Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Σύγκριση τοῦ «Περί Εὐθυμίας» ἔργου τοῦ Πλουτάρχου

μέ τίς ἐπιστολές «Πρός Ὀλυμπιάδα»τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Сопоставление труда Плутарха “О веселии” с письмами “К Олимпиаде” свт. Иоанна Златоуста


Ирини Артеми, богослов-филолог

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου –Φιλόλογου

Μ.Α. Θεολογίας - ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στήν ἐργασία αὐτή θά ἀσχοληθοῦμε μέ δύο μεγάλους συγγραφεῖς. Ὁ ἕνας εἶναι τοῦ ἀρχαίου μετακλασικοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ Πλούταρχος ὁ Χαιρωνέας καί ὁ ἄλλος ἀνήκει στό χριστιανικό κόσμο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ καθένας τους, ἄν καί ἔδρασε σέ διαφορετική ἐποχή καί μέσα σέ διαφορετικές συνθήκες σφράγισε ἀνεξίτηλα τήν ἐποχή πού ἔζησε· ἀποτέλεσε, ἀποτελεῖ καί θά ἀποτελέσει σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τίς μέλλουσες γενιές σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ πολιτισμένου κόσμου. Ἡ καταπλήσσουσα εὐρύτητα τῆς μορφώσεως τοῦ Πλουτάρχου καί τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καταδεικνύεται ἐκ τοῦ ποσοῦ καί τοῦ ποιοῦ τῶν ἔργων τους πού προκαλοῦν ἀμέριστο ἐνδιαφέρον σέ μελετητές, ἐπιστήμονες καί μή, ἀπό τήν ἐποχή πού γράφτηκαν ἕως σήμερα.

Ἀσχολούμενοι λοιπόν, μέ δύο τόσο ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἐθνικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι φυσικό νά αἰσθανόμαστε δέος γιά τούς λαμπρούς συγγραφεῖς πού ἐξετάζουμε. Ἐπιδίωξή μας εἶναι νά παρουσιάσουμε μιά ἐργασία, πού κατά τό δυνατόν, νά ἀνταποκρίνεται στό ὕψος τῶν διανοημάτων τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν. Εὐελπιστοῦμε τό ἀποτέλεσμα νά μπορέσει νά δικαιώσει τήν προσπάθειά μας.

Ε.Ἀ.Ἀ.


ΚΥΡΙΩΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ

ΚΔ: Καινή Διαθήκη

ΠΒΛ: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,1-9 Ἀθήνα 1983-1988

πρβλ: παράβαλε

ΠΔ: Παλαιά Διαθήκη.

PG: Patrologia Graeca Cursus Completus, ἔκδοσις J.P. Migne, Paris 1857-1912.

SC: Sources Chrétiennes, Directeurs - fondateurs: H. de Lubac et J. Daniélou, Paris 1941 κ..

ΘΗΕ: Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, 1-12 Ἀθῆναι 1962-1965.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η ΕΠΟΧΗ, Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΧΑΙΡΩΝΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

(α.) ζωή καί τό ἔργο τοῦ Πλουτάρχου τοῦ Χαιρωνέως.


Πλούταρχος, μία ἀπό τίς σπουδαιότερες καί σημαντικότερες μορφές τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γραμμάτων, ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους φιλοσόφους καί βιογράφους ὄχι μόνο τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνα ἀλλά καί τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν. Δυστυχῶς, ὅμως, ἄν καί ἴδιος μᾶς ἄφησε κληρονομιά πολλές βιογραφίες σπουδαίων μορφῶν τῆς ἑλληνικῆς καί ῥωμαϊκῆς πολιτικῆς ἱστορίας1, κανείς δέ μᾶς κληροδότησε τή δική του βιογραφία. Ὅπως παρατήρησε ξένος ἐκδότης καί σχολιαστής τοῦ Πλουτάρχου, Babbitt2, εἶναι τοῦτο εἰρωνεία καί ἀδικία τῆς μοῖρας.Ὅσες πληροφορίες ἔχουμε τή χαρά νά γνωρίζουμε γιά τή ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ συγγραφέα τίς ἀντλοῦμε κυρίως μέσα ἀπό τά ἔργα του καί ἀπό κάποια λιγοστά σταχυολογήματα που ὑπάρχουν στό λεξικό τοῦ Σουΐδα. Θεωροῦμε ὅτι Πλούταρχος γεννήθηκε κατά τό 50 μ.Χ στή Χαιρώνεια τῆς Βοιωτίας καί ἐξεμέτρησε τό βίο του γύρω στό 120 μ.Χ.3.

Πλούταρχος καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια μέ πολιτική ἐπιρροή καί αὐτό τοῦ ἐπέτρεψε νά λάβει ἐπιμελημένη μόρφωση καί ἀγωγή, πρῶτα στήν πόλη πού γεννήθηκε καί κατόπιν στήν Ἀθήνα. Στήν τελευταία εὐτύχησε νά ἔχει δάσκαλο τόν Περιπατητικόν φιλόσοφο Ἀμμώνιο4, διδάσκαλο τῆς Πλατωνικής Ἀκαδημίας. Ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στή μελέτη τῆς ῥητορικῆς, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης5. Ὑπῆρξε ἐπιλεκτικός στίς διάφορες φιλοσοφικές ἐπιρροές καί θεωρίες μένοντας ὅμως, κατά βάση προσηλωμένος στίς διδασκαλίες καί στίς ἀρχές τοῦ Πλάτωνα6.

Παρ̉ ὅλο πού εἶχε στό πλευρό του μιά ὑποδειγματική σύζυγο, τήν Τιμοξένα μέ τήν ὁποία δημιούργησαν μιά ἀξιοθαύμαστη οἰκογένεια, δοκίμασε πολλές πικρίες ἐξαιτίας σκληρῶν δοκιμασιῶν πού τοῦ ἐπιφύλασσε ἡ μοῖρα. Βαριά πλήγματα τῆς τύχης γεύθηκαν οἱ δύο σύντροφοι ὅταν πέθαναν τά τρία ἀπό τά τέσσερα (σύμφωνα μέ ἄλλους μελετητές πέντε) παιδιά τους. Τό ὅτι μπόρεσε νά βαστάξει τή μεγάλη αὐτή λύπη του, φανερώνει ἄνθρωπο πού διάγει τό βίο του μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ἰσχυρῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν καί θαλπωρῆς.

Ταξίδεψε σέ πολλές πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, Ἀθήνα, Ῥώμη κ.λπ. Τό μεγαλύτερο ὅμως, μέρος τῆς ζωῆς του τό πέρασε στή Χαιρώνεια, τήν ὁποία δέν ἐγκατέλειψε γιά μακρό διάστημα οὔτε γιά χάρη τῆς Ἀθήνας πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἀποτελοῦσε σημαντικό πνευματικό κέντρο.

Στή Ῥώμη ταξίδευε συχνά καί ἔδιδε διαλέξεις φιλοσοφικοῦ περιεχομένου πάντοτε στήν ἑλληνική γλῶσσα, ἀφοῦ ποτέ δέν μπόρεσε νά καταφέρει νά χειρίζεται ἐπαρκῶς τή λατινική γλῶσσα. Ἀπόκτησε φίλους ἐξέχοντες Ῥωμαίους πολίτες. Τιμήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό μέ τό ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου καί ἐπί τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Ἀνδριανοῦ τοῦ ἀπονεμήθηκε τό ἀξίωμα τοῦ ἐπιτρόπου τοῦ αὐτοκράτορος γιά τήν Ἑλλάδα.

Σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ βίου του ἀλλά καί στό ἔργο του ἀκολουθεῖ τό μέτρο. Μπορεῖ ὁ Πλούταρχος νά μή διακρίνεται πολλές φορές γιά τήν πρωτοτυπία τῶν διανοήματων καί τῆς ἐν γένει πνευματικῆς δημιουργίας του· σίγουρα ὅμως δέ μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ συστηματική μελέτη, ἐπεξεργασία καί παρουσίαση τοῦ κληρονομηθέντος πνευματικοῦ ὑλικοῦ πού χρησιμοποίησε.

Γονιμώτατος συγγραφέας ὑπῆρξε. Τό μεγαλύτερο ὅμως, μέρος τῶν συγγραμμάτων του ἀπωλέσθηκε· τά ἔργα πού μᾶς σώθηκαν χωρίζονται σέ δύο μεγάλες κατηγορίες, στά Ἠθικά καί στούς Βίους. Οἱ Βίοι ἀποτελοῦν σημαντικές βιογραφίες ἐξόχων Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων ἀνδρῶν «καί τή συγκριτική αὐτῶν ἀντιβολήν»7. Μέσα ἀπό τίς βιογραφίες του προσπάθησε νά σκιαγραφήσει τόν χαρακτῆρα προσώπων πού διακρίθηκαν μέ τίς πράξεις τους τή ζωή τους στή διάρκεια τῆς μέχρι τότε ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ καί ῥωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

Γιά τήν ἐπιτυχῆ συγγραφή τοῦ ἔργου αὐτοῦ Πλούταρχος χρησιμοποίησε κυρίως παραθέματα καί ἀνέκδοτες πηγές, ἐνῷ ἀδιευκρίνιστο εἶναι ἄν ἔχει κάνει χρήση τοῦ ὑλικοῦ παλαιοτέρων λατίνων συγγραφέων, Σαλλούστιου, Νέπωνος, Λιβίου κ.λπ. σπουδαῖος αὐτός ἕλληνας συγγραφέας ἐπεξεργάστηκε τό ὑλικό τῶν πηγῶν του μέ τό ἐξαιρετικό ταλέντο πού εἶχε νά ἐκθέτει μέ τρόπο θεατρικό τά πράγματα καί μέ τήν ὑψηλή του τέχνη στή διαγραφή τῶν χαρακτήρων8. Γενικότερα Πλούταρχος δίνει τήν ἐντύπωση συγγραφέα, πού κάνει χρήση δελτίων σχετικά μέ τό θέμα πού διαπραγματεύεται, προσπαθώντας νά τά ἀξιοποιήσει ὅλα, τοποθετώντας τα μέ κάποια λογική σειρά. Ἔγραψε συνολικά 50 βίους Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων, καί 46 ζεύγη βίων πού τό κάθε ζεῦγος περιέχει τούς βίους ἑνός Ἕλληνα καί ἑνός Ῥωμαίου. Τέλος συνέγραψε καί 4 μεμονωμένους βίους. Στόχος του εἶναι νά δείξει ὅτι Ἑλλάδα στό παρελθόν «γέννησε» σπουδαίους ἄνδρες, ἰσότιμους μέ τούς Ῥωμαίους τῆς τότε ἐποχῆς του.

Τά Ἠθικά εἶναι μία συλλογή ἀπό περίπου 83 συγγράμματα μέ μορφή ἄλλοτε πραγματείας καί ἄλλοτε διαλόγου, σύμφωνα δέ μέ τούς Πλατωνικούς διαλόγους. Στά ἔργα αὐτά Πλούταρχος βρίσκει τήν εύκαιρία νά πραγματευτεῖ θέματα ἠθικοῦ καί φιλοσοφικοῦ περιεχομένου, ὅπως εἶναι ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, γάμος, ἠρεμία τῆς ψυχῆς, θέματα φυσικῶν ἐπιστημῶν, γραμματικά, καί γενικότερα θέματα παντός ἐπιστητοῦ. Τά ἔργα του, τόσο οἱ Βίοι ὅσο καί τά Ἠθικά, ἀποτελοῦν σπουδαῖα ἐγχειρίδια διαπαιδαγωγήσεως καί διαπλάσεως τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτῆρα.

Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι βαθειά θρησκευτικότητα πού διέπει τήν ψυχή τοῦ συγγραφέα μας. Πλούταρχος μπορεῖ νά μήν κάνει πουθενά στό ἔργο του λόγο γιά τό Χριστό τούς Χριστιανούς καί γιά τή διδασκαλία τῆς νέας θρησκείας, ἀλλά ῥοπή τῆς ψυχῆς του εἶναι καθαρά χριστιανική. ἀλήθεια, σημειώνει Πλούταρχος, πηγάζει ἀποκλειστικά ἀπό τό Θεό. Παράλληλα πολλά ἀπό τά ἔργα του ἀποπνέουν μία ὑψηλή θρησκευτικότητα9 ὅμοια μέ ἐκείνη πού συναντᾶμαι στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ἐξάλλου, τό ὅτι σκέψη του εἶναι χριστιανική διαφαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλά ἀπό τά πνευματικά του πονήματα χρησιμοποιήθηκαν εἴτε αὐτούσια εἴτε ὡς βάση στή συγγραφή συναφῶν ἔργων ἀπό ἀξιόλογους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, π.χ. τόν ἱερό Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό, τόν Μέγαν Βασίλειο καί τόν ἀδερφό αὐτοῦ τό Γρηγόριο τό Νύσσης10. Δίκαια, λοιπόν, κάποιοι μελετητές προσέδωσαν στόν Πλούταρχο τό χαρακτηρισμό τοῦ ἐν κρυπτῷ χριστιανοῦ καί ἄλλοι τόν ὠνόμασαν ὡς τό μή χριστιανό ἅγιο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας.


(β.) Τό «Περί εὐθυμίας» ἔργο τοῦ Πλουτάρχου.


Πλούταρχος γιά τή συγγραφή τοῦ συγκεκριμένου πνευματικοῦ του πονήματος βασίστηκε προφανῶς σέ προηγούμενους συγγραφεῖς σέ παλαιότερες πηγές, «ἀνελεξάμην περί εὐθυμίας ἐκ τῶν ὑπομνημάτων ὧν ἐμαυτῷ πεποιημένος ἐτύγχανον»11. λέξη εὐθυμία σημαίνει ψυχική γαλήνη, ἀταραξία, καλή καρδιά, ἱλαρότητα, κέφι12. Χρησιμοποιήθηκε ἀρχικά ἀπό τό Δημόκριτο, τόν Κικέρωνα, τό Στωικό φιλόσοφο Παναίτιο, τό Σενέκα καί ἀπό πολλούς ἄλλους συγγραφεῖς τοῦ ἀρχαίου καί τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου13. Σύμφωνα μέ τόν Barrow14 στόν Πλούταρχο ὅρος εὐθυμία περικλείει τήν ἱκανότητα ἀντιμετώπισης τῆς ἐχθρικῆς τύχης μέ τήν ἀταραξία τῆς ψυχικῆς διάθεσης , ἀλλά συγχρόνως εἶναι μία ἔννοια μέ πολλή δύναμη που παρασύρει τήν ἴδια τή χαρά.

Τό ἔργο χωρίζεται σέ 19 κεφάλαια καί γράφτηκε μέ ἀφορμή μία ἐπιστολή τοῦ Πάκκιου, φίλου τοῦ Πλουτάρχου. Στήν πραγματεία αὐτή πού ἔχει τή μορφή ἐπιστολῆς - ἀπάντησης τοῦ Χαιρωνέα βιογράφου πρός τό φίλο του Πάκκιο, γίνεται λόγος γιά τόν τρόπο ἀπόκτησης τῆς εὐθυμίας ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τήν ἀπομάκρυνση τῆς ἀθυμίας ἤ δυσθυμίας πού τούς καταλαμβάνει.

Στό κύριο μέρος τῆς ἐργασίας μας θά ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικά σέ κάθε κεφάλαιο τοῦ συγκεκριμένου πονήματος τοῦ Πλουτάρχου καί νά σχολιάσουμε τό πώς κάθε φορά συγγρφέας ἀντιλαμβάνεται τήν ἔννοια τῆς εὐθυμίας καί κάνει λόγο γιά τόν τρόπο ἀπόκτησης της.

Κλείνοντας τήν εἰσαγωγική αὐτή ἑνότητα γιά τό «Περί Εὐθυμίας» ἔργο τοῦ Πλουτάρχου, θεωροῦμε ὅτι ὤφέλιμο θά ἦταν γιά τούς ἀναγνῶστες μας ἔκθεση τῆς ἀπόψεως τοῦ Α. Lesky γιά τό «Περί Εὐθυμίας». Θεωρεῖ ὅτι τό ἔργο ἀνήκει στίς λαϊκοφιλοσοφικές πραγματείες, ἐνῷ χαρακτηριστικά τονίζει: «Ἐδῶ καί σέ μερικά ἄλλα μέρη βλέπουμε ὅτι μεγάλος θαυμαστής τοῦ Πλάτωνα εἶναι πολύ ἐπηρεασμένος ἀπό τή Στοά. τόν σκοπό τῆς ἱλαρῆς ψυχικῆς γαλήνης, πρός τόν ὁποῖο τείνουν ὅλα τά ἑλληνιστικά συστήματα, τόν ἐγκωμιάζει ἐδῶ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε μέσα στήν ψυχή του ὅ,τι καλύτερο εἶχαν αὐτά»15.



(γ.) Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.


Πηγές γιά τή ζωή τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελοῦν τά ἀπειράριθμα συγγράμματά του, ἔργα διαφόρων σύγχρονῶν τουκαί μεταγενέστερων βιογράφων. Σημαντικότερο πηγή γιά τήν ἄντληση πληροφοριῶν σχετικά μέ τό βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ πατρός θεωρεῖται «ὁ Διάλογος περί βίου καί πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου», πού γράφτηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἐλενοπόλεως καί μαθητή τοῦ Ἰωάννου, Παλλάδιο.Ὁ Ἰωάννης, ἐπικαλούμενος γιά τή μελίρρυτο γλῶσσα του Χρυσόστομος καταγόταν ἀπό εὐγενοῦς Ἀντιοχειανῆς οἰκογένειας16. Γεννήθηκε τό 345 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Πατέρας του ἦταν Σεκοῦνδος, ἀνώτατος ἀξιωματικός, «υἱός γεγονώς τῶν διαπρεψάντων εὐγενῶς παρά τῇ τάξει τοῦ στρατηλάτου τῆς Συρίας»17. πατέρας του πέθανε λίγο μετά τή γέννηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Τήν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἀποκλειστικά εἰκοσάχρονη τότε εὐσεβής μητέρα του, Ἀνθοῦσα μαζί μέ τήν ἀδερφή τοῦ πατέρα του, τή διακόνισσα Σαβιανή.

Μαθήτευσε δίπλα σέ ξακουστούς δασκάλους, ὅπως ἦταν Ἀνδραγάθιος ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε τή φιλοσοφία καί Λιβάνιος πού τόν ἄσκησε στή ῥητορική τέχνη18. τελευταῖος τόσο εἶχε ἐνθουσιαστεῖ ἀπό τίς ἐπιδόσεις τοῦ Ἰωάννου στή ῥητορική ὥστε ἤθελε νά τόν ἀφήσει διάδοχο στή Σχολή, «εἰ μή τοῦτον οἱ χριστιανοί ἐσύλησαν»19. ἀγάπη του γιά τό Χριστιανισμό καί δίψα του γιά τήν ἀλήθεια τοῦ ἐνεφύσησαν ἀπό νωρίς τήν ἐπιθυμία γιά τό μοναχικό βίο, τήν ὁποία καί πραγματοποίησε μετά τό θάνατο τῆς μητέρας του.

Ἄν καί σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιόχειας20 κοντά στό Διόδωρο Ταρσοῦ καί ἦταν συμμαθητής μέ τό Θεόδωρο Μοψουεστίας, δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τίς ἀκραίες θέσεις τοῦ ἀντιοχειανοῦ διδασκάλου του μέ ἀποτέλεσμα νά παρασυρθεῖ, ὅπως Θεόδωρος σέ αἱρετικές δοξασίες. Τό 381 χειροτονείται διάκονος καί συμμετέχει στίς ἐργασίες τῆς Β´ Οἰκουμενική Συνόδου. Τό 398 στίς 26 Φεβρουαρίου χειροτονείται ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ θέση εἶχε χηρεύσει μέ τό θάνατο τοῦ Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐξαιτίας ὅμως, τοῦ χαρακτῆρα του, «Θερμός ὤν τό ἦθος»21 κατέστη δριμύς τιμητής πάσης ἀτασθαλίας ἀκόμη καί μέσα στά ἀνάκτορα, καί ἔτσι μετέβαλλε πολλούς φίλους καί ὑποστηρικτές του σέ ἔχθρούς.22 συνέπεια ἦταν νά ἀναγκαστεῖ νά ἐγκαταλείψει τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο καί τά καθήκοντά του ὡς Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί βαδίσει τό σκληρό δρόμο τῶν διωγμῶν καί τῆς ἐξορίας. Κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 407 καθ̉ ὁδόν στό δρόμο τῆς ἐξορίας γιά τά Κόμανα τοῦ Πόντου.

Τό συγγραφικό του ἔργο εἶναι πολυπληθές. Συνέγραψε ἐπιστολές, ἀσκητικές πραγματείες, κατηχητικούς λόγους, ἑρμηνευτικά καί δογματικά ἔργα. Τό ὕφος τῶν ἔργων του διακρίνεται ἀπό χαρακτηριστική σαφήνεια καί ὁμαλότητα στήν ἔκφραση ὥστε νά δίδεται δυνατότητα νά θεωρεῖται23 σημαντικότερος ἀπό πολλούς Ἐθνικούς ἀττικογράφους. Μέσα ἀπό τίς ἠθικές πραγματεῖες καί τίς ἔμπλεες νουθεσιῶν ἐπιστολές του, μπορεῖ κανείς νά διακρίνει ἀμυδρά ἐπιρροή ἀπό τόν Πλούταρχο σέ ὅτι ἀφορᾷ στή θεματολογία τῶν συγκεκριμένων πονημάτων του· ὑπερβαίνει ὅμως, σέ πληρότητα νοημάτων τόν ἀρχαῖο συγγραφέα καθώς διαπραγμάτευση τῶν θεμάτων γίνεται ἀπό τή σκοπιά τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καί ὄχι μόνο μέ βάση μιά στείρα ἠθικολογία.



δ.) Οἱ «πρός Ὀλυμπιάδα» ἐπιστολές τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Στίς «Πρός Ὀλυμπιάδα» ἐπιστολές ὁ ἱερός Χρυσόστομος καταφέρνει, ὅπως σέ ὅλα του σχεδόν τά ἔργα, νά συνδυάσει τό χριστιανικό πνεῦμα μέ τό ἀττικό ὕφος.

Ὀλυμπιάδα ὑπῆρξε μία ἀπό τίς σημαντικότερες προσωπικότητες στό χῶρο τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας κατά τήν ἐποχή τοῦ Χρυσοστόμου. Καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια. πατέρας της ἦταν Σέλευκος ἀπό τή τάξη τῶν κομητῶν καί παππούς της Ἀβλάβιος ἀναδείχθηκε σέ κυβερνήτη τῆς περιοχῆς Ἀσίας καί Θράκης. μητέρα της ἦταν ἀδελφή τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Ἰκονίου Ἀμφιλοχίου24, ὁποία καί ἀνέθρεψε μέ χριστιανικές ἀρχές τήν κόρη της. Τέλος θεία της, Ὀλυμπιάδα ὀνομαζόμενη καί αὐτή, ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλιά τῆς Ἀρμενίας Ἀρσάκη. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον μικρή Ὀλυμπιάδα ἦταν φυσικό νά λάβει καί καλή γνώση τῆς θύραθεν παιδείας καί χριστιανική ἀγωγή.

Ἄν καί ἔμεινε ὀρφανή σέ μικρή ἡλικία δέν παρέκλινε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Φυσικά στό σημεῖο αὐτό σπουδαῖο πρόσωπο διαδραμάτισε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θεῖος τῆς Ὀλυμπιάδας, τοῦ ὁποίου οἱ λόγοι ἄσκησαν εὐεργετική ἐπίδραση στή διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τῆς νεαρῆς Ὀλυμπιάδας. Φιλανθρωπία, ἁπλότητα, ταπείνωση εἶναι τά στοιχεῖα πού συνυπάρχουν στή σύνθεση ἑνός προσώπου γεμάτου περικαλλοῦς χριστιανικῆς ὡραιότητας καί γοητείας, ὅπως ἦταν ἡ Ὀλυμπιάδα.

Διακόνισσα χειροτονήθηκε τό 393 μ.Χ. σέ πολλή νεαρή ἡλικία, γύρω στά εἰκοσιπέντε της χρόνια25 καί ἐπιδόθηκε μέ ὑπερβάλλοντα ζῆλο σέ φιλανθρωπικά ἔργα, ἰδιαίτερα ὅταν στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναρρήθηκε ἱερός Χρυσόστομος. Ἵδρυσε μοναστήρι καί συγκέντρωσε γύρω της ἀρκετές ἀφιερωμένες γυναῖκες. Συμπεριελήφθηκε στούς μαθητές τοῦ Χρυσοστόμου καί κύρια φροντίδα της ἦταν νά προετοιμάζει τά ἐφόδια πού χρειαζόταν ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης γιά τή λιτή διαβίωσή του, ἀκόμα καί ὅταν ἐκεῖνος βρισκόταν ἐξόριστος σέ μακρινά μέρη.

Οἱ ἐπιστολές τοῦ Ἰωάννου πρός τήν Ὀλυμπιάδα ἦταν τό ἀποτέλεσμα μιάς συχνῆς ἀλληλογραφίας μεταξύ Χρυσοστόμου καί Ὀλυμπιάδας κατά τούς χρόνους τῆς ἐξορίας τοῦ πρώτου (404-407). Μέσα σε αὐτές, συνολικά δεκαεπτά στόν ἀριθμό, διαφαίνεται τό πατρικό ἐνδιαφέρον ἑνός πνευματικοῦ ταγοῦ πρός μία μαθήτριά του, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπερβολικῆς ἀθυμίας. Προσπαθεῖ ὁ Ἰωάννης μέ τίς ἐπιστολές αὐτές νά ἀπομακρύνει τήν ἀθυμία ἀπό τήν ψυχή τῆς Ὀλυμπιάδας, ἐξηγώντας της ὅτι μέσῳ τῶν δυσκολιῶν δίδεται ἡ εὐκαιρία στόν ἄνθρωπο νά ἀγωνιστεῖ καί νά κερδίσει τήν οὐράνια βασιλεία.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΥΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ26

α) ἄποψη τοῦ Πλουτάρχου γιά τό περιεχόμενο τῆς εὐθυμίας καί γιά τόν τρόπο ἀπoκτήσεώς της.


Σκοπός τῆς συγκεκριμένης ἐπιστολῆς τοῦ Πλουτάρχου εἶναι νά δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση πού τοῦ θέτει μέ μία ἄλλη ἐπιστολή ὁ φίλος του Πάκκιος, γιά τό τί εἶναι εὐθυμία καί πώς μπορεῖ κάποιος νά ἀποκτήσει τή ψυχική γαλήνη. Δράττεται κατά συνέπεια, τῆς εὐκαιρίας ὁ Πλούταρχος γιά νά κάνει λόγο σχετικά μέ τούς παράγοντες πού καθορίζουν τήν ψυχική γαλήνη, τούς τρόπους ἀπόκτησής της καί ὅλα αὐτά τά διασαφηνίζει μέ ἕνα πλῆθος παραδειγμάτων.

Φανερό εἶναι ὅτι στό μυαλό τοῦ Χαιρωνέα συγγραφέα εὐθυμία ἔχει παραπλήσια σημασία, ἄν ὄχι ταυτόσημη μέ τήν ψυχική γαλήνη. Κατά ἀρχήν, τονίζει ὅτι εὐθυμία δέν ἔχει σχέση οὔτε μέ τήν κοινωνική θέση κάποιου καί τή δύναμη πού ἀπορρέει ἀπό αὐτήν, οὔτε μέ τή φήμη του· παρά μόνο ὅταν κάποιος κάνει σωστή χρήση τῶν παραπάνω «προνομίων» καί ὅταν τυχαίνει νά μήν τά γεύεται νά μή νοιώθει δυστυχισμένος ἐπειδή τοῦ λείπουν: «πόθεν γε δή πρός ἀλυπίαν ψυχῆς καί βίον ἀκύμονα χρημάτων ὄφελος δόξης δυνάμεως ἐν αὐλαῖς, ἄν μή τό χρώμενον εὐχάριστον τοῖς ἔχουσι καί τό τῶν ἀπόντων μή δεόμενον ἀεί παρακολουθῇ;»27. Μόνο τότε ψυχή του δέ θά ταράσσεται ἀπό τά κύματα τῆς ἀθυμίας καί θά παραμένει ἥρεμη ὅπως θάλασσα ὅταν ἐπικρατεῖ γαλήνη.

Ἐξάλλου, σημειώνει Πλούταρχος, λόγος εἶναι αὐτός πού ὀφείλει κάθε σώφρων ἄνθρωπος νά ἔχει ὡς ὁδηγό στή ζωή του. Γιατί συζήτηση γιά τά πάθη, πρίν αὐτά συμβοῦν, δέν δημιουργεῖ προβλήματα στήν ψυχή κάποιου ἀλλά ἀντίθετα γεμίζει τόν ἐσωτερικό κόσμο του μέ νουνέχεια, ὥστε ὅταν αὐτά ἐμφανιστοῦν νά ἔχει τά κατάλληλα ἐφόδια γιά νά τά ἀντιμετωπίσει. Ἐπειδή μέ τή συζήτηση, τό λόγο γιά τά πάθη θά μπορέσει νά διαφωτίσει τό νοῦ του σχετικά μέ αὐτά καί νά γνωρίσει ἀκριβῶς πώς θά τά ἀντιμετωπίσει τή στιγμή πού θά βρεθεῖ στό «μάτι τοῦ κυκλῶνα». Ὅταν κάποιος κατανοήσει τή ῥίζα τοῦ προβλήματος, στή συγκεκριμένη περίπτωση τήν αἰτία τῶν παθῶν, θά εἶναι εὐκολότερο νά βρεῖ τήν ἵασή του ἀπό αὐτά. Ἀντίθετα ὅταν τά ὁποιαδήποτε πάθη συλλάβουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ ἐξ ἀπήνης, τελευταῖος δέν θά μπορέσει νά τά παραγκωνίσει μέ εὐκολία, γιατί θά εἶναι τελείως ἀπροετοίμαστος: «οὕτω καί τῶν λόγων, ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν' ἐκ πολλοῦ παρεσκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν»28.

Πλούταρχος στό σημεῖο αὐτό παρομοιάζει τό ἄλογο τῆς ψυχῆς μέ τά ἄγρια σκυλιά. Τό μέν πρῶτο καθησυχάζει τήν ἀνησυχία ἀπό τά πάθη πού τυχόν θά τοῦ προκληθεῖ μέ τήν ἐνθύμηση λογικῶν ἐπιχειρημάτων πού ἔχει παλαιότερα σκεφτεῖ· Τά δέ ἄγρια σκυλιά ἡρεμοῦν ἀπό τόν ἦχο φωνῆς μέ τήν ὁποία ἔχουν ἐξοικειωθεῖ: «ὡς γάρ οἱ χαλεποί κύνες πρός πᾶσαν ἐκταραττόμενοι βοήν ὑπό μόνης καταπραΰνονται τῆς συνήθους, οὕτω καί τά πάθη τά τῆς ψυχῆς διαγριαινόμενα καταπαῦσαι ῥαδίῳς οὐκ ἔστιν, ἄν μή λόγοι παρόντες οἰκεῖοι καί συνήθεις ἐπιλαμβάνωνται τῶν ταρρατομένων»29.

ψυχική γαλήνη δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ῥαθυμίας καί ἀοκνίας, ὅπως ἰσχυρίζεται Δημόκριτος,30 ἀλλά ἀπαλλαγή τῆς ψυχῆς μας ἀπό τήν ἀπελπισία, τή ζηλοτυπία, τή φιλοδοξία, τή ματαιοδοξία καί τή δεισιδαιμονία.31 Τά συγκεκριμένα πάθη ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ ἀδιέξοδα καί σκοτώνουν τό λόγο τοῦ "ζῆν", γιατί ἀντί νά διάγει βίο χαρούμενο, ζεῖ μέσα στήν κατήφεια καί τήν ἀπραξία, ἔχοντας πειστεῖ πώς ὁποιαδήποτε ἐνέργεια γιά τήν καλυτέρευση τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος τῆς ζωῆς του πρόκειται νά ἀποβεῖ ἄκαρπη· οἱ καιροί δέν εἶναι μενετοί.

Πλούταρχος ὑπογραμμίζει ὅτι βασικός παράγοντας στή συμβολή τῆς ἀπόκτησης εὐθυμίας δέν εἶναι τό πλῆθος ὀλιγότητα τῶν πράξεων μέ τίς ὁποῖες ἔχει «χρεωθεῖ» κάποιος. ἀμέλεια τῆς διαπράξεως κάποιων καλῶν πράξεων εἶναι τό ἴδιο ἐπιβαρυντική γιά τήν ψυχή του, ὅσο καί ἐπιτέλεση κάποιου ἔργου ἐπί κακῷ: «δεῖ δέ μή πλήθει μηδ' ὀλιγότητι πραγμάτων, ἀλλά τῷ καλῷ καί τῷ αἰσχρῷ τό εὔθυμον ὁρίζειν καί τό δύσθυμον· τῶν γάρ καλῶν παράλειψις οὐχ ἦττον τῶν φαύλων πρᾶξις ἀνιαρόν ἐστι καί ταραχῶδες»32.

Στή συνέχεια συγγραφέας μας ὑπογραμμίζει ὅτι τό σιντριβάνι τῆς ἱλαρότητας πού ἀναβλύζει ἀπό τήν ψυχή κάποιου δέν ἐπηρεάζεται οὔτε ἀπό τή μεταβολή τῆς στάσεως τῆς ζωῆς καί τοῦ σώματός του ἀλλά ἀπό τή σύνεση καί τή σωφροσύνη πού βρίσκεται στήν ψυχή του. Κατά συνέπεια δέν παίζει σπουδαῖο ῥόλο στήν ἀπόκτηση τήν αὐξηση τῆς ψυχικῆς εὔδιας οὔτε κοινωνική θέση κάποιου οὔτε ἐμφάνιση ἀπουσία τῶν διαφόρων προβλημάτων ἀπό τόν καθημερινό βίο του, ἀλλά διάθεση μέ τήν ὁποία κάποιος κρίνει καί ἀξιολογεῖ ὅλα τά παραπάνω: «ταῦτα δ̉ ἐστίν ἀπειρί πραγμάτων, ἀλογιστία, τό μή δύνασθαι μηδ' ἐπίστασθαι χρῆσθαι τοῖς παροῦσιν ὀρθῶς. ταῦτα καί πλουσίους χειμάζει καί πένητας, ταῦτα καί γεγαμηκότας ἀνιᾷ καί ἀγάμους· διά ταῦτα φεύγουσι τήν ἀγορά...προθύμως. Τοιαύτην λογισμός εὐκολίαν καί μεταβολήν ἐγγενόμενος ποιεῖ πρός ἕκαστον βίον»33. Γιά τήν τεκμηρίωση τῶν λεγομένων του, Πλούταρχος ἀναφέρει ὡς παραδείγματα σπουδαίους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἄν καί τά εἶχαν ὅλα ἔνιωθαν δύσθυμοι καί πολύ λυπημένοι, ἀντίθετα ἄλλοι, ἐξίσου γνωστοί στόν ἀρχαῖο κόσμο, ἄν καί δέν εἶχαν τίποτα πολύ λιγότερα ἀπό τούς προηγούμενους ἦταν εὔθυμοι. Ἔτσι Μέγας Ἀλέξανδρος, Ἀγαμέμνονας καί Φαέθων ἄνηκαν στήν πρώτη κατηγορία ὡς παραδείγματα δυσθυμίας, ἐνῷ ἀντίθετα Κράτης, Διογένης καί Σωκράτης κυριαρχοῦνταν ἀπό εὔθυμη ψυχική διάθεση34.

Πλούταρχος σημειώνει πώς καθένας θά πρέπει νά κάνει ὀρθή χρήση τῶν πραγμάτων καλῶν κακῶν πού τοῦ ἐμφανίζονται στό μονοπάτι τῆς ζωῆς του καί νά ἀξιολογεῖ ἐποικοδομητικά κάθε τυχόν δυσκολία ὥστε νά ἀποκομίζει κάποια ὠφέλεια καί νά μή γίνεται ἕρμαιο τῶν διακυμάνσεων τῆς τύχης35. Στή συνέχεια χαιρωνέας συγγραφέας προσπαθεῖ νά κάνει κατανοητό ὅτι τά ἐλαττώματα καί οἱ ἀτυχίες τῶν ἄλλων δέν πρέπει νά ἀποτελοῦν πηγή ἀθυμίας γιά τόν ὁποιονδήποτε ἀπό ἐμᾶς: «Τούς δέ πολλούς οὐ μόνον τά τῶν φίλων καί οἰκείων ἀλλά καί τῶν ἐχθρῶν ἀνιᾷ καί παροξύνει κακά, βλασφημίαι γάρ καί ὀργαί καί φθόνοι καί κακοήθειαι καί ζηλοτυπίαι μετά δυσμενείας αὐτῶν μέν εἰσι τῶν ἐχόντων κῆρες ἐνοχλοῦσι δέ καί παροξύνουσι τούς ἀνόητους»36, οὔτε νά ὀργιζόμαστε μέ τούς θυμούς καί τίς ἰδιοτροπίες τους γιατί δέν εἶναι ὅλοι «ἐπιεικεῖς καί χαριέντες»37, ἀλλά ὀφείλει καθένας νά γίνεται «τοῖς πράγμασιν ἐλαφρῶς συμπεριφέρεσθαι»38, ὥστε ἔτσι νά παραβλέψει ἐκεῖνο ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων πού τοῦ προκαλεῖ λύπη.

Ψυχική γαλήνη καί εὐθυμία μπορεῖ νά διακατέχει τόν ἐσωτερικό κόσμο κάποιου, ἀκόμα καί ὅταν βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ δύσκολες καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά εἶναι ἱκανός νά διαχωρίζει τά καλά ἀπό τά κακά καί νά μήν ἀφήνει τά τελευταῖα νά ἀμαυρώνουν τά πρῶτα39. Κατά συνέπεια μέ τό νά διδάσκεται ἀπό τίς τυχόν κακοτυχίες μαθαίνει νά ἐκτιμᾷ περισσότερο ὅ,τι ἔχει καί νά ἀξιολογεῖ ὀρθά τά διάφορα πράγματα καί καταστάσεις40. Ἐπιπλέον θά πρέπει νά παρατηρεῖ τούς κατώτερους ἀπό αὐτόν γιά νά νοιώθει χαρούμενος γιά τήν κατάσταση πού βρίσκεται, «καίτοι καί τοῦτο μέγα πρός εὐθυμίαν ἐστί, τό μάλιστα μέν αὑτόν ἐπισκοπεῖν καί τά καθ̉ αὑτόν, εἰ δέ μή τούς ὑποδεεστέρους ἀποθεωρεῖν»41, ἐπειδή ζεῖ εὐπρεπέστερα καί καλύτερα ἀπό πολλούς ἄλλους συνανθρώπους του: «ἀλλ̉ ὅτι μυρίων μυριάκις ἐν τοσούτοις εὐσχημονέστερον ζῇ καί βέλτιον»42. Συγχρόνως, ὅταν παρατηρεῖ τούς ἀνώτερους ἀπό αὐτόν, νά προσπαθεῖ νά διεισδύει στά ἐνδότερα τῶν πραγμάτων, ἀνακαλύπτοντας ἔτσι, ὅτι πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῶν καταστάσεων κρύβονται ἀρκετά προβλήματα καί στεναχώριες: «... μή μόνον ὅρα τά λαμπρά καί τά περιβόητα τῶν ζηλουμένων ὑπό σοῦ θαυμαζομένων, ἀλλ̉ ἀνακαλύψας καί διαστείλας ὥσπερ άνθηρόν παραπέτασμα τήν δόξαν αὐτῶν καί τήν ἐπιφάνειαν ἐντός γενοῦ, καί «κατόψει πολλά δυσχερῆ καί πολλάς ἀηδίας ἐνούσας αὐτοῖς»43. Μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε θά ζηλεύει θά θαυμάζει τά ξένα πράγματα, ἀλλά θά νοιώθει εὐφροσύνη στήν καρδιά του γιά τή δική του τύχη, ἀφοῦ μέ τό νά θαυμάζει τά ξένα δέ θά ἐξευτελίζει τά δικά του44.

Στή συνέχεια Πλούταρχος ὑποστηρίζει ὅτι κύρια πηγή τῆς ἀθυμίας πού καταβάλλει κάποιον εἶναι φιλαυτία, ἀγάπη γιά τίς τιμές καί ἀπληστία, «αἴτιον δ' φιλαυτία μάλιστα, φιλοπρώτους ποιοῦσα καί φιλονίκους ἐν πᾶσι καί πάντων ἐπιδραττομένους ἀπλήστως»45. Φέρνει λοιπόν ὡς παράδειγμα τό Διόνυσο τόν Πρεσβύτερο. Παρ̉ ὅλο πού ἦταν μεγάλος τύραννος, δέν ἦταν εὐχαριστημένος μέ ὅ,τι εἶχε, ἀλλά ἔνοιωθε λυπημένος γιατί ἦταν κατώτερος στή φωνή ἀπό τό Φιλόξενο, τόν ποιητή καί στή διαλεκτική ἀπό τόν Πλάτωνα46. Γιά νά ἀποφευχθεῖ λοιπόν, συγκεκριμένη αἰτία τῆς ἀθυμίας πρέπει νά ἀποκτήσει κάποιος πλήρη αὐτογνωσία, ὥστε νά γνωρίζει τίς ἱκανότητές του καί ἔτσι νά τίς ἀξιοποιεῖ κατά τό μέγιστον δυνατόν: «ὅθεν οὐ πάντα πάντων ἐστίν, ἀλλά δεῖ τῷ Πυθικῷ γράμματι πειθόμενον αὑτόν καταμαθεῖν, εἶτα χρῆσθαι πρός ἕν πέφυκε»47 Ἵαση στήν ἀθυμία ἑπομένως, θά βρεῖ ὁποιοσδήποτε δέν ἐπιθυμεῖ πράγματα εἴτε μεγαλύτερα ἀπό τή φύση του εἴτε ἀντιμαχόμενα μεταξύ τους, παραμελώντας συγχρόνως ἐκεῖνα πού τοῦ ἔχει δώσει φύση.

Γιά ἄλλη μία φορά Πλούταρχος ἐπισημαίνει ὅτι λησμοσύνη τῶν εὐοίωνων πραγμάτων καί ἐνθύμηση τῶν κακῶν δέν φέρνει ψυχική γαλήνη σέ κάποιον, ἀλλά γεμίζει τήν ψυχή του μέ λύπη καί δυσθυμία· «οὕτως ἄνθρωποι τῶν ἱλαρῶν καί προσηνῶν ἀπορρέοντες ἐμπλέκωνται ταῖς τῶν ἀηδῶν ἀναμνήσεσι»48. κάθε σώφρων ἄνθρωπος γιά νά ξεχειλίζει ἀπό χαρά, ἀπό ἐσωτερική ἱλαρότητα, θά πρέπει νά χειρίζεται τά κάθε εἴδους εὐχάριστα καί κατηφῆ πράγματα μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά παράγει μία ἀρμονική σύνθεση σύμφωνη μέ τή φύση του καί μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας θά διάγει τό βίο του, ἔμπλεος ψυχικῆς γαλήνης, «ἀμβλύνοντας ἀεί τοῖς κρείττοσι τά φαῦλα καί τά χείρονα τοῖς χρηστοῖς ἐμπεριλαμβάνοντας, ἐμμελές τό τοῦ βίου μῖγμα ποιεῖν καί οἰκεῖον αὐτοῖς»49.

Φυσικά Πλούταρχος δέ συμβουλεύει κάποιον πού ζεῖ μέσα στήν εὐτυχία νά λησμονεῖ τίς τυχόν δυσκολίες πού πρόκειται νά ἔρθουν. Ἔτσι θά ἐνεργεῖ ὡς ἀσύνετος καί ἐπιπόλαιος καί ὄχι ὡς σώφρων καί συνετός ἄνθρωπος. Ἀλλά ἔχοντας σκεφτεῖ καί ἐξετάσει πιθανόν κακοτυχία πού θά συμβεῖ, γρήγορα ξεπερνᾷ τή στεναχώρια, ὅταν τόν βρεῖ μία ἀναποδιά, καί γίνεται ξανά χαρούμενος καί προσήνηις50. Λύπη, ἑπομένως, δέ φέρνει στή ψυχή κάτι πού ἀναμένεται, ἀλλά κάτι πού εἶναι ἐντελῶς ἀπροσδόκητο, ὅπως χαρακτηριστικά Πλούταρχος σημειώνει, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τόν Περσέα καί τόν Αἰμίλιο. μέν πρῶτος κατελήφθει ἀπό ὑπέρμετρη δυσθυμία ὅταν ἔχασε ἀπροσδόκητα τήν ἐξουσία, ἐνῷ δεύτερος γνώριζε ὅτι ἐξουσία του ἦταν ἐφήμερη, γι' αὐτό καί ὅταν συνέβη νά τή χάσει συνέχισε νά αἰσθάνεται χαρούμενος ὅπως πρίν· «ἀλλά Περσεύς μέν ἀπολαβών Μακεδονίαν αὐτός τε καταθρήνει τόν ἑαυτοῦ δαίμονα καί πᾶσιν ἐδόκει δυστυχέστατος ἀνθρώπων γεγονέναι καί βαρυποτμότατος· δέ τούτου κρατήσας Αἰμίλιος ἑτέρῳ παραδιδούς τήν ὁμοῦ τι γῆς καί θαλάττης ἄρχουσαν δύναμιν ἐστεφανοῦτο καίθ ἔθυεν εὐδαιμονιζόμενος, εἰκότως· οὕτως μέν ᾔδει λαμβάνων ἀρχήν ἀποδοθησόμενην, ἐκεῖνος δ' ἀπέβαλε μή προσδοκήσας»51.

Σημαντικότερο, ὅμως, παράγοντα στήν αὔξηση τῆς εὐθυμίας δέν ἀποτελεῖ σκέψη γιά τά μελλοντικά κακά συμβάντα πού θά ἐπισκεφτοῦν κάποιον, ἀλλά ἀφοβία πρός τό θάνατο, τονίζει χαρακτηριστικά Πλούταρχος. Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἀρχαῖος συγγραφέας μία σημαντική ἄποψη γιά τήν ψυχή. Σημειώνει ὅτι θάνατος δέν συντελεῖ στήν ἐξαφάνιση τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή μεταφέρει σέ μία καλύτερη κατάσταση. Ἔχοντας κατά νοῦ αὐτό κάποιος θά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει ὁποιαδήποτε δυσθυμία τοῦ προκαλεῖ μνήμη τοῦ θανάτου, ἐνισχύοντας συγχρόνως τό αἴσθημα τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας: «ὁ δέ τήν τῆς ψυχῆς φύσιν ἀμωσγέπως ἐπινοῶν καί τήν εἰς βέλτιον αὐτῆς μηθέν κάκιον ἐν τῇ τελευτῆ μεταβολήν ἐπιλογιζόμενος, οὐ μικρόν ἔχει τῆς πρός τόν βίον εὐθυμίας ἐφόδιον τήν πρός θάνατον ἀφοβίαν»52.

Πλούταρχος δέν παραλείπει νά τονίζει συνέχεια ὅτι τό στοιχεῖο πού συντελεῖ στήν ἀλυπία εἶναι προετοιμασία τῆς σκέψης γιά τό κακό πού τυχόν θά συμβεῖ καί ὄχι ἀπομάκρυνση της ἀπό τή μελέτη μελλοντικῶν συμφορῶν καθησυχάζοντας την ὅτι «τοῦτ̉ οὐ πείσομαι»53. Τέλος ἕνας ἀκόμη παράγοντας πού ἐνισχύει τήν ψυχική ἀλυπία εἶναι ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι δέν ταράζεται ψυχικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τύψεις καί ἐρινύες πού ἀναδύονται ἀπό τήν ἀνάμνηση ἀπεχθῶν πράξεων πού ἔχει διαπράξει μέσα στό νοῦ του: «ἀφ̉ ἧς αἱ καλαί πράξεις ῥέουσαι καί τήν ἐνέργειαν ἐνθουσιώδη καί ἱλαράν μετά τοῦ μέγα φρονεῖν ἔχουσι»54.

Ἐν κατακλεῖδι, εὐθυμία βρίσκεται ἄφθονη στίς γιορτές τῶν Θεῶν, σύμφωνα μέ τόν Πλούταρχο. Κάνει μία σύγκριση μεταξύ τῶν ἑορτῶν τῶν θνητῶν καί τῶν ἀθανάτων καί παρατηρεῖ ὅτι σαφῶς ὑπερτεροῦν οἱ δεύτερες σέ εὔθυμη διάθεση σέ σχέση μέ τίς πρῶτες. Παίρνοντας ἔπειτα ἀφορμή ἀπό τίς ἄθλιες γιορτές τῶν θνητῶν κάνει λόγο γιά τή μίζερη ζωή τους. Ἀπό τήν κατάσταση τῆς στεναχώριας55, σημειώνει, μπορεῖ κάποιος νά βρεῖ διέξοδο μόνο ὅταν συμβιβαστεῖ μέ τά λάθη τοῦ παρελθόντος, χαίρεται τό παρόν καί ἀτενίζει μέ αἰσιοδοξία τό μέλλον.

Ὁλοκληρώνοντας τήν ἑνότητα αὐτή τοῦ πρώτου κεφαλαίου μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρο τό ἔργο του Πλουτάρχου κυριαρχεῖ ἕνας τόνος αἰσιοδοξίας γιά τή ζωή καί γιά τόν τρόπο πού ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε τήν κάθε κατάσταση, ὥστε ψυχή μας νά κυριαρχεῖται, ὄσον τό δυνατόν περισσότερο, ἀπό μία ψυχική νηνεμία. Εἶναι ἐμφανής ἐπίδραση τοῦ συγγραφέα μας ἀπό τό Δημόκριτο τόν Παναίτιο, κατά συνέπεια ἀπό τή στωική φιλοσοφία καί ἀπό τόν Πλάτωνα.Εἶναι χαρακτηριστική ἐπιρροή τῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα στόν Πλούταρχο στό σημεῖο στό ὁποῖο τελευταῖος ὑποστηρίζει ὅτι τό ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς μπορεῖ νά τιθασευθεῖ μέ τό λόγο ἐξασφαλίζοντας ἔτσι μία ψυχική πειθαρχία ἀπό τά πάθη, μία γαλήνη: «τί δέ τοῦτ' ἐστίν ἄλλο λόγος εἰθισμένος καί μεμελετηκώς τοῦ παθητικοῦ καί ἀλόγου τῆς ψυχῆς ἐξισταμένου πολλάκις ἐπιλαμβάνεσθαι ταχύ καί τῶν περιορᾶν ἀπορρέον καί καταφερόμενον ὑπό τῶν ἀπόντων;»56. Ἐνῶ σέ ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίζει πώς λόγος πού ἔχει μελετήσει τό ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς δρᾶ καταλυτικά στά πάθη τήν κατάλληλη στιγμή57.

Μέ τή μελέτη τοῦ συγκεκριμένου πονήματος τοῦ Πλουτάρχου καί ἄν ὁ μελετητής δέν γνώριζε ποιος μπορεῖ νά εἶναι ὁ συγγραφέας, θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι τό ἐργο αὐτό εἶναι γραμμένο ἀπό κάποιον χριστιανό, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἐμβαθύνει πολύ στή χριστιανική ἠθική καί στή γενικότερη θεολογία τῆς θρησκείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχει ὅμως δεχτεῖ τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς σκέψεως, κάτι πού εἶναι διάχυτο σέ ὁλόκληρο τό κείμενο.

β) «εὐθυμία» στή σκέψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί οἱ τρόποι ἀποφυγῆς τῆς ἀθυμίας58.


ἱερός Χρυσόστομος κάνει λόγο γιά τήν εὐθυμία καί τήν ἀθυμία θέλοντας νά ἀπαλλάξει τήν καρδιά τῆς μαθήτριάς του Ὀλυμπιάδας ἀπό τό ἄσχημο συναίσθημα τῆς ῥαθυμίας πού τήν ἔχει κυριέψει. Μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τήν Ὀλυμπιάδα ἀναφέρεται τόσο στό περιεχόμενο τῆς εὐθυμίας καί τῆς ἀθυμίας, ὅσο καί στόν τρόπο ἀπόκτησης τῆς πρώτης καί ἀπαλλαγῆς τῆς δεύτερης ἀπό τήν ἀνθρώπινη ψυχή. λύπη γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη γίνεται τροχοπέδη, μεγάλο ἐμπόδιο γιά τή γαλήνη τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Κύριος σκοπός τῆς πορείας στή ζωή κάποιου, σύμφωνα πάντα μέ τόν ἅγιο πατέρα, δέ θά πρέπει νά εἶναι μετρίαση ἔλλειψη, προσωρινά, τοῦ συναισθήματος τῆς λύπης ἀλλά κάτι περισσότερο ἀποτελεσματικό· κατανόηση τοῦ εἶναι τῆς ψυχῆς καί ἀντικατάσταση τῆς λύπης μέ τή χαρά καί τήν αἰσιοδοξία. ἀθυμία «ῥοκανίζει»τήν εὐθυμία ὁποία δειλά προσπαθεῖ νά ἀνθίσει.

Χρυσόστομος ἀρχικά σημειώνει ὅτι σέ ἐκεῖνον δέ τοῦ προκαλεῖ θλίψη κατάσταση τῆς ἐξορίας στήν ὁποία βρίσκεται, οὔτε τά διάφορα τεκταινόμενα πού τόν ὁδήγησαν ἐκεῖ· ἀλλά θλίβεται ὅταν γνωρίζει ὅτι μία ἀπό τίς ἀγαπημένες του μαθήτριες βρίσκεται μέσα στήν τρικυμία τῆς λύπης: «Ἕν ἐστιν ἡμᾶς τό λυποῦν, τό μή θαρρεῖν ὅτι καί αὐτή ἐν εὐθυμίᾳ διάγεις»59.

συμβουλή του εἶναι ὅτι Ὀλυμπιάδα ὀφείλει μέ τή λογική της νά ἀγωνιστεῖ ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί νά μήν ἐπιτρέψει νά ἡττηθεῖ ἀπό κάτι πού εἶναι κατώτερο ἀπό τή δύναμη πού κρύβει μέσα της: «μή ἐκδῷς σεαυτήν τῇ τῆς ἀθυμίας τυραννίδι, ἀλλά κράτει τῷ λογισμῷ τοῦ χειμῶνος· δύνασαι γάρ, καί οὐ μειζόν σου τῆς τέχνης τό κλυδώνιον»60.

λύπη, δυσθυμία εἶναι τό μεγάλο κακό ἀπό τό ὁποῖο βασανίζεται Ὀλυμπιάδα. Τό πρόβλημα αὐτό μετριάζεται ὅταν κάποιος βρίσκει συμπαραστάτες στόν πόνο του, ὅπου καί ἄν αὐτός βρίσκεται. Ἔτσι δύναμη τοῦ πόνου μετριάζεται γιατί πάσχων μοιράζεται τή δυσθυμία του μέ ἄλλους· αὐτό τόν ὁδηγεῖ ὡς ἕνα βαθμό στήν ἀλυπία: «εὔδηλον ὅτι τοῦτο πολλήν φέρει τήν παραμυθίαν, τό κοινωνούς ἔχειν τῆς ἀθυμίας τήν οἰκουμένην ἅπασαν»61.

Ἐξάλλου οἱ στεναχώριες πού προκύπτουν ἀπό τίς διάφορες δυσκολίες πού τυχαίνουν μποροῦν, ὑποστηρίζει πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, νά ξεπεραστοῦν ἀναλογιζόμενοι τά ἄλλα ἀγαθά πού τούς δόθηκαν ἀπό τό Θεό. παρηγοριά πού θά προκύψει ἀπό τό συλλογισμό τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἔχουν θά εἶναι ἀντίβαρο στίς θλίψεις ἀπό τίς συμφορές πού τούς περιβάλλουν62. ἱερός πατήρ συνεχίζει τονίζοντας ὅτι θλίψη καί ἀθυμία ἀποτελοῦν δεσμά τῆς σάρκας: «Ἀπαλλαγεῖσα τοίνυν τῆς γῆς, μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου τῆς σαρκός, διέγειρόν σου τῆς φιλοσοφίας τό πτερόν μηδέ ἀφῇς ὑπό τῆς σκιᾶς αὐτό καί τοῦ καπνοῦ (τοῦτο γάρ τά ἀνθρώπινα) βαπτίζεσθαι καί καθέλκεσθαι»63.

Καί ἄν τό ἕλκος τῆς ἀθυμίας, συνεχίζει ἅγιος Ἰωάννης, βαραίνει περισσότερο τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων γιατί προέρχεται ἀπό τό συλλογισμό ὅτι ἄδικα πάσχουν, ἐνῷ ἀντίθετα ὅσοι εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τά ἄδικα παθήματά τους ἀπολαμβάνουν τιμές καί ζοῦν ἐν εὐθυμίᾳ, καθόλου ἄς μή στεναχωριοῦνται. Αὐτοί παρομοιάζονται μέ τό σκληρόκαρδο πλούσιο τῆς παραβολῆς τοῦ Λαζάρου,64 γιατί πεθαίνοντας θά ἔχουν τή φαινομενική αὐτή εὐτυχία ὡς ἀμείλικτο κατήγορό τους στήν ἄλλη ζωή.65 Ὄχι γιατί ἔζησαν εὐτυχισμένοι, ἀλλά γιατί ἄφησαν σέ ἀχρησία τό ἀγαθό τῆς εὐθυμίας προκειμένου νά γίνουν καλύτεροι. Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατον νά εὐτυχοῦν πραγματικά, ὅταν δυστυχοῦν οἱ ἄλλοι, λέει Χρυσόστομος σέ ἕνα ἄλλο ἔργο του66.

ἔλλειψη εὐθυμίας προκαλεῖ τραῦμα στήν ψυχή, ἕλκος, ὅμως δέν πρέπει κανείς νά ἀπελπίζεται, ἀλλά νά ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του στόν παντοδύναμο Θεό. Ἐκεῖνος, ἐξηγεῖ ἅγιος Ἰωάννης, ἔχει τή δύναμη νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τή δύσκολη κατάσταση μέ ἕνα του νεῦμα, «νεύματι λύει τήν ζάλην»67, ἀρκεῖ Ἐκεῖνος νά κρίνει ὅτι ἔχει ἔρθει κατάλληλη στιγμή γιά τή σωτηρία τοῦ ἀγαπημένου δημιουργήματός του, τόν ἄνθρωπο, «ἔθος αὐτῷ τοιοῦτο μή ἐν ἀρχῇ τά δεινά καταλύειν - τήν τε οἰκείαν ἐνδεικνυμένος δύναμιν καί τῶν ἐμπιπτόντων τήν ὑπομονήν ἐγγυμνάζων»68. Στό σημεῖο αὐτό Χρυσόστομος παρομοιάζει τό Θεό μέ ἕναν ἐπιδέξιο κυβερνήτη ὁποῖος δέν νικᾷ τήν τρικυμία μέ τήν τέχνη Του ἀλλά μέ τήν παντοδυναμία Του. Δέν πρέπει κατά συνέπεια, κάποιος νά εἶναι δύσθυμος γιά τά δεινά τοῦ σώματος, ὑπογραμμίζει ἱερός πατήρ, γιατί ὁτιδήποτε βρίσκεται μέσα στά πλαίσια τῆς ὕλης, -«τά δέ ἄλλα πάντα μῦθος, κἄν ἐπιβουλάς εἴπης, κἄν ἀπεχθείας, κἄν δόλους, κἄν συκοφαντίας, κἄν λοιδορίας, κἄν κατηγορίας, κἄν δημεύσεις, κἄν ἐξορίας, κἄν ξίφη ἠκονημένα, κἄν πέλαγος, κἄν τόν τῆς οἰκουμένης ἁπάσης πόλεμον»69, εἶναι παροδικό70 ἐνῷ ψυχή εἶναι αἰώνια. Αὐτό, ὅμως, πού θά πρέπει νά ἀποφεύγεται μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, γιατί εἶναι πηγή μεγάλης λύπης καί δυσθυμίας εἶναι ἁμαρτία71, τό ἠθικό κακό. ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου τόν αἰχμαλωτίζει, ὅπως ἀράχνη αἰχμαλωτίζει μέ τόν ἱστό τό θῦμα της, στά δεσμά τοῦ μισόκαλου δαίμονα.

Οἱ καταιγίδες τῆς ζωῆς, λέει ἐξόριστος Πατριάρχης στήν ἀγαπημένη του μαθήτρια, δέν πρέπει νά ἐπισκιάζουν μέ στεναχώρια τήν ψυχή γιατί παντοδύναμος Θεός μπορεῖ νά τά διορθώσει ὅλα καί νά κάνει κάθε τί πού φαίνεται ἀδύνατο δυνατό.72 Ἐξάλλου, τό νά ἐξεταστοῦν τά πράγματα μέ σύνεση εἶναι σημαντικός ὁδηγός τό νά φθάσει κάποιος στήν εὐθυμία καί νά γίνει μέτοχος αὐτῆς· «ἀλλ̉, ἵνα μή πάντα μετ̉ εὐκολίας παρ̉ ἡμῶν ἀκούῃς, τοῦτο σοι καταλιμπάνω τό μέρος, ὥστε μετά ἀκριβείας ἀναλέξαι πάντα καί παραθεῖναι τοῖς λυπηροῖς καί, καλήν ἀσχολουμένη ἀσχολίαν, οὕτως ἀπαγαγεῖν σαυτήν τῆς ἀθυμίας»73. ἱερός πατήρ τονίζει ὅτι εὐθυμία δέν προέρχεται μόνο ἀπό τό ἄκουσμα παρηγορητικῶν λόγων ἀπό τήν ἀνάγνωση συμβουλευτικῶν ἐπιστολῶν. Πετυχαίνεται ὅμως, μέ τήν ἐνεργῆ συμμετοχή τοῦ πάσχοντα ἀπό λύπη74. Μόνο τότε καταπραΰνεται φλεγμονή τῆς ὀδύνης, «τήν σήν καταστεῖλαί σου τῆς ὀδύνης τήν φλεγμονή»75.

ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη, δέν ὀφείλει νά προσπαθεῖ νά θεραπεύεται μόνο ἀπό τό ἔλκος καί τό οἴδημα τῆς ἀθυμίας ἀλλά καί νά καθαριστεῖ ἀκόμα καί ἀπό τή σκόνη της: «Πλήν ἀλλ̉ οὐδέ οὕτως ἀμελητέον τῆς ἐπιμελείας τῆς σῆς»76. Γιατί καί οἱ μικρότεροι κόκκοι ἀθυμίας μποροῦν νά προκαλέσουν σοβαρή ζημιά σέ κάποιον77. Αὐτό θά ἐπιτευχθεῖ ὄχι μόνο μέ τήν ἀρωγή κάποιου ἄλλου, ἀλλά κυρίως μέ τή συνδρομή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀρρώστου στήν προσπάθεια του νά γίνει καλά, «τοῦτο καί ἐπί τῆς ψυχῆς γίνεσθαι πέφυκεν»78.

Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του Ἰωάννης ὑποστηρίζει ὅτι φάρμακο γιά τήν ἵαση ἀπό τήν ἀθυμία καί τήν ἐνίσχυση τῆς εὐθυμίας μπορεῖ κάποιος νά βρεῖ μέσα στήν ἀρετή τῆς ψυχῆς του, στή σύνεση καί στή φιλοσοφία, «τῆς εὐλαβοῦς ψυχῆς τήν ἰσχύν, τῆς συνέσεως τό πλῆθος, τῆς φιλοσοφίας τήν δύναμιν»79, γιατί μέ τά μέσα αὐτά θά μπορέσει νά ἀποκαταστήσει τήν ἀταραξία στήν κλυδωνιζόμενη ἀπό τήν ἀθυμία ψυχή του80. Φυσικά ἱερός Χρυσόστομος γνωρίζει ὅτι λύπη εἶναι ἀναπόφευκτη καί συγχρόνως ὠφέλιμη στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναπόφευκτη εἶναι γιατί κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀλάνθαστος καί τά λάθη ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τόν παραγκωνισμό τῆς ψυχικῆς εὐθυμίας καί τήν ἐμφάνιση τῆς ἀθυμίας στό προσκήνιο. Ὠφέλιμη εἶναι γιατί βγάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀδράνεια καί τόν προτρέπει νά βρεθεῖ σέ ἐγρήγορση. ἔλλειψη ὅμως τῆς εὐθυμίας καί παρουσία τῆς λύπης στή ζωή κάποιου πρέπει νά ὑπάρχει μέ μέτρο: «ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ»81. Στό σημεῖο αὐτό μελίρρυτος πατήρ ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό τή φιλοσοφία τῶν Στωϊκῶν Φιλοσόφων πού ὑποστήριζαν ὅτι ὅλα στή ζωή, ἀκόμα καί λύπη, δέν πρέπει νά ξεπερνοῦν τό μέτρο γιατί τότε γίνονται ἐπιβλαβή γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἄλλωστε τό μέτρο καί ἀμετρία εἶναι δύο ἔννοιες οἰκεῖες στή σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Κυριαρχοῦν ὄχι μόνο στήν αἰσθητική, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τή διδασκαλία τῆς ἠθικῆς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν τά ἔργα τῶν μεγάλων τραγικῶν ποιητῶν· ὁτιδήποτε ὑπερβαίνει τό μέτρο προκαλεῖ τή θεία ὀργή, φτάνει στήν ὕβρη καί τιμωρεῖται ἀπό τή «νέμεσιν». θύραθεν παιδεία ἐδῶ, ἐμφανῶς ἔχει ἐπιδράσει στή σκέψη τοῦ Χρυσοστόμου. ἐπιρροή ὅμως τῆς Χριστιανικῆς θεολογίας γιά τό μέτρο καί τήν ἀμετρία ἀποτελεῖ καί αὐτή σημαντικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῆς σκέψης τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πατρός. Κατά συνέπεια, θεωρεῖ ὅτι ὑπέρμετρη λύπη εἶναι ἔργο τοῦ ἐθελόκακου τοῦ δαίμονα. Εἶναι ἔργο σατανικό, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει στήν ἐπιστολή του αὐτή, «καί πρός τούτοις σατανικόν καί ψυχῆς ὄλεθρος»82. Μέ τή λέξη σατανικό ἱερός Ἰωάννης περιγράφει τή βασική πηγή τῆς ψυχικῆς τρικυμίας καί παράλληλα φαίνεται ὅτι ἔχει ὑποστῆ ἐπίδραση ἀπό τούς πατέρες τῆς ἐρήμου. Οἱ τελευταίοι θεωροῦσαν ὅτι ἀκηδία εἶναι ἰδανικός χῶρος ἀνάπτυξης τῆς δράσης τοῦ Σατανᾶ.

Μέ τήν ἄμετρη δυσθυμία Σατανᾶς ἐμποδίζει τό ἀνθρώπινο ὄν στήν προσπάθειά του νά ἀναρριχηθεῖ στό ὅρος τῆς εὐθυμίας καί νά σωθεῖ καί μετατρέπει τή λύπη ἀπό φάρμακό σέ θανατηφόρο δηλητήριο: «Ὁρᾷς πῶς σατανικόν τό ἀμέτρως ἀλγεῖν καί τῆς ἐκείνου παγίδος ἔργον, τό σωτήριον φάρμακον τῇ ἀμετρίᾳ ποιοῦντος δηλητήριον;»83. πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιώντας τά λόγια84 τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐξηγεῖ ὅτι ἄμετρη λύπη δέν εἶναι μόνο ἔργο τοῦ Διαβόλου, ἀλλά καί δεῖγμα μεγάλης ἀνοησίας, ἀφοῦ ἐπιφέρει βαθύ σκοτάδι στή διάνοια, σύγχυση καί ταραχή στήν ψυχή. Τό ἄν θά ἀπαλλαγεῖ κάποιος ἀπό αὐτήν, βασίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στή θέλησή του καί στό πόσο ἀποφασισμένος εἶναι νά παλέψει πραγματικά χωρίς προφάσεις καί δικαιολογίες τοῦ ὅτι δῆθεν δέν μπορεῖ. Ἔπειτα, τονίζει Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι ὑπάρχει ἕνα πράγμα πού σκέψη εἶναι σίγουρο ὅτι μπορεῖ νά διώξει τήν ἀθυμία ἀπό τή ψυχή κάποιου,ἡ μνήμη τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως. σκέψη τῆς φοβερῆς ἡμέρας τῆς ἀποδόσεως τοῦ καθενός ἀνάλογα μέ τά ἔργα του ἀμαυρώνει κάθε ἄλλη στεναχώρια85. Ἀναλογιζόμενος κάποιος ὅλα τά παραπάνω, θά μπορέσει νά ἀντικαταστήσει τή σατανική καί ψυχοφθόρα λύπη μέ τήν εὐθυμία86. Τότε ἀθυμία θά μοιάζει μέ ἕναν μικρό ἱστό ἀράχνης καί ὄχι μέ ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος, «ἀράχνης αὐτήν εὐκολώτερον διασπάσαι καί ἀφανίσαι δυνήσῃ»87.

Στήν ἕνατη ἐπιστολή τοῦ ἱεροῦ πατρός πρός τήν Ὀλυμπιάδα, ἱεράρχης στεναχωριέται, γιατί ἀντί Ὀλυμπιάδα νά μοχθεῖ γιά τήν ἀπόκτηση τῆς εὐθυμίας, ἐκείνη ἄπραγη βυθίζεται ὅλο καί περισσότερο μέσα στή δυσθυμία, μέ τό νά κρατιέται δέσμια ὀδυνηρῶν λογισμῶν: «ὅτι ὀφείλουσα πάντα κινεῖν καί πραγματεύεσθαι, ὥστε ἀπελαύνειν σου τῆς ψυχῆς τήν ἀθυμίαν, περιέρχῃ συνάγουσα λογισμούς ὀδυνηρούς...»88 Ἐπιπλέον συμπληρώνει ὅτι δέν ὠφελεῖ νά καλλιεργεῖ κάποιος τή δυσθυμία σκεπτόμενος ἄσχημα πράγματα, «ἀλλά καί τοῦτο πάλιν ἔγκλημα μέγιστον τό λέγειν ὅτι καί προσφιλοτιμοῦμαι τοῖς λογισμοῖς τάς ὀδύνας»89, πραγματοποιώντας τό σχέδιο καί τό θέλημα τοῦ ἀπειρόκακου Δαίμονα μέ τό νά αὐξάνει τή δυσθυμία, «τό θέλημα τοῦ διαβόλου ποιεῖς»90.

Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο, Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι εὐθυμία δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τούς νόμους τῆς φύσης πού δέν ἀλλάζουν, ἀλλά εἶναι θέμα προσωπικῆς γνώμης91 καί χειρισμοῦ τῶν ἐλεύθερων λογισμῶν τῆς προαιρέσεως, στήν ὀρθή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου: «Οὐδέ γάρ ἐν τοῖς ἀκινήτοις τῆς φύσεως νόμοις οὕς ἀναμοχλεῦσαι ἡμῖν ἀδύνατον καί μεταθεῖναι, ἀλλ' ἐν ἐλευθέροις τοῖς τῆς προαιρέσεως λογισμοῖς, οὕς μεταχειρίζειν ἡμῖν ῥᾴδιον τά τῆς εὐθυμίας ἀπόκειται. -Οὐ γάρ ἐν τῇ φύσει τῶν πραγμάτων οὕτως, ὡς ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀνθρώπων τά τῆς εὐθυμίας ἵστασθαι πέφυκεν»92.

εὐθυμία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη, βασίζεται σέ δύο βασικά συνθετικά τή γαλήνη καί τήν ψυχική εἰρήνη. λύπη παρομοιάζεται μέ τό σκοτάδι τῆς νύχτας καί ὡς τό φοβερότερο βασανιστήριο, ὀδύνη ἄρρητη καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε τιμωρία.93 πιό φοβερή πηγή ὅμως, δυσθυμίας εἶναι φόβος τοῦ θανάτου· καί αὐτό γιατί φύση τοῦ θανάτου εἶναι τόσο τρομακτική ὥστε ὑπερτερεῖ ἔναντι ὁποιασδήποτε ἄλλης λύπης94.

ἔλλειψη εὐθυμίας ἐπισκιάζει κάθε χαρά καί κάθε εὐτυχισμένη στιγμή καί ἐπιζητεῖ ἀκόμα καί τό θάνατο. Τό μέν πρῶτο τό ἔπαθαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος τούς πληροφόρησε ὅτι ἔφτασε ὥρα νά φύγει ἀπό κοντά τους.95 Τό δέ δεύτερο τό ἐπιζητοῦσαν προφήτης Ἠλίας καί προφήτης Ἰωνάς96, ὅταν βρέθηκαν σέ δύσκολη κατάσταση. Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά, συμπεραίνει ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης, ὅτι ἀπέδειξε μέ σαφήνεια «ὅτι μέν οὖν τῶν ἁπάντων τῶν παθημάτων χαλεπώτερον ἀθυμία καί κολοφών καί τό κεφάλαιον τῶν δεινῶν»97.

ἅγιος Ἰωάννης ὑπογραμμίζει γιά ἄλλη μία φορά πόσο φοβερό πράγμα εἶναι τό φορτίο τῆς λύπης καί τῆς δυσθυμίας πού μπορεῖ νά μεταφέρει κάποιος στήν ψυχή του, ἐπικαλεῖται τόν Ἰώβ. Αὐτός ὀνόμαζε τό θάνατο ἀνάπαυση καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά τοῦ τή χαρίσει, λύνοντας τον ἀπό τά δέσμα τῆς ἀθυμίας. Ἐπειδή ὅμως, εἶναι τόσο ἀνυπόφορη, ἔχει ὡς ἔπαθλο τήν ἐπιβράβευση ἀπό τό Θεό. Βέβαια αὐτό προϋποθέτει νά ἀγωνιστεῖ κάποιος νά τήν ἀποβάλλει98.

Φυσικά, σημειώνει ἱερός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τόν μακάριο Παῦλο, ὅτι ἄν παρ' ὅλο τόν ἀγῶνα κάποιου γιά νά ἐπανέλθει στήν εὐθυμία, δέν εἰσακούεται αἴτηση του ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, ἴσως αὐτό ἀποτελεῖ τό μέσο γιά νά κερδίσει μεγαλύτερα ἔπαθλα ἀρετῆς ἀπό τό Θεό.99 Ὅπως ἄλλωστε ὑποστηρίζει ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: «Ἕκαστος γάρ τόν ἴδιον μισθόν λήψεται κατά τόν ἴδιον κόπον»100. Χρυσόστομος συμβουλεύει τήν Ὀλυμπιάδα νά μήν ἀφήνει τή δυσθυμία νά τήν κυριεύει ἀλλά νά τήν ὑπομένει μέ καρτερία, πραότητα καί γενναῖο φρόνημα, ὥστε νά μήν ἐπιτρέψει στό βροτοφάγο δαίμονα νά ἀναδειχθεῖ νικητής καί αὐτή ἡττημένη101. Τέλος τῆς γράφει δύο ὡραῖα καί γλαφυρά παραδείγματα μέ τά ὁποῖα θά κατανοήσει εὐκολότερα τά παραπάνω καί θά ἐνστερνιστεῖ γρηγορότερα τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου της. Χρησιμοποιεῖ ἑπομένως, τό παράδειγμα τῶν δέντρων πού οἱ ἀνωμαλίες τοῦ ἐδάφους τά βοηθάει νά γίνουν δυνατά, μέ πλούσιο φύλλωμα καί καρποφόρα, ὅπως οἱ δυσκολίες καί δυσθυμία ἀπό αὐτές σμιλεύουν τόν ἀνθρώπινο χαρακτῆρα καί τόν κάνουν ἀξιώτερο μεγάλων ἐπάθλων ἀπό τό Θεό102. Τό δεύτερο παράδειγμα λαμβάνεται ἀπό τούς ἐπιβάτες τῶν πλοίων103. Ὅσοι εἶναι ἄπειροι στά θαλάσσια ταξίδια καταλαμβάνονται ἀπό φόβο σέ πιθανή τρικυμία, ὅσοι ὁμως ἔχουν κάποια πεῖρα, ὄχι μόνο δέν νοιώθουν φόβο ἀλλά ἐνεργοῦν δραστικά σέ περίπτωση τρικυμίας.

Κατά τόν Ἰωάννη, καρδιά τῆς Ὀλυμπιάδας πρέπει νά εἶναι γεμάτη ἀπό εὐθυμία καί ἀλυπία γιατί ἔχει πετύχει νά φτάσει στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν, καί ὄχι νά ταράσσεται ἀπό δυσθυμία καί λύπη ἐξαιτίας τῶν δυσκολιῶν καί τῶν προβλημάτων πού τίς δημιουργοῦν οἱ ἑκάστοτε ἄρχοντες: «Σύ δέ οὕτω σαυτήν κατατείνουσα ὑπό τῆς ἀθυμίας δίκην σεαυτήν ἀπαιτεῖς, συγχεόμενη ταραττόμενοι, πολλῆς πληρομένη λύπης. Ταῦτα γάρ ἐκείνους ἔδει ποιεῖν... σέ δέ ἀγάλλεσθαι καί χαίρειν χρή ὅτι τό κεφάλαιόν σοι τῶν ἀρετῶν κατώρθωται»104. Συμβουλεύει τήν Ὀλυμπιάδα νά ἀγωνίζεται μέ ὑπομονή ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί τῶν ὑπολοίπων δυσκολιῶν, ἀφοῦ ὑπομονή: «ἐστιν βασιλίς τῶν ἀρετῶν, θεμέλιος τῶν κατορθωμάτων, λιμήν ἀκύμαντος, ἐν πολέμοις εἰρήνη, ἐν κλύδωνι γαλήνη, ἐν ἐπιβουλαῖς ἀσφάλεια, τόν κατωρθωκότα αὐτήν ἀδάμαντος στερρότερον ποιοῦσα»105. σεμνή κόρη ὀφείλει νά βρίσκεται σέ εὔθυμη διάθεση ἐξαιτίας τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού πρόκειται νά ἀπολαύσει καί ὄχι μέσα σέ τρικυμία λύπης ἐξαιτίας τῶν δεινῶν τά ὁποῖα τήν ὑποχρεώνουν νά ὑποφέρει: «... νῦν δέ ἐπιτιμῶν τῷ τῶν κακῶν πελάγει καί ἀπό χαλεποῦ τοῦ χειμῶνος λευκήν ἐργαζόμενος τήν γαλήνην...ἀλλά καί τήν ταχίστην αὐτῶν ἐλευθερίαν καί τήν ἄφατον ἐντεῦθεν τικτομένην σοι ἀμοιβήν καί ἀντίδοσιν» 106.

Τέλος, σημαντικός αὐτός Πατήρ τῆς Ὀρθοδοξίας παροτρύνει τήν Ὀλυμπιάδα νά πάψει νά βρίσκεται σέ κατάσταση ἀθυμίας, ὥστε νά ἐπιθυμεῖ: «νῦν τῆς ἐντεῦθεν ἀποδημίας»107 καί νά χαρεῖ γιά τήν καλή ὑγεία του· συγχρόνως τῆς ὑπενθυμίζει, ὅσα τίς ἔχει προαναφέρει γιά τά στεφάνια μέ τά ὁποῖα στεφανώνεται κάποιος ὅταν μέ ὑπομονή βιώνει ἀρρώστιες, προβλήματα καί δύσκολες καταστάσεις108. Ἄλλωστε ὑγεία τοῦ ἴδιου πρέπει νά χαροποιεῖ τή μαθήτριά του καί νά τήν ὁπλίζει μέ δύναμη ἐναντίον τῆς ἀθυμίας πού τήν πολιορκεῖ: «ἀλλ̉ ὑγιεινότερον διακείμεθα αὐτόθι ἦμεν πολλῇ μέντοι κεχρημένοι τῇ ἐπιμελείᾳ. Ταῦτα οὖν ἅπαντα λογιζομένη διακρούου τήν κατέχουσάν σε νῦν ὑπέρ τούτων ἀθυμίαν»109 Κλείνοντας τήν ἐπιστολή του «ἐκβιάζει» συναισθηματικά τήν Ὀλυμπιάδα, ὅπως κάνει ἕνας πατέρας στό παιδί του γιά νά τό νουθετήσει, ὅτι δέν πρόκειται, «μακράς πέμπειν ἐπιστολάς»110 ἄν δέν ἀπαλλάξει τόν ἑαυτό της ἀπό τή λύπη καί τόν ἐπαναφέρει πάλι στήν εὐθυμία.111



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ἡ σύγκριση τοῦ ὅρου «εὐθυμία» στή σκέψη τοῦ Πλουτάρχου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.


Μέ προσεχτική μελέτη τῶν δύο αὐτῶν σπουδαίων ἔργων, ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχουν κοινά σημεῖα στή σκέψη τῶν ἐξαίσιων αὐτῶν συγγραφέων. Παρ̉ ὅλο πού ἀνήκουν σέ ἄλλη ἐποχή καί εἶναι θιασιῶτες διαφορετικῆς θρησκείας, ἔχουν κοινό τρόπο στοχασμοῦ. Κάτι πού κάνει δύσκολο νά διαπιστώσουμε ἄν ὁ Πλούταρχος ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό τή χριστιανική σκέψη καί φιλοσοφία ἤ ἄν ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔχει δεκτεῖ ἐπίδραση ἀπό τό γενικότερο ἔργο τοῦ Χαιρωνέως συγγραφέα. Πάντως ἐξετάζοντας τά συγκεκριμένα πονήματα, μποροῦμε νά δικαιώσουμε τήν ἄποψη αὐτῶν πού ὑπστηρίζουν ὅτι ὁ Πλούταρχος εἶχε γνωρίσει τή χριστιανική φιλοσοφία καί ἴσως ἦταν χριστιανός ἐν κρυπτῷ.

Κοινά σημεῖα στά δύο ἔργα, στό "Περί Εὐθυμίας" τοῦ Πλουτάρχου καί στίς ἐπιστολές "Πρός Ὀλυμπιάδα" τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ὅτι εὐθυμία ὑπόκειται στήν καλή διάθεση τῆς ψυχῆς112 καί στή δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ: «Οὐδέ γάρ ἐν τοῖς ἀκινήτοις τῆς φύσεως νόμοις οὕς ἀναμοχλεῦσαι ἡμῖν ἀδύνατον καί μεταθεῖναι, ἀλλ' ἐν ἐλευθέροις τοῖς τῆς προαιρέσεως λογισμοῖς, οὕς μεταχειρίζειν ἡμῖν ῥᾴδιον τά τῆς εὐθυμίας ἀπόκειται. - Οὐ γάρ ἐν τῇ φύσει τῶν πραγμάτων οὕτως, ὡς ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀνθρώπων τά τῆς εὐθυμίας ἵστασθαι πέφυκεν»113, νά παλέψει μέ σύνεση καί λογική ἐναντίον τῶν διαφόρων παθῶν.

Καί οἱ δύο συγγραφεῖς ἀποστέλλουν τίς ἐπιστολές τους σέ οἰκεία καί προσφιλῆ πρόσωπα114 προκειμένου νά τούς πείσουν νά ἀποβάλλουν τή δυσθυμία πού τούς κατέχει καί νά γίνουν ἔμπλεοι εὔθυμης διάθεσης. Ἐνῷ Πλούταρχος συμβουλεύει ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀθυμία μέ τό νά προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά τυχόν συμφορές πού ἴσως ἔρθουν: «ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν' ἐκ πολλοῦ παρεσκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν»115, ἱερός πατήρ συμβουλεύει ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζει τή δυσθυμία τῆς ψυχῆς μέ τή σκέψη τῆς φοβερῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως. σκέψη αὐτή διώχνει μακριά τή λύπη γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθημα καί κατάσταση πού βιώνει116.

Χαρακτηριστικά καί οἱ δύο σημειώνουν ὅτι πρέπει νά ἀγωνιστεῖ κάποιος ἀρκετά γιά κερδίσει τήν εὐθυμία. Χρησιμοποιοῦν δέ καί οἱ δύο τήν παρομοίωση τῆς ψυχῆς μέ θάλασσα. Ὅταν κυριαρχεῖ στήν ψυχή εὐθυμία εἶναι γαλήνια, ἀλλιώς γίνεται τρικυμιώδης. Πλούταρχος ὑπογραμμίζει ὅτι αἰτία τῆς ἀθυμίας μας εἶναι «πόθεν γε δή πρός ἀλυπίαν ψυχῆς καί βίον ἀκύμονα χρημάτων ὄφελος δόξης δυνάμεως ἐν αὐλαῖς, ἄν μή τό χρώμενον εὐχάριστον τοῖς ἔχουσι καί τό τῶν ἀπόντων μή δεόμενον ἀεί παρακολουθῇ;»117, ἐνῷ Ἰωάννης ὑποστηρίζει ὅτι «θάλασσαν ὁρῶ μαιομένην πάντοθεν ἀναχλευομένην...»118.

Καί οἱ δύο θεωροῦν ὅτι οἱ δυσκολίες οἰκοδομοῦν ἕναν καλύτερο ἄνθρωπο ἀρκεῖ ἐκεῖνος νά τίς ἀξιοποιήσει καί νά τίς ἀξιολογήσει σωστά. Πλούταρχος ἐξηγεῖ καλύτερα τήν ἄποψή του αὐτή μέ τό παράδειγμα τῆς μέλισσας ὁποία γνωρίζει ὅτι τό πιό γλυκό μέλι θά τό πάρει ἀπό τό ὀξύτερο καί ξερότερο φυτό, ἔτσι ἀπό τίς δυσμενεῖς πολλές φορές περιστάσεις ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει κάτι ὠφέλιμο καί χρήσιμο σέ αὐτόν119. Χρυσόστομος κάνει χρήση τοῦ παραδείγματος τοῦ δέντρου πού ὅταν βρίσκεται σέ σκληρό καί τραχύ ἔδαφος, τότε γίνεται καρπερό καί μέ πλούσιο φύλλωμα120.

Στόν ἀρχαῖο συγγραφέα ἕνας βασικός λόγος γιά τήν κυριαρχία τῆς ἀθυμίας στήν ψυχή εἶανι φιλαυτία καί ὑπέρμετρη ἀγάπη γιά τίς τιμές: «αἴτιον δ̉ φιλαυτία μάλιστα, φιλοπρώτους ποιοῦσα καί φιλονίκους ἐν πᾶσι καί πάντων ἐπιδραττομένους ἀπλήστως»121. Γιά τό χριστιανό πατέρα καί συγγραφέα, αἰτία τῆς δυσθυμίας εἶναι τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει κάποιος κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, παράλληλα τονίζει ὅτι τό νά πονᾶμε περισσότερο ἀπό τό μέτρο εἶναι μάταιο ἀλλά καί σατανικό τό νά στεναχωριόμαστε σφοδρά γιά τά λάθη τῶν ἄλλων122.

Γενικά καί ὁ Πλούταρχος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μάχεται ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί τῶν προβλημάτων πού τή «δημιουργοῦν» προκειμένου νά κερδίσει τήν εὐθυμία καί τήν ψυχική γαλήνη. Καί οἱ δύο ἀποδέχονται ὅτι ἡ καλή χρήση τῶν δυσκολιῶν ἔχουν θετικά ἀποτελέσματα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο πού βρίσκεται μέσα στήν τρικυμία τῶν προβλημάτων καί τῶν περιπετειῶν τοῦ βίου του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης στό σημεῖο αὐτό καινοτομεῖ, λέγοντας ὅτι τό νά δέχεται κάποιος μέ εὐθυμία καί ὑπομονή τά κάθε είδους προβλήματα πού τοῦ τυχαίνουν, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπιβράβευσή του ἀπό τό Θεό στή μέλλουσα ἀλλά καί μερικές φορές στήν παροῦσα ζωή· χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, μετά τό σωματικό του θάνατο, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ.

Ἐν κατακλείδι, ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι πώς διαβάζοντας τά συγκεκριμένα κείμενα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔχουν γραφεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν γαλουχηθεῖ μέ τίς ἴδιες ἠθικές ἀξίες. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἕνας πιστεύει στά εἴδωλα καί ὁ ἄλλος στόν μοναδικό καί ἀληθινό Θεό.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ:

  • Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Σταυρόν καί εἰς ληστήν, PG 49, 406.

  • Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολές πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, Directeurs - fondateurs: H. de Lubac et J. Daniélou, Paris 1947. PG 52, 608 -

  • Καινή Διαθήκη, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 1997.

  • Παλαιά Διαθήκη, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 1997

  • Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, Plutarque œuvres morales: De la tranquillité de l' âme, Collection des Universités de France, t. VII, 465a - 477f, Paris 1975, 89-129.

  • Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, Γ΄, PG 67, 665-669.

  • Σωζομένου Ἑρμείου Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VIII, Β΄, PG 67, 1513-1520.


ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  • Ἀμάντου, Κ. Ι., Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Α΄, Ἀθῆναι 1953²

  • Barrow, R. H., Plutarch and his times, London 1967.

  • Βαφείδη, Φιλ., ἱερός Χρυσόστομος καί δρᾶσις αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1931.

  • Χρήστου, Π. Κ., Ἑλληνική Πατρολογία, Δ´, ἐκδοτικός οἶκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1989.

  • Χριστοδούλου, Γ. Α., «Πλούταρχος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, 8, ἐκδοτική Ἀθηνῶν 1991, 309-317.

  • Γεωργιάδη, Β., Μελέτη περί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1902.

  • Γεωργούλη, Κ. Δ., «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10, Ἀθῆναι 1966, στ. 445 -447.

  • Κονιδάρη, Γερασίμου Ι., Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1957²

  • Κουτσούρη, Δημητρίου, «Ἰωάννης Χρυσόστομος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, 4, ἐκδοτική Ἀθηνῶν 1991, 420-424.

  • Kroh, P., Λεξικό Ἀρχαίων Συγγραφέων, Ἑλλήνων καί Λατίνων, μετάφραση - ἐπιμέλεια Λυπούρλης καί Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 1996.

  • Lesky, Α., Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, μφρ Ἀ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964.

  • Παπαδοπούλου, Χρ., ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀλεξάνδρεια 1908.

  • Παπαδοπούλου, Σ. Γ., Πατρολογία Β´, Ἀθήνα 1990.

  • Τζαννετάτου, Θ. Στεφ., «Ὁ Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 18-30.

  • Τζωρτζάτου, Β. Τ, Ἰωάννης Χρυσόστομος βάσει τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1952.

  • Τσάμη, Δ. Γ., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998.


1 «Οἱ βιογραφίες του ἀσχολοῦνται μέ βίους Ἑλλήνων ἀπό τούς μυθικούς χρόνους ἕως τούς τελευταίους ἀγῶνες τους γιά ἐθνική ἀνεξαρτησία καί Ῥωμαίων ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ῥώμης ἕως τό τέλος τῆς Δημοκρατίας της», Γ. Χριστοδούλου, «Πλούταρχος», ΠΒΛ, 8 (1991) 310-311.

2 Θ. Τζαννετάτου, «Ὁ Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 21-41. Πβλ. Plutarch's Moralia μετά μεταφράσεως ἀγγλιστί ὑπό F. C. Babbitt, παρά Loeb, τόμος Α´, Λονδίνον - Νέα Ὑόρκη, 1927, 9.

3 Σύμφωνα μέ τό λεξικό τοῦ Σουΐδα ἔζησε μεταξύ 52 -117 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ. Πατριάρχης Κπόλεως, Μέγας Φώτιος ἀναφέρει ὅτι ἐγεννήθηκε κατά τή διάρκεια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Νέρωνος, 54-68 μ.Χ.

4 « Ἀμμώνιος ἦταν ἀλεξανδρινός νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ἀνῆκε εἰς τήν Περιπατικήν σχολήν, τήν σχολή τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλά δέν εἶχε κλειστούς τούς ὀφθαλμούς του δι̉ ἄλλας θεωρίας, ὅπως τή θρησκευτική ἰδεοκρατία τῆς Ἀκαδημίας, τῆς σχολῆς τοῦ Πλάτωνος. διδασκαλία τοῦ Ἀμμωνίου ἦλθεν σέ ἐποχή, ὅπου ἀγωνία τῶν ἀναζητήσεων καί ταλαντεύσεων θά ἔβαινε βαθύτερα στήν ψυχή τοῦ Πλουτάρχου καί οἱ φιλοσοφικές ἰδέες του θά ἔλάμβαναν σταθερό προσανατολισμό», Θ. Τζαννετάτου, « Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 24.

5 Κ. Γεωργούλη, «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10 (1966) 445.

6 Πλάτων ὑπῆρξε ἐπιφανέστερος τῶν φιλοσόφων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας. Ἔζησε μεταξύ τοῦ 428/9 - 347 π.Χ. Γεννήθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Πατέρας του ἦταν Ἀρίστωνας, γιός τοῦ Ἀριστοκλῆ καί ἀπόγονος τοῦ βασιλιᾶ Κόδρου καί μητέρα του ἦταν Περικτιόνη, ἀπόγονος τοῦ Σόλωνα καί ἀνιψιά τοῦ Κριτία, πού ἀργότερα ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἀδιάλλακτους τριάκοντα τυράννους τῆς Ἀθήνας. Ἄνηκε στή σχολή τοῦ Ἠράκλειτου καί εἶχε τήν εύτυχία νά μαθητέψει δίπλα σέ μεγάλους δασκάλους ὅπως ἦταν Πρωταγόρας καί Γοργίας καί κυρίως Σωκράτης. ἐπίδραση τοῦ τελευταίου ἦταν καταλυτική στή διαμόρφωση τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα. Στήν Αθήνα Πλάτων ἵδρυσε φιλοσοφική σχολή τό 385π.Χ., πού τήν ὀνόμασε Ἀκαδημία.

7 Κ. Γεωργούλη, «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10 (1966) 445.

8 P. Kroh, «Πλούταρχος», Λεξικό ἀρχαίων συγγραφέων Ἑλλήνων καί Λατίνων, Θεσσαλονίκη 1996, (Μετάφραση - Ἐπιμέλεια: Δ. Λυπουρδής, Λ. Τρομάρας), University studio PressἘκδόσεις Ἐπιστημονικῶν βιβλίων καί περιοδικῶν, 388.

9 Ἰωάννης Μαυρόπους, μητροπολίτης Εὐχαΐτων κατά τόν ΙΑ´ αἰῶνα ἔγραψε σχετικά: «Εἴπερ τινάς βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων, τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι· Ἄμφω γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες. Εἰ δ̉ ἠγνόησαν, ὡς Θεός σύ τῶν ὅλων, ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον δι̉ ἥν ἅπαντας δωρεάν σῴζειν θέλεις», Ἰωάννου Εὐχαϊτῶν, Ἰαμβλίχου ΜΒ´, PG 120, 1156.

10 Μέγας Βασίλειος ἀπό τήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, ἀδερφός του Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης καί ἀδελφικός τους φίλος (κυρίως τοῦ Βασιλείου) Γρηγόριος Ναζιανζηνός Θεολόγος ὑπῆρξαν ἀπό τά φωτεινότερα πνεύματα στό χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔλαχαν ἀξιόλογης μορφώσεως, ὑπηρέτησαν μέ πάθος τό Χριστιανισμό καί πολέμησαν γιά νά διαφυλάξουν ἀλώβητες τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μας, τά δόγματά της καθαρά καί ἀναλλοίωτα ἀπό τίς δοξασίες τῶν αἱρετικῶν. Οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν ἀκαταπόνητα, ἀκούραστα τόσο στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὅσο καί γιά τήν ἐδραίωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως συνέγραψαν πλῆθος πραγματειῶν καί ἐπιστολῶν μέ θέματα παιδαγωγικοῦ χαρακτῆρα.

11 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 464f.

12 Ἐπίτομον Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλῶσσας τοῦ Δημητράκου, ἐκδ. Γιοβάννη, Ἀθῆναι 1970, σ. 628.

13 Πολλοί συγγραφεῖς μίλησαν γιά τήν ἡρεμία καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς ἐπηρρεασμένοι ἀπό τήν εἰκόνα τῆς γαλήνης τῆς θάλασσας.

14 R. H Barrow, Plutarch and his times, Londres 1967, σ. 7.

15 Α. Lesky, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, μετάφραση Ἀ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 1112-1113.

16 . Κονιδάρη, Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐν Ἀθήναις 1957², σ. 342.

17 Παλλαδίου Ἑλενουπόλεως, Διάλογος, PG 47, 1-82.

18 Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, Γ΄, PG 67, 665Α. Ἑρμείου Σωζομένου Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VIII, Β΄, PG 67, 1513Β.

19 Αὐτόθι.

20 Σχολή τῆς Ἀντιόχειας θεωροῦσε ὅτι μόνο μέ τήν τυπολογική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μποροῦσε νά κατανοηθεῖ ἀλήθεια στήν Ἁγία Γραφή.

21 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, ΙΕ΄, PG 67, 708Β.

22 Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, ἐκδοτικός οἶκος Κυρομάνος, σ. 237.

23 ἅγιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης ἰσχυρίζεται ὅτι Ἰωάννης ὑπερτερεῖ πάντων εἰς ἀττικισμόν.

24 « Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου ἀνήκει στό κλίμα τῶν καππαδοκῶν πατέρων Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου καί Γρηορίου Νύσσης. Τοῦ πρώτου ἦταν πνευματικό τέκνο, τοῦ δεύτερου πρῶτος ἐξάδερφος καί τοῦ τρίτου φίλος. Δημιούργησε στη θεολογική σκιά τῶν τριῶν αὐτῶν καί κατόρθωσε νά ὀρθοδοξεῖ σ' ἐποχή μεγάλων θεολογικῶν συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων. Ἀντιμετώπισε τόν ἀρειανισμό, ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν οἰκοδομή τῶν νέων, καταπολέμησε ἐγκρατιτικές ἀσκητικές ὁμάδες, πού σχετίζονταν μέ τούς μεσσαλιανούς, καί μίλησε σαφῶς γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα. Τό κῦρος του καί εὐρύτερος ῥόλος του στήν Ἐκκλησία ἀναγνωρίστηκαν στή Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο», Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, Ἀθήνα 1990, σ. 637.

25 Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, VIII,Θ΄, PG. 62, 1537........

26 Τό μέρος αὐτό εἶχε δημοσιευτεῖ ὡς μία μικρή μελέτη στό περιοδικό Κοινωνία 45 (2002) 257-264. Γιά τήν ἐργασία αὐτή χρησιμοποιοῦμε τό κείμενο τοῦ Πλουτάρχου ἀπό τήν Plutarque, Oeuvres morales: De la tranquillité de l' âme, Collection des Universités de France, Paris 1975, pp. 80-129, ἐπιμέλεια ἐκδόσεως Jean Dumortier et Jean Defradas.

27 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465a καί 465b.

28Αὐτόθι, 465b.

29 Αὐτόθι, 465c.

30«δεῖ τόν ἐνθυμεῖσθαι μέλλον τα μή πολλά πρήσειν μήτε ἰδίῃ μήτε ξυνῇ», Δημοκρίτου Β, 3.

31 «λῦπαι καί ταραχαί καί κακοθυμίαι διά ζηλοτυπίας καί δεισιδαιμονίας καί φιλοτιμίας καί κενῶν δοξῶν», Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465d.

32 Αὐτόθι, 466a.

33 Αὐτόθι, 466c καί 466d.

34 Αὐτόθι, 466d-467a.

35 Αὐτόθι, 467α-f καί 468a.

36 Αὐτόθι, 468b.

37 Αὐτόθι, 468d.

38 Αὐτόθι, 468f.

39 «ἀγαθόν τοίνυν ἐν τοῖς ἀβουλήτοις συμπτώμασι πρός εὐθυμίαν καί τό μή παρορᾶν ὅσα προσφιλῆ καί ἀστεῖα πάρεστιν ἡμῖν, ἀλλά μιγνύντας ἐξαμαυροῦν τά χείρονα τοῖς βελτίοσι», Αὐτόθι, 469a.

40 «δεῖ δέ καί τά κοινά μή παρορᾶν ἀλλ̉ ἔν τινι λόγῳ τίθεσθαι καί χάριν ἔχειν ὅτι ζῶμεν, ὑγιαίνομεν, τόν ἥλιον ὁρῶμεν. -οὐδενί γάρ ἀξίαν τό μή εἶναι προστίθησιν οὐδέ δεῖ κτᾶσθαι μέν ὡς μεγάλα καί τρέμειν ἀεί δεδιότας ὡς ὑπέρ τῶν μεγάλων μή στερηθῶμεν, ἔχοντας δέ παρορᾶν καί καταφρονεῖν ὡς μηδενός ἀξίων, ἀλλά χρῆσθαι μάλιστα ἐπί τῷ χαίρειν καί ἀπολαύειν αὐτῶν, ἵνα καί τάς ἀποβολάς, ἄν συντυχάνωσι, πραότερον φέρωμεν», Αὐτόθι, 469e καί 469f.

41 Αὐτόθι, 470b.

42 Αὐτόθι, 470d.

43 Αὐτόθι, 471a.

44 Αὐτόθι, 471c.

45 Αὐτόθι, 471d.

46 Αὐτόθι, 471e.

47 Αὐτόθι, 472c.

48 Αὐτόθι, 473e.

49 Αὐτόθι, 474b.

50 Αὐτόθι, 474e καί 475d.

51 Αὐτόθι, 474f.

52Αὐτόθι, 476b.

53 Αὐτόθι, 476d. Πρβλ. Μένανδρος, ἀπόσπασμα 355,4.

54 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 477b.

55 Αὐτόθι, 477c- f.

56 Αὐτόθι 465b.

57 «οὕτω καί τῶν λόγων, ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν̉ ἐκ πολλοῦ παρασκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν», Αὐτόθι 465b καί 465c.

58 Τό μέρος αὐτό εἶχε δημοσιευτεῖ ὡς μία μικρή μελέτη στό περιοδικό Κοινωνία 46 (2002) 169-177.

59 Sources Chrétiennes 13, Jean Chrysostome, Lettres à Olympias, lettre 1(XI) 1C, Paris 1947, σ. 95, ἐπιμέλεια κριτικῆς ἐκδόσεως AnneMarie Malingrey (=PG 52, 609). Στή μελέτη αὐτή αὐτή χρησιμοποιοῦμε ὡς κριτική ἔκδοση τή Sources Chrétiennes 13, καί ἐπικουρικῶς τήν PG 52, 549622.

60 SC 13, lettre ΙΙΙ (XI) 1Β, σ. 971-7 (=PG 52, 608).

61 SC 13, lettre V (VIII) 1Α, σ. 10010-11 (=PG 52, 607).

62 SC 13, lettre V (VIII) 1Α, σ. 10011-15 (=PG 52, 607).

63 SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10110-13 (=PG 52, 607).

64 SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10119-23 (=PG 52, 607-608). Πρβλ. Λουκ. 16, 19-32.

65 « γάρ ἐνταῦθα κακόν τί ποιῶν, εἶτα πρός τῷ μή δοῦναι δίκην καί τιμῆς παρά ἀνθρώπων ἀπολαύων, μέγιστον ἀπαλεύσεται τιμωρίας ἐφόδιον ἔχων τήν τιμήν», SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10117-19(=PG 52, 608).

66 «Οὐ σφόδρα αἰσθάνομαι τῆς εὐπραγίας, ἑτέρων πασχόντων κακῶς», Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Σταυρόν καί εἰς ληστήν, ὁμιλία Ι, Ε, PG 49, 406.

67 SC 13, lettre VII (I) 1Β, σσ. 1053-10610(=PG 52, 549).

68 SC 13, lettre VII (I) 1Β, σ. 1064, 6-8 (=PG 52, 549 .).

69 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1063-7 (=PG 52, 549).

70 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1069 (=PG 52, 549). ἱερός πατήρ θέλοντας νά δείξει τήν εὐτέλεια τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν τῆς παροῦσας ζωῆς καί νά θεμελιώσει μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα τό ὅσα λέει, παραθέτει τά λόγια δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Βίβλου, τοῦ προφήτη Ἠσαΐα ἀπό τήν ΠΔ καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν Καινή. μέν πρῶτος παρομοιάζει ὅλα τά πράγματα, καλά κακά τῆς ἐπιγείου ζωῆς μέ τό ἄνθος τοῦ χόρτου, τό παλαιό ἱμάτιο καί τό διαβρωμένο μαλλί, γιατί τό ἄνθος γρήγορα μαραίνεται, τό ῥοῦχο παλαιώνεται καί τό μαλλί τρώγεται ἀπό τό σκῶρο. δέ δεύτερος τά χαρακτηρίζει ἁπλῶς πρόσκαιρα. SC 13, lettre VII (I) 1C, σσ. 10613-10723(=PG 52, 550).

71 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1062 (=PG 52, 549).

72 SC 13, lettre VII (I) 3Α, 108-109 (=PG 52, 551-552).

73 SC 13, lettre VII (I) 5D, σσ. 1143-11510 (=PG 52, 555).

74 SC 13, lettre VII (I) 5F, σ. 11513-17 (=PG 52, 556).

75 SC 13, lettre VIII (II) 1Α, σ. 1162 (=PG 52, 556).

76 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 1163-4 (=PG 52, 556).

77 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 1164-6 (=PG 52, 556).

78 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 11614 (=PG 52, 556).

79 SC 13, lettre VIII (II) 1C, σ. 1177-8 (=PG 52, 556).

80 SC 13, lettre VIII (II) 1C, σ. 11711 (=PG 52, 556).

81 SC 13, lettre VIII (II) 1D, σ. 11713 (=PG 52, 557).

82 SC 13, lettre VIII (II) 1Ε, σ. 1177(=PG 52, 557).

83 SC 13, lettre VIII (II) 2C, σ. 11913-15 (=PG 52, 558). Πρβλ. ΒΚορ. 2, 7-11.

84 SC 13, lettre VIII (II) 3Α, σ. 119 (=PG 52, 558). Πρβλ. ΒΚορ. 2, 7-11 καί Α´ Κορ. 5,2.

85 SC 13, lettre VIII (II) 3Β, σ. 120 (=PG 52, 558 - 559). Πρβλ. Ματθ. 24, 29.

86 SC 13, lettre VIII (II) 3D, σσ. 120-121. (PG 52, 559).

87Αὐτόθι.

88 SC 13, lettre IX (XIV) 1Α, σ. 1426-9 (=PG 52, 612).

89 SC 13, lettre IX (XIV) 4Β, σ. 1497-9 (=PG 52, 617).

90 SC 13, lettre IX (XIV) 4Β, σ. 14913 (= PG 52, 617).

91 SC 13, lettre X (III) 1D, σ. 1546-7 (=PG 52, 573).

92 SC 13, lettre X (III) 1C, σσ. 1533-6, 15412-13 (=PG 52, 572, 573).

93 SC 13, lettre X (III) 2ΒC, σ. 155 (=PG 52, 573).

94 SC 13, lettre X (III) 3D, 3F, σσ. 1581-10 (=PG 52, 575).

95 SC 13, lettre X (III) 4Β, σ. 160 (=PG 52, 576). Πρβλ. Ἰω. 14, 28 καί 16, 5 ἑ.

96 SC 13, lettre X (III) 4C, 5Α, σσ. 160-161 (=PG 52, 577). Πρβλ. Α´ Βασ. 19, 3-4 καί Ἰωνᾶς 4, 3.

97 SC 13, lettre X (III) 6Α, σ. 1621-3 (=PG 52, 578).

98 SC 13, lettre X (III) 7Ε, σσ. 164-165 (=PG 52, 579580). Πρβλ. Ἰώβ 3, 23 καί 6, 8-10.

99 SC 13, lettre X (III) 9Ε, σ. 168 (=PG 52, 582).

100 SC 13, lettre X (III) 9D, σ. 16815 -16 (=PG 52, 582).

101 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 1827-9 (=PG 52, 596).

102 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 182. (=PG 52, 596597).

103 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 182 (=PG 52, 596597).

104 SC 13, lettre XIII (VII) 4C, σ. 197 (=PG 52, 606).

105 SC 13, lettre XIII (VII) 4D, σ. 1982-5 (PG 52, 606).

106 SC 13, lettre XIV (XVI) 1Α, σ. 1998-14 (=PG 52, 612).

107 SC 13, lettre XVII (IV) 1D, σ. 2079 (=PG 52, 591).

108 SC 13, lettre XVII (IV) 1D, 1Ε, σ. 2074-9 (=PG 52, 591).

109 SC 13, lettre XVII (IV) 4Β, σ. 21324-26 (=PG 52, 595).

110 SC 13, lettre XVII (IV) 4C, σ. 21412 (=PG 52, 595).

111 SC 13, lettre XVII (IV) 4D, σ. 214 (=PG 52, 595)

112 «τήν πηγήν τῆς εὐθυμίας ἐν αὐτοῖς οὖσαν ἡμῖν», Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 467a.

113 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre X (III) 1C, σσ. 1533-6, 15412-13 (=PG 52, 572573).

114 Πλούταρχος στέλνει τήν ἐπιστολή στό φίλο του Πάκκιο μέ σκοπό νά τοῦ μιλήσει γιά τήν εὐθυμία καί τό πώς μπορεῖ κάποιος νά γίνει μέτοχος αὐτῆς. Ἰωάννης Χρυσόστομος γράφει στή μαθήτριά του Ὀλυμπιάδα γιά νά τή βοηθήσει νά ξηεπεράσει τήν ἀθυμία στήν ὁποία βρίσκεται καί νά γευθεῖ τή χαρά τῆς εὐθυμίας.

115Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465b.

116 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VIII (II) 3Β, 120 (=PG 52, 558559) . Πρβλ. Ματθ. 24, 29.

117 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465a καί 465b

118 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VII (I) 1Α, 1059 (=PG 52, 549).

119 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 467c.

120 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre XI (I) 1Β, 182 (=PG 52, 596597).

121 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας,471d.

122 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VIII (II) 1Ε, 117 (=PG 52, 557).

21




Подписка на новости

Последние обновления

События