Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου καί ἡ Β' Οἰκουμενική Σύνοδος
Ειρήνης Αρτέμη
Θεολόγος -Φιλόλογος
Mphil. Θεολογίας. Ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας
Ересь Аполлинария и II Вселенский собор (греч. яз.)
Ирина Артеми, богослов-филолог
1.Ὁ Ἀπολλινάριος καί ἡ διδασκαλία του
1. Аполлинарий и его учение
Ὁ Ἀπολλινάριος ὑπῆρξε θεμελιωτὴς τῆς νέας αἱρέσεως, ποὺ θὰ ἀπασχολοῦσε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ τέταρτου αἰῶνα καὶ θὰ ἔβαζε σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε τὸ 315 στή Λαοδικεία. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἀπολλινάριος καὶ ἦταν γραμματικός. Πατέρας καὶ υἱὸς ἔγραψαν τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ ὁμηρικὸ μέτρο. Θεωροῦσαν ἀπαραίτητο οἱ χριστιανοὶ να γνωρίζουν τὸν Ὅμηρο, τὸν Πίνδαρο καὶ τοὺς τραγικοὺς ποιητὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἦταν τόσο μορφωμένος ὅσο καὶ οἱ Καππαδόκες πατέρες, χωρὶς ὅμως σωστὴ θεολογικὴ κρίση καὶ ἐμμονὴ στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στήν προσπάθειά του να ἀντιμετωπίσει τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀρχικὰ φαίνεται να συμφωνεῖ μὲ τὸ Συμβολο τῆς Νίκαιας καὶ τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Προσπαθεῖ να ἀντιμετωπίσει τὸ «πρόβλημα» τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θείου Λόγου. Εἶχε ὅμως ἤδη ἀρνηθεῖ ἐνσυνείδητα τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ θεῖος Λόγος εἶναι «ἐνανθρωπήσας», δηλαδὴ προσέλαβε συγχρόνως τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα (νοῦ - ψυχὴ) τοῦ ἀνθρώπου[1]. Ἡ θεολογικὴ τοῦ διδασκαλία στηρίχτηκε στήν ἄποψη τοῦ ἕλληνα φιλοσόφου Ἀριστοτέλη «ἀδύνατον γὰρ εἶναι ἐκ δύο (=οὐσιῶν μὲ ἐντελέχεια) ἕν ἤ ἑνὸς δύο γενέσθαι»[2]. Ἑπομένως κατὰ τὸν Ἀπολλινάριο ὁ Χριστὸς δέν μποροῦσε νά ἔχει δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, τέλειες, γιατὶ τότε θὰ εἴχαμε δύο τέλεια ὄντα, δύο Χριστοὺς καὶ ὄχι ἔναν.
Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κατά τόν Ἀπολλινάριο εἶναι τελείως διεφθαρμένος ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ταυτισμένος μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Ἔστι, σημείωνε, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση προσέλαβε μόνο τὸ σῶμα καὶ τὴν ἀλόγη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τῇ θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς ἥ του νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος[3]. Ὁ Ἀπολλινάριος δηλαδὴ ἀφαιροῦσε ποσότητα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύση, ἡ ὁποία χωρὶς τὸ νοῦ δέν μποροῦσε νά θεωρεῖται φυσικὸ προσωπο, προβάλλοντας ἔτσι τὴν προσωπικὴ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεολογικὴ αὐτὴ ἄποψη τοῦ Ἀπολλιναρίου σχετικὰ μὲ τὴν πρόσληψη ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο τῆς ἀνθρωπίνης, χωρὶς ὑπόστασης, σάρκας δημιουργεῖ σωτηριολογικὰ προβλήματα. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι μένει ἀθεράπευτο ὀτιδήποτε δεν ἐνώνεται μὲ τὸ Θεό[4].
Ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ὁ Ἀπολινάριος ὄξυνε τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸ Βασίλειο τὸν Καισαρείας. Οἱ τελευταῖοι προσπάθησαν μὲ ἐπιστολὲς τους να τὸν νουθετήσουν. Ἡ ἐκτίμηση τους πρὸς τὸ προσωπο τοῦ Ἀπολλιναρίου, τοὺς ἔκανε νά καταβάλουν κάθε προσπάθεια γιά νά τοῦ δείξουν τὴν πλάνη στήν ὁποία βρισκόταν καὶ νά σταματήσουν τὴν «ἀδελφικὴ ζυγομαχίαν». Τό ὅρο αὐτό χρησιμοποιοῦσαν ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά ἀναφερθοῦν στή θεολογική διαμάχη πού εἶχαν μέ τόν Ἀπολλινάριο, σχετικά μέ τρόπο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἀπολινάριος παρὰ τὶς προσπάθειες πού κατέβαλε νά ἐξηγήσει μὲ λογικὸ τρόπο τῇ διδασκαλίᾳ του γιά τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δεν κατάφερε νά δώσει μία εὐλογοφανῆ ἐξήγηση τῆς ἑνότητας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ταύτιζε τή φύση μὲ τὴν ὑπόσταση. Οἱ Καππαδόκες ἀντίθετα, κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη σωτηρίας ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου, διέκριναν γενικὰ τούς ὅρους φύση καὶ ὑπόσταση καὶ διαπίστωναν στό Χριστὸ ἐνωμένες τή θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Οἱ φύσεις διασώζονταν ἐνωμένες καὶ ἡ ὑποστάση πού εἶναι ὕπαρξη, ὂν καὶ προσωπο, ἦταν μία, τοῦ Χριστοῦ[5].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀπολλιναρίου εἶχε ἀρχίσει νά κερδίζει ὑποστηρικτὲς σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρισκόταν σέ ἄμεσο κίνδυνο., ὅπως καί ἡ ἑνότητα τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ αἵρεση προκαλοῦσε ἐμφύλιες διαμάχες. Ἐπείγουσα ἀνάγκη θεωρήθηκε ἡ σύγκληση μίας νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
2. Ἡ Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
II Вселенский собор
Ὁ Θεοδόσιος, προσπάθησε διακαῶς νά ἐπιβάλει τήν πίστη στήν Τριαδικὴ Θεότητα (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα). Ἔτσι ἐξέδωσε τό Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus 16, 1, 2) τὸ Φεβρουάριο τοῦ 380. Καταδίκασε τούς Μακεδονιανούς ἤ Πνευματομάχους μέ ἀρχηγός τους τό Μακεδόνιο, πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 381 (Codex Theodosianus 16, 5, 6), ἀλλά δέν κατόρθωσε νά σταματήσει τιίς νέες αἱρετικὲς διδασκαλίες πού εἶχαν ἀρχίσει νά παίρνουν σάρκα καί ὁστά μέσα στά ὅρια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Τὸ Μάιο τοῦ 381 ὁ Μέγας Θεοδόσιος συγκάλεσε τή Β' Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀρχικά ἡ σύνοδος συγκλήθηκε ὡς τοπική, ὄχι μόνο γιά τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων, πού εἶχαν ἐμφανιστεῖ, ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κανονικῆς πληρώσεως τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Σύνοδος ἀναγνωρίστηκε ὡς Οἱκουμενική ἀπό τήν Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο το 451 στή Χαλκηδόνα. Ἡ Β΄ Οἰκουμενική ἐπρόκειτο να δώσει ὁριστικὸ τέλος στα ὑπολείμματα τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρειανοφρόνων (Εὐνόμιο), να καταδικάσει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τῶν Μακεδονιανών. Στή Σύνοδο μετεῖχαν ἑκατὸ πενήντα ἀνατολικοὶ ἐπίσκοποι. Ἀνάμεσα τοὺς ἤταν ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀδερφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἄν καί εἶχε κοιμηθεῖ στίς 31 Δεκεμβρίου του 378, ἐντούτοις εἶχε πρωταγωνιστικό ρόλο στή Σύνοδο ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας του. Ἡ τελευταία ἦταν σημαντικό ὅπλο στή φαρέτρα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς γιά τήν ἀντιμετώπιση των αἱρέσεων.
Πρόβλημα προέκυψε καί μὲ τὴν ἄσκηση τῆς προεδρίας τῆς Συνόδου. Κατὰ τή σύγκληση τῆς συνόδου ὁ μόνος κενὸς θρόνος ἦταν ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ αἱρετικοῦ Δημοφίλου καὶ τὴν ἀντικανότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ[6]. Πρόεδρος ἀρχικὰ τῆς Συνόδου ὁρίστηκε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος πέθανε λίγο ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου. Στή συνέχεια ἐκλέχτηκε πρόεδρος τῆς Συνόδου καὶ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Γρηγόριος Θεολόγος. Παραιτήθηκε, ὅμως, καὶ ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προεδρία τῆς Συνόδου, γιατὶ δεν μποροῦσε νά ὑποφέρει τὶς ἀντιδράσεις μερικῶν ἐπισκόπων γιά τὴν εἰρηνικὴ πολιτικὴ του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀμφισβητήσεις τοὺς σχετικὰ μὲ τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς του. Οἱ ἀντίπαλοί του ἔλεγαν ὅτι ἡ ἐκλογή του ἦταν ἄκυρη. Τό αἰτιολογικό ἦταν ὅτι ὁ Γρηγόριος εἶχε ἀκούσια χειροτονηθεῖ ἀπό τό Μ. Βασίλειο ἐπίσκοπος Σασίμων, στο παρελθόν. Δέν εἶχε ποτέ ἀσκήσει τά καθήκοντά του ως ἐπίσκοπος ποτέ. Οἱ ἀντίπαλοί του θεωροῦσαν λοιπόν ὅτι αὐτό ἦταν ἐμπόδιο στήν ἐκλογή του ὡς πατριάρχης. Ὁ Γρηγόριος ἀποφασίζει νά παραιτηθεῖ. Διαμόρφωσε, ὅ,ως πρῶτα τὴν πορεία τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τώρα πιὰ δὲ θὰ ἀσχολόταν μόνο μὲ τις κανονικὲς ἀλλὰ καὶ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑνότητας καὶ τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας μὲ κριτήριο τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς πίστεως μὲ βάση τή διδασκαλία τόσο τοῦ ἰδίου, ὅσο καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης.
Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλινάριο, τὸν Εὐνόμιο, τὸν Μακεδόνιο καὶ τὶς διδασκαλίες τούς. Ἀναγνώρισε τὸ Συμβολο τῆς Νίκαιας (325), στό ὁποῖο πρόσθεσε καὶ ἄλλα πέντε δογματικὰ ἄρθρα. Τὸ Συμβολο αὐτὸ ἔμεινε γνωστὸ στην Ἱστορία ὡς Συμβολο τῆς Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως (ἡ μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ συμβολο αὐτὸ εἶναι τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς Πιστεύω). Ἡ Σύνοδος τελείωσέ τις ἐργασίες τῆς στις 30 Ἰουλίου τοῦ 381. Ἐξέδωσε δέ τούς παρακάτω κανόνες:
Κανὼν Α'
Ὥρισαν οἱ ἐν Κωνσταντινούπολει συνελθόντες ἅγιοι Πατέρες, μὴ ἀθετεῖσθαι τὴν πίστιν τῶν Πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων· ἀλλὰ μένειν ἐκείνην κυρίαν, καὶ ἀναθεματισθῆναι πᾶσαν αἵρεσιν· καὶ εἰδικῶς τὴν τῶν Εὐνομιανῶν, εἴτ' οὖν Εὐδοξιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἡμιαρείων, εἴτ' οὖν Πνευματομάχων, καὶ τὴν τῶν Σαβελλιανῶν,καὶ τὴν τῶν Μαρκελλιανῶν, καὶ τὴν τῶν Φωτεινιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἀπολλιναριστῶν.
Κανὼν Β'
Τοὺς ὑπὲρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μὴ ἐπιέναι, μηδὲ συγχέειν τὰς ἐκκλησίας· ἀλλὰ κατὰ τοὺς κανόνας, τὸν μὲν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονομεῖν· τοὺς δὲ τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, τὴν Ἀνατολὴν μόνην διοικεῖν· φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατὰ Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων ἐκκλησίᾳ· καὶ τοὺς τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως ἐπισκόπους, τὰ κατὰ τὴν Ἀσιανὴν μόνον διοικεῖν· καὶ τοὺς τῆς Ποντικῆς, τὰ τῆς Ποντικῆς μόνον· καὶ τοὺς τῆς Θρᾴκης τὰ τῆς Θρᾳκικῆς μόνον οἰκονομεῖν. Ἀκλήτους δὲ ἐπισκόπους ὑπὲρ διοίκησιν μὴ ἐπιβαίνειν ἐπὶ χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς. Φυλαττομένου δὲ τοῦ προγεγραμμένου περὶ τῶν διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τὰ καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατὰ τὰ ἐν Νικαίᾳ ὡρισμένα. Τὰς δὲ ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἔθνεσι τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, οἰκονομεῖσθαι χρὴ κατὰ τὴν κρατήσασαν συνήθειαν τῶν Πατέρων.
Κανὼν Γ'
Τὸν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην.
Κανὼν Δ'
Περὶ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ, καὶ τῆς κατ’ αὐτὸν ἀταξίας τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει γενομένης· ὥστε μήτε Μάξιμον ἐπίσκοπον ἢ γενέσθαι, ἢ εἶναι, μήτε τοὺς παρ' αὐτοῦ χειροτονηθέντας, ἐν οἱῳδήποτε βαθμῷ κλήρου· πάντων καὶ τῶν περὶ αὐτὸν, καὶ τῶν παρ' αὐτοῦ γενομένων ἀκυρωθέντων.
Κανὼν Ε'
Περὶ τοῦ τόμου τῶν δυτικῶν, καὶ τοὺς ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀπεδεξάμεθα, τοὺς μίαν ὁμολογοῦντας Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος Θεότητα.
Κανὼν ΣΤ'
Ἐπειδὴ πολλοὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν συγχεῖν καὶ ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καὶ συκοφαντικὼς αἰτίας τινὰς κατὰ τῶν οἰκονομούντων τάς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδὲν ἕτερον, ἢ χραίνειν τὰς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καὶ ταραχὰς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες· τούτου ἕνεκεν ἤρεσε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνδραμόντων ἐπισκόπων, μὴ ἀνεξετάστως προσίεσθαι τοὺς κατηγόρους, μηδὲ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας, μηδὲ μὴν πάντας ἀποκλείειν. Ἀλλ' εἰ μέν τις οἰκείαν τινὰ μέμψιν, τουτέστιν ἰδιωτικήν, ἐπαγάγοι τῷ ἐπισκόπῳ ὡς πλεονεκτηθείς, ἢ ἄλλο τι παρὰ τὸ δίκαιον παρ' αὐτοῦ πεπονθώς, ἐπὶ τῶν τοιούτων κατηγοριῶν μὴ ἐξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον τοῦ κατηγόρου, μήτε τὴν θρησκείαν. Χρὴ γὰρ παντὶ τρόπῳ, τό τε συνειδὸς τοῦ ἐπισκόπου ἐλεύθερον εἶναι, καὶ τὸν ἀδικεῖσθαι λέγοντα, οἵας ἂν ᾖ θρησκείας, τῶν δικαίων τυγχάνειν. Εἰ δὲ ἐκκλησιαστικὸν εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἔγκλημα τῷ ἐπισκόπῳ, τότε δοκιμάζεσθαι χρὴ τῶν κατηγορούντων τὰ πρόσωπα· ἵνα, πρῶτον μὲν αἱρετικοῖς μὴ ἐξῇ κατηγορίας κατὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὑπὲρ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποιεῖσθαι. Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ' ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις. Ἔπειτα δέ, καὶ εἴ τινες τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ αἰτίαις τισὶ προκατεγνωσμένοι εἶεν καὶ ἀποβεβλημένοι, ἢ ἀκοινώνητοι, εἴτε ἀπὸ κλήρου, εἴτε ἀπὸ λαϊκοῦ τάγματος, μηδὲ τούτοις ἐξεῖναι κατηγορεῖν ἐπισκόπου, πρὶν ἂν τὸ οἰκεῖον ἔγκλημα πρότερον ἀποδύσωνται. Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ὑπὸ κατηγορίαν προλαβοῦσαν ὄντας, μὴ πρότερον εἶναι δεκτοὺς εἰς ἐπισκόπου κατηγορίαν, ἢ ἑτέρων κληρικῶν, πρὶν ἂν ἀθώους ἑαυτοὺς τῶν ἐπαχθέντων αὐτοῖς ἀποδείξωσιν ἐγκλημάτων. Εἰ μέντοι τινὲς μήτε αἱρετικοί, μήτε ἀκοινώνητοι εἶεν, μήτε κατεγνωσμένοι, ἢ προκατηγορημένοι ἐπί τισι πλημμελήμασι, λέγοιεν δὲ ἔχειν τινὰ ἐκκλησιαστικὴν κατὰ τοῦ ἐπισκόπου κατηγορίαν, τούτους κελεύει ἡ ἁγία σύνοδος, πρῶτον μὲν ἐπὶ τῶν τῆς ἐπαρχίας πάντων ἐπισκόπων ἐνίστασθαι τάς κατηγορίας, καὶ ἐπ' αὐτῶν ἐλέγχειν τὰ ἐγκλήματα τοῦ ἐν αἰτίαις τισὶν ἐπισκόπου· εἰ δὲ συμβαίη ἀδυνατῆσαι τοὺς ἐπαρχιώτας πρὸς διόρθωσιν τῶν ἐπιφερομένων ἐγκλημάτων τῷ ἐπισκόπῳ, τότε αὐτοὺς προσιέναι μείζονι συνόδῳ, τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης ἐπισκόπων ὑπὲρ τῆς αἰτίας ταύτης συγκαλουμένων· καὶ μὴ πρότερον ἐνίστασθαι τὴν κατηγορίαν, πρὶν ἢ ἐγγράφως αὐτοὺς τὸν ἴσον αὐτοῖς ἐπιτιμήσασθαι κίνδυνον, εἴπερ ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἐξετάσει συκοφαντοῦντες τὸν κατηγορούμενον ἐπίσκοπον ἐλεγχθεῖεν. Εἰ δέ τις καταφρονήσας τῶν κατὰ τὰ προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν ἢ βασιλικὰς ἐνοχλεῖν ἀκοάς, ἢ κοσμικῶν ἀρχόντων δικαστήρια, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον ταράσσειν, πάντας ἀτιμάσας τοὺς τῆς διοικήσεως ἐπισκόπους, τὸν τοιοῦτον τὸ παράπαν εἰς κατηγορίαν μὴ εἶναι δεκτόν, ὡς καθυβρίσαντα τοὺς κανόνας, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λυμηνάμενον εὐταξίαν.
Κανὼν Ζ'
Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν, καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν, καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Σαββατιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, εἴτουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν, μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, καὶ σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους, πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ τό τε μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα· καὶ σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεὰς Πνεύματος ἁγίου. Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν διδάσκοντας, καὶ ἕτερά τινα καὶ χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ τὰς ἄλλας πάσας αἱρέσεις· (ἐπειδὴ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ὁρμώμενοι), πάντας τοὺς ὑπ' αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ δευτέραν κατηχουμένους· εἶτα τῇ τρίτῃ ἐξορκίζομεν αὐτούς, μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν.
Κανὼν Η'
Οἱ καταδύσει μιᾷ βαπτιζόμενοι Εὐνομιανοί, Σαβελλιανοί, καὶ Φρύγες, ὡς Ἕλληνες δεχέσθωσαν. Οὗτοι καὶ βαπτίζονται, καὶ χρίονται, ὅτι ὡς Ἕλληνες παραδέχονται· καὶ καιρὸν ἱκανὸν πρὸ τοῦ βαπτίσματος κατηχοῦνται, καὶ τῶν θείων γραφῶν ἀκροῶνται.
[1] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β', Αθήνα 1990, σ. 533.
[2] Μεταφυσικά 1039α 9-10.
[3] Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Ἀθήνα1992, σ. 585.
[4] Ὁ Γρηγόριος ο Θεολόγος εἶχε γράψει στήν Ἐπιστολή του (101, 32): «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο καί σώζεται».
[5] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β', Ἀθήνα 1990, σσ. 536, 537.
[6] Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθήνα 1992, σ. 521.