπτικά στήν «Κοινή Δήλωση» πού ὑπογράφηκε ἀπό τόν Πάπα Φραγκίσκο καί τόν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, τό 2016 στήν Ἀβάνα τῆς Κούβας, ὅπου φαίνονται ὅλες οἱ ἐκκλησιολογικές καί πολιτικές ἐκτροπές τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Γιά τό θέμα αὐτό θά ἀναφερθῶ στήν συνέχεια.

4. «Κοινή Δήλωση» τοῦ Πάπα καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας στήν Ἀβάνα

Ἐνῶ στό τέλος τοῦ Ἰανουαρίου 2016 εἶχε ἀποφασισθῆ στήν Γενεύη ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας νά συγκληθῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Ὀρθόδοξη Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἐν τούτοις ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες καί συγκεκριμένα στίς 12 Φεβρουαρίου 2016, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος συναντήθηκε μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο στήν Ἀβάνα τῆς Κούβας.

Κατά τήν συνάντηση αὐτή ὁ Πάπας Φραγκίσκος καί ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ὑπέγράψαν μιά «Κοινή Δήλωση» πού βρίθει οἰκουμενιστικῶν ἀπόψεων καί, μάλιστα, κινεῖται καί πέρα ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε ἡ Σύνοδος τῶν δέκα Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης στό Κολυμπάρι Χανίων. Ἐνῶ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη ἔκανε λόγο γιά τό ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ' αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἐν τούτοις ἡ «Κοινή Δήλωση» μεταξύ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου προχώρησε πιό πέρα καί κάνει λόγο γιά Ἐκκλησίες, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια.

Παραδόξως, οἱ διάφοροι ἀντιπατριαρχικοί κύκλοι στήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ἐξασκοῦν αὐστηρότατη κριτική στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά θέματα ἐκκλησιολογικά, ἐν τούτοις ὄχι μόνον δέν κρίνουν αὐτήν τήν «Κοινή Δήλωση» μεταξύ τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου καί τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, ἀλλά καί λαμβάνουν θέση ὑπέρ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας σέ βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Συγχρόνως θεωροῦν δευτερεύοντα τά οἰκουμενιστικά θέματα, πού εἶναι ἀλλοίωση τοῦ δόγματος!

Στήν συνέχεια θά κάνω μιά σύντομη θεολογική ἀνάλυση αὐτῆς τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως», γιά νά φανοῦν οἱ οἰκουμενιστικές ἀπόψεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Χρησιμοποιῶ τήν μετάφραση τοῦ κειμένου στήν ἑλληνική γλώσσα, ὅπως δημοσιεύθηκε στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.

1. Ὅπως εἴδαμε στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ κειμένου αὐτοῦ, τό «Θεολογικό Συνέδριο» στήν Μόσχα τό 1948 ἔκανε λόγο γιά τό «Βατικανό», γιά «ἀντιχριστιανικόν Παπισμόν», γιά τήν «ἀντιχριστιανικήν, ἀντιδημοκρατικήν καί ἀντεθνικήν» «πολιτικήν τοῦ Βατικανοῦ». Στήν συνάντηση, ὅμως, πού ἔγινε μεταξύ τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί τοῦ Πάπα Φραγκίσκου «ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη στήν ἱστορία», ὅπως γράφεται στήν «Κοινή Δήλωση», ξεχάσθηκαν ὅλα αὐτά καί γίνεται λόγος γιά Ἐκκλησία, γιά «ἀμοιβαῖες σχέσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν» (σημ. 1), γιά «ἀδελφούς ἐν Χριστιανικῇ πίστει», γιά «καίρια ζητήματα τῶν ποιμνίων μας» (σημ. 1) κλπ.

2. Στήν «Κοινή δήλωση» στήν Ἀβάνα τῆς Κούβας γίνεται λόγος γιά κοινή παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας. «Μετέχουμε τῆς κοινῆς παραδόσεως τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ Χριστιανισμοῦ» (σημ. 4), «θέλουμε νά ἑνώσουμε τίς προσπάθειές μας γιά τήν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς κοινῆς κληρονομιᾶς τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας» (σημ. 7), σάν νά ὑπάρχη καί σήμερα ἡ ἴδια κληρονομιά.

Βεβαίως, ὑπῆρχε κάποτε μιά «κοινή κληρονομιά τῆς πρώτης χιλιετίας», ἡ ὁποία σήμερα δέν ὑπάρχει, διότι ἡ Παλαιά Ρώμη ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσέθεσε νέες αἱρέσεις. Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά τό ὅτι μετέχουμε «τῆς κοινῆς παραδόσεως τῆς πρώτης χιλιετίας», ἀλλά μετείχαμε στό παρελθόν.

Ἄλλωστε τό «Συνέδριο» στήν Μόσχα τό 1948 ἔκανε λόγο γιά ἀντιευαγγελικά, ἀντιχριστιανικά δόγματα τοῦ filioque, τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἀλαθήτου. Πῶς μποροῦν νά ξεχασθοῦν ὅλα αὐτά καί νά μιλᾶμε γιά τό ὅτι «μετέχουμε τῆς κοινῆς παραδόσεως τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ Χριστιανισμοῦ» καί «γιά κοινή κληρονομιά τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας»; Αὐτό πολλές φορές εἶναι τό ζητούμενο, δυστυχῶς ἀκόμη καί σέ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες δέχθηκαν ποικίλες καί ἀλλότριες θεολογικές ἐπιδράσεις ἀπό ἑτεροδόξους.

Ἐπίσης, πῶς μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τό ὅτι στήν Λατινική Ἀμερική διαπιστώνεται «ἡ δυναμική ἀνάπτυξη τῆς Χριστιανικῆς πίστεως» καί γιά «μακραίωνες Χριστιανικές παραδόσεις» της; (σημ. 3). Ποιές εἶναι οἱ «μακραίωνες χριστιανικές παραδόσεις», ἀφοῦ εἰσήχθησαν διάφορες αἱρέσεις στόν Ρωμαιοκαθολικισμό;

3. Στήν «Κοινή Δήλωση» γίνεται λόγος γιά τό ὅτι «παρά τή κοινή παράδοση τῶν δέκα πρώτων αἰώνων, ἐπί σχεδόν μία χιλιετία οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι στερούμεθα τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας». Αὐτή ἡ στέρηση τῆς «Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας» προέρχεται ἀπό τό ὅτι «μᾶς χωρίζουν οἱ πληγές τῶν συγκρούσεων τοῦ μακρινοῦ καί τοῦ προσφάτου παρελθόντος, μᾶς χωρίζουν καί οἱ διαφορές ὡς πρός τήν κατανόηση καί τήν ἑρμηνεία τῆς πίστεώς μας στόν Θεό, Ἕνα ἐν Τρισί Προσώποις, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα»( σημ. 5).

Πρέπει, ὅμως, νά ἐπισημανθῆ ὅτι δέν μᾶς χωρίζουν μόνον «οἱ πληγές τῶν συγκρούσεων» γιά τό Τριαδικό δόγμα, ἀλλά καί γιά ἄλλα θεολογικά θέματα, πού εἶναι αἰρέσεις, ὅπως τό actus purus, τό πρωτεῖο, τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, τά ἄζυμα στήν θεία Λειτουργία, καί ἄλλα, γιά τά ὁποῖα ἐσκεμμένως δέν γίνεται κάποιος λόγος στήν «Κοινή Δήλωση».

Συγχρόνως, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι «μετά χαρᾶς ἔχουμε συναντηθῆ ὡς ἀδελφοί ἐν χριστιανικῇ πίστει» (σημ. 3), χαρακτηρίζονται ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «Χριστιανικές Ἐκκλησίες» (σημ. 18), γράφεται ὅτι «τούς Ὀρθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν τούς ἑνώνει μόνο ἡ κοινή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀλλά καί ἡ ἀποστολή νά κηρύσσουμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στόν σύγχρονο κόσμο» (σημ. 24), καί «δέν εἴμαστε ἀνταγωνιστές, ἀλλά ἀδελφοί» (σημ. 24). Ἐπίσης, βεβαιώνεται ὅτι «τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας ἐξαρτᾶται ἐν πολλοῖς ἀπό τό ἐάν σέ αὐτή τήν κρίσιμη ἐποχή μπορέσουμε ἀπό κοινοῦ νά καταθέτουμε τήν μαρτυρία τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας» (σημ. 28).

Ἔτσι, πρόκειται γιά σοβαρές ἀντιφατικότητες στήν «Κοινή Δήλωση», ἀφοῦ ἀπό τήν μιά πλευρά μᾶς χωρίζουν θεολογικές διαφορές, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἴμαστε ἀδελφοί στήν πίστη καί καταθέτουμε «τήν μαρτυρία τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας».

4. Παρά τίς «διαφωνίες» πού ὑπάρχουν μεταξύ τῶν δύο «Ἐκκλησιῶν» καί παρά τήν κοινή κληρονομιά τῆς πρώτης χιλιετίας καί τήν ἔλλειψη ἑνότητας, ἐν τούτοις γίνονται προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν».

Στήν «Κοινή Δήλωση» γίνεται λόγος γιά τό ὅτι πρέπει «μέ τήν ἀποφασιστικότητά μας νά καταβάλουμε κάθε ἀπαραίτητη προσπάθεια πρός ἀντιμετώπιση τῶν διαφωνιῶν, τίς ὁποῖες κληρονομήσαμε ἀπό τήν ἱστορία» (σημ. 7). Δηλαδή, δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν σημαντικές θεολογικές διαφορές, ἀλλά «διαφωνίες», δέν εὐθυνόμαστε ἐμεῖς γι' αὐτές, ἀλλά μᾶς τίς κληρονόμησε ἀφηρημένα ἡ ἱστορία! Τί εἶναι τελικά αὐτή ἡ ἱστορία;

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι σέ ἄλλο σημεῖο γράφεται ὅτι οἱ δογματικές διαφορές στό Τριαδικό δόγμα, καί προφανῶς ἐννοεῖ περισσότερο τήν αἵρεση τοῦ filioque, «τίς κληρονομήσαμε ἐκ τῶν προκατόχων μας» (σημ. 5). Ποιοί εἶναι οἱ προκάτοχοί μας πού εὐθύνονται γι' αὐτό πού μᾶς κληρονόμησαν; Ἀσφαλῶς ἐννοοῦνται ἐξ ἴσου τόσο οἱ αἱρετικοί Πάπες καί ἄλλοι Λατίνοι θεολόγοι, ὅσο καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπισαν ὅλους τούς Λατίνους καί Φράγκους θεολόγους, τούς λεγομένους Σχολαστικούς θεολόγους.

Κάνει, ἐπίσης, ἐντύπωση τό ὅτι μέ τόση εὐκολία ἀποδοκιμάζονται τοὐλάχιστον ἀπό πλευρᾶς Πατριαρχείου τῆς Μόσχας οἱ «προκάτοχοί μας» ἅγιοι Πατέρες καί ἀμνηστεύονται οἱ αἱρετικοί Λατίνοι καί Φράγκοι θεολόγοι.

5. Στήν «Κοινή Δήλωση» γράφεται ὅτι οἱ σύγχρονοι θεολόγοι, Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τίς διαμάχες τοῦ «Παλαιοῦ κόσμου» καί νά δώσουμε τήν ἀπολογία μας «ἐνώπιον τοῦ κόσμου περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» μέ πραότητα καί φόβο (Α' Πετρ. 3, 15). Γι' αὐτό «συναντηθέντες μακράν τῶν παλαιῶν διαμαχῶν τοῦ "Παλαιοῦ κόσμου" αἰσθανόμαστε κατά τρόπον ἰδιαίτερον τήν ἀνάγκην καταβολῆς κοινῶν προσπαθειῶν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς» (σημ. 3).

Οἱ ἀντιρρητικοί λόγοι τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωροῦνται διαμάχη τοῦ «Παλαιοῦ κόσμου», ἐνῶ σήμερα οἱ νέοι Κληρικοί καί θεολόγοι πρέπει νά καταβάλουμε προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν προβλημάτων!

Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» γράφεται: «Οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ὀφείλουμε νά μάθουμε νά καταθέτουμε τήν συμπεφωνημένη μαρτυρία τῆς ἀληθείας στούς τομεῖς ὅπου αὐτή καθίσταται ἐφικτή καί ἀναγκαία» (σημ. 7).

Εἶναι βασική ὀρθόδοξη θεολογική ἀρχή ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καί ἀνθρωπίνων πραγμάτων εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀποκεκαλυμένης ὀρθοδόξου θεολογίας. Ὅταν ἡ θεολογία ἐκτρέπεται ἀπό τήν Ἀποκάλυψη, τότε καί ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρωπίνων καί τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων ἀλλοιώνεται, ἀφοῦ ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ δόγματος καί ἤθους. Μόνον «ἡ συμπεφωνημένη μαρτυρία τῆς ἀληθείας» περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἀνθρώπων, τῆς κτίσεως μπορεῖ νά δώση λύσεις σέ διάφορα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ὁ Χριστιανός καί γενικά ὁ ἄνθρωπος. Δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ τό δόγμα ἀπό τό ἦθος.

Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, οἱ αὐθεντικοί μάρτυρες καί θεολόγοι τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁμίλησαν γιά τό ὅτι πηγή ὅλων τῶν προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία (μέ τά πάθη) καί ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε γιά νά νικήση αὐτά τά τρία κακά. Γι' αὐτό, ὅταν σέ «Κοινές Δηλώσεις» καί σέ Ἀποφάσεις δέν γίνεται λόγος γιά τό πῶς θά νικήσουμε καί ἐμεῖς τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο στήν ζωή μας, τότε αὐτές δέν εἶναι ὀρθόδοξες καί δέν ἐκφράζουν «τήν συμπεφωνημένη μαρτυρία τῆς ἀληθείας».

6. Ἡ οἰκουμενιστική κίνηση πού ἀναπτύχθηκε τόν 20ό αἰώνα γιά τήν λεγομένη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» χρησιμοποίησε ὑπερβολικά καί παραπλανητικά τό αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).

Γράφω «παραπλανητικά», γιατί ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ τόσο στήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί στήν Πατερική ἑρμηνευτική παράδοση ἔχει ἄλλη σημασία, δηλαδή ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποίαν οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Πρόκειται, δηλαδή, γιά τήν ἕνωση μέσα στήν θεοπτία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι σέ μιά ἑνότητα ἐξωτερική καί «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», κατά τρόπο κοινωνιολογικό καί ἀνθρωπιστικό.

Στήν «Κοινή Δήλωση» γράφεται: «Λυπούμεθα διά τήν ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί ἁμαρτωλότητας ἀπώλεια ἑνότητας, γενομένη ἀσυμφώνως πρός τήν Ἀρχιερατική Προσευχή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: "ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν"» (σημ. 5).

Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» γράφεται: «Ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν πολλαπλῶν ἐμποδίων, τά ὁποῖα πρόκειται νά ξεπεράσουμε, ἐλπίζουμε ὅτι ἡ συνάντησή μας θά συμβάλει στήν ἐπίτευξη τῆς ἐντεταλμένης ἀπό τόν Θεό ἑνότητας, περί τῆς ὁποίας προσεύχεται ὁ Χριστός» (σημ. 6).

Ἐπαναλαμβάνω ὅτι, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ἑνότητα, κατά τόν λόγο τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, γίνεται μέ μετάνοια, μέ ἀπόθεση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μέ ταπείνωση, προσευχή, κάθαρση τῆς καρδίας, φωτισμό τοῦ νοῦ καί θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση μπορεῖ κανείς νά φθάση στήν Πεντηκοστή καί μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀντιμετωπίζοντας τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, μπορεῖ νά παραμείνη ὁ ἄνθρωπος στήν προοπτική τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ κοινωνικοποίηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλλοίωσή του.

7. Ἡ «Κοινή Δήλωση» ἀναφέρεται καί στήν ἐπίκληση ἑνός συγχρόνου γεγονότος, δηλαδή τοῦ μαρτυρίου πολλῶν Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, πού συμβαίνει στήν Μέση Ἀνατολή καί ἀλλοῦ.

Φυσικά, αὐτό τό γεγονός εἶναι ἀξιοπρόσεκτο καί στέκεται κανείς μπροστά του μέ σεβασμό, ἀλλά δυστυχῶς αὐτό ἐντάσσεται στήν σύγχρονη νοοτροπία τοῦ «οἰκουμενισμοῦ». Γίνονται δηλώσεις γιά τόν λεγόμενο «οἰκουμενισμό τοῦ αἵματος» καί διοργανώνονται Συνέδρια γιά τήν οἰκουμενιστική χρησιμοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Μέ ἄλλα λόγια, ἐπιχειρεῖται σήμερα μιά «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», χωρίς ταυτότητα θεολογίας καί δόγματος, ἀλλά μέ τήν «ταυτότητα τοῦ αἵματος», ἐπειδή Χριστιανοί ὅλων τῶν Ὁμολογιῶν θυσιάζονται σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, κυρίως στήν Μέση Ἀνατολή, καί χάνουν τό αἷμα τους. Γράφεται στήν «Κοινή Δήλωση»:

«Θαυμάζουμε τό θάρρος ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν ζωή τους διά νά μαρτυρήσουν περί τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, προτιμώντας νά πεθάνουν, παρά νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Πιστεύουμε ὅτι οἱ μάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας, προερχόμενοι ἀπό διάφορες Ἐκκλησίες, ἀλλά τούς ὁποίους ἑνώνει τό κοινό τους μαρτύριο, ἀποτελοῦν ἔλεγχο διά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Πρός ἐσᾶς, ὅσοι ὑποφέρετε διά χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀπευθύνει τόν λόγο του ὁ Ἀπόστολος: "Ἀγαπητοί ... καθό κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε, ἵνα καί ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι" (Α' Πέτρ. 4, 12-13)» (σημ. 12).

Παρακολουθῶ τά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν Μέση Ἀνατολή, ὅπου ἐργάσθηκα στό παρελθόν σέ δύσκολες συνθῆκες, κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου στόν Λίβανο, καί γνωρίζω τά προβλήματα πού ὑπάρχουν, καθώς ἐπίσης ἔχω πολλούς φίλους στίς περιοχές αὐτές. Ἔτσι θαυμάζω τό μαρτυρικό πνεῦμα τῶν ἀδελφῶν μας ἐκεῖ, ἀλλά καί πολλῶν ἑτεροδόξων. Τό μαρτύριό τους παραμένει στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 
Πάνω στό θέμα αὐτό πρέπει νά σημειώσω μερικές σκέψεις μου, γιατί γίνεται κάποια παρερμηνεία καί οἰκουμενιστική ἐκμετάλλευση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Κατ' ἀρχάς τό μαρτύριο εἶναι καρπός θεωρίας τοῦ Θεοῦ καί βιώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Τό «μακάριοι ἐστέ ὅταν διώξωσι ὑμᾶς...», πού εἶπε ὁ Χριστός, συνδέεται στενά μέ ὅλους τούς προηγηθέντες μακαρισμούς Του, ἤτοι τήν ταπείνωση, τό πένθος, τήν πραότητα, τήν ἐλεημοσύνη, τήν πείνα καί τήν δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τήν εἰρήνη, εἶναι συνάρτηση ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ὄχι μιά ἀπομονωμένη ἐνέργεια.

Ἔπειτα, τό μαρτύριο εἶναι συνάρτηση τῆς μαρτυρίας - ὁμολογίας τοῦ Χριστοῦ. Τό μαρτύριο χωρίς μαρτυρία-ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως δέν ἔχει θεολογική ἀξία, γιατί ὁ Χριστός εἶπε: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄, 32), ἐνῶ ἡ μαρτυρία - ὁμολογία τῆς πίστεως χωρίς μαρτύριο ἔχει ἀξία.

Ἀκόμη, τό ὅτι μερικοί ἑτερόδοξοι Χριστιανοί χύνουν τό αἶμα τους γιά τόν Χριστό, δέν σημαίνει ὅτι ἀμνηστεύονται οἱ αἱρέσεις τῆς Ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνήκουν. Καί αὐτό γίνεται γιατί ὑπάρχουν Χριστιανοί σέ ὅλες τίς Χριστιανικές Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖοι τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, πιστεύουν στόν Θεό, χωρίς νά ἀποδέχονται τήν διδασκαλία τῆς Ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνήκουν, ὅπως ἐκφράζεται στά «δογματικά της» κείμενα. Ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἑπομένως, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται ἐπίκληση τοῦ μαρτυρίου μερικῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν γιά οἰκουμενιστικούς σκοπούς καί νά συσχετίζεται τό μαρτύριο μέ τήν ἀμνήστευση τῶν ἐκκλησιολογικῶν θεολογικῶν ἀρχῶν καί τήν ἀναφορά στήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.

Εἶναι σάν νά ἰσχυρίζεται κανείς ὅτι ἐπειδή στήν περίοδο τῶν διωγμῶν μερικοί εἰδωλολάτρες πίστευαν στόν Χριστό καί μαρτυροῦσαν, χωρίς νά βαπτισθοῦν προηγουμένως, ἀφοῦ αὐτή ἡ πράξη συνιστᾶ τό «βάπτισμα τοῦ αἵματος», ὅτι παρέλκει τό ὀρθόδοξο βάπτισμα, ὅταν ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία οἱ ἐκτός αὐτῆς.

Τό μαρτύριο τῶν συγχρόνων Χριστιανῶν πού ἀνήκουν σέ ὅλες τίς χριστιανικές Ὁμολογίες δέν μπορεῖ, ὅπως γράφεται ἀπό οἰκουμενιστές θεολόγους, νά «μᾶς κατευθύνει στήν ἐσχατολογική πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταυτότητας»∙ δέν εἶναι «μιά ὑπόσχεση γιά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν»∙ δέν μπορεῖ «νά διευκολύνει τήν ἀμοιβαία ἀναγνώριση, ἀκόμη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία»∙ δέν μπορεῖ νά ὁδηγήση «τίς Ἐκκλησίες ἔξω ἀπό τίς ἀτομικές τους θέσεις, νά ἀνακτήσουν τήν ὁρατή κοινωνία καί νά ἐπικεντρωθοῦν στόν Χριστό»∙ δέν σημαίνει ὅτι συνιστᾶ «τήν ἀναγνώριση τοῦ πνεύματος πού "ὅπου θέλει πνεῖ" (Ἰω. γ', 8) πέρα ἀπό τά ὁρατά σύνορα τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας»∙ οὔτε στό νά ὑπερβοῦμε «τίς διαιρέσεις πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε πραγματοποιήσει στό παρελθόν»∙ οὔτε βεβαίως καί στήν κατάρτιση ἑνός «οἰκουμενικοῦ μαρτυρολογίου» πού ἦταν μιά πρόταση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν!! Δηλαδή, τό μαρτύριο τῶν συγχρόνων Χριστιανῶν δέν μπορεῖ ἀπροϋποθέτως νά ὁδηγήση σέ μιά ἐκκλησιαστική κοινωνία.

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά ἰσχύση ἡ «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» χωρίς ἐπίκληση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν καί διόρθωση τῶν αἱρέσεων, μόνον λόγῳ τοῦ «μαρτυρίου τοῦ αἵματος», οὔτε εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» μέσα ἀπό «τόν οἰκουμενισμό τοῦ αἵματος», μέ τήν παράβαση συγχρόνως τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

8. Ἡ «Κοινή Δήλωση» μεταξύ τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί τοῦ Πάπα Ρώμης ἀσχολήθηκε καί μέ τό θέμα τῆς Οὐνίας. Ἐνῶ γιά τήν Οὐνία ὑπάρχουν σαφέστατες ἀπόψεις τῶν Ὀρθοδόξων ὅτι δέν δεχόμαστε αὐτόν τόν τρόπο «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνη μέ τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεολογικῶν διαφορῶν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἐν τούτοις στήν «Κοινή Δήλωση» υἱοθετοῦνται διαφορετικές ἀπόψεις. Στήν «Κοινή Δήλωση» γράφεται:

«Ἐλπίζουμε ὅτι ἡ συνάντησή μας θά συμβάλει στήν εἰρήνευση ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουν τριβές μεταξύ τῶν Ἑλληνορύθμων Καθολικῶν (σημείωση: τῶν Οὐνιτῶν) καί τῶν Ὀρθοδόξων. Σήμερα εἶναι προφανές ὅτι ἡ μέθοδος οὐνιτισμοῦ τῶν προηγουμένων αἰώνων, πού προϋποθέτει τήν ἐπίτευξη ἑνότητας μιᾶς κοινότητας μέ μιά ἄλλη μέσῳ τῆς ἀπόσπασής της ἀπό τήν Ἐκκλησία της δέν ἀποτελεῖ τήν κατάλληλη ὁδό πρός τήν ἀνάκτηση τῆς ἑνότητας. Παράλληλα οἱ ἐκκλησιαστικές κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἀναδύθηκαν ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορίας, ἔχουν δικαίωμα νά ὑπάρχουν καί νά πράττουν τό πᾶν ἀπαραίτητο πρός κάλυψη τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν αὐτῶν, ἐπιδιώκοντας εἰρήνη μέ τούς γείτονες. Οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἑλληνόρυθμοι καθολικοί ἔχουν ἀνάγκη νά συμφιλιωθοῦν καί νά ἀναζητήσουν τίςἀμοιβαίως ἀποδεκτές μορφές συνυπάρξεως» (σημ. 25).

Ἀπό τό κείμενο αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ καθιέρωση τῆς Οὐνίας γιά τήν προσέλκυση τῶν Ὀρθοδόξων στόν Ρωμαιοκαθολικισμό θεωρεῖται «ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορίας». Τό αἴτημα τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν κατάργηση τῆς Οὐνίας, προκειμένου νά συνεχισθῆ ὀ διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ἀπορρίπτεται, διότι πρέπει νά συνυπάρχουν καί ὅλες οἱ πλευρές νά καλύπτουν «τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν αὐτῶν». Ἄλλωστε, ἀπό πολλούς θεωρεῖται ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν Οὐνιτῶν δέν εἶναι πρόβλημα, γιατί τώρα δίνεται ἡ δυνατότητα ἀναγνωρίσεως τῶν μυστηρίων τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν ἄλλων ἀρχαίων αἱρετικῶν!

9. Στήν «Κοινή Δήλωση» γίνεται λόγος καί γιά τούς ἀνθρώπους ἄλλων Θρησκειῶν. «Δέν πρέπει οἱ διαφορετικές προσεγγίσεις τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν νά κωλύουν τούς ἀνθρώπους διαφορετικῶν θρησκειῶν νά συνυπάρχουν ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ» (σημ. 13).

Βεβαίως, κανείς ἐχέφρων ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μείνη ἀνάλγητος γιά τίς θρησκευτικές συγκρούσεις. Δέν μποροῦμε νά συντηροῦμε θρησκευτικούς πολέμους μέ φανατισμό καί βίαιες ἐνέργειες. Σήμερα εἶναι ἀνάγκη νά γίνεται καί ὁ διαθρησκειακός διάλογος. «Αὐτή τήν ταραχώδη ἐποχή ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό διαθρησκειακό διάλογο» (σημ. 13). Ὅμως δεχόμαστε τόν διαθρησκειακό διάλογο, μέσα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τίποτε δέν γίνεται στήν Ἐκκλησία ἀπροϋπόθετα. Εἶναι ἀνάγκη νά γίνονται διαθρησκειακοί διάλογοι, τονίζοντας τίς διαφορές μεταξύ τῶν Θρησκειῶν.

Ὅταν ὅμως οἱ διαθρησκειακοί διάλογοι γίνονται μόνον μέσα ἀπό τήν προοπτική τῶν κοινῶν σημείων, τότε ὑφίσταται μεγάλο πρόβλημα. Τό μειονέκτημα τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» δέν εἶναι ὅτι γίνεται λόγος γιά «διαθρησκειακό διάλογο», ἀλλά γιά τό ὅτι δέν γράφει κάτι πού νά τονίζη τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις βάσει τῶν ὁποίων θά γίνονται οἱ διαθρησκευτικοί διάλογοι, ὅπως ἔκαναν διαλόγους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μέ τόν Ἰουδαϊσμό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μέ τόν Ἰσλαμισμό. Ὁ διαθρησκειακός διάλογος μέ τήν παραθεώρηση τῶν θεολογικῶν, χριστολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν συνθέτει τόν διαθρησκειακό οἰκουμενισμό.

10. Σέ ὅλη τήν «Κοινή Δήλωση» ὑπάρχει μιά κοινή διαπίστωση. Στήν ἐπικεφαλίδα της ὑπάρχει ἡ φράση «Κοινή Δήλωσις τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν Κυρίλλου». Ὅμως, σέ ὅλο τό περιεχόμενό του φαίνεται ὅτι συμβάλλονται δύο «παγκόσμιοι» ἡγέτες, ὁ Πάπας γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί ὁ Πατριάρχης Μόσχας γιά τούς Ὀρθοδόξους, δηλαδή ἀποφασίζουν οἱ ἐκκλησιαστικοί Ἡγέτες τῆς «Πρώτης Ρώμης» καί τῆς «Τρίτης Ρώμης», ἄν καί δέν δέχομαι αὐτήν τήν ὁρολογία «Πρώτη», «Δεύτερη» καί «Τρίτη Ρώμη».

Ὁ Πατριάρχης Μόσχας δέν ἀποφασίζει μέ τόν Πάπα γιά θέματα πού ἀπασχολοῦν τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, ἀλλά γιά θέματα πού ἀφοροῦν ὅλο τόν Χριστιανικμό κόσμο, ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ Ἀνατολή, Δύση, Βορρᾶ καί Νότο, δηλαδή στήν Μέση Ἀνατολή, Ἀφρική, Λατινική, «λοιπές Ἠπείρους», καί τούς «πιστούς» ἄλλων θρησκειῶν καί γενικά τούς ἀνθρώπους ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.

Αὐτό δείχνει ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας κατά τίς συζητήσεις μέ τόν Πάπα καί στήν ἀπόφαση αὐτή, θεωρεῖ στήν πραγματικότητα τόν ἑαυτό του ὡς «Πρῶτο» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑποσκελίζοντας μέ τόν τρόπο αὐτόν τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Αὐτό φαίνεται καί στά διορθόδοξα καί διεκκλησιαστικά θέματα, ὅπως τό θέμα τῆς Οὐκρανίας (σημ. 26 καί 27). Δηλαδή, τό θέμα τῆς Οὐκρανίας ὁ Πατριάρχης Μόσχας τό συζητᾶ μέ τόν Πάπα, ἐνδεχομένως γιά νά προκαταλάβη ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» ἀσχολοῦνται οἱ δύο «Παγκόσμιοι Ἡγέτες» μέ κοινά καί παγκόσμια προβλήματα, ὅπως: «Καλοῦμε τή διεθνῆ κοινότητα νά λάβει ἄμεσα μέτρα πρός ἀποτροπή τοῦ περαιτέρω ἐκτοπισμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἀπό τή Μέση Ἀνατολή. Ὑψώνοντας τή φωνή μας ὑπέρ τῶν δεδιωγμένων Χριστιανῶν, συμπάσχουμε μέ τήν δυστυχία τῶν ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, οἱ ὁποῖοι πέφτουν θύματα τοῦ ἐμφυλίου, τοῦ χάους καί τῆς τραυματικῆς βίας» (σημ. 9)∙ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἐπικράτηση τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης (σημ. 10)∙ μέ «τήν ἐπιστροφή τῶν προσφύγων στίς οἰκίες τους, διά τήν ἐπούλωση τῶν τραυματιῶν» (σημ. 11)∙ μέ τίς «συνθῆκες ἀκραίας φτώχειας» (σημ. 17)∙ μέ τούς μετανάστες, τόν καταναλωτισμό πού «ἐξαντλεῖ ραγδαίως τούς πόρους τοῦ πλανήτη μας» μέ τήν «αὐξανόμενη ἀνισότητα στό τρόπο διανομῆς τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν» ἡ ὁποία «αὐξάνει τό αἴσθημα ἀδικίας τοῦ συστήματος τῶν διεθνῶν σχέσεων, τό ὁποῖο ἀναδύεται» (σημ. 17) κ.ἄ.

Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ὑπέγραψε τήν «Κοινή Δήλωση» ὡς θρησκευτική καί πολιτική ὑπερδύναμη, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χωρίς ὅμως νά λάβη ἐξουσιοδότηση, ὑποκαθιστώντας καί ἀντικαθιστώντας τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Φαίνεται σάν νά ἔχη χαθῆ ἡ λεγομένη Δεύτερη Ρώμη (ἡ Νέα Ρώμη) καί νά ὁμιλῆ ἡ «Τρίτη Ρώμη» μέ τήν «Πρώτη Ρώμη», οἱ δύο Παγκόσμιοι Χριστιανοί Ἡγέτες καί δύο πολιτικοί Ὀργανισμοί.

Ἀπό τήν σύντομη καί περιεκτική αὐτή ἀνάλυση τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» μεταξύ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου φαίνεται ὅτι οἱ θέσεις τῆς «Κοινῆς Δηλώσεως» εἶναι μιά κακή μορφή τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στό Κολυμπάρι Χανίων Κρήτης πού συνεκλήθη λίγους μῆνες μετά τήν «Κοινή Δήλωση» στήν Ἀβάνα τῆς Κούβας, ἤτοι τόν Ἰούνιο 2016, στήν ὁποία δέν παρευρέθη ὁ Πατριάρχης Μόσχας.

Καί πῶς θά μποροῦσε νά παρευρεθῆ, ὅταν πρίν λίγους μῆνες (Φεβρουάριος 2016) εἶχε ἤδη ἀποφασίσει μόνος του καί μάλιστα μέ τόν Πάπα, τόν ἄλλον Παγκόσμιο Ἡγέτη, ἐκπροσωπώντας χωρίς ἐξουσιοδότηση ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ὑποκαθιστώντας τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη; Καί πῶς μποροῦσε ὕστερα ἀπό αὐτή τήν συνάντηση «κορυφῆς» μέ τόν Πάπα Φρασκίσκο καί τήν «Κοινή Δήλωση» πού ἔκανε μαζί του, νά παρευρεθῆ στήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης καί νά κατέχη τήν πέμπτη θέση;

Ὁ Πατριάρχης Μόσχας κινεῖται ἐλεύθερα ὡς ἐκκλησιαστικός καί πολιτικός ἡγέτης καί ἐκφράζει τίς οἰκουμενιστικές του θέσεις, ἀναιρώντας τήν ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου τῶν ἀρχηγῶν καί ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν», πού ἔγινε στήν Μόσχα τό 1948. 
Φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας λαμβάνει κατά καιρούς διάφορες ἀποφάσεις γιά ἐκκλησιολογικά θέματα, σύμφωνα μέ τίς συνθῆκες κάθε ἐποχῆς.

Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι οἱ ἀντιοικουμενιστικοί θεολόγοι, ἐνῶ κατακρίνουν τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὄχι μόνον ἀμνηστεύουν τίς χειρότερες ἀπόψεις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, ἀλλά καί τόν στηρίζουν σέ βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὐτό εἶναι ἕνα θέμα ἑρμηνείας ἀπό κάθε πλευρά.

Ὅπως διευκρίνισα στήν ἀρχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ, τό κάνω καί στό τέλος, ὅτι ὅσα παρουσιάσθηκαν πιό πάνω δέν ἀφοροῦν τόν ὀρθόδοξο ρωσικό λαό καί τούς ἁγίους Χριστιανούς, Μοναχούς καί Κληρικούς πού ἔζησαν καί ζοῦν στήν Ρωσία, τούς ὁποίους ἀγαπῶ καί σέβομαι γιά τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία τους, τό μαρτύριό τους καί τήν ἀσκητική τους ζωή, καί τούς ὁποίους συχνά ἐπικαλοῦμαι στά κείμενά μου καί στίς ὁμιλίες μου.

http://parembasis.gr/index.php/el/5870-2019-08-09

Символ подлинной русской цивилизации – святые Царственные Новомученики и Страстотерпцы

В день трагической кончины последней Царской Семьи во главе с Государем Императором Николаем Александровичем, мы полагаем, очень важно понять и осознать, что в лице последних Царственных особ русский православный народ обрел не просто новых святых и мучеников, а нечто более важное и ценное - все они становятся для всего русского народа Духовным Символом. И отношение к этому Символу определяет будущее русского народа , или, как принято сейчас говорить – русской цивилизации – быть ему и ей или не быть.

Когда мы говорим об историческом будущем русского народа и сформированной им, как православным народом, особой русской цивилизации, имеющей многие сходные черты и основы с цивилизацией ромеев-византийцев, то следует смотреть на нее не как на простое существование в исторической перспективе человечества. Будущность русского народа и его цивилизации всегда означает не формальное историческое преемство от Российской империи, или ее предшественницы Киевской и Московской Руси, а сохранение, приумножение и распространение на все поколения русского народа «благодатной соли» православной веры, обычаев, и в конце концов сформированного с течением веков сознании. И в этой связи недостаточно просто цитировать высокие слова – державность, цивилизация, историческое предназначение, православная цивилизация. За этими словами могут скрыться совершенно иные не богоугодные цели и намерения, которые в итоге приведут к созданию некой глобализированной, оцифровизированной химеры, государства с внешними титулами, регалиями, но по своей сути отвергшем «дух Христов» и Самого Христа, то есть государства для антихриста.
И именно во избежание такого трагического для России итога для каждого трезвомыслящего русского человека очень важно, чтобы личности последнего Государя Императора Николая Александровича и всей Августейшей Семьи были Историческим и Духовным Символом, т.е. важным ориентиром для личной жизни и для выстраивания Российского государства.

 Мы не сомневаемся в том, что найдется много возражающих нашим словам. В этом нет ничего удивительного. Ибо, о чем мы скажем позднее, сознание русского народа изменилось и существенно. Над этим трудились с 1918 года  на протяжении всех десятилетий вплоть до нашего времени. Но в течение длительного времени нашего пастырского служения, изучения опыта духовной жизни и отношения к Царской Семье за рубежом и подвижников благочестия нашего времени, мы приходим к убеждению, что отношение к Царской Семье, а в особенности к личности Царя Мученика Государя Императора Николая Александровича всецело зависит от правильного возделывания в сердце человека жизни по Евангелию. Чисто внешнее, формальное исповедание православной веры, без задействования глубин сердца благодатию Божией, которое происходит при условии совершения человеком подвига интенсивного очищения от страстей и пороков, оставляет человека глухим к святости, а тем более к подвигу, одному из величайших для последнего периода в истории России – подвигу великомученических страданий последней Царской Семьи. Прекрасным доказательством наших слов являются слова прп. Льва Оптинского, одного из величайших старцев и основателей старческого служения в знаменитой Оптиной пустыни – «свой всегда увидит своего». То есть возделывание необходимой святости в жизни каждого христианина, в основе которой лежит дух христоподражательного смиренномудрия, христианского покаяния, молитвенного делания привлекает к человеку божественную благодать, которая врачует ум и сердце человека, отверзает его духовные очи, очищая от духовной слепоты и состояния помраченности, и дает видеть, чувствовать, ощущать святость. Эти важные добродетели дают ученому, и в первую очередь историку, быть порядочным и честным исследователем.

В истории России были разные святые личности, которые воспринимались как знаковый Духовный Символ. То есть эти люди, как правило, иноки-монахи, служили особым харизматическим даром – даром созидания и собирания русского народа воедино, помогали русскому народу выйти из состояния раздробленности и хаоса. Такими Духовными символами для русского народа являются, несомненно, св. благоверный князь Александр Невский и прп. Сергий Радонежский. Но в наше время необходимо учитывать тот факт, что после страшных Революций 1917 года национально-религиозное сознание русского народа было разрушено. И в новых исторических обстоятельствах понимание Духовного Символа затруднено. Современный русский народ нуждается в очень серьезном духовном уврачевании.

Важным аргументом, историческим аргументом, для православного русского человека в пользу восприятия Царской Семьи, как именно Духовного Символа русской нации и цивилизации является тот факт, что убийцы Царской Семьи, это касается, как и высшего правительства Советской, большевицкой России, так и идеологов Революции, так и непосредственно палачей Августейшей Семьи, которые открыто в этом признавались в своих воспоминаниях и интервью, все они считали необходимым полное уничтожение останков Царской Семьи как необходимое и наиважнейшее условие для невозможности обретения святых мощей Царской Семьи как важного «религиозного и национального символа», который неизбежно тогда мог привести к вспышке духовного подъема и возрождения русского православного народа. В те годы, послереволюционные это было возможно, поскольку в большинстве русского народа личность Царя и Августейшей Семьи были духовным и национальным символом. Лишь активная идеологическая работа над сознанием русского народа главарей большевизма смогло с течением десятилетий стереть из памяти и сознания русского народа этот «Духовный Символ», лишить его. Делая это, враги Церкви и русского народа, имели четкий расчет – создать из русского народу «безликую массу», ее переформатировать и переориентировать на глупые, безбожные символы и личности. Об этом откровенно говорилось идеологом Русской революции Троцким – наша задача состоит в том, чтобы создать новый тип русского человека.

К началу XXI столетия не только сознание того, что последняя Царская Семья во главе с Государем Императором Николаем Александровичем является «духовным символом русской нации» была уничтожена и стерта, но в сердце русского народа, за небольшим лишь исключением, была втравлена отрава – ложное отношение и понимание, как личности Государя – Мученика, так и Августейшей Семьи. Над этим трудилась, к сожалению, и активно советская школа историков. С течением десятилетий, советская история, отравленная марксизмом-ленинизмом, атеизмом, сформировала свой блок «научных фактов» и аргументов, которые создавали мифический облик Царя мученика. Для советской историографии все русские Цари были плохими и недалекими. Единственным исключением из этого династического списка "недалеких венценосцев" чаще всего выпадали две личности - император Петр Великий, не получивший систематического образования, и императрица Екатерина Великая, славившаяся своими "поклонниками-фаворитами". Чтоже касается императора Николая II, то сформированные оценки так часто противоречили друг другу, что они, странным образом не замечались: Николай кровавый и слабовольный Царь и т.д. К этому злу, уже в наше время, добавлялись и другие лживые оценки и факты с помощью кинематографа, возни вокруг т.н. "царских останков" и т.д. Ставилась лишь одна цель - вывернуть наружу т.н. "недостатки последнего Императора", представить его легкомысленным, недалеким и наивным человеком.

Только подлинно научные труды последних русский историков, в особенности доктора исторических наук А. Н. Боханова (+ 2019г. Институт Истории России АН РФ), кандидат исторических наук П. Мультатулли и ряд других, смогли расчистить исторический портрет последнего Государя Императора Николая Александровича и Августейшей Семьи. Они, пользуясь уникальными архивными и историческими памятниками смогли убедительно доказать и показать, что – последний Русский Царь – Император Николай Александрович является глубоко верующим православных человеком, глубоко мыслящим, вдумчивым, рассудительным правителем и политиком, являясь в подлинном смысле слова «хозяином Земли Русской», отцом русской нации. Именно глубокое, искренне христианское благочестие Государя дало возможность Господу соделать Своим «сосудом избранным», довести Его и Августейшую Семью до величайшего подвига мученичества. Именно глубокая вера дала силы и мужество совершить Государем великий подвиг «ухода с Престола Всероссийского» как именно «исполнение всесвятой воли Божией».

Вне правильного христианского контекста все последние шаги Государя Императора будут всегда непонятными. Для христианина постижение воли Божией, а тем более исполнение воли Божией, а не своей страстной является главной целью и смыслом в жизни и подвиге. Поэтому в оценке личности Государя Императора Православная Церковь и земная историческая наука, а тем более человеческие мнения, могут не совпадать и даже противоречить друг другу. И церковным иерархам, используя только подлинные исторические факты и данные о Царской Семье очень важно это осознать, и не идти на поводу «человеческих мнений интерпретаций» там, где лежат сакральные законы и мотивы.

Мы глубоко уверении в том, что в Царской Семье для строительство подлинной русской цивилизации мы найдем все наиболее важные примеры для созидания русского народа, в особенности подрастающего поколения: понятие о долге и чести, о преданности и любви к матери Церкви, ее святым, о любви к Отечеству и народу, об отношении к народу как к своим детям и чадам, о воспитании детей как преданных своим родителям и Отечеству, о характере воспитания и формирования в детях православного и исторического сознания и многое другое.

В связи с этим мы воспринимаем слова великого русского святого свт. Иоанна Шанхайского вовсе не как его личное мнение, а как слова от Бога, в которых звучит важное напутствие для русского народа, который желает созидать подлинную, а не лубочную, русскую цивилизацию: «Для возрождения России необходимо церковное прославление святого Царя мученика и Царской Семьи и их горячее почитание».

Святии Царственные Великомученицы и Страстотерпцы – Царю Мучениче Николае, Царица Александро, Цесаревиче Алексие, Цесаревны Ольга, Татьяна, Мария и Анастасие, молите Бога о нас о нашем земном Отечестве!

 

От Редакции "Православного Апологета" 2019г.

27 апреля 2019 в Иерусалиме сошел на Гробе Господнем

Священный Благодатный Огонь 

 

 

     Î¥Ï€Î¿Î²Î±Î¸Î¼Î¯Î¶Î¿Ï…ν την Υποδοχή του Αγίου Φωτός- Τι λένε οι Μητρ. Μεσογαίας και Μεγάρων

 

 

Трансляция церемонии схождения Благодатного Огня в Иерусалиме

 

Встреча Пyтина и папы Римского: скрытые шифры. Ольга Четверикова

 

 

 

Папа встретился с президентом Российской Федерации

https://www.vaticannews.va/ru/pope/news/2019-07/papa-vstretilsya-s-prezidentom-rossijskoj-federacii.html

4 июля Папа Франциск встретился на частной аудиенции в Ватикане с президентом Российской Федерации Владимиром Путиным, который посетил Ватикан уже в шестой раз. В 2000 и 2003 годах российский президент побывал на аудиенциях у Иоанна Павла II, в 2007 году – у Бенедикта XVI, а в 2013 и 2015 годах – у Папы Франциска.

Виктор Владимиров - Град Ватикан

Встреча в Апостольском дворце началась в 14 часов 15 минут и продолжалась около часа.

По сообщению Ватиканского зала печати, «во время дружественной беседы были подтверждены добрые двусторонние отношения, которые получили дальнейшее развитие сегодняшним подписанием протокола о взаимопонимании относительно сотрудничества между больницей ‘Бамбино Джезу’ и детскими больницами Российской Федерации. Стороны обсудили некоторые вопросы, имеющие важное значение для жизни Католической Церкви в России. В ходе беседы были затронуты проблемы экологии и некоторые злободневные международные темы, касающиеся, в частности, Сирии, Украины и Венесуэлы».

Ватиканские и российские врачи закрепили сотрудничество04/07/2019

 

Ватиканские и российские врачи закрепили сотрудничество

В конце встречи Папа и президент РФ обменялись подарками: В. Путин подарил Епископу Рима икону святых апостолов Петра и Павла и DVD с фильмом «Грех» режиссёра А. Кончаловского о Микеланджело Буонарроти; Святейший Отец вручил российскому президенту памятную медаль, посвящённую столетию окончания Первой мировой войны, а также экземпляры своего послания на Всемирный день мира 1 января 2019 года, апостольского увещания Gaudete et exultate о призвании к святости в современном мире, постсинодального апостольского послания Christus Vivit, адресованного молодёжи и всему народу Божьему, и «Документ о человеческом братстве», подписанный им в Абу-Даби вместе с великим имамом Аль-Азхара.

 

Встреча Папы Франциска и В. Путина в Ватикане

После беседы с Папой Франциском российский президент встретился с ватиканским государственным секретарём кардиналом Пьетро Паролином и с секретарём Святейшего Престола по связям с государствами архиепископом Полом Ричардом Галлахером.

Photogallery

 

1562254228548.jpg

 

1562244922700.jpg

 

1562248222550.jpg

 

1562248218773.jpg

 

1562248222227.jpg

 

1562255719913.jpg

Встреча Папы Франциска с президентом РФ

04 июля 2019, 16:14

 

Старец Иосиф Ватопедский (†2009)

Таинство Святых Страстей

Несмотря на то, что главным испытанием Господа является Крест, с помощью которого была побеждена смерть, тление и обреченность на муки в целом, отцы Церкви говорят о смысле и значении и других земных Страстей Христа. Ведь нарушение первыми людьми воли Бога не было простым отрицанием Его и несогласием с Ним. За этим последовало и воплощение непослушания Божественной заповеди в действиях, после чего потребовалось и исцеление последствий этих самых действий. Новый Адам, Господь наш Иисус Христос, действует ровно противоположно беззакониям первого Адама, чтобы исцелить болезнь грехопадения. Как Ева протянула руки к запретному плоду, так и Иисус протянул руки свои на Кресте. Адам проявил непослушание и нарушил заповедь? Иисус оставался смиренным до самой своей смерти. На дереве рос запретный плод? На древе был распят наш Спаситель. В райском саду был создан Адам и изгнан оттуда? В Гефсиманском саду Иисус был предан. Богоподобие и славу хотел найти Адам в своем неповиновении? Бесчестия и поругания удостоился наш Господь. Терновники и чертополохи получил Адам после своего изгнания? Терновником увенчан и наш Иисус. Вожделенный вкус почувствовал Адам, вкусив запретный плод? Уксус и желчь отведал Иисус. Ева, сотворенная из ребра Адама, стала причиной грехопадения? В ребро ударили копьем Иисуса, и из этой раны текли «кровь и вода», мистическим образом очищающие человеческую природу. Испорченность и беззаконие первых людей было излечено обратным повторением их поступков в Страстях нашего Спасителя.

stavrosis-94

Основой и центром всех деяний Богочеловека остается Крест, в котором воплощено великое чудо, самое величайшее из всех когда-либо известных. Крест – центр всех событий этого мира, начало и конец прошедшей, настоящей и будущей истории. Здесь рождается начало жизни, вечности, объединение всего того, что существует и будет существовать. Отсюда берет свое начало упразднение и очищение тленности и смерти во всех ее проявлениях. Отсюда начинается обещание безопасности всем мирам, всем эпохам, открываются врата для всех, чтобы все приняли дары и благодати, которые Бог задумал для своего творения. Преступление и падение Адама помешало расположенности Творца к освящению и совершенствованию всего сущего. Крестная жертва Христа как раз таки и является началом возвращения всего сущего к своему предназначению и славе. «Как в Адаме все умирают, так в Христе оживут» (1-ое Кор. 15:22). «Ибо, если из-за преступления одного подверглись смерти многие, то тем более благодать Божия и дар по благодати одного Человека, Иисуса Христа, преизбыточествуют для многих» (Рим. 5:15). Действительно, не подлежит сомнению тот факт, что Воскресение нашего Господа – это некое разделение всех упомянутых нами даров, но корнем, из которого они произросли и принесли плоды, является Крест. Именно Крест стал славой нашего Иисуса. Поэтому евангелист Иоанн пишет, что до своей Крестной жертвы «Иисус еще не был прославлен» (Ин. 7:39). Если Воскресение – это жатва, то Крест и Страсти – это то, что помогло созреть плодам.

Всемогущий Бог Слово, объединившийся с нашей природой, Своей добродетельной жизнью излечил все наши слабости и страсти, все склонности нашей ложной природы и «прилежащие на злая» помышления. В конце концов, Он поднялся на Крест, считавшийся проклятием, и вместе с проклятием, которое унаследовала наша природа, сокрушил и смерть. Это было вполне естественно для великого Вершителя нашего возрождения – стремиться полностью излечить то, что Он и сам принял – человеческую природу. Он показал нам в словах и в делах пример добродетели, подобающей нашей природе, исцелил раны, нанесенные смертью, означающие в то же время и душевное растление. Он исцелил слепого, немого, прокаженного, сухого, расслабленного, бесноватого – недуги, символизирующие орудия смерти, и после этого Сам отправился на Крестную смерть, чтобы упразднить ее и, как сказал апостол Павел, «избавить тех, которые от страха смерти через всю жизнь были подвержены рабству». Он превратил орудие бесчестия и страха, знак проклятия и ужаса в символ победы и триумфа, силы и союза для человечества всех поколений и эпох. И сейчас все, призывающие силу и заступничество Креста, попирают могущество дьявола и смерти. С помощью благодати и силы Креста разрушается власть греха, укрощаются страсти и греховные привычки, преображается больной нрав, верующие просвещаются, избирая Божественную волю, украшаются добродетелями, учатся терпению, кротости, справедливости, чистоте и, самое главное, совершенствуются в умении сочувствовать и любить.

Когда наш Иисус покинул землю, Он возвысил вместе с Собой всех тех, кто верил в Него, освободив их от всяческого напрасного и греховного стремления. Поднявшись на Крест и оказавшись между небом и землей, Он распростер свои объятия для всего творения, проповедуя Евангелие мира всем, далеким и близким. Он явился миром для всего сущего, привел разрозненное к единству, разрушая преграды. Он примирил все творение Своим святым Телом, Своим Крестом остановив вражду и, согласно Павлу, «истребив учением бывшее о нас рукописание, которое было против нас, и Он взял его от среды и пригвоздил ко кресту, отняв силы у начальств и властей, властно подверг их позору, восторжествовав над ними Собою» (Кол. 2:14-15). Ему остается лишь сойти в ад, чтобы «находящимся в темнице духам, сойдя, проповедовать» (1ое Петр. 3:19), ибо «Он же есть и восшедший превыше всех небес, дабы наполнить все» (Еф. 4:9-10).

Однако здесь нам следует остановиться и изложить некоторые факты, которые не должны остаться без внимания. Когда Моисей исполнил свою миссию как вождь и спаситель еврейского народа, он передал власть своему преемнику Иисусу Навину со всеми обещанными Богом заветами и благословениями. С горечью он написал песнь, которая выражает его боль и скорбь, ведь Моисей предвидел, что этот народ не подчинится и не покажет себя достойным тех благословений и заветов, которые оставил ему Господь. Подобным образом и Христос, истинный Спаситель и Избавитель мира, осуществляя своим Божественным уничижением и Крестом всеобщее спасение, предвидел, что спасутся далеко не все люди, ради которых Он приносит себя в жертву. По этой причине в самый важный час своих страданий, Он зашевелил своими иссохшими губами, и сказал: «Жажду». Конечно, Его острая боль от продолжительного мучения создала естественную жажду, но крик Иисуса «жажду» отнюдь не является выражением телесной жажды Того, Кто постился на протяжении сорока дней. Его жажда – это выражение Его горящего любовью добродетельного сердца, которое желало спасения всех людей. Жертва Иисуса была настолько великой, что могла бы спасти народы всех планет Вселенной, если бы на них существовала жизнь. Слово «жажду» – это одновременно острое жало совести для всякой природы, сознания и сердца, удостоившегося Божественного знания, но по своему малодушию предающего Его любовь. Это обличение всяческого равнодушия, отговорки и предательства этой великой жертвы, которая ни раньше, ни сейчас, ни в будущем веке не будет поддаваться описанию. Его горящее сердце выражает жажду продолжить, если б это было возможным, Его Пречистые Страсти, чтобы взволновать и пробудить всех тех бесчувственных и черствых, которые отказываются прийти к Нему.

Мы видим, как совершается удивительная тайна: Божественная любовь во всем своем величии нисходит на людей и дарует им бессмертие, богоподобие, богообщение. Но человеческая порочность, в свою очередь, отказывается от этого дара. То, на что имеет право каждый человек, даже предатель и злодей, – это стакан холодной воды. Однако самый великий Благодетель человечества не удостоился и этого. Тот, кто потряс иудейскую землю своими сверхъестественными чудесами, кто прошел все земли, благодетельствуя и исцеляя, кто учил и подавал пример мира, милосердия и любви, в момент казни возопил: «Жажду», и вместо воды получил уксус и желчь. Насколько же злость слепа! Это возможность для каждого из нас обратить взгляд на самого себя и сравнить, как бы поступили мы. История повторяется.

Наконец, когда наш сладчайший Иисус, Агнец Божий, взявший грехи мира, в последний раз вкусил неблагодарность тех, ради кого Он жертвовал собой, когда Он в полной мере исполнил волю Отца, Он сказал свои последние слова. Люди, бывшие рядом с Ним, не приняли дар Его любви, толпа беззаконников «не захотела понять» (Пс. 35:3). И когда не осталось ни малейшей надежды на то, что их сердца смягчатся, Иисус обратился к Небесному Отцу и настойчиво просил Его простить тех, кто Его распинает: «Отче, оставь им, ибо не ведают, что творят». Какие потрясающие, удивительные слова! Кто, как ни Богочеловек мог произнести их? Одного лишь Его голоса, одной лишь этой молитвы достаточно, чтобы убедить всю Вселенную в том, что это и есть Единородный Сын Божий. «И преклонив главу, предал дух» (Ин. 19:30). Тайна тайн. Известно, что человек сначала испускает дух, а затем уже склоняет голову, в то время как Иисус сперва склонил голову, после чего, когда Он того захотел и соблаговолил, предал дух. Это Он имел в виду, когда говорил: «Имею власть отдать жизнь и власть имею опять принять ее» (Ин. 10:18). Святой Иоанн Дамаскин в своем каноне пишет:

«Страхом к Тебе, яко рабыня, смерть поведена приступи Владыце живота». Сказав Свои последние слова, Христос предал дух и исполнил замысел величайшего таинства превечной Божественной воли.

2ο-εμπαιγμός-του-2Χριστού-τοιχ.Ι.Μ.Μεταμορφώσεως-Μετεώρων-861x1024

Тем самым, Он «в немощи», как пишет апостол Павел, осуществил свою миссию, возродив и воссоздав нашу искаженную сущность. Афанасий Великий в своей речи, посвященной Крестным Страстям Господа, говорит нам следующее: «Он спустился, чтобы подготовить наш подъем, познал опыт рождения, чтобы мы смогли познать любовь Нерожденного (Отца). Он стал немощным, чтобы мы обрели силу и сказали, как Павел: “Всего могу достичь посредством Иисуса Христа, укрепляющего меня”. Палачи отнимают у него кожаные хитоны, в которые мы облачились в лице Адама, чтобы вместо них мы облеклись в Христа. Он пострадал за нас, заботясь о том, чтобы мы не познали боли. Спаситель забрал у них “трость”, чтобы не только избавить нас от обмана змия, но умертвить его и показать нам это».

Обратимся теперь к деяниям «в немощи» нашего Иисуса. Его миссия была исполнена, и Всемогущий Бог Слово, который вчера пострадал как Сын Человеческий, теперь открывается во всем присущем Ему могуществе. Вчера слуги Пилата дали Ему пощечину, а сегодня Он своей святостью попирает смерть и ад. Вчера над ним глумились книжники, фарисеи и достойная сожаления иудейская толпа («разрушающий храм, сойди с креста и уверуем в Тебя»), сегодня Он устрашает властителей тьмы и ада.

Как только Иисус своей Божественной душой спустился в ад, за ним последовали все небесные силы. Конечно, не для помощи – в какой помощи может нуждаться всемогущий Бог Слово, «держащий все словом силы Своей» (Евр. 1:3) – а в качестве сопровождения, восхищаясь Его великими замыслами и волей, которыми Он вершит свое неизреченное смотрение, «дабы все небесное и земное соединить под главою Христом» (Еф. 1:10) даже под землей. Все небесные силы, как идущие впереди, так и следовавшие позади Него, со страхом воспевая: «Свят, свят, свят, сущий, бывший и грядущий Царь сил», вошли в адские темницы. Властитель тьмы и все его мятежные силы почувствовали, что пришел час их суда и предпринимали последние попытки защититься.

Приведем здесь некоторые мысли из соответствующего слова великого отца нашего Епифания: «Когда показались силы бесплотных служителей, которые сопровождали нашего Спасителя, они возгласили скрывавшимся внутри темным тиранам: “Поднимите, врата, верхи ваши, и войдет Царь славы”. На что темные жители ада ответили испуганно и встревожено, будто бы не зная: “Кто есть этот Царь славы?”. Ведь никто еще не входил в Царство тьмы с такой властью. Тот ли это, Кто забрал из наших чертогов сына вдовы, дочь Иаира и четверодневного Лазаря? Тот ли это, Кто изгонял наших слуг из людей, исцелял болезни и раны, которые нами были нанесены? Это Тот, Которого исполнители нашей воли распяли, и Он не сопротивлялся, но выказывал бессилие и страх и говорил: “Боже мой, Боже мой, за что Ты оставил меня?”. Он жаждал, а мы дали Ему желчь. Почему же вы теперь называете Его “Царем славы”? Но небесные силы властно повторили: “Поднимите, врата, верхи ваши”, не медлите, не спрашивайте, не смущайтесь, не оправдывайтесь. Но поскольку темные силы медлили и вновь спрашивали: “Кто есть этот Царь Славы?”, небесные силы, не тая, возгласили: “Господь сил, Он есть Царь славы”. И после этих слов разрушились двери и засовы, и вход в темницу адову был сокрушен. Тогда ужас, страх и трепет обуял властителей тьмы, которые в самых глубоких адских чертогах и пещерах скрылись от лица Царя славы. Нерушимыми оковами был связан повелитель тьмы, и был лишен всей власти, которую он имел над человеком. Теперь он не владычествует над теми, кто верует и следует за Господом Иисусом Христом. Это предвидел Давид, говоря: “у врага не осталось оружия совсем”».

Когда лучами своей святости Господь просветил все пристанища ада, Он направился к первосотворенному и первому из смертных праотцу нашему Адаму, которого смерть хранила глубже других людей. Тогда Адам поднялся и с изумлением закричал находящимся вокруг него от века умершим: «Друзья и дети мои, слышу звук знакомых мне шагов. Этот звук я слышал и тогда, в тот роковой вечер, когда я скрывался в райском саду после моего преступления. Это Он грядет к нам, будьте мужественны, ибо близится наше избавление». И пока Адам говорил это, Господь предстал перед ним в своем богочеловеческом облике. И ударив себя в грудь, старый Адам воскликнул: «Господь мой со всеми нами». И Иисус ответил ему: «И со духом твоим. Восстань мое творение, мой образ, восстань из мертвых, и Бог просветит тебя. Восстань, пробудись, и мы уйдем отсюда. Отныне пристанище твое не ад, а Небеса. Ведь я сотворил тебя не для ада, но для жизни, ради Тебя я принял твою же природу, став твоим потомком и сыном, чтобы сделать тебя сыном Моего Отца. Восстань, пробудись, мы уходим отсюда…».

Таким образом, всем тем, что до нас донесла Церковь, мы веруем, что нисхождением Бога Слова было осуществлено обновление творения и возрождение человеческой природы. Своим ипостасным объединением со своим творением, человеком, Бог Слово передал и продолжает передавать Свои Божественные дары всему своему созданию и, в особенности, человеку, которого Он, согласно Павлу, сделал сотелесным Себе. Мы более не чужестранцы и переселенцы, но сограждане святых, близкие Богу и сотелесные Ему, ибо Он связал нас со своим собственным Телом – Церковью.

7226_101348129884326_100000274183541_38427_5919497_n

Приведем здесь некоторые слова выдающихся богословов нашей Церкви. Когда Бог Слово принял плоть, в Его Теле воплотился весь замысел по спасению мира. Так Его Тело стало Церковью, в которой непрерывно продолжается дело спасения мира от всех проявлений тления и смерти. Это подчеркивает апостол Павел, когда пишет, что Спаситель действовал «в Теле Своем». Своим вочеловечеванием Господь вводит нас в кровное родство с Богом. Новый Завет и Кровь Богочеловека Христа – это завет не с целью поучения, закона, приказа или договора, но Завет Крови Божественной и человеческой, которая является источником и причиной всех животворящих и чудотворных сил, действующих в богочеловеческом замысле нашего спасения. Все должно объединиться в одном теле – Теле Христа Церкви – и таким образом достигнуть святой и вечной цели: «полнота Наполняющего все во всем» (Эф. 1:23). Вот в чем заключается таинство Божие и Евангелие – благая весть, открывающая всю суть существования неба, земли и всего творения в целом. Евангелие – это Богочеловек Христос внутри нас, во всей полноте Его богочеловеческой сущности, Его образом, который составляет нашу природу. Божественное таинство, Евангелие, заключается в том, чтобы Христос жил в нас, а не мы в себе, чтобы стать Христоподобными во всем своем существе, чтобы Его образ отражался во всех наших проявлениях. Это достигается в Церкви через святые таинства и святые добродетели. Каждое таинство и добродетель созидают в нас этот Божественный образ, который растет до тех пор, пока все добродетели и таинства не превратят его в целостный облик: покаяние, пост, молитва, Причастие, вера, любовь, кротость, которые мы с терпением воплощаем в своей жизни, «доколе не изобразится в вас Христос» (Гал. 4:19). Пусть Христос и ничто, кроме Него, включая нас самих, станет нашим образом. Человек, не имеющий в себе Христа, подобен скоту или демону. Борющиеся в жизни во Христе, мы принимаем все Тело и всю жизнь Христа, становясь, вместе или каждый в отдельности, Христом. Мы принимаем все Божественные дары, которые Он оставил нашей природе с помощью своих Святых Страстей и Воскресения. И даже если мы находимся на земле, «наше жительство на Небесах» (Флп. 3:20). Живя среди людей, «жизнь ваша сокрыта со Христом в Боге» и необходимо «о горнем помышлять, а не о земном» (Кол. 3:2-3).

Старец Иосиф Ватопедский,  “Слова утешения”, издательство монастыря Ватопед, Святой Афон, 1998 г.

Перевод с новогреческого: редакция интернет-издания “Пемптусия”. 

http://www.pemptousia.ru/2017/04/таинство-святых-страстей/

Подкатегории



Подписка на новости

Последние обновления

События