Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου καί ἡ Β' Οἰκουμενική Σύνοδος

Ειρήνης Αρτέμη

Θεολόγος -Φιλόλογος

Mphil. Θεολογίας. Ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας

Ересь Аполлинария и II Вселенский собор (греч. яз.)

Ирина Артеми, богослов-филолог

 

1.Ὁ Ἀπολλινάριος καί ἡ διδασκαλία του

1. Аполлинарий и его учение

            Ὁ Ἀπολλινάριος ὑπῆρξε θεμελιωτὴς τῆς νέας αἱρέσεως, ποὺ θὰ ἀπασχολοῦσε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ τέταρτου αἰῶνα καὶ θὰ ἔβαζε σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε τὸ 315 στή Λαοδικεία. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἀπολλινάριος καὶ ἦταν γραμματικός. Πατέρας καὶ υἱὸς ἔγραψαν τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ ὁμηρικὸ μέτρο. Θεωροῦσαν ἀπαραίτητο οἱ χριστιανοὶ να γνωρίζουν τὸν Ὅμηρο, τὸν Πίνδαρο καὶ τοὺς τραγικοὺς ποιητὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἦταν τόσο μορφωμένος ὅσο καὶ οἱ Καππαδόκες πατέρες, χωρὶς ὅμως σωστὴ θεολογικὴ κρίση καὶ ἐμμονὴ στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

            Στήν προσπάθειά του να ἀντιμετωπίσει τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀρχικὰ φαίνεται να συμφωνεῖ μὲ τὸ Συμβολο τῆς Νίκαιας καὶ τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Προσπαθεῖ να ἀντιμετωπίσει τὸ «πρόβλημα» τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θείου Λόγου. Εἶχε ὅμως ἤδη ἀρνηθεῖ ἐνσυνείδητα τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ θεῖος Λόγος εἶναι «ἐνανθρωπήσας», δηλαδὴ προσέλαβε συγχρόνως τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα (νοῦ - ψυχὴ) τοῦ ἀνθρώπου[1]. Ἡ θεολογικὴ τοῦ διδασκαλία στηρίχτηκε στήν ἄποψη τοῦ ἕλληνα φιλοσόφου Ἀριστοτέλη «ἀδύνατον γὰρ εἶναι ἐκ δύο (=οὐσιῶν μὲ ἐντελέχεια) ἕν ἤ ἑνὸς δύο γενέσθαι»[2]. Ἑπομένως κατὰ τὸν Ἀπολλινάριο ὁ Χριστὸς δέν μποροῦσε νά ἔχει δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, τέλειες, γιατὶ τότε θὰ εἴχαμε δύο τέλεια ὄντα, δύο Χριστοὺς καὶ ὄχι ἔναν.

            Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κατά τόν Ἀπολλινάριο εἶναι τελείως διεφθαρμένος ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ταυτισμένος μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Ἔστι, σημείωνε, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση προσέλαβε μόνο τὸ σῶμα καὶ τὴν ἀλόγη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τῇ θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς ἥ του νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος[3]. Ὁ Ἀπολλινάριος δηλαδὴ ἀφαιροῦσε ποσότητα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύση, ἡ ὁποία χωρὶς τὸ νοῦ δέν μποροῦσε νά θεωρεῖται φυσικὸ προσωπο, προβάλλοντας ἔτσι τὴν προσωπικὴ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ.

            Ἡ θεολογικὴ αὐτὴ ἄποψη τοῦ Ἀπολλιναρίου σχετικὰ μὲ τὴν πρόσληψη ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο τῆς ἀνθρωπίνης, χωρὶς ὑπόστασης, σάρκας δημιουργεῖ σωτηριολογικὰ προβλήματα. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι μένει ἀθεράπευτο ὀτιδήποτε δεν ἐνώνεται μὲ τὸ Θεό[4].

            Ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ὁ Ἀπολινάριος ὄξυνε τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸ Βασίλειο τὸν Καισαρείας. Οἱ τελευταῖοι προσπάθησαν μὲ ἐπιστολὲς τους να τὸν νουθετήσουν. Ἡ ἐκτίμηση τους πρὸς τὸ προσωπο τοῦ Ἀπολλιναρίου, τοὺς ἔκανε νά καταβάλουν κάθε προσπάθεια γιά νά τοῦ δείξουν τὴν πλάνη στήν ὁποία βρισκόταν καὶ νά σταματήσουν τὴν «ἀδελφικὴ ζυγομαχίαν». Τό ὅρο αὐτό χρησιμοποιοῦσαν ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά ἀναφερθοῦν στή θεολογική διαμάχη πού εἶχαν μέ τόν Ἀπολλινάριο, σχετικά μέ τρόπο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου.

Ὁ Ἀπολινάριος παρὰ τὶς προσπάθειες πού κατέβαλε νά ἐξηγήσει μὲ λογικὸ τρόπο τῇ διδασκαλίᾳ του γιά τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δεν κατάφερε νά δώσει μία εὐλογοφανῆ ἐξήγηση τῆς ἑνότητας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ταύτιζε τή φύση μὲ τὴν ὑπόσταση. Οἱ Καππαδόκες ἀντίθετα, κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη σωτηρίας ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου, διέκριναν γενικὰ τούς ὅρους φύση καὶ ὑπόσταση καὶ διαπίστωναν στό Χριστὸ ἐνωμένες τή θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Οἱ φύσεις διασώζονταν ἐνωμένες καὶ ἡ ὑποστάση πού εἶναι ὕπαρξη, ὂν καὶ προσωπο, ἦταν μία, τοῦ Χριστοῦ[5].

            Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀπολλιναρίου εἶχε ἀρχίσει νά κερδίζει ὑποστηρικτὲς σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρισκόταν σέ ἄμεσο κίνδυνο., ὅπως καί ἡ ἑνότητα τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ αἵρεση προκαλοῦσε ἐμφύλιες διαμάχες. Ἐπείγουσα ἀνάγκη θεωρήθηκε ἡ σύγκληση μίας νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

 

2. Ἡ Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος

II Вселенский собор

            Ὁ Θεοδόσιος, προσπάθησε διακαῶς νά ἐπιβάλει τήν πίστη στήν Τριαδικὴ Θεότητα (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα). Ἔτσι ἐξέδωσε τό Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus 16, 1, 2) τὸ Φεβρουάριο τοῦ 380. Καταδίκασε τούς Μακεδονιανούς ἤ Πνευματομάχους μέ ἀρχηγός τους τό Μακεδόνιο, πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 381 (Codex Theodosianus 16, 5, 6), ἀλλά δέν κατόρθωσε νά σταματήσει τιίς νέες αἱρετικὲς διδασκαλίες πού εἶχαν ἀρχίσει νά παίρνουν σάρκα καί ὁστά μέσα στά ὅρια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

            Τὸ Μάιο τοῦ 381 ὁ Μέγας Θεοδόσιος συγκάλεσε τή Β' Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀρχικά ἡ σύνοδος συγκλήθηκε ὡς τοπική, ὄχι μόνο γιά τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων, πού εἶχαν ἐμφανιστεῖ, ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κανονικῆς πληρώσεως τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Σύνοδος ἀναγνωρίστηκε ὡς Οἱκουμενική ἀπό τήν Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο το 451 στή Χαλκηδόνα. Ἡ Β΄ Οἰκουμενική ἐπρόκειτο να δώσει ὁριστικὸ τέλος στα ὑπολείμματα τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρειανοφρόνων (Εὐνόμιο), να καταδικάσει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τῶν Μακεδονιανών. Στή Σύνοδο μετεῖχαν ἑκατὸ πενήντα ἀνατολικοὶ ἐπίσκοποι. Ἀνάμεσα τοὺς ἤταν ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀδερφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἄν καί εἶχε κοιμηθεῖ στίς 31 Δεκεμβρίου του 378, ἐντούτοις εἶχε πρωταγωνιστικό ρόλο στή Σύνοδο ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας του. Ἡ τελευταία ἦταν σημαντικό ὅπλο στή φαρέτρα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς γιά τήν ἀντιμετώπιση των αἱρέσεων.

            Πρόβλημα προέκυψε καί μὲ τὴν ἄσκηση τῆς προεδρίας τῆς Συνόδου. Κατὰ τή σύγκληση τῆς συνόδου ὁ μόνος κενὸς θρόνος ἦταν ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ αἱρετικοῦ Δημοφίλου καὶ τὴν ἀντικανότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ[6]. Πρόεδρος ἀρχικὰ τῆς Συνόδου ὁρίστηκε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος πέθανε λίγο ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου. Στή συνέχεια ἐκλέχτηκε πρόεδρος τῆς Συνόδου καὶ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Γρηγόριος Θεολόγος. Παραιτήθηκε, ὅμως, καὶ ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προεδρία τῆς Συνόδου, γιατὶ δεν μποροῦσε νά ὑποφέρει τὶς ἀντιδράσεις μερικῶν ἐπισκόπων γιά τὴν εἰρηνικὴ πολιτικὴ του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀμφισβητήσεις τοὺς σχετικὰ μὲ τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς του. Οἱ ἀντίπαλοί του ἔλεγαν ὅτι ἡ ἐκλογή του ἦταν ἄκυρη. Τό αἰτιολογικό ἦταν ὅτι ὁ Γρηγόριος εἶχε ἀκούσια χειροτονηθεῖ ἀπό τό Μ. Βασίλειο ἐπίσκοπος Σασίμων, στο παρελθόν. Δέν εἶχε ποτέ ἀσκήσει τά καθήκοντά του ως ἐπίσκοπος ποτέ. Οἱ ἀντίπαλοί του θεωροῦσαν λοιπόν ὅτι αὐτό ἦταν ἐμπόδιο στήν ἐκλογή του ὡς πατριάρχης. Ὁ Γρηγόριος ἀποφασίζει νά παραιτηθεῖ. Διαμόρφωσε, ὅ,ως πρῶτα  τὴν πορεία τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τώρα πιὰ δὲ θὰ ἀσχολόταν μόνο μὲ τις κανονικὲς ἀλλὰ καὶ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑνότητας καὶ τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας μὲ κριτήριο τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς πίστεως μὲ βάση τή διδασκαλία τόσο τοῦ ἰδίου, ὅσο καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης.

            Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλινάριο, τὸν Εὐνόμιο, τὸν Μακεδόνιο καὶ τὶς διδασκαλίες τούς. Ἀναγνώρισε τὸ Συμβολο τῆς Νίκαιας (325), στό ὁποῖο πρόσθεσε καὶ ἄλλα πέντε δογματικὰ ἄρθρα. Τὸ Συμβολο αὐτὸ ἔμεινε γνωστὸ στην Ἱστορία ὡς Συμβολο τῆς Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως (ἡ μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ συμβολο αὐτὸ εἶναι τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς Πιστεύω). Ἡ Σύνοδος τελείωσέ τις ἐργασίες τῆς στις 30 Ἰουλίου τοῦ 381. Ἐξέδωσε δέ τούς παρακάτω κανόνες:

Κανν Α'

ρισαν ο ν Κωνσταντινούπολει συνελθόντες γιοι Πατέρες, μ θετεσθαι τν πίστιν τν Πατέρων τν τριακοσίων δέκα κτώ, τν ν Νικαί τς Βιθυνίας συνελθόντων· λλ μένειν κείνην κυρίαν, κα ναθεματισθναι πσαν αρεσιν· κα εδικς τν τν Ενομιανν, ετ' ον Εδοξιανν, κα τν τν μιαρείων, ετ' ον Πνευματομάχων, κα τν τν Σαβελλιανν,κα τν τν Μαρκελλιανν, κα τν τν Φωτεινιανν, κα τν τν πολλιναριστν.

Κανν Β'

Τος πρ διοίκησιν πισκόπους τας περορίοις κκλησίαις μ πιέναι, μηδ συγχέειν τς κκλησίας· λλ κατ τος κανόνας, τν μν λεξανδρείας πίσκοπον, τ ν Αγύπτ μόνον οκονομεν· τος δ τς νατολς πισκόπους, τν νατολν μόνην διοικεν· φυλαττομένων τν ν τος κανόσι τος κατ Νίκαιαν πρεσβείων τ ντιοχέων κκλησί· κα τος τς σιανς διοικήσεως πισκόπους, τ κατ τν σιανν μόνον διοικεν· κα τος τς Ποντικς, τ τς Ποντικς μόνον· κα τος τς Θρκης τ τς Θρκικς μόνον οκονομεν. κλήτους δ πισκόπους πρ διοίκησιν μ πιβαίνειν π χειροτονί, τισιν λλαις οκονομίαις κκλησιαστικας. Φυλαττομένου δ το προγεγραμμένου περ τν διοικήσεων κανόνος, εδηλον ς τ καθ' κάστην παρχίαν τς παρχίας σύνοδος διοικήσει, κατ τ ν Νικαί ρισμένα. Τς δ ν τος βαρβαρικος θνεσι το Θεο κκλησίας, οκονομεσθαι χρ κατ τν κρατήσασαν συνήθειαν τν Πατέρων.

Κανν Γ'

Τν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως πίσκοπον χειν τ πρεσβεα τς τιμς μετ τν τς ώμης πίσκοπον, δι τ εναι ατν νέαν ώμην.

Κανν Δ'

Περ Μαξίμου το Κυνικο, κα τς κατ’ ατν ταξίας τς ν Κωνσταντινουπόλει γενομένης· στε μήτε Μάξιμον πίσκοπον γενέσθαι, εναι, μήτε τος παρ' ατο χειροτονηθέντας, ν οἱῳδήποτε βαθμ κλήρου· πάντων κα τν περ ατν, κα τν παρ' ατο γενομένων κυρωθέντων.

Κανν Ε'

Περ το τόμου τν δυτικν, κα τος ν ντιοχεί πεδεξάμεθα, τος μίαν μολογοντας Πατρς κα Υο κα γίου Πνεύματος Θεότητα.

 

Κανν ΣΤ'

πειδ πολλο τν κκλησιαστικν εταξίαν συγχεν κα νατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως κα συκοφαντικς ατίας τινς κατ τν οκονομούντων τάς κκλησίας ρθοδόξων πισκόπων συμπλάσσουσιν, οδν τερον, χραίνειν τς τν ερέων πολήψεις, κα ταραχς τν ερηνευόντων λαν κατασκευάζειν πιχειροντες· τούτου νεκεν ρεσε τ γί συνόδ τν ν Κωνσταντινουπόλει συνδραμόντων πισκόπων, μ νεξετάστως προσίεσθαι τος κατηγόρους, μηδ πσιν πιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεσθαι κατ τν οκονομούντων τς κκλησίας, μηδ μν πάντας ποκλείειν. λλ' ε μέν τις οκείαν τιν μέμψιν, τουτέστιν διωτικήν, παγάγοι τ πισκόπ ς πλεονεκτηθείς, λλο τι παρ τ δίκαιον παρ' ατο πεπονθώς, π τν τοιούτων κατηγοριν μ ξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον το κατηγόρου, μήτε τν θρησκείαν. Χρ γρ παντ τρόπ, τό τε συνειδς το πισκόπου λεύθερον εναι, κα τν δικεσθαι λέγοντα, οας ν θρησκείας, τν δικαίων τυγχάνειν. Ε δ κκλησιαστικν εη τ πιφερόμενον γκλημα τ πισκόπ, τότε δοκιμάζεσθαι χρ τν κατηγορούντων τ πρόσωπα· να, πρτον μν αρετικος μ ξ κατηγορίας κατ τν ρθοδόξων πισκόπων πρ κκλησιαστικν πραγμάτων ποιεσθαι. Αρετικος δ λέγομεν, τούς τε πάλαι τς κκλησίας ποκηρυχθέντας, κα τος μετ τατα φ' μν ναθεματισθέντας· πρς δ τούτοις, κα τος τν πίστιν μν τν γι προσποιουμένους μολογεν, ποσχίσαντας δέ, κα ντισυνάγοντας τος κανονικος μν πισκόποις. πειτα δέ, κα ε τινες τν π τς κκλησίας π ατίαις τισ προκατεγνωσμένοι εεν κα ποβεβλημένοι, κοινώνητοι, ετε π κλήρου, ετε π λαϊκο τάγματος, μηδ τούτοις ξεναι κατηγορεν πισκόπου, πρν ν τ οκεον γκλημα πρότερον ποδύσωνται. μοίως δ κα τος π κατηγορίαν προλαβοσαν ντας, μ πρότερον εναι δεκτος ες πισκόπου κατηγορίαν, τέρων κληρικν, πρν ν θώους αυτος τν παχθέντων ατος ποδείξωσιν γκλημάτων. Ε μέντοι τινς μήτε αρετικοί, μήτε κοινώνητοι εεν, μήτε κατεγνωσμένοι, προκατηγορημένοι πί τισι πλημμελήμασι, λέγοιεν δ χειν τιν κκλησιαστικν κατ το πισκόπου κατηγορίαν, τούτους κελεύει γία σύνοδος, πρτον μν π τν τς παρχίας πάντων πισκόπων νίστασθαι τάς κατηγορίας, κα π' ατν λέγχειν τ γκλήματα το ν ατίαις τισν πισκόπου· ε δ συμβαίη δυνατσαι τος παρχιώτας πρς διόρθωσιν τν πιφερομένων γκλημάτων τ πισκόπ, τότε ατος προσιέναι μείζονι συνόδ, τν τς διοικήσεως κείνης πισκόπων πρ τς ατίας ταύτης συγκαλουμένων· κα μ πρότερον νίστασθαι τν κατηγορίαν, πρν γγράφως ατος τν σον ατος πιτιμήσασθαι κίνδυνον, επερ ν τ τν πραγμάτων ξετάσει συκοφαντοντες τν κατηγορούμενον πίσκοπον λεγχθεεν. Ε δέ τις καταφρονήσας τν κατ τ προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν βασιλικς νοχλεν κοάς, κοσμικν ρχόντων δικαστήρια, οκουμενικν σύνοδον ταράσσειν, πάντας τιμάσας τος τς διοικήσεως πισκόπους, τν τοιοτον τ παράπαν ες κατηγορίαν μ εναι δεκτόν, ς καθυβρίσαντα τος κανόνας, κα τν κκλησιαστικν λυμηνάμενον εταξίαν.

Κανν Ζ'

Τος προστιθεμένους τ ρθοδοξί, κα τ μερίδι τν σζομένων, π αρετικν, δεχόμεθα κατ τν ποτεταγμένην κολουθίαν, κα συνήθειαν. ρειανος μν, κα Μακεδονιανούς, κα Σαββατιανούς, κα Ναυατιανούς, τος λέγοντας αυτος Καθαρος κα ριστερούς, κα τος Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ετουν Τετραδίτας, κα πολλιναριστάς, δεχόμεθα διδόντας λιβέλλους, κα ναθεματίζοντας πσαν αρεσιν, μ φρονοσαν, ς φρονε γία το Θεο καθολικ κα ποστολικ κκλησία, κα σφραγιζομένους, τοι χριομένους, πρτον τ γί μύρ τό τε μέτωπον, κα τος φθαλμος κα τς ίνας, κα τ στόμα, κα τ τα· κα σφραγίζοντες ατούς, λέγομεν· Σφραγς δωρες Πνεύματος γίου. Ενομιανος μέντοι τος ες μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, κα Μοντανιστάς, τος νταθα λεγομένους Φρύγας, κα Σαβελλιανούς, τος υοπατορίαν διδάσκοντας, κα τερά τινα κα χαλεπ ποιοντας, κα τς λλας πάσας αρέσεις· (πειδ πολλοί εσιν νταθα, μάλιστα ο π τν Γαλατν χώρας ρμώμενοι), πάντας τος π' ατν θέλοντας προστίθεσθαι τ ρθοδοξί, ς λληνας δεχόμεθα· κα τν πρώτην μέραν ποιομεν ατος Χριστιανούς, τν δ δευτέραν κατηχουμένους· ετα τ τρίτ ξορκίζομεν ατούς, μετ το μφυσν τρίτον ες τ πρόσωπον, κα ες τ τα, κα οτω κατηχομεν ατούς, κα ποιομεν χρονίζειν ες τν κκλησίαν, κα κροσθαι τν γραφν, κα τότε ατος βαπτίζομεν.

Κανν Η'

Ο καταδύσει μι βαπτιζόμενοι Ενομιανοί, Σαβελλιανοί, κα Φρύγες, ς λληνες δεχέσθωσαν. Οτοι κα βαπτίζονται, κα χρίονται, τι ς λληνες παραδέχονται· κα καιρν κανν πρ το βαπτίσματος κατηχονται, κα τν θείων γραφν κρονται.



[1]              Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β', Αθήνα 1990, σ. 533.

[2]           Μεταφυσικά 1039α 9-10.

[3]           Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Ἀθήνα1992, σ. 585.

[4]                Γρηγόριος ο Θεολόγος εἶχε γράψει στήν Ἐπιστολή του (101, 32): «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο καί σώζεται».

[5]              Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β', Ἀθήνα 1990, σσ. 536, 537.

[6]              Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθήνα 1992, σ. 521.



Подписка на новости

Последние обновления

События