Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Антихалкидониты


протопресвитер Иоанн С. Романидис, профессор Догматики Фессалоникского университета им. Аристотеля

АНТИХАЛКИДОНИТЫ НЕ БЫЛИ И НЕ ЯВЛЯЮТСЯ ПРАВОСЛАВНЫМИ

Συνωμοσία;

© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

Κυκλοφόρησε κείμενον τιτλοφορούμενον ως εξής:
"ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
Απάντησις εις ανορθόδοξον άποψιν του π. Ιωάννου Ρωμανίδου"

 

ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ

Το εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι είναι Ορθόδοξοι ή όχι δεν είναι θέμα το οποίον θα λυθή ούτε από εμένα (τον π. Ιωαν. Ρωμανίδη), αλλά ούτε από τους ανωνύμως γράψαντες το ως άνω τιτλοφορούμενον κείμενον. Τούτο διότι όταν γίνεται διάλογος δεν συνηθίζεται οι διαλεγόμενοι να αλληλοκατηγορούνται ως αιρετικοί. Αι ιστορικαί θέσεις είναι δεδομέναι. Εάν τελικά θα αποφασισθή μία αμοιβαία αναγνώρησις αλλήλων ως Ορθοδόξων δεν είναι θέμα ούτε των διαλεγομένων, και βεβαίως ούτε των συνταξάντων το εν λόγω κείμενον. Εκάστη Εκκλησία δια των θεσμοθετημένων της οργάνων (Συνόδων) θα αποφασίσει περί αυτού. Δια τούτο ο ως άνω επιγραφόμενος τίτλος είναι κακοήθης και μάλλον εκφράζει την σφοδρήν επιθυμίαν κάποιων, για λόγους που αυτοί γνωρίζουν, να με παρουσιάσουν ως έχοντα ανορθοδόξους απόψεις.

Τα ως άνω εγράφησαν παρ' ότι εδημοσίευσα εις το Internet από καιρού Έκθεσίν μου της 2/1/91 προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών περί των εν Γενεύη Συνελεύσεων της Μικτής Υποεπιτροπής από 19ης έως 22ας Σεπετμβρίου 1990 και της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990 εις το εν Σαμπεζύ Γενεύης Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ακολουθεί παράθεσις:

εις το ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ, της Εκθέσεώς μου (της 2-1-91) 
εις το ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΜΕΡΟΣ του κυκλοφορήσαντος κειμένου καί
εις το ΤΡΙΤΟΝ ΜΕΡΟΣ παρατηρήσεων.

Μπορείτε να "ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ" τις εργασίες 
του Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη σε διάφορα φορμάτ.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Τα περιεχόμενα του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ (δηλαδή η Έκθεσης μου) ανατρέπουν πλήρως τας βασικάς θέσεις του εν λόγω μυστικού κειμένου το οποίο παρατίθεται εις το ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ.

1) Η Έκθεσις της 2-1-1991 έχει ως εξής:

Προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
καί Πάσης Ελλάδος κ. κ. Σεραφείμ, 
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ιωάννου Γενναδίου 14
Ενταύθα

2/1/91

Θέμα: Έκθεσις του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σάββα Ρωμανίδου περί των εν Γενεύη Συνελεύσεων της Μικτής Υποεπιτροπής από 19ης έως 22ας Σεπτεμβρίου 1990 και της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990.

Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,

Επιτρέψατέ μοι να αναπτύξω εν συντομία εις το Α' μέρος της εκθέσεώς μου ταύτης 1) το συμπέρασμα των εν λόγω συσκέψεων, 2) τας προϋποθέσεις αυτού, 3) επεξηγήσεις των εν λόγω προϋποθέσεων σχετικώς προς α) τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, β) το θέμα Διοσκόρου και το σκάνδαλον Ευτυχούς, γ) το θέμα Λέοντος Ρώμης και το σκάνδαλον Θεοδωρήτου Κύρου, 4) τινά περί της συσκέψεως εις το Aarhus της Δανίας το 1964 και τας έκτοτε σχετικάς εξελίξεις. Εν συνεχεία δε εις το Β' μέρος, να εκθέσω τινά περί του κειμένου της Συμφωνίας.

Το πρωτότυπον κείμενον της Συμφωνίας είναι το συντεταγμένον εις την Αγγλικήν.

Η παράγραφος 10) έχει ως εξής: "Αμφότεραι (αι Εκκλησίαι) συμφωνούν ότι η άρσις των αναθεμάτων και καταδικών θα ολοκληρωθή βάσει του ότι οι πρώην αναθεματισθέντες και καταδικασθέντες δεν είναι αιρετικοί". Συνέταξα και προέτεινα την πρότασιν ταύτην δι' αυτούς οι οποίοι δεν θα εδίσταζον να υπογράψουν άρσεις αναθεμάτων αιρετικών.

Εις την υποεπιτροπήν έγιναν εκατέρωθεν δύο εισηγήσεις επί των εξής θεμάτων:

α. Συνοδικαί Διατυπώσεις και Αναθέματα (Επισκόπου Mar Gregorios και Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ρωμανίδου)

β. Ιστορικοί Παράγοντες (Θεοδώρου Malaty και Καθηγητού Βλασίου Φειδά)

γ. Ερμηνεία των Χριστολογικών Δογμάτων Σήμερον (Επισκόπου Mesrob Krikorian Αρμενικής Εκκλησίας Ετσμιατζίν και Μητροπολίτου Όρους Λιβάνου Γεωργίου Khodre)

Α'

Συμπέρασμα και Προϋποθέσεις

1) Συμπέρασμα:

Η Μικτή Επιτροπή κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι Εκκλησίαι αμφοτέρων των πλευρών δύνανται να προχωρήσουν εις την άρσιν όλων των αναθεμάτων αμφοτέρωθεν ως και την διαπραγμάτευσιν της κανονικής αλληλοαναγνωρίσεως και οργανικής ενώσεως των Εκκλησιών. Συνεφωνήθη ότι η άρσις των αναθεμάτων και η ένωσις θα πρέπει να συμπέσουν.

2) Προϋποθέσεις:

α) Τα τρία κλειδιά του διαλόγου από της πρώτης συσκέψεως του 1964 εις το Aarhus της Δανίας υπήρξαν τα εξής:

(1) Η Ορθοδοξία του Διοσκόρου, με την οποίαν ησχολήθησαν εις χωριστάς εισηγήσεις ο Ακαδημαϊκός κ. Ιωάννης Καρμίρης, ο έ. ά. Samuel και ο υπογράφων.

(2) Η Ορθοδοξία του Λέοντος Ρώμης, με την οποίαν ησχολήθη ο υπογράφων.

(3) Αι εξής θέσεις του υπογράφοντος:

(α) Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος εις ουδέν παρεξέκλινεν από τας δύο προς Νεστόριον επιστολάς του Κυρίλλου (εκ των οποίων η τελευταία περιέχει τα Δώδεκα Κεφάλαια) αι οποίαι συμπεριελήφθησαν εις τον όρον της Γ', ως και εις τον όρον της Δ' μετά της επιστολής του Κυρίλλου προς Ιωάννην Αντιοχείας.

(β) Αι τρεις μάλιστα αυταί επιστολαί του Κυρίλλου, και κυρίως τα Δώδεκα Κεφάλαια, απετέλεσαν το κριτήριον της αποδοχής της Ορθοδοξίας του Τόμου του Λέοντος Ρώμης. Οι επίσκοποι της Παλαιστίνης και του Ιλλυρικού είχον σοβαράς αντιρρήσεις ως προς την συμφωνίαν του Τόμου με τα Δώδεκα Κεφάλαια εις τρία σημεία. Μόνον όταν εξητάσθη ο Τόμος υπό ειδικής επιτροπής εγένετο αποδεκτός ως σύμφωνος προς τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και ούτω συμπεριελήφθη εις τον όρον της Δ' ως "συνηρμοσμένον" ταις επιστολαίς του Κυρίλλου κείμενον. Τούτο φαίνεται σαφώς όχι μόνον από τα πρακτικά, αλλά και από τον όρον όπου αναγράφεται, ότι "τάς του ...Κυρίλλου...συνοδικάς επιστολάς προς τε Νεστόριον και προς τους της Ανατολής αρμοδίας ούσας εδέξατο ... αίς και την επιστολήν του ... Λέοντος ... προς ... Φλαβιανόν ... εικότως συνήρμοσε ..." 1 ]

(γ) Το πρόβλημα το οποίον προέκυψε εξ αιτίας της διαφοράς εις την χρήσιν των όρων υπόστασις και φύσις μεταξύ Αλεξανδρίας και των Εκκλησιών Αντιοχείας, Καππαδοκίας, Κων/πόλεως και Ρώμης ελύθη δυστυχώς όχι εις την Δ' αλλά εις την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον το 553. Αλλ' η λύσις αυτή δεν ηδύνατο να καρποφορήση διότι οι Σεβηριανοί είχον φύγει από την εν Κων/πόλει γενομένην σύσκεψιν το 531 με την εντύπωσιν ότι πράγματι η Δ' αν δεν απέρριψε τουλάχιστον παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου όπως την κατηγόρουν. 2 ]

Εκ μέρους των ημετέρων απήντησεν κατά την εν λόγω σύσκεψιν ο Υπάτιος, ότι αποκλείεται τοιαύτη απόρριψις εφ' όσον η επιστολή του Κυρίλλου μετά των Δώδεκα Κεφαλαίων εγένετο αποδεκτή εις την Γ' και εφ' όσον η Δ' τα επεκύρωσε μαζί με όλα τα εις την Γ' περί πίστεως διαμειφθέντα κατά του Νεστορίου. Η Δ', εξηγεί ο Υπάτιος, δεν ανέγνωσε την εν λόγω επιστολήν δια να αποφύγη παρεξηγήσεις εφ' όσον το αντικείμενον δεν ήτο το ίδιον, δηλαδή η καταδίκη του Νεστορίου εις την Γ' και του Ευτυχούς εις την Δ'.

Αν οι συσκεφθέντες είχον ανοίξη και διαβάση τα πρακτικά της Δ', θα έβλεπον, όπως το 1964 είδε κατάπληκτος ο υπογράφων, πόσον απολύτως εδέσποσαν τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις τας περί του Τόμου του Λέοντος συζητήσεις της Δ'. Εξ άλλου τα Δώδεκα Κεφάλαια συμπεριλαμβάνονται εις την δευτέραν συνοδικήν επιστολήν την οποίαν μνημονεύει το ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα εκ του όρου της Δ'. Δηλαδή εξ αιτίας της αγνοίας των ημετέρων εις την εν λόγω σύσκεψιν και της εκ μέρους των παραλείψεως της αναγνώσεως των πρακτικών της Δ' παρουσία των Σεβηριανών, έφυγον οι προσκεκλημένοι με την πεποίθησιν ότι πράγματι η Δ' παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και μόνον τυπικώς τα επεκύρωσε. Και ούτως είχομεν το άλλως ανεξήγητον αυτό σχίσμα τόσων αιώνων.

3) Επεξηγήσεις των εν λόγω προϋποθέσεων.

α) Τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις την Δ' Οικ. Σύνοδον.

Η εν λόγω εργασία του υπογράφοντος απέδειξε την ταύτισιν της Χριστολογίας των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε' αι οποίαι και αι τρεις εβασίσθησαν εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου. Ούτω κατερρίφθη η επικρατούσα περί Νεο-Χαλκηδονισμού θεωρία 3 ] Λατίνων, Προτεσταντών, Ρώσων, και Ελλήνων συμφώνως προς την οποίαν η Δ', ακολουθούσα την εκ μέρους του Κυρίλλου αποδοχήν των δύο φύσεων του Ιωάννου Αντιοχείας το 433, εδιόρθωσε την δήθεν Μονοφυτίζουσαν τάσιν της Γ', παρακάμπτουσα δήθεν τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου. Συμφώνως πάντοτε προς την εν λόγω θεωρίαν η Ε' δήθεν επανήλθεν εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου εις βάρος του Τόμου του Λέοντος και του όρου της Δ' τη πιέσει της θεολογικής διπλωματίας του Μεγάλου Ιουστινιανού έναντι των Ανατολικών. Τουναντίον μάλιστα απέδειξα, ότι η Ε' Οικ. Σύνοδος παρέμεινε πιστή εις την υπό της Δ' χρησιμοποίησιν των Δώδεκα Κεφαλαίων ως του κριτηρίου της Ορθοδόξου Χριστολογίας, και δη του Τόμου του Λέοντος.

Το παράδοξον είναι, ότι μέχρι το 1964 οι Ανατολικοί απέρριπτον την Δ' δια τους ιδίους λόγους δια τους οποίους Λατίνοι, Προτεστάνται, Ρώσοι και Έλληνες εδέχοντο την υπεροχήν της Δ' έναντι της Γ'.

Ο υπογράφων ησχολήθη το πρώτον με την εν λόγω θεωρίαν εις την μελέτην του περί Θεοδώρου Μοψουεστίας 4 ] ήτις εδημοσιεύθη το 1959 και απετέλεσε την βάσιν των περαιτέρω ερευνών του εις τα απασχολούντα τον εν λόγω διάλογον θέματα.

β) Ο Διόσκορος και το σκάνδαλον του Ευτυχούς.

(1) Ο Ακαδημαϊκός κ. Ι. Καρμίρης 5 ] και ο υπογράφων 6 ] εσημειώσαμεν ο καθείς εις την εισήγησίν του το 1964, ότι ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ανατόλιος είπε συμφώνως προς τα πρακτικά της Δ' Οικ. Συνόδου, ότι "διά την πίστιν ου καθηρέθη ο Διόσκορος, αλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω Κυρίω Λέοντι και τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθεν". 7 ] Μάλιστα ο υπογράφων ετόνισε, ότι ο Ανατόλιος είπεν αυτά εις αντίδρασιν προς το βασιλικόν προεδρείον το οποίον προσεπάθει να προκαλέση την καταδίκην του Διοσκόρου ως αιρετικού. Μάλιστα ο κ. Καρμίρης 8] και ο Ανατολικός Samuel 9 ] ερμηνεύουν λεχθέντα υπό του Διοσκόρου εις την Δ' ως καταδικάζοντα τον Ευτυχή. 10 ]

(2) Επί πλέον, ο υπογράφων ευρήκεν εις τα πρακτικά της ανακριτικής Συνόδου Κων/πόλεως του 449 την ομολογίαν πίστεως, βάσει της οποίας αποκατεστάθη ο Ευτυχής εις την Διοσκόρειον Σύνοδον το 449. Την ομολογίαν ταύτην εξέθεσε το 1964 εις την εν λόγω εισήγησίν του. 11 ]

Ως γνωστόν, ο Ευτυχής εδήλωσεν εις τους απεσταλμένους να τον καλέσουν δι' απολογίαν εις την Ενδημούσαν το 448, ότι ο Χριστός δεν είναι ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα. 12 ]Την δήλωσιν αυτήν επανέλαβε και όταν τελικά ενεφανίσθη εις την Σύνοδον, αν κ' εκάλυψεν εαυτόν λέγων ότι δέχεται ό,τι διδάσκουν οι Πατέρες.

Το πρόβλημα του Ευτυχούς ήτο, ότι εδιάβαζε τον Κύριλλον, λέγοντα μίαν φύσιν του Χριστού, υπό το φως της παραδόσεως της ορολογίας της Καππαδοκίας, όπου φύσις σημαίνει ουσία, ενώ εις την Αλεξάνδρειαν φύσις συνήθως σημαίνει υπόστασις. Μη γνωρίζων την ορολογίαν της Αλεξανδρίας ο Ευτυχής ενόμιζεν, ότι ο Κύριλλος εννοούσε μίαν ουσίαν του ενσαρκωθέντος Λόγου. Δια τούτο, διαταχθείς να αφορίση τους λέγοντας μίαν φύσιν του ενσαρκωθέντος Λόγου και να ομολογήση τον Χριστόν ομοούσιον ημίν, απήντησεν, ότι δεν δύναται να αφορίση τους Πατέρας (δηλαδή τον Αθανάσιον και τον Κύριλλον).

Εν συνεχεία ο Ευτυχής έκαμεν έκκλησιν εις τον Βασιλέα και εις τους θρόνους Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Θεσσαλονίκης κατηγορών τα πρακτικά της Ενδημούσης, δια παραποίησιν και παράλειψιν λεχθέντων, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αι υπό του Βασιλέως Θεοδοσίου Β' διαταχθείσαι ανακρίσεις, αίτινες εγένοντο το 449. Μεταξύ άλλων ο πρεσβύτερος και έκδικος Ιωάννης εδήλωσε εις τον ανακριτήν Πατρίκιον Φλωρέντιον, ότι όταν το 448 απεστάλη να καλέση τον Ευτυχή εις την Σύνοδον δια να απολογηθή, εκείνος του εδήλωσεν, ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού αν και ουχί ημίν. Ο Φλωρέντιος είπε, ότι αυτό δεν ευρίσκεται ούτε εις το υπομνηστικόν ούτε εις το υπόμνημα, αμφότερα συνταχθέντα υπό του Ιωάννου. Ο Ιωάννης απήντησε, "τούτο μόνω μοι διαλεγόμενος είπεν, ότι ημίν ομοούσιον ουκ έχει σάρκα αλλά τη μητρί". Τότε ο Πατρίκιος είπεν, "επελάθου όπερ ήκουσας, και δια τούτο ουκ έχει τούτο εν τω υπομνηστικώ, ου συνέταξας," Ο Ιωάννης απήντησεν, "επειδή οι παρόντες μετ' εμού ευλαβέστατοι διάκονοι ουκ ήκουσαν τα εμοί ιδία ρηθέντα, δια τούτο ουκ ενέθηκα τω υπομνηστικώ". 13 ]

Παραδόξως ο καταδικάσας τον Ευτυχή το 448 Φλαβιανός Κων/πόλεως γράφει εις δύο ομολογίας πίστεως προς τον Θεοδόσιον, ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού. 14 ] Ακόμη πιο παράδοξον είναι το γεγονός, ότι το 448 ο Ευτυχής είχεν ομολογήσει ότι η μήτηρ του Χριστού είναι ομοούσιος ημίν. 15 ]

Αφού λοιπόν η Θεοτόκος είναι ομοούσιος ημίν και ο Χριστός είναι ομοούσιος τη Θεοτόκω πώς δεν είναι ομοούσιος ημίν ο Χριστός; Ασφαλώς πρόκειται περί πλαστογραφίας.

Αλλά σημασίαν έχει το γεγονός, ότι ο Διόσκορος ουδέποτε υπεστήριξε αρνησάμενον το εν Χριστώ ομοούσιον τη Θεοτόκω Ευτυχή και ουδέποτε παρεξέκλινε της πίστεως του Κυρίλλου και του Αθανασίου, ότι ο εκ της Θεοτόκου γεννηθείς σαρκί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα.

Εκείνο το οποίον ο Διόσκορος ηρνήθη ήτο το δικαίωμα των Εκκλησιών Αντιοχείας, Καππαδοκίας, Κων/πόλεως και Ρώμης να χρησιμοποιήσουν ορολογίαν διαφορετικήν απ' αυτήν της Γ' Οικ. Συνόδου, δηλαδή του Κυρίλλου, παρ' ότι ο Κύριλλος είχε δεχθεί το επιτρεπτόν της εν λόγω ορολογίας. Ο Διόσκορος είχε πιστεύσει, ότι μόνον με την ορολογίαν της Αλεξανδρίας ήτο δυνατόν να εκριζωθή ο Κρυπτο-Νεστοριανισμός του Θεοδωρήτου Κύρου.

γ) Ο Λέων Ρώμης και το σκάνδαλον του Θεοδωρήτου Κύρου.

Όπως ημείς εταυτίσαμεν τον Διόσκορον με τον αιρετικόν Ευτυχή ούτω και οι Ανατολικοί εταύτισαν τον Λέοντα Ρώμης με τον αιρετικόν Θεοδώρητον Κύρου, τον οποίον ο Λέων επιμόνως υπεστήριζε. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός, ότι ο Θεοδώρητος ούτε την Γ' εδέχετο, ούτε τον Νεστόριον αναθεμάτιζε, ούτε τας διαλλαγάς μεταξύ Ιωάννου και Κυρίλλου του 433 εδέχετο, και ούτε τον πόλεμόν του κατά του Κυρίλλου εδέχετο να σταματήση. Δια τούτο κατεδικάσθη υπό της Διοσκορείου Συνόδου το 449 και δια τούτο η Δ' τον εθεώρισε αφορισμένον και ως εκ τούτου μη μετέχοντα εις την Δ' παρά μόνον υπό την ιδιότητα του κατηγόρου κατά του Διοσκόρου. Μόνον κατά την Η' Πράξιν της Δ' αποκατεστάθη, αφού τότε δια πρώτην φοράν απεδέχθη την Γ' Οικ. Σύνοδον, ανεθεματίσας τον Νεστόριον μετά από σκανδαλώδη δισταγμόν, όστις εξαγρίωσε τους Πατέρας εκ των οποίων τινές εκραύγαζον να αφορίση τον Νεστόριον και άλλοι τον απεκάλουν Νεστοριανόν. Άνευ της εμμόνου και μάλιστα περιέργου υποστηρίξεως του Λέοντος πιθανόν να έμενεν καταδικασμένος.

Η Ε' Οικ. Σύνοδος κατεδίκασε τα έργα του Θεοδωρήτου Κύρου κατά Κυρίλλου ως αιρετικά διότι είναι αιρετικά, και όχι μόνον δια να κατευνάση τους Ανατολικούς. Αλλ' αποδεχόμενος ο Θεοδώρητος την Γ' Οικ. Σύνοδον, τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και τον αφορισμόν του Νεστορίου κατεδίκασε ο ίδιος ως αιρετικά τα υπό της Ε' καταδικασθέντα έργα του. Ο βασικός λόγος της εκ μέρους του Διοσκόρου εγκαταλείψεως των διαλλαγών μεταξύ Κυρίλλου και Ιωάννου Αντιοχείας ήτο η μετά τον θάνατον του δευτέρου έξαρσις και κινητοποίησις των Νεστοριανιζόντων όπισθεν του Κρυπτο-Νεστοριανισμού του Θεοδωρήτου Κύρου υπό την προστασίαν του Δόμνου Αντιοχείας καί, από το 449, του Λέοντος Ρώμης. Ο Διόσκορος επίστευσε, ότι η μόνη εγγύησις κατά του Νεστοριανισμού ήτο η εμμονή εις την Αλεξανδρινήν μίαν φύσιν εκ δύο φύσεων και εις το ομοούσιον ημίν του ομοουσίου τω Πατρί Λόγου.

Η αίρεσις του Θεοδωρήτου συνίστατο εις το ότι ναι μεν εδέχετο ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος τω Πατρί και ημίν, κατά φύσιν Θεός και κατά φύσιν άνθρωπος, αλλ' επολέμει την διδασκαλίαν των Πατέρων, ότι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν, και ως εκ τούτου, την ορθήν χρήσιν του ονόματος Θεοτόκος. Δηλαδή επρέσβευεν ο Θεοδώρητος, ότι ο Χριστός και όχι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγεννήθη και πέπονθε σαρκί. Τελικώς αποκατεστάθη αφού απεδέχθη όλα τα του Κυρίλλου και της Γ' και αφού αφώρισε τον Νεστόριον. Ο Ίβας Εδέσσης αποκατεστάθη κατά τον ίδιον τρόπον.

Το παράδοξον είναι, ότι πράγματι ο Τόμος του Λέοντος συμφωνεί με τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου και όχι με τον Θεοδώρητον Κύρου, όπως απέδειξεν ο υπογράφων εις την εν λόγω εισήγησίν του το 1964 εις Aarhus. Ο Λέων σαφώς διδάσκει, ότι ο ομοούσιος τω Πατρί Λόγος εγένετο ομοούσιος ημίν γεννηθείς ως άνθρωπος εκ της Θεοτόκου και ούτω συμφωνεί απολύτως και ρητώς μάλιστα με τον Κύριλλον, ότι ο Λόγος πέπονθε σαρκί.

Ο Σεβ. Άγιος Πρεβέζης και ο υπογράφων εμελετήσαμε μετά του επισκόπου Μαριέτης Bishoy κείμενα του Κυρίλλου και τα τρία αποσπάσματα εκ του Τόμου του Λέοντος, τα δημιουργήσαντα προβλήματα. Ο Μαριέτης έμεινεν ικανοποιημένος εκ του γεγονότος, ότι αι μεταφράσεις δεν αποδίδουν πάντα ορθώς τον Κύριλλον, ούτε το πρωτότυπον Λατινικόν κείμενον και ούτε την Ελληνικήν μετάφρασιν του Τόμου του Λέοντος.

4) Η Σύσκεψις εις το Aarhus το 1964.

α) Το δογματικόν μέρος.

Το δογματικόν μέρος του διαλόγου ήρχισε και έληξε το 1964 με την υπό του κ. Ι. Καρμίρη ανάγνωσιν της εισηγήσεώς του περί της Χριστολογίας του Κυρίλλου ως βάσιν της ενώσεως. Μόλις ετελείωσε η ανάγνωσις ήρχισαν οι Ανατολικοί κραυγάζοντες "αύτη είναι η πίστις ημών, αν ούτω πιστεύητε έχομεν μίαν και την αυτήν πίστιν", κτυπώντες μετά δυνάμεως και παρατεταμένα τα έδρανα με τας χείρας των και το δάπεδον με τους πόδας των.

Επίσης θεμελιώδης εισήγησις εις το Aarhus υπήρξε αυτή του έ. ά. Samuel 16 ] η οποία συνεφώνησε δογματικώς με την περί Κυρίλλου έκθεσιν του κ. Καρμίρη εφαρμοζομένη και εις την περίπτωσιν του Διοσκόρου και κυρίως του Σεβήρου Αντιοχείας, συμφωνόν μάλιστα εν προκειμένω με την περί Σεβήρου μελέτην του κ. Ανδρέα Θεοδώρου.

β) Το δογματοϊστορικόν μέρος.

Το δογματοϊστορικόν μέρος επίσης ήρχισε το 1964 με την εισήγησιν του υπογράφοντος, όστις απέδειξε, ότι το μοναδικόν κριτήριον της Χριστολογίας της Δ' υπήρξε όχι μόνον αυτό του Κυρίλλου, αλλά, κυρίως, Τα Δώδεκα Κεφάλαια, πράγμα το οποίον και οι Ορθόδοξοι είχον λησμονήσει.

Η εισήγησις του υπογράφοντος εδυσκόλευσε τους Ανατολικούς, αφού αύτη ανέτρεψε ριζικώς την περί Δ' εικόνα της παραδόσεώς των, κυρίως ως τους την είχον μεταδώσει οι Σεβηριανοί μετά την ειρημένην εν Κων/πόλει σύσκεψιν το 531 και ως την επανελάμβανον μέχρι σήμερον Λατίνοι, Προτεστάνται και Ορθόδοξοι. Συμπεριελήφθη μαζί με τας εισηγήσεις των Ι. Καρμίρη, Γ. Φλωρόφσκι και Ι. Ζηζιούλα και τεσσάρων Ανατολικών εις τον Τόμον του Π.Σ.Ε. "Does Chalcedon Divide or Unite?" (Geneva 1981). Εν συνεχεία ο τόμος ούτος μετεφράσθη και εξεδόθη εις τα Αραβικά με αποτέλεσμα να μελετηθή από πολλούς Ανατολικούς των οποίων η κοινή γλώσσα είχε γίνει εις τα πλαίσια πολλών αιώνων Αραβοκρατίας, η Αραβική. Ούτω διεδόθη η ορθή περί Δ' εικών μεταξύ των Ανατολικών και κυρίως η εν αυτή δεσπόζουσα θέσις των Δώδεκα Κεφαλαίων μετά των οποίων συμφωνεί ο Τόμος του Λέοντος.

Αλλά δεν επηρεάσθησαν μόνον οι Ανατολικοί όσον αφορά εις την τοποθέτησίν των έναντι της σχέσεως μεταξύ των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε'. Εις το βιβλίον "Christ in East and West" 17 ]επανεδημοσιεύθησαν εις το πρώτον μέρος αι εισηγήσεις του Πατρός Φλωρόφσκι και του υπογράφοντος μαζί με δύο εκ των Ανατολικών, εκ του Τόμου του Π.Σ.Ε., αλλά και δύο Λατίνων και δύο εκ των Ανατολικών από τον διάλογον μεταξύ Λατίνων και Ανατολικών. Εις το δεύτερον μέρος εδημοσιεύθησαν επτά αξιολογήσεις Προτεσταντών των έργων του πρώτου μέρους.

Ο Λουθηρανός William Rusch δηλώνει εκ μέρους των Λουθηρανών την απόλυτον συμφωνίαν του με τας θέσεις της εν λόγω εισηγήσεως του υπογράφοντος περί της σχέσεως των Οικ. Συνόδων Γ', Δ' και Ε'. Χαρακτηριστικώς γράφει ότι, "αυτή η σαφής περιγραφή, αποκαλύπτουσα τα επίμαχα προβλήματα πίστεως και μεγάλον αριθμόν δευτερευόντων προβλημάτων, προφανώς έδωσε την δυνατότητα εις τον διάλογον να κάμη σημαντικήν πρόοδον". Ερώτησεν ο υπογράφων προφορικώς αυτόν και τρία στελέχη των Λουθηρανών με τα οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία διαλέγεται εις τον επίσημον διάλογον, αν τούτο σημαίνει και αποδοχήν της Ε' και επήρεν απάντησιν θετικήν. Είναι η πρώτη φορά όπου Προτεστάνται δέχονται Οικ. Σύνοδον πέραν της Δ'. Εις την μετά των Λουθηρανών τελευταίαν σύσκεψιν της Μικτής Υποεπιτροπής (τέλη Σεπτεμβρίου 1990) οι Λουθηρανοί εδήλωσαν, ότι δεν βλέπουν πρόβλημα αποδοχής της Ζ' Οικ. Συνόδου. Δια την ΣΤ' δεν έχουν σχηματίσει γνώμην διότι δεν την έχουν ακόμη μελετήσει.

Τα τοιαύτα πρέπει να συνεκτιμηθούν υπό το φως του γεγονότος, ότι υπάρχει μία ισχυρά ομάς Λατίνων πατρολόγων και ιστορικών των δογμάτων, οίτινες χρόνια τώρα υποστηρίζουν, ότι οι πάπαι της Ρώμης ουδέποτε εδέχθησαν τον όρον της Ε' και επομένως δεσμεύονται μόνον από την Δ' της οποίας ο Τόμος του Λέοντος εξουδετέρωσε την μονοφυτίζουσαν δήθεν τάσιν της δεσποζομένης υπό των Δώδεκα Κεφαλαίων Γ' Οικ. Συνόδου. 18 ]

Β'

Το Κείμενον Συμφωνιών και Προτάσεων.

1) Κατά παράκλησιν του Επισκόπου Μαριέτης Bishoy συνέταξε ο υπογράφων σχέδιον κειμένου, το οποίον έλαβε την τελικήν του μορφήν τη επεμβάσει του Mar Gregorios, όστις είχε βραδύνει να αφιχθή εις την σύκεψιν και το ήθελε περισσότερον ευσεβές, και εμμέσως του Πατριάρχου Αλεξανδρίας Schenuda, εις τον οποίον οι εκπρόσωποί του έστελλον τα κείμενα με fax αφ' εσπέρας δια να λάβουν τηλεφωνικώς τας παρατηρήσεις και διορθώσεις του την επομένην πρωΐαν.

2) Το Κείμενον συνοψίζει εις τους αριθμούς 1-6 τας κατά την σύσκεψιν της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου εν τη Ιερά Μονή Anba Bishoy της Αιγύπτου από 20ης μέχρι 24ης Ιουνίου 1989 γενομένας συμφωνίας.

3) Η αρχική μορφή του κειμένου.

α) Η αρχική μορφή των επομένων παραγράφων του κειμένου, δηλαδή 7 και εξής, συμπεριείχε τα ονόματα των χρηζόντων άρσεως αναθεμάτων και καταδικών, δηλαδή της Δ' Οικ. Συνόδου, Λέοντος Ρώμης, Διοσκόρου, Σεβήρου, Φιλοξένου, Ιακώβου Βαραδαίου και Τιμοθέου Αιλούρου.

Κατά την διαδικασίαν της συντάξεως εξεφράσθη υφ' ενός Ορθοδόξου εκπροσώπου η αντίρρησις, ότι έπρεπε πρώτον να εξακριβωθή η Ορθοδοξία του Διοσκόρου. Απήντησεν ο υπογράφων, ότι ήδη ημέτεροι ειδήμονες είχον κάμει την σχετικήν έρευναν και δια τούτο ευρισκόμεθα εις αυτό το προχωρημένον στάδιον. Εδιάβασα την εξής δήλωσιν την οποίαν έκαμε ο κ. Ι. Καρμίρης το 1964, "έχω διαβάσει τα κείμενα των δύο πλευρών της διαμάχης,...έχω φθάσει εις το συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει καμμία πραγματική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Προ-Χαλκηδονίων όσον αφορά εις την ουσίαν του Χριστολογικού δόγματος, εφ' όσον όλοι αυτοί αποδέχονται την διδασκαλίαν του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρίας. Υπάρχει μία διαφορά μόνον εν σχέσει με την ορολογίαν και την διατύπωσιν του δόγματος τούτου". 19 ]

β) Το αρχικόν υπό του υπογράφοντος συνταχθέν κείμενον εμπεριείχε την παράκλησιν να ανταποκριθούν οι Ανατολικοί θετικώς εις την περί της Δ' Οικ. Συνόδου ερμηνείαν των Ορθοδόξων, δηλαδή εν αντιθέσει προς τας ερμηνείας των Λατίνων και Προτεσταντών. Συνωδεύετο υπό περιγραφής του περιεχομένου του όρου της Δ'. Επειδή όμως ο υπογράφων είχεν υποψιασθεί από λεχθέντα εις αυτόν παρά του Mar Gregorios ότι ο Πατριάρχης Schenuda πιθανόν να έδιδε οδηγίας εις τους εκπροσώπους του προς εξάλειψιν μνείας της Δ' και του Λέοντος Ρώμης από το τελικόν κείμενον, ητοίμασε την τωρινήν παράγραφον 7 και την έδωσε εις τον Επίσκοπον Μαριέτης Bishoy δια την ενίσχυσιν του όλου κειμένου, αλλά εις την πραγματικότητα δια ενδεχομένην αντικατάστασιν της περί Δ' παραγράφου, την οποίαν επιθανολογείτο, ότι ο Πατριάρχης Schenuda προετίθετο να απαλείψη. Πράγματι, όταν το πρωί της επομένης ο Πατριάρχης έδωσε τηλεφωνικήν εντολήν απαλείψεως της εν λόγω παραγράφου, ο Bishoy του ανέγνωσε το νέον κείμενον του υπογράφοντος, το οποίον ενεθουσίασε τον Πατριάρχην, ο οποίος παρεκάλεσε τον επίσκοπόν του να μου διαβιβάση τας θερμάς του ευχαριστίας.

4) Η νέα μορφή του κειμένου.

Τώρα υπήρχεν εις το κείμενον αντίφασις εξ επόψεως Ορθοδόξου, αλλά και παγίς δια τους Ανατολικούς. Δηλαδή, αφ' ενός μεν οι Ανατολικοί εδέχοντο την διδασκαλίαν των Δ', Ε' και ΣΤ' Οικ. μας Συνόδων, αφ' ετέρου όμως εκαλούντο υφ' ημών να ανταποκριθούν θετικώς εις την ιδικήν μας ερμηνείαν των μετά την Γ' Οικουμενικών μας Συνόδων, χωρίς να διευκρινίζεται ποία ήτο αύτη η ερμηνεία, αφού είχεν απαλειφθή τη διαταγή του Πατριάρχου Schenuda η σχετική με την Δ' παράγραφος.

Εδημιουργήθη ούτω παγίς εις την οποίαν έπεσαν οι Ανατολικοί, όταν ο υπογράφων εδήλωσεν εις την ολομέλειαν, ότι, εφόσον τα σημεία 1 έως 7 είναι η διδασκαλία και των μετά την Γ' Οικουμενικών μας Συνόδων, αποσύρομεν την παράκλησίν μας να ανταποκριθούν οι Ανατολικοί θετικώς εις την ιδικήν μας ερμηνείαν, αφού δεν είναι ερμηνεία, και δηλώνομεν ότι τα σημεία 1 έως 7 είναι η διδασκαλία των Συνόδων μας! Οι Ανατολικοί ανεστατώθησαν και μερικοί διαμαρτυρήθησαν. Τότε επέμεινεν ο υπογράφων, ότι δεν έχουν το δικαίωμα να μας απαγορεύσουν να δηλώσωμεν τί είναι η διδασκαλία των Συνόδων μας. Τους έδωσε διέξοδον λέγων, "Αν θέλετε σείς να ειπήτε ότι είναι ερμηνεία μας να το ειπήτε, δεν δυνάμεθα ημείς την διδασκαλίαν των Οικ. μας Συνόδων να ονομάσωμεν ερμηνείαν". Τους επρότεινε αυτήν την διέξοδον διότι άλλως θα εδέχοντο αντί ερμηνείαν Συνόδων αυτάς ταύτας τας Συνόδους Δ', Ε' και ΣΤ', χωρίς να έχουν προς τούτο εξουσιοδότησιν και αφού τοιαύτη αποδοχή ήτο της αρμοδιότητος ουχί αυτών αλλά των Συνόδων των.

Η πρότασις του υπογράφοντος εγένετο τελικά αποδεκτή και ανετέθη εις τον Αρμένιον Αρχιεπίσκοπον Λιβάνου Aram Keshishian και τον υπογράφοντα να συντάξουν το σχετικόν κείμενον, το οποίον αποτελεί την πρώτην παράγραφον του αριθμού 8, έχον ως εξής,

"8. Αμφότεραι αι οικογένειαι αποδέχονται τας τρεις πρώτας Οικουμενικάς Συνόδους, αίτινες αποτελούν κοινήν ημών κληρονομίαν. Ως προς τας τέσσαρας επομένας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι δηλώνουν ότι δι' αυτούς τα ανωτέρω σημεία 1-7 είναι επίσης αι διδασκαλίαι των τεσσάρων μεταγενεστέρων Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεωρούν την δήλωσιν ταύτην των Ορθοδόξων ως ερμηνείαν αυτών. Με αυτήν την αλληλοκατανόησιν, οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι ανταποκρίνονται εις αυτήν (τήν δήλωσιν) θετικώς."

Με την παράγραφον εννέα (9) οι Ανατολικοί ομολογούν μαζί μας, ότι είχομεν πάντοτε την αυτήν περί Χριστολογίας πίστιν, το οποίον σημαίνει εις την ουσίαν, ότι οι πρόγονοί των κακώς επολέμουν τόσους αιώνας την Δ' Οικ. Σύνοδον, αλλά χωρίς όμως να μονοπωλούν το πταίσμα, όπως είδομεν.

Ελπίζω, Μακαριώτατε, τα ανωτέρω εκτεθέντα αρκούν δια την κατανόησιν των δογματικών και ιστορικών πλαισίων του σχίσματος μεταξύ ημών και των Ανατολικών, ως και των από το 1964 πεπραγμένων δια την εύρεσιν Ορθοδόξων λύσεων αυτού. Μόλις θεωρώ αναγκαίον να επισημάνω εκ καθήκοντος την σπουδαιότητα της προωθήσεως του όλου θέματος εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Μετά βαθυτάτου σεβασμού καί
πολλής της εν Χριστώ αγάπης,

π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
Ελευθερίας 23
174 55 Άλιμος

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Έχων ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΡΟΣ υπόψιν του ο αναγνώστης δύναται να κρίνει το παρακάτω κείμενον και τον περίεργόν του τίτλον.

Πρώτον, επισημαίνω το γεγονός ότι παρέδωσα το πρωτότυπον Αγγλικόν κείμενον εις την Ι. Μονήν Κουτλουμουσίου δια μετάφρασιν την οποίαν είδα δια πρώτην φοράν τυπωμένην εις τον εν λόγω τόμον της Ι. Μονής. Δηλαδή δεν διώρθωσα την μετάφρασιν. Την διαβάζω τώρα δια πρώτην φοράν εξ αιτίας της εν λόγω φανατικής και παραλόγου κριτικής. Κατ' αρχήν μου φαίνεται ακριβής.

Δεύτερον, η Εισαγωγή εις την σελίδα 177 δεν είναι δική μου.

Τρίτον, εσκεμμένως με απομόνωσαν από τους πρωταγωστιστές του διαλόγου Ιωάννην Καρμίρην, Γεώργιον Φλωρόφσκυ, Γεράσιμον Κονιδάρην, Παναγιώτην Τρεμπέλα (τήν εισήγησιν του οποίου ανέγνωσε ο υποφαινόμενος), Νικόλαον Νησιώτην, John Meyendorff, N. Vitaly Borovoy, N. Chitescu, E. Tsonievsky, Metropolitan Georges of Mount Lebanon, Bishop Pierre de Chersonese, Metropolitan Nicodim of Sliviv, Bojan Piperov, Livery Voronov, Μητροπολίτην Ι. Δ. Ζηζιούλα, κ.τ.λ.

Το μόνον κλειδί το οποίον δύναται να αποτελέσει το θεμέλιον της επανενώσεως των διηρημένων Εκκλησιών είναι η ένωσίς των μετά του Σώματος του Χριστού. Τούτο ισχύει όχι μόνον δια τους ετεροδόξους, αλλά δυστυχώς και δια πολλούς Ορθοδόξους. Τούτο διότι εξέχασαν οι σημερινοί Ορθόδοξοι τα πιο βασικα θεμέλια της πατερικής δογματικής και πνευματικότητος. Δηλαδή, ότι "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον" και ότι "ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου". Τούτο σημαίνει απλούστατα ότι δια την κατανόησιν των δογμάτων των Οικουμενικών Συνόδων δεν αρκούν ο εγκέφαλος του ανθρώπου, η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, των Οικουμενικών Συνόδων μετά των Αγίων Κανόνων, των Αγίων Μυστηρίων, κ.τ.λ. τα οποία είναι τελείως αναποτελεσματικά εκτός των πλαισίων της καθάρσεως, του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού, δηλαδή, της θεώσεως. Μόνον οι θεούμενοι κατανοούν τα γραφόμενα υπό των εν λόγω θεουμένων διότι έχουν το ίδιον χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, από κοινού, μετά των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστόλων και προφητών της Καινής Διαθήκης και των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξου Παραδόσεως. Ο καθένας φθάνει εις τον φωτισμόν όταν αποκτήσει την νοεράν εν τη καρδία ευχήν. Άλλως κοινωνεί αναξίως.

Τουναντίον, οι γράψαντες το εν λόγω κείμενον ομιλούν δια τα Θεία ωσάν να έχουν τα μυστήρια περί του Θεού και της ενανθρωπήσεως του Λόγου στο τσεπάκι τους. Το κείμενόν τους μαρτυρεί ότι οι γράψαντες δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την κάθαρσιν, τον φωτισμόν της καρδίας και τον δοξασμόν. Αν είχαν σχέσιν με τα τοιαύτα θα με καλούσαν εις σύσκεψιν δια να τους δώσω εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Ο ίδιος ο τίτλος είναι δαιμονιώδης, απλούστατα, διότι στέλνει τους Αντιχαλκηδονίους εις την κόλασιν. Δεν τους διαφοροποιεί από τους Διαμαρτυρουμένους και τους Παπικούς. Τούτο παρότι έχομεν όχι μόνον τους ιδίους Αγίους και Πατέρας μέχρι τουλάχιστον την Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον, αλλά και τους ιδίους ασκητικούς Πατέρας μέχρι τουλάχιστον την Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον. Επομένως αυτό το "ΔΕΝ ΗΣΑΝ ... ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ" τί μπορεί άραγε να σημαίνει;

Κυριολετικά η εν λόγω πατερική παράδοσις ήρχισε να κλονίζεται όταν εκδυτικοποιήθησαν εις την Ρωσία η θεολογία και ο μοναχισμός, τα οποία εισήγαγε εις την Νέαν Ελλάδα ο Αδαμάντιος Κοραής και βάσει των οποίων ιδρύθησαν αι Θεολογικαί Σχολαί της Χάλκης και των Αθηνών και ο κοσμικός μοναχισμός της "Ζωής". Ήτο πλέον αναπόφευκτον να επηρεασθή ακόμα και το Άγιον Όρος. Δια τούτο αντί να λέγονται θεολόγοι από την θέωσίν των, λέγονται θεολόγοι από το πτυχείον θεολογίας το οποίον έχουν από κάποια θεολογική Σχολή. Έτσι αντί να ψάχνουν αν οι Αντιχαλκηδόνιοι διατηρούν την κάθαρσιν, τον φωτισμόν της καρδίας και τον δοξασμόν, κόλησαν εις τους όρους αντί εις την θεραπείαν εις την οποίαν οδηγούν οι όροι.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
Απάντησις εις ανορθόδοξον άποψιν του π. Ιωάννου Ρωμανίδου"

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης εδημοσίευσεν άρθρον με τίτλον "Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη. Ο άγιος Κύριλλος και η Δ' Οικουμενική Σύνοδος".20 ] Κεντρική ιδέα του συγγραφέως είναι ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αντιχαλκηδόνιοι έχομεν κατ' ουσίαν την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν, αν και διαφοροποιούμεθα εις την διατύπωσιν του δόγματος, εις το περιεχόμενον όμως ταυτιζόμεθα. Γράφει συμπερασματικώς: "οι δύο παραδόσεις επιβίωσαν στις περιπλοκότητες της ιστορίας, ενώ διατήρησαν στην ουσία την ίδια Ορθόδοξη πίστι. Το κείμενό μας καλεί στην ανίχνευση μέσα στην ιστορία, της κοινής ενοράσεως της πίστεως και του δόγματος, που δεν ήταν δυνατόν να διαστρεβλωθεί από τις τραγωδίες των ιστορικών εξελίξεων". 21 ]

Ο π. Ρωμανίδης έχει ομολογουμένως προσφέρει πολυτίμους υπηρεσίας εις την Θεολογίαν. Του οφείλομεν ευχαριστίας δια τας επιτυχείς θεολογικάς του τοποθετήσεις έναντι σοβαρών συγχρόνων εκκλησιολογικών προβλημάτων, ως π.χ. το κείμενόν του περί της Συμφωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών εις Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993).

Παρά ταύτα διαφωνούμεν ριζικώς με την συγκεκριμένην ως άνω θέσιν του, ότι δηλαδή έχομεν κατ' ουσίαν την αυτήν Χριστολογικήν πίστιν με τους Αντιχαλκηδονίους, διότι δεν ευρίσκομεν αυτήν σύμφωνον με την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως βιούται και εν Αγίω Όρει.

Ως γνωστόν, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους ηρνήθη να δεχθεί ως Ορθόδοξον την απόφασιν της Μικτής Επιτροπής του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ότι "αμφότεραι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως" (Β Κοινή Δήλωσις, Σαμπεζύ 1990). Εξέδωσε προς τούτο τα εξής τρία επίσημα κείμενα:

α) Την Εισήγησιν της Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 1/14ης Φεβρουαρίου 1994.

β) Το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 14/27ης Μαΐου 1995.

γ) Την πραγματείαν "Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού", Άγιον Όρος 1996.

Η Ιερά Κοινότης δεν ήτο δυνατόν να αποφανθή διαφορετικά, διότι εκφράζει την κοινήν αγιορειτικήν συνείδησιν, την οποίαν οι ταπεινοί Αγιορείται Μοναχοί διαμορφώνουν ασκούμενοι νυχθημερόν εις την υπακοήν εις όσα παρέλαβον παρά των Αγίων ημών Πατέρων και ζώντες καθημερινώς την λατρείαν της Εκκλησίας. Δια τούτο δεν ημπορούν να διαφοροποιηθούν από την Πίστιν των Αγίων, τους οποίους τιμούν με παννύχους στάσεις, ικεσίας και δεήσεις. Πώς θα ημπορούσαν να το πράξουν, χωρίς να διακινδυνεύσουν την σωτηρίαν των, όταν δι' αυτήν την σωτηρίαν επικαλούνται από όρθρου βαθέως τας πρεσβείας των αγίων ιεραρχών, ιερομαρτύρων και οσίων, των οποίων τας μνήμας η Εκκλησία εορτάζει και τιμά δια τον υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνα των; Του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης, των αγίων ιερομαρτύρων Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και Προτερίου Αλεξανδρείας κ.λ.π.;

Αλλά δεν θα ημπορούσε να πράξη διαφορετικά η Ιερά Κοινότης και διότι θα ήτο μεγίστη η ευθύνη αυτής ενώπιον του Κυρίου, εάν δεν παρέδιδε εις τας επιγενομένας γενεάς των Μοναχών την Πίστιν, την οποίαν παρέλαβε παρά των αγίων Πατέρων και Κτιτόρων των Ιερών ημών Μονών.

Αι ακόλουθαι παρατηρήσεις δεν έχουν σκοπόν να μειώσουν το κύρος του πολιού Καθηγητού. Αποβλέπουν εις το να περιφρουρήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν από αστόχους ερμηνευτικάς προσεγγίσεις, αι οποίαι είναι δυνατόν να βλάψουν και το Ορθόδοξον πλήρωμα και τους διαλεγομένους μετά της Εκκλησίας ετεροδόξους.

***

Εις την ιστορικοδογματικήν ανάλυσιν, εις την οποίαν προέβη ο συγγραφεύς, υπάρχουν αναμφιλέκτως θετικά σημεία, εις τα οποία συγκαταλέγονται: α) ο εντοπισμός του θεολογικού σφάλματος εις τα αντικυρίλλεια έργα του Θεοδώρητου Κύρου. β) Η θέσις ότι η αγία Ε' Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί επιστροφήν αλλά εμμονήν εις την διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου. γ) Η υποστήριξις ότι τα Δώδεκα Κεφάλαια μετά της Γ' προς Νεστόριον επιστολής του αγίου Κυρίλλου έγιναν δεκτά υπό της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου. δ) Η απόρριψις της γνώμης, ότι ο άγιος Κύριλλος δια των Διαλλαγών παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια.

Εις πλείστα όμως σημεία δεν ακολουθείται η Ορθόδοξος ερμηνεία της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Διαπιστούμεν ότι πρόκειται δια την ιδίαν εσφαλμένην ερμηνευτικήν προσέγγισιν, η οποία ωδήγησεν εις την σύνταξιν των Κοινών Δηλώσεων μετά των Αντιχαλκηδονίων, κατά τα έτη 1989, 1990 και 1993, την ανορθοδοξίαν των οποίων διεξοδικώς διήλεγξαν διακεκριμμένοι Καθηγηταί των θεολογικών Σχολών, προσέτι δε και η Ιερά Κοινότης δια των ως άνω τριών κειμένων της και ιδίως δια της εκτενούς πραγματείας αυτής "Παρατηρήσεις ...", του έτους 1996. Είναι αξιοσημείωτον ότι εις τα σημεία αυτά η ερμηνεία συμφωνεί, ενίοτε κατά γράμμα, με εκείνην των αντιχαλκηδονίων θεολόγων, 22 ] ενώ η ορθόδοξος πατερική ερμηνεία επ' αυτών είναι ριζικώς διάφορος. Δημιουργείται έτσι ένα ερμηνευτικόν πλαίσιον, εντός του οποίου και τα θετικά σημεία της αναλύσεως χάνουν την θεολογικήν σημασίαν των.

Αυτά τα σημεία επισημαίνομεν εις την συνέχειαν και επισυνάπτομεν την αντίστοιχον εφ' εκάστου ορθόδοξον πατερικήν ερμηνείαν.

 

  1. Εις σ. 178 παράγρ. 4 του άρθρου αναφέρονται αι δίκαιαι κατηγορίαι των Ορθοδόξων κατά των Αντιχαλκηδονίων.

Δεν προσδιορίζονται όμως πλήρως και επακριβώς. Διότι, οι Ορθόδοξοι δεν εντοπίζομεν την επί μονοφυσιτισμώ κατηγορίαν μόνον εις όσους ομολογούν μίαν ουσίαν εν Χριστώ (Ευτυχής, Σέργιος ο Γραμματικός, κ.λ.π), αλλά και εις όσους πρεσβεύουν μίαν σύνθετον φύσιν (σεβηριανοί κ.λ.π). Οι άγιοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Μάξιμος ο Ομολογητής, Αναστάσιος ο Σιναΐτης κ. ά. έγραψαν κατά Μονοφυσιτών, ανασκευάζοντες τας δοξασίας των ακεφάλων σεβηριανών. 23 ]

 

  1. Επίσης (αυτόθι) σημειούται: "η Φλαβιανή Ενδημούσα σύνοδος του 448 υπήρξε μονομερής ως προς την χρήσι και εμμονή της στην Κυρίλλεια ομολογία της συνδιαλλαγής του 443 με ταυτόχρονη παράβλεψι του συνήθους τρόπου, με τον οποίο ο Κύριλλος μιλούσε για την ενσάρκωση."

Η παρατήρησις όμως αυτή δεν είναι ορθή. Ο άγιος Φλαβιανός, πιστός εις την πληρότητα της χριστολογικής διδασκαλίας του αγίου Κυρίλλου, δεν ήτο μονομερής. Απεδέχετο εις την Ομολογίαν 24 ] του τον Χριστόν "εκ δύο φύσεων ... εν μια υποστάσει" (κατά την ορολογίαν των Διαλλαγών) και ταυτοχρόνως "Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην" (κατά την αντινεστοριανήν ορολογίαν). Παρομοίως και άλλοι λόγιοι επίσκοποι της Συνόδου, ως ο Σελευκείας Βασίλειος. 25 ]

 

  1. Ακόμη (αυτόθι) λέγεται: "από την Χαλκηδόνα και κυρίως από την 2η Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως είναι ξεκάθαρο ότι οι Χαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι χωρίς συμβιβασμούς επιτρέπουν παραλλαγές στην ορολογία, οι οποίες εκφράζουν την ίδια πίστι."

Δεν ακριβολογείται όμως δια της γνώμης αυτής η Ορθόδοξος διδασκαλία. Εις τοιαύτην ανακριβή και συνάμα εσφαλμένην παραδοχήν φαίνεται να στηρίζεται η σύνταξις της 9ης παραγράφου της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989). Προφανώς ο συγγραφεύς αναφέρεται εις τας εκφράσεις της Ψήφου της αγίας Ε' Οικουμενικής Συνόδου, "Εί τις εν δύο φύσεσιν λέγων, μη ως εν Θεότητι και ανθρωπότητι τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν γνωρίζεσθαι ομολογεί... αλλ' επί τούτω κέχρηται τω αριθμώ, ως κεχωρισμένας και ιδιοϋποστάτους έχειν τας φύσεις, ο τοιούτος ανάθεμα έστω" (άρθρον ζ') και "εί τις εκ δύο φύσεων, θεότητος και ανθρωπότητος, ομολογών την ένωσιν γεγενήσθαι, ή μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην λέγων... εκ των τοιούτων φωνών μίαν φύσιν, ήτοι ουσίαν, θεότητος και σαρκός του Χριστού εισάγειν επιχειρεί, ο τοιούτος ανάθεμα έστω" (άρθρον η'). Όμως, τα άρθρα αυτά δεν συνετάχθησαν δια να παράσχουν την δυνατότητα επιλογής μιας εξ αυτών προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, αλλά δια να αναιρέσουν την παρερμηνείαν εκάστης. Κατά τον άγιον Μάξιμο τον Ομολογητήν, 26] προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου πρέπει να συνεκφωνούνται αμφότεραι αι εκφράσεις, η πρώτη της φυσικής ετερότητος και η δευτέρα της υποστατικής ενότητος.

 

  1. Τέλος (αυτόθι) διατυπούται η άποψις ότι: "ο Σεβήρος Αντιοχείας φαίνεται πώς είναι ο μόνος που πλησιάζει την αποδοχή από τον Κύριλλο "δύο φύσεων τη θεωρία μόνη" μετά την ένωση, θέση που υιοθετήθηκε στην Χαλκηδόνα και διακηρύχθηκε στον όρο και στα αναθέματα της 5ης Οικουμενικής Συνόδου".

Δεν είναι όμως ορθή η άποψις αυτή. Ο όρος "τή θεωρία μόνη" έχει χρησιμοποιηθή από τους αγίους Πατέρας ορθοδόξως και από τους Αντιχαλκηδονίους κακοδόξως. Η Ιερά Κοινότης έχει καταδείξει δια πολλών και αναμφισβητήτων αναφορών (Παρατηρήσεις..., σελ. 36 κ. εξ.) ότι ο όρος χρησιμοποιείται από τον άγιον Κύριλλον και την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον υπό ορθόδοξον έννοιαν, με σκοπόν να αποκλεισθή το ενδεχόμενον της διαιρέσεως των ουσιωδώς εν Χριστώ υπαρχουσών δύο φύσεων. Αντιθέτως ο Σεβήρος χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον δια να αποφύγη την χρήσιν του αριθμού δύο δια τας εν Χριστώ φύσεις, ομολογών κατά τον τρόπον αυτόν ψιλήν και κατ' επίνοιαν την ύπαρξίν των. Επομένως ο Σεβήρος ευρίσκεται εις τον αντίποδα του αγίου Κυρίλλου και όχι πλησίον του, ως λέγει ο συγγραφεύς. Προσέτι δέ, μία τοιαύτη ερμηνεία της εκφράσεως "τή θεωρία μόνη" δεν συμφωνεί με την Χριστολογικήν διδασκαλίαν της Δ' και της Ε' Οικουμενικής Συνόδου.

 

  1. Εις την σ. 180 παράγρ. 1, γράφεται: "Ασφαλώς ο Κύριλλος προτιμά να μιλά για Μία Φύση ή Υπόσταση του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη και Εναθρωπήσασα... Η αναφορά για δύο φύσεις στον Χριστό θα αντιστοιχούσε με την αναφορά ενός Χαλκηδονίου για δύο Υποστάσεις στον Χριστό".

Και η παραδοχή αυτή δεν είναι σωστή. Αποδεικνύει την μονομερή προσήλωσιν της σκέψεως του συγγραφέως εις την αντινεστοριανήν όψιν της Κυριλλείου εκφράσεως, την δήλωσιν δηλονότι του ενιαίου της υποστάσεως, η οποία όμως δεν αποκλείει την ετέραν όψιν, δια της οποίας ο ίδιος ο άγιος Κύριλλος εβεβαίωνε το διπλούν των φύσεων εν Χριστώ. 27 ] Διότι, εφ' όσον οφείλομεν να δεχώμεθα την χριστολογικήν διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου εις το σύνολόν της, η αποδοχή υπ' αυτού δύο φύσεων μετά την ένωσιν είναι δεδομένη. Όχι μόνον δια των Διαλλαγών και άλλων προγενεστέρων κειμένων του, 28 ] αλλά και δι' αυτής της λεγομένης Κυριλλείου Εκφράσεως. 29 ] Εις την περίπτωσιν αυτήν, οπότε ο άγιος Κύριλλος αναφέρεται εις τα εξ ών ο Χριστός, δεν εκλαμβάνει την φύσιν καταχρηστικώς ως υπόστασιν αλλά κυριωνύμως ως ουσίαν. 30 ]

 

  1. Εις την αυτήν σελίδα, παράγρ. 2, γίνεται μία ορθή επισήμανσις υπό του συγγραφέως. Είναι πράγματι, γελοίον - και οφείλουν να το προσέξουν οι Αντιχαλκηδόνιοι - να κατηγορήται δια νεστοριανισμόν, όποιος δέχεται την διπλήν γέννησιν και ομοουσιότητα και αποδίδει όλα τα εν Χριστώ θεία και ανθρώπινα ιδιώματα εις τον Λόγον.

Αλλά δια της ανωτέρω θέσεως δεν διατυπώνεται η αλήθεια προς αμφοτέρας τας κατευθύνσεις. Διότι, δεν είναι καθόλου γελοίον - και οφείλουν να το προσέξουν οι Ορθόδοξοι που συμμετέχουν εις τον Διάλογον με τους Αντιχαλκηδονίους - να ενέχωνται δια μονοφυσιτισμόν οι Αντιχαλκηδόνιοι, οι οποίοι λέγουν ότι δέχονται την διπλήν ομοουσιότητα και ότι αποδίδουν τα θεία και τα ανθρώπινα ιδιώματα εις τον Λόγον, αλλά αρνούνται να ομολογήσουν δύο φύσεις ουσιωδώς υπαρχούσας και ενεργητικάς εις τον Λόγον. Τούτο το τελευταίον έχει ιδιαιτέραν σημασίαν δια τον δογματικόν χαρακτηρισμόν των παλαιών και νεωτέρων Αντιχαλκηδονίων.

 

  1. Εις την αυτήν σελίδα, παραγρ. 3, γράφεται ότι: "δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Λέων έτεινε προς τον διαχωρισμό και την διάκρισι των πράξεων του Χριστού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι φύσεις να φαίνονται πώς ενεργούν ως ξεχωριστά Υποκείμενα"

Όμως, τούτο είναι εσφαλμένον. Ο Τόμος του αγίου Λέοντος κατά την κρίσιν της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου είναι "κοινή τις στήλη κατά των κακοφρονούντων". 31 ] Κατά τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων είναι "στήλη ορθοδοξίας32 ] και κατά τον κριτικώτατον άγιον Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως διασώζοντα λόγον του αγίου Εφραιμίου Θεουπόλεως: "τήν άκραν ένωσιν του Λόγου και της σαρκός αμωμήτως τε και θεοπρεπώς διετράνωσε". 33 ] Ως Ορθόδοξοι, τας κατά του Τόμου αιτιάσεις αντιλαμβανόμεθα ως συκοφαντίας και ως έκφρασιν του μονοφυσιτικού φρονήματος των συκοφαντούντων: "Ει μεν γαρ άπασα η του εν αγίοις Λέοντος επιστολή δι' αμφιβόλων τινών ώδευε, και εξ ών οι ακέφαλοι την της μιας υποστάσεως αιτιώνται διαίρεσιν, τάχα ήν αυτοίς της διαβολής η άγνοια πρόφασις, επεί δε δια μυρίων η ευσέβεια πρόδηλος, πώς ουχί δευτέραν επί τη πρώτη δυσσεβεία οι συκοφάνται προσλαμβάνουσιν;". 34 ]

 

  1. Εις την αρχήν της σ. 186 γίνεται η εξής πρότασις: "Η αδυναμία να συνειδητοποιηθεί αυτό (τό δογματικόν σφάλμα εις τα αντικυρίλλεια έργα του Θεοδώρητου) κατά την διάρκεια του 5ουαιώνα κατέστησε τον Λέοντα και την Χαλκηδόνα συνενόχους στα μάτια εκείνων που ακολούθησαν τον Διόσκορο, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Διόσκορος κατέστη συνένοχος ένεκα της υπερασπίσεως του Ευτυχούς".

Η πρότασις όμως είναι εσφαλμένη. Το δογματικόν λάθος του Θεοδώρητου ήτοι η διαφοροποίησις του προσώπου του Χριστού από την Υπόστασιν του Θεού Λόγου, του Μονογενούς Υιού του Θεού, και η απόδοσις των ανθρωπίνων ιδιοτήτων εις τον Χριστόν και όχι εις τον Μονογενή Θεόν Λόγον, είχε σαφώς συνειδητοποιηθή. Ο άγιος Κύριλλος διεξήγαγε τιτάνιον αγώνα δια να γίνη κατανοητόν και να αποφευχθή τούτο το σφάλμα. Ο άγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως το επισημαίνει: "ει άλλος ο Χριστός και άλλος ο Θεός Λόγος, ουκ έστι Τριάς η Αγία Τριάς, αλλά κατά σε αιρετικέ, τετράς35 ] Ο άγιος Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως ομολογεί ορθοδόξως: " ... ο υιός του Θεού ο μονογενής, Θεός τέλειος, και άνθρωπος εκ ψυχής λογικής και σώματος, προ αιώνων μεν εκ του Πατρός ανάρχως γεννηθείς κατά την θεότητα, επί τέλει δέ, και εν υστέροις καιροίς ο αυτός ... εκ Μαρίας της παρθένου γεννηθείς κατά την ανθρωπότητα". 36] Ο Βασίλειος Σελευκείας εις την Ενδημούσαν του 448: "Προσκυνώ τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού τον μονογενή, τον Θεόν Λόγον, μετά την σάρκωσιν, και την εναθρώπησιν εν δύο φύσεσι γνωριζόμενον". 37 ] Ο άγιος Λέων Ρώμης: "Ο δε αυτός του αϊδίου Πατρός Μονογενής αΐδιος ετέχθη εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας ... την ημετέραν φύσιν ανέλαβε και οικείαν ειργάσατο". 38 ] Ο ίδιος ο Θεοδώρητος Κύρου εις την Δ' Σύνοδον: "ανάθεμα τω λέγοντι δύο υιούς, ένα γαρ υιόν προσκυνούμεν, τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μονογενή". 39 ] Και η Δ' Οικουμενική εις τον Όρον αυτής: "πρό αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι' ημάς, και δια την ημετέραν σωτηρίαν, εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, ...". 40 ]

Επομένως, η υποστήριξις του αγίου Λέοντος προς τον Θεοδώρητον και η τούτου αποκατάστασις υπό της Συνόδου της Χαλκηδόνος δεν σημαίνει αποδοχήν της αιρετικής απόψεως του Θεοδώρητου, η οποία υπήρχεν εις τα αντικυρίλλεια έργα του, και την οποίαν ο ίδιος δεν επανέλαβεν μετά την Δ' Σύνοδον. Αντιθέτως, η υποστήριξις του Διοσκόρου προς τον Ευτυχή οφείλεται εις την πλήρη αποδοχήν της μονοφυσιτικής του δηλώσεως εις την Ληστρικήν: "Διόσκορος επίσκοπος Αλεξανδρείας είπεν, ανεκτός υμίν εστιν ούτος ο λόγος, μετά την εναθρώπισιν δύο φύσεις ειπείν; η αγία σύνοδος (η Ληστρική) είπεν, ανάθεμα τω λέγοντι". 41 ] Και επίσης, όταν ανεγνώσθη εις την Ληστρικήν η οριστική άποψις του Ευτυχούς: "ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν, μίαν φύσιν ομολογώ", ο Διόσκορος είπε: "συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες" και η Ληστρική σύνοδος επιβεβαίωσε: "συντιθέμεθα". 42 ]

 

  1. Εις την σ. 187, παράγρ. 3, γράφεται η πολύ περίεργος θέσις, ότι "ο παραλληλισμός των φράσεων του Κυρίλλου "Μία Φύσις" και "Σεσαρκωμένη", προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο Κύριλλος μιλά για δύο φύσεις στον Χριστό, ήταν λάθος που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι σωστή, διότι μπορεί να οδηγήσει σε δύο Υποστάσεις και Πρόσωπα στον Χριστό". Από το απόσπασμα αυτό γίνεται κατανοητόν ότι ο συγγραφεύς θεωρεί απόλυτον και υποχρεωτικήν την ερμηνείαν του Μία Φύσις εις την Κυρίλλειον έκφρασιν ως υπόστασιν, και δια τούτο θεωρεί σφάλμα την ερμηνείαν του όρου τούτου ως φύσιν. Όμως, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δέχεται και την δευτέραν αυτήν ερμηνείαν του όρου Μία Φύσις, ότι σημαίνει την κοινήν φύσιν της θεότητος εν ατόμω θεωρουμένην, 43 ] ήτοι εν τη Υποστάσει του Λόγου. Υπό την έννοιαν αυτήν η έκφρασις Μία Φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη είναι δηλωτική των δύο φύσεων, ως λέγει ο άγιος Κύριλλος εις την δευτέραν προς Σούκενσον επιστολήν του, χωρίς να εισάγονται δύο πρόσωπα ή υποστάσεις, αλλά δια να ομολογήται η ουσιώδης και πραγματική ύπαρξις δύο φύσεων εν Χριστώ.

 

  1. Εις την σ. 188, παράγρ. 2, λέγεται: "Στην Χριστολογία του (ο άγιος Κύριλλος) χρησιμοποιεί τα "φύσις", "υπόστασις" και "πρόσωπον" ως συνώνυμα ...".

Η άποψις, ότι ο άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησε συνωνύμως τους όρους φύσις και υπόστασις, είναι λανθασμένη. Αντανακλάται και εις την 6ην παράγραφον της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989): "τό ζήτημα δεν είναι αν οι Πατέρες ημών εχρησιμοποίησαν εναλλακτικώς τους όρους φύσις και υπόστασις και αν συνέχεαν τον ένα προς τον άλλον", την οποίαν η Ιερά Κοινότης ανήρεσεν εμπεριστατωμένως (Παρατηρήσεις ..., σελ. 45 κ. εξ.). Τούτο μόνον επαναλαμβάνομεν εδώ, ότι ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός και ο ιερός Φώτιος δεν συμφωνούν με την άποψιν αυτήν, αλλά ανατρέπουν τα σχετικά επιχειρήματα των σεβηριανών, καθότι "τούτο εστι το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν". 44 ] Κατά τον άγιον Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως, όταν οι Πατέρες ανεφέροντο εις το υποστατικώς έν εν τω Χριστώ, εννοούσαν τον όρον φύσις καταχρηστικώς ως υπόστασιν, ενώ, όταν ανεφέροντο εις τα εξ ών ο Χριστός, τότε εννοούσαν τον όρον φύσις κυριωνύμως ως ουσίαν. Όταν, συνωνύμως εκφερόμενοι οι όροι, συγχέονται κατά το περιεχόμενον, η πλάνη είναι αναπόφευκτος.

Οι Αντιχαλκηδόνιοι χρησιμοποιούν αδιακρίτως τους όρους. Εις την σεβηριανήν έκφρασιν σύνθετος φύσις (ή ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις, όπως αρέσκονται να λέγουν σήμερον) χρησιμοποιούν τον όρον φύσις κακοδόξως, διότι κατ' ουδένα τρόπον εις την έκφρασιν αυτήν δύνανται να χρησιμοποιηθή αποδίδων την έννοιαν της υποστάσεως (τού απολεσθέντος ενός εν Χριστώ). Αντιθέτως οι Ορθόδοξοι μετά του αγίου Κυρίλλου, εις την Κυρίλλειον έκφρασιν Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη χρησιμοποιούμεν τον όρον φύσις ορθοδόξως, διότι καταχρηστικώς έχει την έννοιαν της υποστάσεως και εκφράζει το αποτελεσθέν έν εν Χριστώ. Επίσης, εις την έκφρασιν δύο φύσεις μετά την ένωσιν χρησιμοποιούμεν τον όρον φύσις κυριωνύμως ως ουσίαν, διότι αναφέρεται εις τα εξ ών ο Χριστός.

Επομένως, όχι συνωνύμως αλλά υπό σαφώς καθωρισμένον περιεχόμενον οφείλομεν να χρησιμοποιώμεν τους όρους φύσις και υπόστασις, εάν θέλωμεν να επετύχωμεν μετά των Αντιχαλκηδονίων ένωσιν εν τη αληθεί πίστει. Η άποψις, ότι είναι ανάγκη σήμερον προς επίτευξιν της ενότητος να είμεθα ελαστικοί εις την χρήσιν των όρων αυτών, εύρε την πρακτικήν της εφαρμογήν εις την Α' Κοινήν Δήλωσιν, όπου λέγεται ότι οι Ορθόδοξοι θα χρησιμοποιούν την έκφρασιν δύο φύσεις χωρίς να διαιρούν και οι Αντιχαλκηδόνιοι την έκφρασιν μία ηνωμένη θεανθρωπίνη φύσις χωρίς να αρνούνται την δυναμικήν παρουσίαν του θείου και του ανθρωπίνου εν Χριστώ. Αλλά τούτο αποτελεί εσφαλμένην τοποθέτησιν, εις την οποίαν επαρκώς απήντησεν η Ιερά Κοινότης εις τας Παρατηρήσεις... (σελ. 53 κ. εξ.), συμπεραίνουσα κατά τον άγιον Μάξιμον ότι είναι αδύνατος η πλήρης περιγραφή του Μυστηρίου της Εναθρωπήσεως, εάν δεν χρησιμοποιηθούν ταυτοχρόνως οι εκφράσεις που δηλώνουν την υποστατικήν ενότητα και την φυσικήν διαφοράν εν Χριστώ. Οι Ορθόδοξοι δεν δυνάμεθα να αποκλείσωμεν τον νεοστοριανισμόν, εάν μετά της εκφράσεως δύο φύσεις δεν συνομολογήσωμεν Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην ή μίαν την υπόστασιν του Ιησού Χριστού, του Θεού Λόγου. Οι Αντιχαλκηδόνιοι, εξ άλλου, δεν δύνανται να εκφύγουν την σύγχισιν, εάν δεν αποβάλλουν την έκφρασιν μία ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις και αντ' αυτής χρησιμοποιήσουν μετά της εκφράσεως Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην και τον Όρον της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου, ήτοι δύο φύσεις εν τη μια υποστάσει του Ιησού Χριστού, τη Υποστάσει του Θεού Λόγου.

***

Εκ της ανωτέρω σειράς των ανεπαρκών ή και λανθασμένων ερμηνευτικών προσεγγίσεων του συγγραφέως συνάγεται εσφαλμένως εις το άρθρον ότι: 1) Ο Διόσκορος είχεν ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, και 2) Η Ληστρική σύνοδος δεν είναι αιρετική. Επομένως, εις την παράδοσιν των Αντιχαλκηδονίων διετηρήθη η Ορθόδοξος Πίστις, παρά την χρησιμοποίησιν διαφορετικής ορολογίας εις την διατύπωσιν του δόγματος. Καί, εφ' όσον ο μεν άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησεν συνωνύμους τους όρους φύσις και υπόστασις εις την Χριστολογίαν του και οι Αντιχαλκηδόνιοι πάλαι τε και σήμερον ακολουθούν την Κυρίλλειον ορολογίαν, σήμερον δια την επίτευξιν της ενότητος μετά των Αντιχαλκηδονίων θα πρέπει να είμεθα ελαστικοί εις την χρήσιν των όρων κατά το παράδειγμα εκείνου.

Όμως, κατά την Ορθόδοξον πατερικήν ερμηνευτικήν και εν γένει Παράδοσιν ο Διόσκορος είχε μονοφυσιτικόν Χριστολογικόν φρόνημα και η Ληστρική Σύνοδος υπήρξεν αιρετική. Οι λόγοι που εξηγούν τούτο εκτίθενται κατωτέρω:

***

Α) Περί του ότι ο Διόσκορος είχεν αιρετικόν Χριστολογικόν φρόνημα.

Εις την σελίδα 188 του άρθρου του, ο συγγραφεύς αναφερόμενος εις τας απαντήσεις των επισκόπων Ευσταθίου Βηρυτού και Διοσκόρου Αλεξανδρείας εις το ερώτημα των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων, διατί καθηρέθη ο επίσκοπος Φλαβιανός εφ' όσον εδέχθη Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην, γράφει: "ο Ευστάθιος Βηρυτού παραδέχθηκε ότι έγινε λάθος. Ο Διόσκορος όμως, ισχυρίσθηκε ότι ο Φλαβιανός διέψευσε τον εαυτό του δεχόμενος δύο φύσεις μετά την ένωσι. Το παράξενο είναι ότι και οι δύο είναι σωστοί, εφ' όσον για τον Φλαβιανό "φύσις" σήμαινε "ουσία" ενώ για τον Διόσκορο σήμαινε "υπόστασις"".

Η άποψις ότι "καί οι δύο ήσαν σωστοί" οδηγεί ανεμπόδιστα εις το συμπέρασμα ότι όχι μόνο ο άγιος Φλαβιανός αλλά και ο Διόσκορος είχε Ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, παρά την εμμονήν του εις διαφορετικήν ορολογίαν.

Όμως η μελέτη των Πρακτικών της Συνόδου υπό το φως της μεταγενεστέρας πατερικής παραδόσεως δεν οδηγεί εις την συναγωγήν τοιούτου συμπεράσματος, δια πολλούς λόγους.

α) Ο Ευστάθιος Βηρυτού και ο Διόσκορος κατεδίκασαν τον άγιον Φλαβιανόν εις την Ληστρικήν. Εις την Δ' Σύνοδον όμως η στάσις των είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος. Ο Ευστάθιος μετά από ορισμένους δογματικούς ελιγμούς ευθυγραμμίζεται προς την Έκθεσιν των Διαλλαγών και αναγνωρίζει μετά των λοιπών Πατέρων ότι ο άγιος Φλαβιανός ηκολούθησε πιστώς την πίστιν του αγίου Κυρίλλου. Εις την ερώτησιν των συγκλητικών: "Διατί τοίνυν ... Φλαβιανόν καθείλες;", απήντησεν ειλικρινώς: "Εσφάλην". 45 ] Εκ τούτων φαίνεται ότι ο Ευστάθιος Βηρυτού ανεγνώρισε το θεολογικόν του σφάλμα, ήτοι την μη ομολογίαν της εν Χριστώ φυσικής ετερότητος, και μετανόησε δια την προτέραν καταδίκην του αγίου Φλαβιανού. Τούτο, ως γνωστόν, συνέβη με πολλούς άλλους επισκόπους, οι οποίοι έλεγον: "πάντες ημάρτομεν, πάντες συγγνώμην αιτούμεν". 46 ]

Αντιθέτως προς τον Ευστάθιον, ο Διόσκορος επέμεινε να αρνήται την Έκθεσιν των Διαλλαγών. Όταν οι Πατέρες της Δ' Συνόδου την αποδέχωνται ομοφώνως ως αποστολικήν Πίστιν, 47 ]ο Διόσκορος διαφοροποιείται. Εις την άμεσον ερώτησιν των συγκλητικών: "ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις (τής Εκθέσεως των Διαλλαγών) λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαβιανόν δε τον της αγίας μνήμης, και Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις κεχρημένους καθείλετε", 48 ] απέφυγε προσωρινώς να απαντήση. Αλλά, όταν οι Πατέρες έκριναν ομοφώνως ως ορθόδοξον την διαλαλιάν του αγίου Φλαβιανού, μόνος αυτός είπε: "Φανερώς δια τούτο καθήρηται Φλαβιανός, ότι μετά την ένωσιν δύο φύσεις είπε ... ". 49 ]

Επομένως, η αντίθεσις του Διοσκόρου εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών και εις την απορρέουσαν από αυτήν ομολογίαν δύο φύσεων μετά την ένωσιν, αποδεικνύει ότι δεν αναγνωρίζει την ουσιώδη ύπαρξιν των δύο φύσεων εν τη μια υποστάσει του Λόγου: "Ιδού τούτου επιλαμβάνομαι, μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισίν". 50 ]

Το επιχείρημα το οποίον εμφαίνεται εις το άρθρον του αιδεσιμολογιώτατου Καθηγητού (μν. έργ. σ. 183) και ίσως προβληθή ευλόγως εις το σημείον τούτο, ότι δηλαδή ο Διόσκορος οργισθείς κατά της νεοστοριανιζούσης δραστηριότητος του Θεοδωρήτου εις την Ανατολήν επέστρεψε εις την προ των Διαλλαγών αντινεστοριανικήν Κυρίλλειον ορολογίαν ως εις μόνον αποτελασματικόν αντινεστοριανικόν μέσον, είναι ανίσχυρον. Πρώτον μέν, διότι ο άγιος Κύριλλος επραγματοποίησε τας Διαλλαγάς με την Εκκλησίαν της Αντιοχείας παρά την υπάρχουσαν εις την Ανατολήν νεστοριανίζουσαν παραφωνίαν. Δεύτερον δέ, διότι η ομολογία της φυσικής ετερότητος εν Χριστώ δεν πρέπει να αποχωρίζεται από την ομολογίαν της υποστατικής ενότητος εν Αυτώ. Η τοιαύτη μονομέρεια εγκρύπτει κίνδυνον αιρέσεως, ως τούτο συνέβη εις την περίπτωσιν του Διοσκόρου.

β) Οι επίσκοποι εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον προέβησαν εις την καθαίρεσιν του Διοσκόρου όχι μόνον επειδή "άπαξ και δίς και τρίς δια θεοφιλεστάτων επισκόπων κανονικώς κληθείς ουκ υπήκουσεν, υπό του συνειδότος δηλονότι κεντούμενος", 51 ] αλλά και επειδή "Ευτυχή τον ομόδοξον αυτώ, κανονικώς καθαιρεθέντα παρά του ιδίου επισκόπου του εν αγίοις πατρός ημών Φλαβιανού, αυθεντήσας, ακανονίστως εις κοινωνίαν εδέξατο, πριν συνεδρεύσαι εν τη Εφεσίων, μετά των θεοφιλεστάτων επισκόπων". 52 ] Τα ανωτέρω προσδιώρισε η Σύνοδος ως πρώτην αιτίαν της καθαιρέσεως του Διοσκόρου εις την επιστολήν της προς τον Ρώμης άγιον Λέοντα. 53 ] Το γεγονός μάλιστα, ότι ο Ευτυχής καθηρέθη δικαίως υπό του αγίου Φλαβιανού επί αιρέσει 54 ] και ο άγιος Φλαβιανός αδίκως υπό του Διοσκόρου δήθεν επί αιρέσει, 55 ] προσδίδει δογματικήν βαρύτητα εις την έκφρασιν "ομόδοξον αυτώ".

Ο άγιος Φλαβιανός ήτο Ορθόδοξος, διότι απεδέχετο την έκφρασιν "μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη" και ταυτοχρόνως εδέχετο και "δύο φύσεις μετά την ένωσιν". Αυτή η Χριστολογία είναι πλήρης, κατά τον άγιον Μάξιμον τον Ομολογητήν, 56 ] διότι συνομολογεί το ενιαίον της υποστάσεως και το διττόν των φύσεων. Η μονομέρεια του Διοσκόρου, να αποδέχεται μόνον την πρώτην έκφρασιν, η οποία τονίζει την εν Χριστώ ενότητα και να αρνήται να ομολογήση την δευτέραν, η οποία τονίζει την φυσικήν διαφοράν, αποκαλύπτει τον μονοφυσιτισμόν του.

γ) Η μαρτυρία του Ανατόλιου, ότι "διά την πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος, αλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω κυρίω Λέοντι τω αρχιεπισκόπω, και τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθε", 57 ]δεν είναι επαρκής δια να αμνηστεύση δογματικώς τον Διόσκορον. Οι Πατέρες της Συνόδου, κατά την δευτέραν συνεδρίαν ειργάσθησαν δια τον προσδιορισμόν της αληθούς αποστολικής πίστεως της Εκκλησίας. 58 ] Πλήν του Συμβόλου της Νίκαιας και των επιστολών του αγίου Κυρίλλου προς Νεστόριον, εδέχθησαν το Σύμβολον των Πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, και την Έκθεσιν των Διαλλαγών, την οποίαν ως προελέχθη ηρνείτο ο Διόσκορος, καθώς και τον Τόμον του αγίου Λέοντος. Επί τη βάσει αυτών των Συνοδικών κειμένων ανεβόησαν οι Πατέρες το ανάθεμα κατά των διαφωνούντων προς τον άγιον Λέοντα και τον άγιον Κύριλλον: "Λέων και Κύριλλος ομοίως εδίδαξαν, ανάθεμα τω μη ούτως πιστεύοντι. οι ορθόδοξοι ούτω φρονούμεν. Αύτη η πίστις των πατέρων. Ταύτα εν Εφέσω διατί ουκ ανεγνώσθη; Ταύτα Διόσκορος απέκρυψεν". 59 ] Παρά τας αμφιβολίας των επισκόπων του Ιλλυρικού δια τον Τόμον, μετά την σύγκρισίν του προς τα Δώδεκα Κεφάλαια του αγίου Κυρίλλου η Σύνοδος απεδέχθη τον Τόμον ως κριτήριον Ορθοδοξίας και με ειδικήν μνείαν εις τον Όρον της τον ενέταξε μετά των επιστολών του αγίου Κυρίλλου: "κοινήν τινα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμοσε, προς την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν". 60 ] Επίσης, δια της παραθέσεως χρήσεων διαφόρων προγενεστέρων Πατέρων, ως εμφαίνεται εις την δευτέραν Πράξιν της Συνόδου, έγινε γενικώς κατανοητόν ότι πρέπει να ομολογούνται αι δύο φύσεις του Χριστού προς δήλωσιν της διαφοράς των φύσεων.

Εξ όλων τούτων καταφαίνεται ότι ο Διόσκορος, εάν προσήρχετο προς απολογίαν, ώφειλε να απολογηθή περί πίστεως. Τούτο απητείτο και από το κατηγορητήριον του Ευσεβίου Δορυλαίου.61 ] Προφανώς θα κατεδικάζετο ως αιρετικός, εάν ενέμενε εις την μέχρι τούδε ομολογίαν του, ότι "ιδού τούτου επιλαμβάνομαι, μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισί". 62 ] Την άποψιν, ότι θα κατεδικάζετο ως αιρετικός ο Διόσκορος εάν προσήρχετο, υπεστήριξεν αργότερον ο Λεόντιος απαντών εις σχετικήν ένστασιν των Μονοφυσιτών. Έλεγε: "τίνας γαρ αν και έφη λόγους παραγενόμενος; Ο βουλόμενος των υπεραλγούντων τανδρός ηθεποιείτο, ότι μεν γαρ εδέξατο Ευτυχέα, φανερόν. Ότι δε καλώς ουκ εδέξατο άνδρα μίαν είναι μόνην την του Χριστού φύσιν δοξάζοντα θείαν τε απλώς, και ουδέν έχουσαν ανθρώπινον, τί αν απελογήσατο; Υμείς ουν οι Διοσκορίται επινοήσατε". 63 ]

δ) Όπως μας πληροφορεί ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, 64 ] οι ακολουθήσαντες τον Διόσκορον Αλεξανδρείς ηρνούντο και αυτόν τον άγιον Κύριλλον - τουτέστι τας Διαλλαγάς - επειδή ωμίλησε δια δύο φύσεις μετά την ενανθρώπισιν.

ε) Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τον Διόσκορον, αν και όχι ονομαστί δια τους λόγους που εκείνη έκρινε. Κατά την Ψήφον, η Σύνοδος αποδέχεται πλήρως τας τέσσαρας προηγηθήσας Συνόδους και όσα αύται αποδέχονται και κρίνει αλλοτρίους της Εκκλησίας τους μη αποδεχομένους αυτάς. Κατόπιν η ΣΤ' και η Ζ' τον αναθεμάτισαν και κατ' όνομα. Περί του θέματος αυτού διαλαμβάνουν λεπτομερώς αι "Παρατηρήσεις ..." της Ιεράς Κοινότητος (σελ. 64 κ. εξ.).

στ) Εις το εξής η συνείδησις της Εκκλησίας έχει τον Διόσκορον καταδεδικασμένον επί αιρέσει, 65 ] ως εμφαίνεται και εις την λατρείαν της. Μόνον εις τον αιώνα μας άρχισαν να ακούωνται παραφωνίαι εις την ενιαίαν περί Διοσκόρου αντίληψιν της Εκκλησίας, με αποκορύφωσιν τας προτάσεις της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του διαλόγου μετά των συγχρόνων Αντιχαλκηδονίων, κατά τας οποίας ο Διόσκουρος και οι σύν αυτώ Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι κατεδικάσθησαν όχι δι' αιρεσιν αλλ' επειδή έσχισαν την Εκκλησίαν! 66 ]

Β) Περί του ότι η Ληστρική Σύνοδος είναι αληθώς αιρετική.

 

Εις την σελίδα 188 ο συγγραφεύς γράφει: "Από τα προαναφερθέντα καθοριστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι η Σύνοδος της Εφέσου το 449 δεν ήταν αιρετική, εφ' όσον η καταδίκη του Ευτυχούς βασίστηκε στην ομολογία του ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος με την μητέρα του. Αυτό εξηγεί γιατί ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο εν ολομελεία ισχυρίζεται ότι ο Διόσκορος δεν καθαιρέθηκε για αίρεση. Η Σύνοδος του 449 στην Έφεσο αποκηρύχθηκε στην Χαλκηδόνα εξ' αιτίας της αδικίας που είχε γίνει στον Φλαβιανό και στον Ευσέβιο".

Όμως η άποψις αυτή είναι εσφαλμένη. Η Ληστρική Σύνοδος δεν είναι μόνον από κανονικής απόψεως αποβλητέα, αλλά και από δογματικής, επειδή ηθώωσε τον αιρετικόν Ευτυχή και κατεδίκασεν επί αιρέσει τον Ορθόδοξον άγιον Φλαβιανόν, ως απεδείχθη εις την προηγουμένην ενότητα. Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γράφει: "τό γαρ Διοσκόρου λεγόμενον δεύτερον(συνέδριον εν Εφέσω) της Ευτυχούς αδοκίμου γνώμης πεφώραται σύστοιχον". 67 ]

Ίσως υποστηριχθή όμως, ότι οι επίσκοποι εις την Ληστρικήν εβασίσθησαν εις την "εμμονήν" του Ευτυχούς εις την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου καί, ακολουθήσαντες την εντολήν της εν Εφέσω Συνόδου (431) "μηδενί εξείναι ετέραν πίστιν εκτίθεσθαι", εδικαιολόγησαν την άρνησίν των να ομολογήση δύο φύσεις μετά την ένωσιν και να αναθεματίση τους πρεσβεύοντας τα αντίθετα, ωσάν να επρόκειτο περί ετέρας πίστεως.

Μία τοιαύτη γνώμη δεν είναι πρωτοφανής. Έχει διατυπωθεί ήδη εις τα συγγράμματα των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων. 68 ] Είναι όμως εσφαλμένη, κρινόμενη υπό το φως των ενεργειών του αγίου Κυρίλλου και των Πρακτικών της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.

Πρώτον. Ο άγιος Κύριλλος δια των Διαλλαγών διετύπωσε την άλλην πλευράν του Χριστολογικού δόγματος, την ομολογίαν των δύο φύσεων εν Χριστώ, χωρίς να προσθέση ή να αφαιρέση κάτι από την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου. Αι Διαλλαγαί ήσαν ανάπτυξις της αυτής αποστολικής πίστεως και όχι ετέρα πίστις. Παρά ταύτα δεν έγιναν δεκταί από τον Ευτυχή 69 ] και τον Διόσκορον. Και ο μεν πρώτος ηρνείτο κατ' αρχήν την ομοουσιότητα του Χριστού με ημάς, την οποίαν συνεκάλυπτε με την άρνησιν να "φυσιολογήση" τον Θεόν και να ομολογήση τας δύο φύσεις. Ο Διόσκορος πάλιν, ενώ εδέχετο την διπλήν ομοουσιότητα και κατεδίκαζε δια τούτο τον Ευτυχή, δεν ομολογούσε τας δύο φύσεις εν Χριστώ, επειδή είχεν αρνηθή τας Διαλλαγάς και επομένως την πραγματικήν διαφοράν των φύσεων.

Δεύτερον. Οι πρόκριτοι των επισκόπων της Ληστρικής εγνώριζον ότι υπάρχει η Επιστολή του αγίου Λέοντος προς τον άγιον Φλαβιανόν (ο Τόμος) εις χείρας του αυτοκρατορικού νοταρίου, την οποίαν απέκρυψαν από το σύνολον των επισκόπων. Το δογματικόν περιεχόμενον της επιστολής, η βεβαίωσις των δύο εν Χριστώ φύσεων, ήτο καθοριστικόν δια την καταδίκην του Ευτυχούς επί αιρέσει.

Τρίτον. Η Ληστρική δεν ήτο άμοιρος δογματικών συζητήσεων, έστω και υπό το καθεστώς βαρυτάτης ψυχολογικής πιέσεως. Εξ αυτών δεικνύεται ότι υπήρχε πρόβλημα πίστεως και ότι δεν απεκηρύχθη εις την Χαλκηδόνα λόγω μόνον των βιαιοτήτων του Διόσκορου. Ο Βασίλειος Σελευκείας, π.χ. ομιλών εις την Δ' και υπενθυμίζων την αντίδρασιν των μοναχών του Βαρσουμά εις την ακοήν της ορθοδόξου (τώ 448) ομολογίας του "εν δύο φύσεσι μετά την ένωσιν" λέγει ότι, όλος ο όχλος εφώναζε: "τόν λέγοντα δύο φύσεις, εις δύο τέμνε, ο λέγων δύο φύσεις, Νεστόριός εστιν". 70 ] Ο Σέλευκος Αμασείας παρομοίως ανεκάλεσε την προηγηθείσαν ομολογίαν του, ότι: "δείν εν δύο φύσεσι τον Κύριον ημών δογματίζεσθαι μετά την ένωσιν". 71 ] Ο άγιος Φλαβιανός απ' εναντίας αρνήθηκε ευθαρσώς να αθετήση την προτέραν του ομολογίαν λέγων: "εμού των πεπραγμένων ουδέν άπτεται δια τον Θεόν. Ουδέν γαρ ετέρως εδόξασα, ή εφρόνησα ποτε, ή φρονήσω". 72 ]

Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι εις την Ληστρικήν επρυτάνευσεν η άρνησις της φυσικής ετερότητος εν Χριστώ, και τούτο καθ' εαυτό αποτελεί αίρεσιν.

***

 

Τα ανωτέρω μεν ελέχθησαν εις απόδειξιν ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι κατά το παρελθόν δεν είχον την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν μετά της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως ισχυραί μαρτυρίαι ότι και οι σύγχρονοι Αντιχαλκηδόνιοι δεν έχουν Ορθόδοξον Χριστολογίαν.

Ο Πατριάρχης των Κοπτών Σενούντα Γ' μετά την λήξιν του επισήμου θεολογικού Διαλόγου εξέδωκε βιβλίον το οποίον εκυκλοφόρησεν εις την ελληνικήν γλώσσαν με τίτλον: "Η Φύση του Χριστού. Η Θεότητα του Χριστού", εκδόσεις Αρμός 1996. Θα παραθέσωμεν χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από τα οποία γίνεται φανερόν ότι η Χριστολογία των Αντιχαλκηδονίων είναι σεβηριανή (μονοφυσίτικη).

Αναφερόμενος εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον γράφει:

"Παρά το γεγονός ότι η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναθεμάτισε τον Νεστόριο, οι νεστοριανικές ρίζες απλώθηκαν και επέδρασαν στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος, όπου η τάση να διαχωρισθούν οι δύο φύσεις άρχισε να γίνεται τόσο ορατή, ώστε ειπώθηκε ότι ο Χριστός είναι δύο πρόσωπα... Ακολουθώντας την ίδια τάση, ο Λέων, επίσκοπος Ρώμης, παρέθεσε τον περίφημο Τόμο του, που απορρίφθηκε από την Κοπτική Εκκλησία. Η Σύνοδος όμως τον αποδέχθηκε και τον υπερψήφισε, βεβαιώνοντας έτσι ότι οι δύο φύσεις υπάρχουν στον Χριστό και μετά την ένωσή τους" (σελ. 23). Με το απόσπασμα αυτό εγκαλεί αυτήν δια νεστοριανισμόν, όπως και ο Σεβήρος εις την εποχήν του.

Ερμηνεύων τον τρόπον της ενώσεως των δύο φύσεων χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ενώσεως της ψυχής και του σώματος, όχι όμως κατά την έννοιαν των Αγίων Πατέρων εις μίαν υπόστασιν αλλά κατά την αντίληψιν των Αντιχαλκηδονίων εις μίαν σύνθετον φύσιν:

"Δεν υφίσταται μετατροπή της ψυχής σε σώμα, ούτε του σώματος σε ψυχή, αλλά αντιθέτως και τα δύο γίνονται ένα "εν τη ουσία και εν τη φύσει", ώστε να λέμε ότι αυτό είναι μία φύση και ένα πρόσωπο. Αν λοιπόν κατανοούμε την ιδέα της ένωσης μεταξύ ψυχής και σώματος σε μία φύση, γιατί να μην κατανοούμε και την ενότητα του Θείου και του ανθρώπινου σε μία Φύση," (σελ. 25) Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει χαρακτηριστικώς: "Αμφότερες η θεία και η ανθρωπίνη φύση ενώθηκαν εν ουσία και εν υποστάσει αχωρίστως" (σελ. 32).

Αδυνατών να κατανοήση ορθοδόξως το μυστήριον της απορρήτου ενώσεως, χρησιμοποιεί μονοφυσιτικώς και το κλασικόν παράδειγμα του πεπυρακτωμένου σιδήρου:

"Όταν ο σιδηρουργός χτυπά τον πυρακτωμένο σίδηρο, στην πραγματικότητα το σφυρί χτυπά και τον σίδηρο και το πυρ που είναι ενωμένο με αυτόν. Ο σίδηρος μόνο λυγίζει ενώ το πύρ, μολονότι λυγίζει με τον σίδηρο, παραμένει ανέγγιχτο" (σελ. 36).

Αλλά και εις το πάθος του Κυρίου δίδει θεοπασχητικήν (μονοφυσιτικήν) ερμηνείαν:

"... ποιμαίνειν την εκκλησίαν Κυρίου και Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος (Πραξ. 20, 28). Αναφέρει το αίμα του Θεού, μολονότι ο Θεός είναι πνεύμα, και το αίμα ανήκει στην ανθρωπίνη φύση του. Αυτή η έκφραση είναι η θαυμασιότερη απόδειξη της Μίας Φύσης του Ενσαρκωμένου Λόγου. Και οτιδήποτε σχετίζεται με την ανθρώπινη πλευρά, μπορεί συνάμα να αποδοθεί και στην θεία αδιακρίτως, καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο φύσεων" (σελ. 36-37).

Ο Κόπτης Πατριάρχης διαφοροποιείται περαιτέρω και από την διδασκαλίαν της αγίας ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Γράφει σχετικώς προς τας θελήσεις και ενεργείας του Χριστού:

"Έχει ο Κύριος Ιησούς Χριστός δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, δηλαδή μία θεϊκή και μία ανθρώπινη θέληση, καθώς και δύο ενέργειες, μία θεϊκή και μία ανθρώπινη; Επειδή πιστεύουμε στη Μία Φύση του Ενσαρκωμένου Λόγου, όπως την ονόμασε ο άγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στη Μία Θέληση και στην Μία Ενέργεια. Φυσικά, αφού φρονούμε ότι η Φύση είναι Μία, και η Θέληση και η Ενέργεια είναι επίσης Μία" (σελ. 46-47). Είναι σαφής ο μονοενεργητισμός και ο μονοθελητισμός καθώς και η απόδοσις των θελημάτων και των ενεργειών εις την μίαν κατ' αυτόν σύνθετον φύσιν. Αι μονοενεργητικαί αυταί απόψεις δεν είναι μόνον του Πατριάρχου Σενούντα, αλλά και των λοιπών Αντιχαλκηδονίων θεολόγων. 73 ]

Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν την μονοφυσιτικήν των παράδοσιν. Είναι κατηγορηματική η άρνησις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου από τον Κόπτην Πατριάρχην: "Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος ... Δύναμαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικαί Εκκλησίαι δεν δύνανται να αποδεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος...". 74 ]

***

Κατόπιν των ανωτέρω συμπεραίνονται τα ακόλουθα:

 

 

 

 

  1. Οι παλαιοί Αντιχαλκηδόνιοι ήσαν είτε ακραίοι μονοφυσίται (ευτυχιανισταί, αρνούμενοι την ανθρώπινην φύσιν) είτε μετριοπαθείς μονοφυσίται (σεβηριανοί, ψιλώ μόνον ονόματι ομολογούντες δύο φύσεις). Ο μονοφυσιτισμός, ως αντίληψις περί του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, εξεφράζετο δια συγκεκριμένων εκφράσεων, τας οποίας ως ανορθοδόξους ήλεγξαν οι άγιοι Πατέρες εις τα συγγράματά των. Ο Διόσκορος ήτο φορεύς μιας μονοφυσιτικής αντιλήψεως, την οποίαν δεν ημπόρεσε να αποβάλη κατά την διάρκεια της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, αλλά ενέμεινε εις αυτήν και έγινε αιρεσιάρχης και αρχηγός της σεβηριανής παραδόσεως.
  2. Οι Αντιχαλκηδόνιοι επί χίλια πεντακόσια ήδη χρόνια αρνούνται να αποδεχθούν την αγίαν Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, παρά τας κατά καιρούς ενωτικάς προσπαθείας, διασαφήσεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν είναι νεστοριανή. Το αίτιον της τόσον απολύτου αρνήσεως δεν ημπορεί να είναι άλλο, παρά η διαφορετική αντίληψις περί του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως, δηλαδή αυτή η αίρεσις.
  3. Οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι, οι οποίοι από τριακονταετίας περίπου διαλέγονται μετά των Ορθοδόξων, δεν παρέχουν εχέγγυα Ορθοδόξου Χριστολογικού φρονήματος. Παρά την εγκατάλειψιν ωρισμένων εκφράσεων, ως η σύνθετος φύσις, αι νέαι διατυπώσεις έχουν επίσης μονοφυσιτικόν περιεχόμενον και το αυτό ειδικόν βάρος ως αι προηγούμεναι, ως π.χ. η μία ηνωμένη θεανθρώπινη φύσις.
  4. Η μόνη ελπίς να υπερβούν τον μονοφυσιτισμόν των οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι και να ενωθούν μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι να αποδεχθούν ως αγίας και Οικουμενικάς την Σύνοδον της Χαλκηδόνος και τας επομένας αυτής, το οποίον σημαίνει να ομολογήσουν τας εκφράσεις αι οποίαι διασφαλίζουν το Ορθόδοξον φρόνημα από τον μονοφυσιτισμόν, 75 ] και να αναθεματίσουν τους αρχηγούς της προτέρας και μέχρι και νυν αιρέσεώς των.

Μέχρι τότε οφείλομεν να ευχώμεθα, να φωτίση ο Κύριος τους Αντιχαλκηδονίους αδελφούς να επιστρέψουν εις την Ορθόδοξον Πίστιν και εις την κοινωνίαν της αγίας Εκκλησίας. Αλλά και να τηρώμεν την Ορθόδοξον Πίστιν ακεραίαν και ελευθέραν παντός δογματικού μινιμαλισμού και συμβιβασμού, προς ασφάλειαν και σωτηρίαν ημών και ως μέτρον Ορθοδοξίας προς τους Ετεροδόξους.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

Μεγάλην εντύπωσιν προκαλεί το γεγονός ότι οι γράψαντες τα ανωτέρω ασχολούνται μόνον με το πρόσωπόν μου και με κανένα άλλο μέλος του εν λόγω εν Aarhus της Δανίας διαλόγου του 1964, όπως π.χ. των αειμνήστων Ιωάννου Καρμίρη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Γερασίμου Κονιδάρη, John Meyendorff, κτλ.

ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ
Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΛΕΧΘΕΙΣΑ ΕΠΙ ΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΕΙ ΑΥΤΟΥ ΩΣ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ 
ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΜΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΠΡΟΤΑΣΣΕΤΑΙ ΕΠΑΙΝΟΣ 
ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ 
ΘΕΣΣΑΛΟΜΙΚΗ 1974

Ο ΕΠΑΙΝΟΣ λήγει ως εξής εις σελίδας 11-12.

"Σημαντικωτάτη είναι η προσφορά του Ιωάννου Καρμίρη εις τον Διάλογον μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ήτοι των λεγομένων Μονοφυσιτών. Ως γνωστόν, ούτοι απεσχίσθησαν από την Ορθοδοξίαν το 451, όταν απέρριψαν την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον. Η τελευταία επαφή δ' επανένωσιν εγένετο τον 12ον αιώνα, αλλ' απέτυχεν. Επτά αιώνες μεταγενέστερον το 1964, έγινεν η πρώτη από τότε Θεολογική Συζήτησις εν Aarhus της Δανίας. Η μελέτη του περί της Χριστολογίας του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας υπήρξεν η βάσις της επιτυχίας και της περαιτέρω καλής εξελίξεως του Διαλόγου. Όταν ο Ρουμελιώτης ούτος ετελείωσε την παρουσίασιν της εν λόγω μελέτης του, έγινε πανδαιμόνιον. Οι Αντιχαλκηδόνιοι εκτύπον ζωηρότατα τα χέρια των εις τα τραπέζια και τα πόδια των εις το δάπεδον και εφώναζον, "αύτη είναι η πίστις μας! Αύτη είναι η αλήθεια! Αν αυτά πιστεύεται, έχομεν μίαν πίστην, είμεθα μία Εκκλησία".

ΚΑΙ ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΘΑ ΕΛΥΩΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΤΕΤΟΙΟ ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟΝ.

Εν πάση περιπτώσει εάν η Μικτή Επιτροπή Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τινά σημεία εκινδύνευσεν την ακεραιότηταν της Ορθοδόξου ημών πίστεως και εάν ο μοναδικός υπεύθυνος είναι ο συγγράφων ταύτα ευπρόσδεκτη είναι κάθε αδελφική καλοπροαίρετος παραίνεσις.

Τ Ε Λ Ο Σ

 

| ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |[ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 ] Ιωάννου Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", Αθήναις 1960, σελ. 175.

 

2 ] Δια τα πρακτικά της συσκέψεως ίδε Mansi, τόμ. 8, σελ. 817 834. Περί Δώδεκα Κεφαλαίων, σελ. 821 εξής.

 

3 ] Η σχετική θεωρία λέγεται Νεο-Χαλκηδονισμός, δηλαδή η υπό της Ε' επάνοδος εις τα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου τα οποία η Δ' είχε δήθεν παραμερίσει.

 

4 ] J.S. Romanides, "The Debate Over Theodore of Mopsuestias's Christology and Some Suggestions for a Fresh Approach", The Greek Orthodox Theological Review, τομ. 5,2 1959-60, ππ 140-145.

 

5 ] "Unification On The Basis of Cyril's formula Μία Φύσις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη," εν Does Chalcedon Divide or Unite?, Geneva, WCC 1981, p. 42.

 

6 ] Αυτόθι, "Του Αγίου Κυρίλλου Μία Φύσις ή Υπόστασις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη και η Δ' Οικ. Σύνοδος, σελ. 65-66).

 

7 ] Mansi, 7, 104.

 

8 ] Αυτόθι, σελ. 42.

 

9 ] Αυτόθι, σελ. 79-80.

 

10 ] Αυτόθι.

 

11 ] Ρωμάνιδου, αυτόθι, σελ. 64-65.

 

12 ] Αυτόθι.

 

13 ] Αυτόθι.

 

14 ] Αυτόθι, σελ.65. Mansi, 8, 823.

 

15 ] Αυτόθι, σελ.64-65.

 

16 ] One Incarnate Nature of God the Word, αυτόθι, σελ. 76-90.

 

17 ] Edited by Paul Fries and Tiran Nersoyan, Mercer University Press, Macon, Georgia, σελ. 141.

 

18 ] Δια περιγραφήν τινών αυτών ίδε μονογραφίαν μου "Highlights in the Debate over Theodore of Mopsuestia's Christology and Some Suggestions for a Fresh Approach," εν The Greek Orthodox Theological Review, 1959-60, τομ. 5,2, σελ, 145-181.

 

19 ] Αυτόθι, σελ. 43.

 

20 ] Συλλογικός τόμος "ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΟΤΗΣ", έκδοσις της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 1977, σσ. 177-191.

 

21 ] Ένθ' ανωτ. σ. 190

 

22 ] V.C Samuel, The Council of Chalcedon and the Christology of Severus of Antioch, Dissertation, Yale University 1957, pp. i9, 27, 59, 192, 194, 195..

 

23 ] PG 89, 101C, PG 94, 741-744, Έκδοσις ακριβής ... Γ (3) 47.

 

24 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Των Ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή. Παρίσιοι 1761, σ. 228.

 

25 ] Ένθ' ανωτ. σ. 56

 

26 ] PG 91, 480AB.

 

27 ] Επιστολή προς Σούκενσον Διοκαισαρείας, PG 77, 237.

 

28 ] Ως, λ.χ εις την φράσιν: "Ου γαρ εις πρόσωπα δύο την οικονομίαν μερίζομεν, ουδέ υιούς δύο αντί του Μονογενούς κηρύττομέν τε και δογματίζομεν, αλλά δύο μεν τας φύσεις είναι και μεμαθήκαμεν και διδάσκομεν, έτερον γαρ θεότης, και έτερον ανθρωπότης έτερον το όν, και έτερον το γενόμενον ... Ου τας φύσεις τοίνυν συγχέομεν ... αλλά και του Θεού Λόγου την φύσιν γνωρίζομεν, και της μορφής του δούλου την ουσίαν γινώσκομεν, εκατέραν δε φύσιν ως ένα προσκυνούμεν Υιόν θάτερον γαρ θατέρω Χριστός ονομάζεται" (Περί εναθρωπήσεως του Θεού Λόγου, του Υιού του Πατρός, PG 75, 1471CD).

 

29 ] "Όταν ουν εννοώμεν τούτο, ουδέν αδικούμεν την εις ενότητα συνδρομήν, εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι λέγοντες, μετά μέντοι την ένωσιν ου διαιρούμεν τας φύσεις απ' αλλήλων, ... αλλ' ένα φαμέν Υιόν και ως οι Πατέρες ειρήκασι, μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην" Επιστολή προς Σούκενσον πρώτη. PG 77, 232D.

 

30 ] PG 94, 1460D-1461D, PG 103, 977C-980B, PG 103, 1004A-D

 

31 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 155.

 

32 ]Συνοδική Επιστολή, εν Ιω. Καρμίρη. Τα Δογματικά Και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήναι 1960, σ. 215. Τούτοις ομοίως τοις ιεροίς Κυρίλλου του πανσόφου χαράγμασιν ως ιεράν και ομότιμον δέχομαι και της αυτής ορθοδοξίας γεννήτριαν και την θεόδοτον επιστολήν και θεόπνευστον του μεγάλου και λαμπρού και θεόφρονος Λέοντος ... ήν και στήλην ορθοδοξίας καλώ και ορίζομαι, τοις ούτως αυτήν καλώς ορισαμένοις Πατράσιν αγίοις επόμενος, ως πάσαν μεν ορθοδοξίαν ημάς εκδιδάσκουσαν, πάσαν δε κακοδοξίαν αιρετικήν ολοθρεύουσαν.

 

33 ] PG 103, 960C

 

34 ] PG 103, 944D

 

35 ]

 

36 ] Ένθ' ανωτ. σ. 66

 

37 ] Ένθ' ανωτ. σ. 56

 

38 ] Ένθ' ανωτ. σ. 162

 

39 ] Ένθ' ανωτ. σ. 65

 

40 ] Ένθ' ανωτ. σ. 156

 

41 ] Ένθ' ανωτ. σ. 78

 

42 ] Ένθ' ανωτ. σ. 79

 

43 ] Έκδοσις ακριβής ... Γ (11) 55.

 

44 ] Ένθ' ανωτ. Γ (3) 47. Βλ. Και υποσημ. 11

 

45 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 66. Είναι περίεργον, πώς ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εντάσσει εις την ερώτησιν των συγκλητικών την δευτερεύουσαν πρότασιν: "εφόσον δέχθηκε Μίαν φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην", ενώ εκ των πρακτικών δεν συνάγεται τοιούτον σχήμα ερωτήσεως. Με την ένταξιν αυτής αι απαντήσεις του Ευσταθίου και του Διοσκόρου εις την ερώτησιν των συγκλητικών ανάγονται υπό του π. Ιωάννου ευθέως εις την Μίαν Φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην, όθεν συνάγεται φυσικότερον το ότι και οι δύο ήσαν σωστοί. Όμως εκ των πρακτικών φαίνεται ότι αι απαντήσεις ανάγονται αμέσως εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών περί των δύο φύσεων. Ενημερωτικώς σημειούμεν ότι αι ερωτήσεις των Συγκλητικών ει την υπ' όψιν περίστασιν είναι τρείς. α) μετά την ανάγνωσιν των Διαλλαγών: "ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαβιανόν δε τον της αγίας μνήμης, και Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις κεχρημένους καθείλετε;", β) μετά την επίκλησιν υπό του Ευσταθίου των επιστολών του αγίου Κυρίλλου προς Ακάκιον, Ουαλλεριανόν και Σούκενσον: "λεγέτω η αγία Σύνοδος, ει ταις κανονικαίς επιστολαίς του της οσίας μνήμης Κυρίλλου, ταις και εν τη συνόδω δημοσιευθείσαις και νυν αναγνωσθείσαις, συμφωνεί η διαλαλιά Ευσταθίου του ευλαβεστάτου επισκόπου", και γ) μετά την ανάγνωσιν υπό του Ευσταθίου της επιστολής του αγίου Κυρίλλου την περιλαμβάνουσαν τον στίχον "ου δει τοιγαρούν νοείν δύο φύσεις, αλλά μίαν φύσιν του λόγου σεσαρκωμένην", τας επεξηγήσεις του και την διαλαλιάν περί Φλαβιανού: "Διατί τοίνυν Φλαβιανόν τον της ευλαβούς μνήμης καθείλες;"

 

46 ] Ένθ' ανωτ. σ. 57

 

47 ] Αναγιγνωσκομένης της επιστολής, οι Πατέρες της Δ Συνόδου εβόησαν: "ημείς ως Κύριλλος πιστεύομεν, ούτως επιστεύσαμεν, ούτω πιστεύομεν, ανάθεμα τω μη ούτω πιστεύοντι" Οι Ανατολικοί επίσκοποι εβόησαν επιπλέον: "Φλαβιανός ούτω επίστευε, Φλαβιανός ταύτα εξεδίκει, δια ταύτα Φλαβιανός καθηρέθη. Ευσέβιος Νεστόριον καθείλε. Την πίστην Διόσκορος παρέτρωσεν" (ένθ' ανωτ. σ. 65).

 

48 ] Ένθ' ανωτ. σ. 65

 

49 ] Ένθ' ανωτ. σ. 67

 

50 ] Ένθ' ανωτ. σ. 69

 

51 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Των Ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή. Παρίσιοι 1761, σ.126

 

52 ] Ένθ' ανωτ. σ. 125

 

53 ] "Τον τε γαρ μακάριον εκείνον τον εν αγίοις της Κωνσταντινουπόλεως ποιμένα Φλαβιανόν την αποστολικήν προϊσχόμενον πίστιν, και τον θεοφιλέστατον επίσκοπον Ευσέβιον, παρά πάσαν των κανόνων ακολουθίαν καθείλε και τον επί δυσσεβεία κατακεκριμμένον Ευτυχή, ταις τοις τυραννίδος αυτού ψήφοις ηθώωσεν" (ένθ' ανωτ. σ. 23).

 

54 ] Αφού κατά την πρώτην συνεδρίαν της Δ ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της Ενδημούσης, κατά τα οποία η Σύνοδος αύτη απηύθυνε προς τον Ευτυχή το "ανάθεμα αυτώ" επειδή δεν έλεγε δύο φύσεις μετά την ένωσιν και δεν αναθεμάτιζε πάν το εναντίον προς την ομολογίαν αυτήν (Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 79) και υπεγράφει η καθαίρεσις (ένθ' ανωτ. σ. 94), και αφού ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της Ληστρικής, κατά τα οποία υπό την απειλήν των όπλων υπέγραψαν οι επίσκοποι την αθώωσιν του Ευτυχούς επί απλή αναφορά ότι ακολουθεί την πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου (ένθ' ανωτ. σ. 96-97), οι επίσκοποι της αγίας Δ Συνόδου απεφάσισαν να καθαιρέσουν τον Διόσκορον, επειδή: "Φλαβιανός ο της ευλαβούς μνήμης, και Ευσέβιος ο ευλαβέστατος επίσκοπος, εκ της των πεπραγμένων, και διαγνωσθέντων ερεύνης, και αυτής της φωνής τινων των εξάρχων γενομένων της τότε συνόδου, ομολογησάντων εσφάλθαι, και μάτην αυτούς καθηρηκέναι, ουδέν περί την πίστιν σφαλέντας" (ένθ' ανωτ. σ. 103)

 

55 ] Ο ίδιος ο Διόσκορος παρεδέχθη ότι, η περί τον Ευτυχή κρίσις της Ληστρικής, ήτο θέμα πίστεως: "επειδή περί πίστεως ήν ο λόγος".( Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 50) Επίσης, μετά την ανάγνωσιν της ομολογίας πίστεως του αγίου Φλαβιανού και την ερώτησιν των συγκλητικών προς την Σύνοδον: "ούτως εκθέμενος την πίστιν ο οσίας μνήμης Φλαβιανός, έσωσε την ορθόδοξον και καθολικήν θρησκείαν, ή τι περί αυτής εσφάλη", οι επίσκοποι ο είς κατόπιν του άλλου απήντησαν ότι ορθοδόξως την των αγίων πατέρων ημών πίστιν εξέθετο και πάντες αυτήν προθύμως δεχόμεθα. Μόνον ο Διόσκορος διεφώνησε χαρακτηρίζων αιρετικόν το "μετά την ένωσιν δύο φύσεις" (Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 66).

 

56 ] PG 91, 480AE

 

57 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 153

 

58 ] "Νύν δε το ζητούμενον, και κρινόμενον, και σπουδαζόμενόν εστι, ώστε την αληθή πίστιν συγκροτηθήναι, δι' ήν και μάλιστα γέγονε"

 

59 ] Σπυρίδωνος Μίλια, Ένθ' ανωτ. σ. 111

 

60 ] Ένθ' ανωτ. σ. 155

 

61 ] Ένθ' ανωτ. σ. 114

 

62 ] Ένθ' ανωτ. σ. 69

 

63 ] Ένθ' ανωτ. σ. 228

 

64 ] PG 89, 103D

 

65 ] Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Συνοδική Επιστολή, εν Ιω. Καρμίρη Τα Δογματικά ..., ένθ' ανωτ. σ. 216. Αγίου Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς τον Θρόνον Αντιοχείας, εν Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, έκδ. Ρηγόπουλου 1985, σ. 203, και του αυτού, Εγκύκλιος επιστολή προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους, αυτόθι σ. 223, 226. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, έκδ. Ρηγοπούλου 1982.

 

66 ] Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις... σ 66.

 

67 ] Συνοδική Επιστολή, ένθ' ανωτ. σ. 214.

 

68 ] V.C Samuel.

 

69 ] "Το δε εκ δύο φύσεων ενωθεισών καθ' υπόστασιν γεγενήσθαι τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, μήτε μεμαθηκέναι εν ταις εκθέσεσι των αγίων πατέρων, μήτε καταδέχεσθαι, ει τύχοι τι αυτώ τοιαύτα παρά τινος υπαναγιγνώσκεσθαι, δια το τας θείας γραφάς, ως έλεγεν, αμείνονας είναι της των πατέρων διδασκαλίας" (Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 56-57)

 

70 ] Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' ανωτ. σ. 56-57.

 

71 ] Ένθ' ανωτ. σ. 96

 

72 ] Ένθ' ανωτ. σ. 96

 

73 ] Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις... σελ. 48-53, και Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1995, σελ. 100-101 και υποσημ. 61α, 61β εν σελ. 125.

 

74 ] Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; Ένθ' ανωτ. σ. 35

 

75 ] Κατά τον άγιον Μάξιμον: "πώς ευσεβείν ημάς δυνατόν, τας εναντίας τοις αιρετικαίς φωνάς ουκ ομολογούντας;" (PG 91, 300A-D).

 

http://www.romanity.org/htm/rom.e.22.oi_antixalkidonoi_den_isan_kai_den_einai_orthodoxoi.htm

 

 
ST. CYRIL'S "ONE PHYSIS OR HYPOSTASIS OF GOD THE LOGOS INCARNATE" AND CHALCEDON 1 ]

 

© John S. Romanides
 
ВЫСКАЗЫВАНИЕ СВЯТИТЕЛЯ КИРИЛЛА АЛЕКСАНДРИЙСКОГО "ОДНА ПРИРОДА ИЛИ ИПОСТАСЬ БОГА СЛОВА ВОПЛОЩЕННОГО" И ХАЛКИДОНСКИЙ СОБОР (IV ВСЕЛЕНСКИЙ СОБОР)
 
профессор доматики Фесаллоникского университета им. Аристотеля протопресвитер Иоанн Романидис
 
ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ
  • [ Published in the Greek Orthodox Theological Review, vol. X, 2 Winter 1964-65 also Published in "Does Chalcedon Divide or Unite?" Edited by Paul Gregorios, William H. Lazereth, Nikos Nissiotis, WCC, Geneva 1981, pp. 50-75. Also published in "Christ in East and West," edited by Paul R. Fries and Tiran Nersoyan, Mercer University Press, 1987, pp.15-34.]

TABLE OF CONTENTS

Introduction

 

PART I

 

PART II

 

DISCUSSION
YOU CAN DOWNLOAD THE WORKS OFJohn S. Romanides in variousFORMATS.

[ Return ]

Introduction

 Both Chalcedonian and non-Chalcedonian Orthodox accept St. Cyril as the chief Patristic exponent of Orthodox Christology. Yet both accuse each other of not remaining completely faithful to Cyril.

 The non-Chalcedonian Orthodox reject the Council of Chalcedon and accuse it of Nestorianism because it accepted the Tome of Leo, two natures after the union, and allegedly omitted from its definition of faith such Cyrillian expressions as One Nature of God the Logos Incarnate, hypostatic or natural union, and from two natures or from two One Christ. The failure of Chalcedon to make full use of Cyril's Twelve Chapters, to condemn the Christology of Theodore, and its acceptance of Theodoret and Ibas throws suspicion on it. Then there is the weighty accusation that the very act of composing a new definition of the faith contradicted the decision of Ephesus (431) which decreed that, It is unlawful for anyone to bring forward or to write or to compose another Creed besides that determined by the Holy Fathers assembled with the Holy Spirit in Nicaea. 2 ]

 The Chalcedonian Orthodox, on the other hand, believe that it was Cyril's Christology which was not only fully accepted at Ephesus, but served as the basis of all judgments concerning Christology at Ghalcedon in 451 and especially at Constantinople in 553. In spite of its obvious deficiencies the Tome of Leo is adequately Orthodox, definitely not Nestorian, and was accepted only as a document against Eutyches, but again only in the light of and in subordination to the synodical letters (especially the Twelve Chapters) of Cyril to Nestorius and John of Antioch, as we shall see. The terminology and faith of Cyril were fully accepted, although the Eutychian heresy, the chief concern of the Council, called for some adaptation to the new situation. One may point out that the acceptance of the Chalcedonian definition was no different from the acceptance of Cyril's letters at Ephesus. Neither the one act nor the other can be considered as a composition of a new Creed. They are both interpretations and clarifications of the Nicaean faith m the light of modern circumstances. It is noteworthy that even Cyril had to defend himself against the accusation that he accepted a new Creed in his reconciliatory correspondence with John of Antioch. 3 ] Theodoret and Ibas were restored to the episcopacy because they accepted Ephesus I and especially the Twelve Chapters, which acceptance is in itself a condemnation of what they had written about and against Cyril and his anathemas. The Fifth Ecumenical Council of 553 anathematized the writings of Theodoret and Ibas against Cyril and the very person of Theodore, the Father of Nestorianism.

 The non-Chalcedonian Orthodox have been for centuries accusing the Chalcedonian Orthodox of being Nestortans. On the other hand, the Chalcedonians have been accusing the non-Chalcedonians of either being monophysites (which for them means believers in one ousia in Christ) or of a one-sided insistence on Cyrillian terminology to the exclusion of Cyril's own acceptance of two natures in the confession of faith of john of Antioch which brought about the reconciliation of 433. This one-sidedness was adopted by the Ephesine Council of 449 and rejected by the Council of Chalcedon. It should also be noted that the Flavian Endemousa Synod of 448 was one-sided in its use of and insistence on the Cyrillian terminology of the 433 reconciliation to the near exclusion of Cyril's normal way of speaking about the incarnation. From Chalcedon and especially from Constantinople II it is clear that the Chalcedonians without compromise allow for variations in terms which express the same faith. On the non-Chalcedonian side Severus of Antioch seems to be the only one who comes close to Cyril's acceptance of two natures tei theoriai monei after the union, a position adopted at Chalcedon and clearly stated in the definition or anathemas of the Fifth Ecumenical Council.

Проблемные вопросы христологии в диалоге с нехалкидонскими Церквами. Замечания ко «Второму согласованному заявлению» (Шамбези, 1990 г.)

Часть II

 

Четвертый Вселенский собор. Отцы православной Церкви и еретики; Балканы. Сербия. Дечаны; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Монастырь Высокие Дечаны. Нартекс

Четвертый Вселенский собор. Отцы православной Церкви и еретики; Балканы. Сербия. Дечаны; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Монастырь Высокие Дечаны. Нартекс

 

Иеромонах Феодор (Юлаев)

магистр богословия

старший преподаватель кафедры филологии МДА

141300, Сергиев Посад, Троице-Сергиева лавра, Академия

ulaev.theodor@gmail.com

 

Аннотация                                                                                УДК 27-144.894

Публикация заканчивает богословский анализ «Второго согласованного заявления Смешанной комиссии по богословскому диалогу между Православной Церковью и Восточными Православными Церквами» (Шамбези, 1990 г.) («Заявление»). Во второй части рассматривается использование в «Заявлении» выражения: «одна природа Бога Слова воплощённая» (μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη). Обращается внимание на его различное понимание у православных и умеренных монофизитов и отмечается, что в «Заявлении» нет уточнения, в каком именно смысле нужно его понимать. Далее рассматривается вопрос о природных волях и действиях Христа и указывается, что в «Заявлении» в этом вопросе допущен отход от учения VI Вселенского Собора. Затем идёт речь о статусе Вселенских Соборов, обращается внимание на утверждение «Заявления» об общности христологической веры православных и нехалкидонских Церквей и на выраженную в нём готовность отменить древние соборные анафемы. Отмечается необоснованность и недопустимость этих утверждений ввиду противоречия с Преданием Православной Церкви. Наконец, делается общий вывод о неудовлетворительности «Заявления» и о невозможности использования его в качестве основы для богословского диалога.

Ключевые слова: христология, две природы во Христе, свт. Кирилл Александрийский, блж. Феодорит Кирский, Халкидонский Собор, нехалкидониты, Смешанная комиссия, Шамбези.

 

 

«Одна природа Бога Слова воплощённая» (μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη)

В § 7 от лица православных утверждается[1]:

 

7. The Orthodox agree that the Oriental Orthodox will continue to maintain their traditional Cyrillian terminology of “one nature of the incarnate Logos” (μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη), since they acknowledge the double consubstantiality of the Logos which Eutyches denied. The Orthodox also use this terminology. <…>

7. Православные согласны, что восточные православные продолжат придерживаться своей традиционной Кирилловой терминологии «одна природа воплощенного Слова», поскольку они признают двойное единосущие Слова, отвергавшееся Евтихием. Православные также используют такую терминологию[2]. <…>

 

Отметим для начала неточность перевода в английском тексте «Заявления» формулы «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Правильный перевод не «одна природа воплощённого Слова» (one nature of the incarnate Logos), но «одна воплощённая природа Слова» (one incarnate nature of the Logos). Сходный перевод встречается и у патриарха Шенуды III: «One Nature of God the Incarnate Logos»[3]. и нНапрашивается предположение, что эта неточность – преднамеренная. Она сразу задаёт однозначное толкование этой формулы, по которому имеется одна природа воплощённого Слова, то есть Христа. Но в самой формуле речь идёт, строго говоря, об одной природе Бога Слова, которая воплотилась, то есть соединилась с человеческой природой, что не противоречит её дифизитскому толкованию.

Далее, называть «Кирилловой» такую терминологию, в которой отдано исключительное предпочтение формуле «одна природа Бога Слова воплощённая», не вполне корректно. Действительно, в научной литературе распространено мнение, что указанная формула является наиболее характерной для свт. Кирилла Александрийского, будучи своего рода сокращением и наиболее адекватным выражением его христологии. Но при реальном знакомстве с творениями святителя легко убедиться, что это не так. В отличие от того гипертрофированного значения, которое эта формула приобрела у нехалкидонских богословов, она занимает скромное место в христологии святителя и сам он употреблял её довольно редко. Формулы «μία φύσις…» нет в таких ключевых текстах времени несторианского спора, как 2-Второе и 3-Третье послания к Несторию, 12 Двенадцать анафематизмов, «Послание о мире» к Иоанну Антиохийскому; она ни разу не прозвучала на заседаниях III Вселенского Собора; святитель никогда не требовал от своих оппонентов её обязательного принятия. До 433 г., когда была достигнута уния с Антиохийской Церковью, святитель употреблял эту формулу лишь трижды, причём дважды просто в составе цитаты из сочинения «О воплощении», надписанного именем свт. Афанасия Великого. Более характерными для него являются другие выражения, например, «единение по ипостаси» (ἕνωσις καθ’ ὑπόστασιν), которое очень настойчиво используется и обосновывается на протяжении всего несторианского спора и против которого была, в частности, обращена критика его антиохийских оппонентов. Формула «μία φύσις…» стоит в ряду многих выражений, образов и сравнений, посредством которых святитель описывал невыразимую тайну Воплощения и ипостасного единства. Чаще она появляется у святителя после 433 г. в нескольких посланиях, обращённых к его сторонникам, и подробно объясняется во 2-Втором послании Суккенсу, епископу Диокесарийскому[4]. Будучи убеждён в её происхождении от свт. Афанасия, свт. Кирилл использует её с опорой на авторитет этого святого отца как ещё одно, в ряду прочих, подтверждение единства воплощённого Слова и защищает, прежде всего, как святоотеческое выражение. Обычно он сопровождает её антропологической аналогией (сравнением единства воплощённого Слова с единством в человеке различных по природе души и тела), предостерегая против её односторонней монофизитской интерпретации и используя при этом прямо дифизитские выражения. И как убедительно показано в новейшем фундаментальном исследовании христологии свт. Кирилла Александрийского, дифизитский язык как раз более свойствен самому святителю, в то время как употребление термина «природа» в формуле «μία φύσις…» выглядит скорее аномалией в общем контексте его метафизики[5], поэтому исключительное предпочтение этой формулы является односторонним искажением терминологии свт. Кирилла, если брать её в целом. Ввиду оппозиции Халкидонскому Собору, учившему о Христе, познаваемом «в двух природах», древние антихалкидониты придали формуле «одна природа Бога Слова воплощённая» такую важность, какой она не имела в христологической системе свт. Кирилла, затушёвывая при этом его дифизитство. Хорошо известно также, что на традиционную терминологию нехалкидонитов оказали влияние и сочинения, которые вышли из-под пера Аполлинария Лаодикийского и его последователей, учивших об одной природе Христа, и которые ложно надписаны именами святых отцов[6]. Говорить, что такая терминология является «Кирилловой» – слишком большая натяжка.

Наконец, что касается самой формулы «одна природа Бога Слова воплощённая», то поскольку её использовал и безупречно объяснил свт. Кирилл Александрийский, постольку Православная Церковь её действительно принимает. Но это принятие является не безусловным, а допускает и возможность её ложного толкования, против которого Церковь предостерегает в своих догматических постановлениях:

 

1) 8-й анафематизм V Вселенского Собора 553 г.

 

8. Εἴ τις ἐκ δὺο φύσεων θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος ὁμολογῶν τὴν ἕνωσιν γεγενῆσθαι ἢ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην λέγων μὴ οὕτως αὐτὰ λαμβάνῃ, καθάπερ καὶ οἱ ἅγιοι πάτερες ἐδίδαξαν, ὅτι ἐκ τῆς θείας φύσεως καὶ τῆς ἀνθρωπίνης τῆς ἑνώσεως καθʼ ὑπόστασιν γενομένης, εἶς Χριστὸς ἀπετελέσθη, ἀλλʼ ἐκ τῶν τοιούτων φωνῶν μίαν φύσιν ἤτοι οὐσίαν θεότητος καὶ σαρκὸς τοῦ χριστοῦ εἰσάγειν ἐπιχειρεῖ, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω. καθʼ ὑπόστασιν γὰρ λέγοντες σαρκὶ τὸν μονογενῆ λόγον ἡνῶσθαι, οὐκ ἀνάχυσίν τινα τὴν εἰς ἀλλήλους τῶν φύσεων πεπρᾶχθαί φαμεν, μενούσης δὲ μᾶλλον ἑκατέρας τοῦτο ὅπερ ἐστὶν, ἡνῶσθαι σαρκὶ νοοῦμεν τὸν λόγον· διὸ καὶ εἶς ἐστιν ὁ Χριστὸς θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αὐτὸς ὁμοούσιος τῷ πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιος ἡμῖν ὁ αὐτὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ἐπʼ ἴσης γάρ καὶ τούς ἀνὰ μέρος διαιροῦντας ἤτοι τέμνοντας, καὶ τοὺς συγχέοντας τὸ τῆς θείας οἰκονομίας μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, ἀποστρέφεται καὶ ἀναθεματίζει ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία[7].

8. Если кто, исповедуя, что из двух природ, божества и человечества, произошло единение, или говоря об одной природе Бога Слова воплощенной, понимает это не так, как учили святые отцы, что из божественной и человеческой природы, в силу произошедшего единения по ипостаси, образовался один Христос, но на основании таких выражений пытается ввести одну природу или сущность божества и плоти Христа, тот да будет анафема. Ведь говоря о том, что единородное Слово соединилось с плотью по ипостаси, мы не заявляем, что совершилось некое слияние природ друг с другом, но скорее мыслим, что Слово соединилось с плотью так, что каждая (природа) остается тем, что она есть. Посему и один есть Христос, Бог и человек, Тот же самый – единосущный Отцу по божеству и единосущный нам по человечеству. Ибо Церковь Божия равным образом отвергает и анафематствует как разделяющих на части или рассекающих, так и сливающих тайну божественного домостроительства Христа.

 

2) 5-е правило Латеранского Собора 649 г.

 

ε´. Εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας κυρίως καὶ ἀληθῶς μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην διὰ τοῦ “σεσαρκωμένην” εἰπεῖν τῆς καθ’ ἡμας οὐσίας ἐντελῶς ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ θεῷ καὶ ἀπαραλείπτως μόνης δίχα τῆς ἁμαρτίας σημαίνειν, εἴη κατάκριτος[8].

V. Si quis secundum sanctos patres non confitetur propriae et secundum ueritatem unam naturam dei uerbi incarnatam per hoc quod “incarnatam” dicitur nostra substantia perfecte in Christo deo et indimminute absque tantummodo peccato significate, condemnatus sit[9].

5. Если кто не исповедует по святым отцам в собственном смысле и истинно, что выражение «одна природа Бога Слова воплощённая» посредством того, что в ней сказано «воплощённая», обозначает, что во Христе Боге в совершенстве и полностью имеется наша сущность, только без греха, да будет осуждён.

 

То есть это выражение подчёркивает единство Христа в силу ипостасного единения двух природ, прилагательное «воплощённая» указывает на совершенную человеческую сущность (что является здесь синонимом человеческой природы), а её использование для утверждения одной природы Христа («одной сущности или природы божества и плоти») полагается недопустимым[10].

И по общему убеждению святых отцов, православное толкование этой формулы предполагает её тождество учению Халкидонского Собора. Свт. Евлогий Александрийский отмечает её возможное еретическое понимание: указание на призрачность воплощения или превращение природы Слова в плоть. Но в мысли самого свт. Кирилла её значение ничем не отличается от выражений: «одна ипостась Слова, воспринявшая человеческую природу» (μία ὑπόστασις τοῦ Λόγου ἀνθρωπίνην φύσιν ἀναλαβοῦσα) – или: «две нераздельные природы в соединении по ипостаси» (δύο φύσεις ἀδιαίρετοι ἐν τῇ καθ’ ὑπόστασιν ἑνώσει)[11]. Как пишет св. император Юстиниан, святитель «сказал “одна природа Слова” и прибавил “воплощённая”, обозначая этим то, что одна природа – божества, а другая – плоти, из которых один Христос, Тот же Самый Сын Божий и человеческий, а не два Христа и не два Сына» (ἑτέρα ἐστὶ φύσις θεότητος καὶ ἑτέρα τῆς σαρκός, ἐξ ὧν ἐστιν ὁ εἷς Χριστὸς ὁ αὐτὸς υἱὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ οὐ δύο Χριστοὶ οὐδὲ δύο υἱοί), опровергая этим нечестие Нестория[12]. Согласно прп. Максиму Исповеднику, это «описательное выражение (περίφρασις), посредством имени и определения (δι’ ὀνόματος καὶ ὅρου) одновременно, соответственно единению (ἐν ταυτῷ καθ’ ἕνωσιν), показывающее две природы». Имя «одна природа Слова» обозначает «общее сущности вместе с особенным ипостаси» (τὸ κοινὸν τῆς οὐσίας μετὰ τοῦ ἰδίου τῆς ὑποστάσεως), то есть божественную природу в ипостаси Слова, а определение «воплощённая» – человеческую природу или сущность[13].

Иное значение этой формуле придавали древние антихалкидониты. Это их излюбленное выражение, которое предельно часто повторяется у них в различных вариантах. Тимофей Элур уверяет, что «все отцы говорят об “одной природе Слова воплощённой”», хотя приводимые антихалкидонитами святоотеческие свидетельства, помимо свт. Кирилла Александрийского, на поверку оказываются сочинениями Аполлинария и его последователей[14]. В этой формуле видят наиболее точное выражение христологического учения и решительно противопоставляют её «двум природам» Халкидонского Собора. Севир Антиохийский утверждает: «Одна природа Слова воплощённая, которая производит действия божественные и человеческие, – таково православное учение; мы не можем принять, как в послании Льва, двух природ и действующих образов»[15]. В качестве синонимичных Севир использует выражения: «одна сложная природа» (μία φύσις σύνθετος) – и: «сложное Слово» (Λόγος σύνθετος)[16]. Севир претендует здесь быть самым верным последователем свт. Кирилла Александрийского, но замечено, что в сравнении с ним он употребляет эту формулу весьма своеобразно.

1) Он полагает её тождественной выражению: «одна природа Христа (Еммануила)». Но таких выражений нет у свт. Кирилла.

2) Он пишет: «Христос – это одна природа Бога Слова воплощённая», то есть использует это в качестве формального определения Христа, чего также никогда не делал александрийский святитель.

3) Он понимает «одну природу» в этой формуле как результат соединения или «сложения» божества и человечества: «Мы говорим об одной природе Бога Слова воплощённой из божества и человечества». Этому у свт. Кирилла также не находится параллелей, поскольку у него «одна природа» формулы – это божественная природа Слова или Его ипостась[17].

Сходные положения высказывает и патриарх Шенуда III. Он также употребляет выражение: «одна природа Бога, воплощённого Слова» (One Nature of God, the Incarnate Logos), как синонимичное выражению: «одна природа Христа» (One Nature of Christ)[18]. И он также понимает эту «одну природу» как результат соединения двух природ: «Выражение “одна природа” обозначает не Божественную только природу или человеческую только природу, но единство обеих природ в одной природе, которая есть “природа воплощённого Слова”»[19]. Именно прибегая к авторитету свт. Кирилла Александрийского, он обращает формулу «μία φύσις...» к отрицанию дифизитства: «Св. Кирилл Великий учит нас не говорить о двух природах после их соединения»[20].

Но как мы уже указали выше, формула «μία φύσις…» вовсе не была «излюбленной» формулой свт. Кирилла, и её правильное понимание невозможно, если не учитывать общий дифизитский контекст его христологии[21]. В известном месте из Второго послания к Суккенсу, где анонимные оппоненты святителя формуле «одна природа Бога Слова воплощённая» противопоставляют формулу «две природы нераздельно» (δύο φύσεις ἀδιαιρέτως), последнее выражение вовсе не отрицается святителем. Напротив, он выражает согласие с тем, что воспринятая Словом плоть может быть названа «природой», хотя и предпочитает библейское «плоть». Он лишь обращает внимание на наречие «нераздельно», отмечая, впрочем, что и оно вполне может выражать истинное учение. Но так как его оппоненты выставляют свою формулу для отвержения «одной природы Слова воплощённой», он справедливо подозревает их в том, что это наречие употребляется в несторианском смысле нераздельности двух природ лишь «по равенству чести, по тождеству произволения и по власти» при их фактическом разделении[22]. А в послании константинопольскому пресвитеру Евлогию он прямо говорит, что ересь Нестория заключается не в том, что он «говорит о двух природах, обозначая различие плоти и Бога Слова, потому что одна природа – Слова и другая природа – плоти», а в том, что он «не исповедует вместе с нами единения»[23], то есть сам святитель употреблял формулу «μία φύσις...» не для отрицания двух природ; он полемически обращал её против Нестория, который хотя и учил правильно о двух природах Христа и их различии, но не признавал их ипостасного единства. В полном согласии с мыслью святителя прп. Максим Исповедник при объяснении вышеприведённого места из Второго послания к Суккенсу указывает, что выражения: «две природы» – и: «одна природа Бога Слова воплощённая» не отменяют друг друга, но взаимно дополняют. Каждое из них взятое в отдельности недостаточно и оставляет место, соответственно, для разделения природ, как у Нестория, или для их слияния, как у Аполлинария и Евтихия, поэтому необходимо как и исповедовать «одну природу Бога Слова воплощённую», выражая этим предельное единство Христа, так и называть «две природы», чтобы показать различие соединившихся и сохраняющихся неслитными природ[24]. Такие же рассуждения относительно этого места из Второго послания к Суккенсу и взаимного отношения обеих формул встречаются и у предшественников прп. Максима, свт. Ефрема Антиохийского и свт. Евлогия Александрийского[25].

Поэтому и мы полагаем, что использование «восточными православными» формулы «μία φύσις...» даже при признании ими двойного единосущия требует необходимого уточнения, исповедания «двух природ» Христа, без которого наше согласие в этом нельзя считать достигнутым. Предлагаемое здесь же со стороны «восточных православных» дозволение православным пользоваться формулой «две природы» при условии, что они различаются «только в умозрении» не является достаточным, ведь как показано выше, последнее выражение также может пониматься по-разному и, в свою очередь, требует уточнения, которого не сделано. А если посмотреть на § 7 в целом[26], то, хотя внешне он выглядит как взаимное снисхождение православных и «восточных православных», в действительности он является односторонней и недопустимой уступкой со стороны православных представителей Смешанной комиссии. «Одна природа Бога Слова воплощённая», к тому же однозначно понимаемая в английском переводе как одна природа Христа, двойное единосущие Христа и допущение двух природ, различаемых «только в умозрении» без признания того, что Христос познаётся в двух природах, оставляет нас целиком в рамках умеренного (севирианского) монофизитства и выводит за границы православной халкидонской догматики.

Подобная уступка сделана православными участниками Смешанной комиссии и в другом вопросе:

 

О волях и действиях во Христе

 

5. Both families agree that He Who wills and acts is always the one Hypostasis of the Logos incarnate.

5. Обе семьи согласны в том, что Тот, Кто желает и действует, – это всегда одна ипостась воплощённого Слова.

 

Выше в § 3 и 4 было сказано, что Слово при вочеловечении усвоило человеческую природу «вместе с её природной волей и действием» и что «природы соединились ипостасно и природно с их собственными действиями и волями неслитно, неизменно, нераздельно и неразлучно». Напрашивается и соответствующий вывод о том, что если природы со своими волями и действиями соединились неслитно, то следует говорить о двух природных волях и о двух природных действиях Христа. Но такой вывод не делается, и этот вопрос, являющийся важнейшим пунктом догматического разногласия, снова обойдён намеренным молчанием и в § 5 подменяется вопросом о единстве субъекта этих воль и действий. То есть как не было уточнено, имеются ли во Христе «после соединения» две природы, точно так же не уточняется, имеются ли во Христе «после соединения» две природные воли и два природных действия.

Мы уже приводили слова «Томоса» св. папы Льва, где утверждается, что каждая из двух природ Христа производит в общении с другой свойственное ей действие. Противоположным образом учит Севир Антиохийский. Обращаясь к словам «Ареопагитик» о «новом богомужном действии» (καινὴ θεανδρικὴ ἐνέργεια), он понимает под этим «одно сложное действие» (μία σύνθετος ἐνέργεια) и утверждает: «Доколе один Христос, мы проповедуем одну Его как одного сложную природу, ипостась и сложное действие». Севир осуждал Халкидонский Собор и св. папу Льва за то, что они, «определив две природы и два их действия после соединения», якобы «разделили Христа на два лица»[27]. Для Севира действие – это движение или деятельное побуждение (κίνησις, ὁρμὴ ἐνεργετική) действующего лица, каковым является Слово. Есть «одно богоприличное действие и воля, сообразно Его божеству и сообразно Его человечеству» (μίαν τὴν θεοπρεπῆ ἐνέργειάν τε καὶ θέλησιν κατὰ τὴν αὐτοῦ θεότητα καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ ἀνθρωπότητα). Качественно различаются только совершённые Иим дела (ἀποτελούμενα), которые являются как божественными, так и человеческими (θεῖά τε καὶ ἀνθρώπινα)[28]. Так жеРавным образом учит и патриарх Шенуда III: «Как мы верим в одну природу воплощённого Слова, как называл это святой Кирилл Великий, так мы верим и в одну волю и в одно действие. Это естественно, что покуда мы считаем, что эта природа – одна, воля и действие также будет одним»[29]. И несколько ниже, после рассмотрения мест Писания, подтверждающих, по его мнению, этот тезис, он решительно говорит: «Здесь мы не различаем между двумя природами»[30].

В Православной Церкви этот вопрос получил самое детальное рассмотрение, поводом к чему стало появление ереси монофелитства, родившейся из попыток найти согласие между сторонниками и противниками Халкидонского Собора как разименно на основе совместного признания одного действия и (или) одной воли Христа. В 633 г. в Александрии была заключена уния между православными и умеренными монофизитами (феодосианами), совместно подписавшими так называемое «Удостоверение» (Πληροφορία). Его ключевая фраза вполне созвучна словам Севира Антиохийского: «Один и Тот же самый Господь производил богоприличное и человеческое “одним богомужным действием” (μιᾷ θεανδρικῇ ἐνεργείᾳ), согласно святому Дионисию (Ареопагиту)»[31]. Последствием этой унии стали многолетние догматические споры, в ходе которых было предложено несколько компромиссных вероучительных документов в виде императорских указов с различными формами моноэнергизма и монофелитства. Итоги спорам подвели Латеранский 649 г. и VI Вселенский 681 г. Соборы. Церковью было отвергнуто не только моноэнергистское «Удостоверение» 633 г. и прямо монофелитское «Изложение» (Ἔκθεσις) 638 г., в котором при запрете выражений: «одно действие» и «два действия» предписывалась вера в «одну волю Господа нашего Иисуса Христа»[32], но и «Образец» (Τύπος) 648 г., возбранявший любые споры «относительно одной воли и одного действия или двух воль и двух действий»[33].

Богословская сторона вопроса о волях и действиях Христа в догматических постановлениях Соборов Латеранского 649 г.[34] и VI Вселенского[35] изложена с исчерпывающей ясностью. Поскольку воля и энергия являются частным проявлением свойства, оба Собора предварительно отвергают единственность «свойства» (ἰδιότης) Христа: Латеранский Собор утверждает сохранность «природных свойств» (φυσικὰς ἰδιότητας) Божества и человечества (правило 9), а VI Вселенский Собор повторяет слова Халкидонского ороса о сохранности свойства каждой природы. Латеранский Собор исповедует два действия и две воли, «теснейшим образом (природно) соединённые» (συμφυῶς ἡνωμένας) во Христе, Который является «действующим» и «желающим» (ἐνεργετικός, θελητικός) по каждой Своей природе (правила 10–11). Шестой Вселенский Собор уточняет, что речь идёт о двух природных действиях и волях. Возражение монофелитов, состоящее в том, что две природные воли вносят разделение во Христе, парируется указанием на то, что Его человеческая воля никогда не противилась Божественной, но подчинялась ей. Это подкрепляется цитатой из свт. Афанасия Великого, где ясно видно наличие и действенность во Христе человеческой волевой способности: «Надлежало воле плоти быть в действии (κινεῖσθαι), но подчиняться (ὑποταγῆναι) воле божественной»[36]. Но подчёркивается, что «природная воля плоти» является собственной волей Бога Слова (ἴδιον τοῦ Θεοῦ Λόγου). В конце изложения веры VI Вселенского Собора даётся такая его краткая сводка:

 

ἕνα τῆς ἁγίας τριάδος καὶ μετὰ σάρκωσιν τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν θεοὸν ἡμῶν εἶναι πιστεύοντές φαμεν τὰς δύο αὐτοῦ φύσεις ἐν τῇ μιᾷ αὐτοῦ διαλαμπούσῃ[37] ὑποστάσει, ἐν ᾗ τά τε θαύματα καὶ τὰ παθήματα δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς οἰκονομικῆς ἀναστροφῆς οὐ κατὰ φαντασίαν, ἀλλ’ ἀληθῶς ἐπεδείξατο τῆς φυσικῆς ἐν αὐτῇ τῇ μιᾷ ὑποστάσει διαφορᾶς γνωριζομένης τῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινονίας ἑκατέραν φύσιν ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως θέλειν τε καὶ ἐνεργεῖν τὰ ἴδια· καθ’ ὃν δὴ λόγον καὶ δύο φυσικὰ θελήματά τε καὶ ἐνεργείας δοξάζομεν πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καταλλήως συντρέχοντα[38].

 

Веруя, что Господь наш Иисус Христос, истинный Бог наш, есть один от Святой Троицы и по воплощении, мы говорим о двух природах в одной Его блистающей ипостаси[39], в которой Он как чудеса, так и страдания показывал в течение всего Своего домостроительного жительства – не призрачно, но истинно, так что в этой одной ипостаси познаётся природное различие тем самым, что каждая природа в общении с другой нераздельно и неслитно желает и действует свойственное себе. И по этой-то причине мы и считаем, что есть две природные воли и действия, взаимно сходящиеся для спасения рода человеческого.

 

В заключение отцы Собора строго запрещают, под угрозой анафемы, кому бы то ни было учить иначе. Таким образом, Православная Церковь однозначно определяет, чтобы воли и действия Богочеловека принимались и рассматривались соответственно Его двум природам, а не применительно к Его единственной ипостаси[40].

Как видим, позиция Севира Антиохийского и патриарха Шенуды III находится в совершенном противоречии с догматическими постановлениями Православной Церкви; но это противоречие остаётся в «Заявлении» неразрешённым. Более того, мы опять вынуждены констатировать отступление от учения своей Церкви православных участников Смешанной комиссии. Сказанное в §§ 3–5 о волях и действиях во Христе можно согласовать с традиционной христологией «восточных православных». «Прежде соединения» допускаются две природы с их волями и действиями, но «после соединения» говорится только об одном субъекте воль и действий, ипостаси воплощённого Слова, что нехалкидониты вправе понимать как одну волю и одно действие «одной природы воплощённого Слова», в полном согласии со своими древними учителями[41]. Напротив, православные, подписывая эти пункты «Заявления» и умалчивая о двух волях и действиях Христа, отступают от постановления VI Вселенского Собора и, строго говоря, подпадают под его анафему, относительно чего можно только выразить глубокое сожаление.

 

Об отношении к Вселенским Соборам

 

6. Both families agree in rejecting interpretations of Councils which do not fully agree with the Horos of the Third Ecumenical Council and the letter (433) of Cyril of Alexandria to John of Antioch.

6. Обе семьи согласны в отвержении толкований тех Соборов, которые не вполне соответствуют «Оросу» III Вселенского Собора и Посланию (433 г.) Кирилла Александрийского к Иоанну Антиохийскому.

 

Представляется необходимым пояснить, что подразумевается под «Оросом» III Вселенского Собора. Как известно, на этом Соборе не было дано особого изложения веры и было предложено впредь руководствоваться исключительно Никейским Символом с запретом «слагать иную веру». Собор ограничился общим осуждением Нестория и одобрением некоторых сочинений свт. Кирилла Александрийского: его Второго послания к Несторию[42] и Третьего послания к нему же с 12-ю анафематизмами[43], хотя относительно последнего среди исследователей нет полного согласия, считать ли его одобренным Собором или только «причтённым к документам»[44]. Последующие Вселенские Соборы, на которых перед изложением собственного вероопределения приводились догматические постановления предшествующих Соборов, не знают какого-то «Ороса» III Вселенского Собора. Только на Латеранском Соборе 649 г., приближающемся по значению к вселенским, после Никео-Константинопольского Символа и перед Халкидонским оросом в качестве вероопределения III Вселенского Собора помещены 12 анафематизмов свт. Кирилла из его Третьего послания к Несторию, названные в латинском тексте деяний «символом двухсот отцов в Эфесе»[45]. В современной греческой богословской литературе нередко «Оросом» III Вселенского Собора называют «формулу единения», то есть изложение веры, составленное антиохийскими богословами, одобренное свт. Кириллом и вошедшее в его «Послание о мире» к Иоанну Антиохийскому, о котором идёт речь в настоящем пункте. Если составители «Заявления» имели в виду именно это изложение веры, то здесь тавтология, поскольку в таком случае упомянутый «Орос» представляет собой часть указанного Послания.

Что касается самого этого Послания, можно только приветствовать, что именно это сочинение, где нашли примирение православная антиохийская и православная александрийская христологии и где дифизитство свт. Кирилла проявляется нагляднейшим образом, выбрано в качестве образцового изложения веры. Оно было одобрено отцами Халкидонского Собора наряду со Вторым посланием александрийского святителя к Несторию и «Томосом» св. папы Льва Великого, и вместе с ними, как уже отмечалось, было одним из главных источников Халкидонского ороса. Поэтому мы убеждены, что Халкидонский Собор излагал веру в полном соответствии с этим Посланием, как и с другими творениями свт. Кирилла; это же можно сказать и о последующих Вселенских Соборах Православной Церкви.

Но согласны ли с этим «восточные православные»? В этом заставляет сомневаться § 8 «Заявления», где вопрос авторитета Вселенских Соборов затрагивается уже напрямую.

 

8. Both families accept the first three Ecumenical Councils, which form our common heritage. In relation to the four later Councils of the Orthodox Church, the Orthodox state that for them the above points 1-7 are the teachings also of the four later Councils of the Orthodox Church, while the Oriental Orthodox consider this statement of the Orthodox as their interpretation. With this understanding, the Oriental Orthodox respond to it positively.

8. Обе семьи принимают первые три Вселенских Собора, составляющих наше общее наследие. Относительно четырёх последующих Соборов Православной Церкви православные заявляют, что для них вышеупомянутые пункты 1–7 являются также учением и четырёх последующих Соборов Православной Церкви, тогда как восточные православные рассматривают это заявление православных как их толкование. При таком понимании[46] восточные православные отвечают на него положительно. <…>

 

Сразу же заметим, что утверждение со стороны православных участников, будто § 1–7 «Заявления» являются учением IV–VII Вселенских Соборов, не соответствует действительности. Как было отмечено выше, на этих Соборах не было осуждения «криптонесторианства» блж. Феодорита Кирского (§ 2), и эти Соборы ясно исповедуют две природы, две природные воли и два природных действия единого Христа, что намеренно обходится молчанием в соответствующих пунктах «Заявления» (§ 2–5, 7).

Правильнее было бы поставить вопрос иначе: как наши стороны относятся к Вселенским Соборам, бывшим после Эфесского (III Вселенского) Собора? Православная Церковь относится к этому однозначно, а именно:. Халкидонский Собор своим оросом безупречным образом изложил христологическое учение в полном согласии с древними святыми отцами и предшествующими Вселенскими Соборами. V Вселенский Собор своими постановлениями отнял у противников Халкидонского Собора всякую возможность подозревать его в несторианстве и ясно показал тождество его учения богословию свт. Кирилла Александрийского. Р; раскрывая важнейшую сторону христологического догмата, VI Вселенский Собор в духе Халкидонского ороса определённо и точно выразил православное учение о природных волях и природных действиях единого Христа.

Но выше мы отметили целый ряд напрямую связанных с решениями этих Соборов догматических разногласий между православными и «восточными православными». которые Эти противоречия в «Заявлении» не разрешены, а лишь замолчаны. Излишне напоминать о резко враждебном отношении к Халкидонскому Собору древних антихалкидонитов. Подобно им и патриарх Шенуда III обвиняет этот Собор в несторианском разделении Христа на два лица: «Несмотря на то, что Эфесский Собор отлучил Нестория, несторианские корни распространили своё влияние на Халкидонский Собор, где тенденция разделять две природы проявилась столь явно, что было сказано, будто Христос – это два Лица, Бог и человеческое существо: первый творит чудеса, а второй претерпевает оскорбления и унижение. Следуя этой тенденции, Лев, епископ Рима, обнародовал свой знаменитый “Томос”, который отвергнут Коптской Церковью. Но Халкидонский Собор принял и одобрил его, утверждая тем самым, что две природы существуют во Христе после соединения: божественная природа совершает сСвои действия, а человеческая природа выполняет свою роль»[47].

Таким образом, традиционное отношение двух сторон к Халкидонскому Собору прямо противоположное; очевидно, что так же противоположно и их отношение к VI Вселенскому Собору, утвердившему учение Халкидонского Собора о двух природных действиях и волях. И настоящий пункт оставляет это нетронутым. Согласие по данному вопросу могло бы быть достигнуто, если бы «восточные православные» признали, что на этих Соборах под невидимым руководством Святого Духа было безупречно изложено истинное учение, согласное с учением первых трёх Вселенских Соборов, и приняли бы их догматические постановления вместе с соборными анафемами. Если же они считают их недостаточными или даже ошибочными, если могут критически оценивать их и лишь в качестве снисхождения допускают их как наше необязательное для себя толкование общих для нас Соборов, то до согласия здесь далеко.

При отмеченной выше неразрешённости догматических разногласий и при таком релятивистском подходе к Вселенским Соборам вполне ожидаемо и наше отношение к двум последним пунктам «Заявления»:

 

Об общности христологического учения и апостольского Предания

 

9. In the light of our Agreed Statement on Christology as well as of the above common affirmations, we have now clearly understood that both families have always loyally maintained the same authentic Orthodox Christological faith, and the unbroken continuity of the apostolic tradition, though they have used Christological terms in different ways. It is this common faith and continuous loyalty to the Apostolic Tradition that should be the basis for our unity and communion.

9. В свете нашего Согласованного заявления по христологии, как и вышеуказанных общих положений, мы теперь ясно поняли, что обе семьи всегда верно придерживались той же самой подлинной православной христологической веры и непрерывного продолжения апостольского Предания, хотя и использовали христологические термины различным способом. Эта общая вера и постоянная верность апостольскому Преданию должны стать основой нашего единства и общения.

 

В свете всего вышесказанного слова § 9 «Заявления» о тождестве в наших Церквах «подлинной православной христологической веры» и непрерывности апостольского Предания выглядят неоправданно оптимистичными.

И было бы неверным считать отмеченные догматические разногласия, оставшиеся в «Заявлении» неразрешёнными, чем-то неважным и сводить их только к языковым (терминологическим) недоразумениям. Само по себе отождествление терминов «природа» и «ипостась» противниками Халкидонского ороса его защитники рассматривали как источник неразрешимых противоречий и неизбежной еретичности. Разное понимание этих терминов в триадологии и христологии они полагали необоснованным и недопустимым. Отказ придавать статус «природы» человечеству Христа неизбежно приводил к его умалению и оттенку докетизма, который более всего проявляется в принципиальном монофелитстве и моноэнергизме, поэтому сближение православными полемистами умеренного монофизитства Диоскора и Севира с еретиками Аполлинарием, Евтихием или даже гностиками и Манесом нельзя считать просто полемическим преувеличением; оно вскрывало существенные и неустранимые изъяны христологического учения антихалкидонитов[48]. Даже видный католический учёный М. Жюжи, в целом разделявший взгляд Ж. Лебона на христологию последователей Диоскора и Севира как на «вербальное» монофизитство, совпадающее по содержанию с православным учением и отличающееся лишь на уровне терминологии, признаёт их учение еретическим, так как, во-первых, они обвиняли в несторианстве безупречные Халкидонский орос и «Томос» св. папы Льва, а во-вторых, использовали терминологию одностороннюю, опасную и двусмысленную и употребляли такие выражения и сравнения, принятие которых во всей строгости неизбежно приводит прямо к еретическим выводам, к «реальному» монофизитству[49].

Но, вероятно, реальное отличие различие «христологической веры» наших Церквей доказывается отмеченным выше принципиально разным полярным /м. б. просто «полярным» или «прямо противоположным»?/ отношением к IV–VI Вселенским Соборам больше, чем этими расхождениями в достаточно сложных и тонких догматических вопросах. По нашему убеждению, учение древних антихалкидонитов вовсе не было непосредственным продолжением древней церковной христологии. Как таковое оно сформировалось только в V–VI вв. по Р. Х. в противостоянии с православным Халкидонским Собором при сильном влиянии псевдоэпиграфических сочинений школы Аполлинария[50]. А разрыв нехалкидонских Церквей с тем живым Преданием, выражением которого были последующие Вселенские Соборы, заставляет сомневаться и в непрерывной сохранности в этих Церквах Предания апостольского.

 

О древних анафемах

 

10. Both families agree that all the anathemas and condemnations of the past which now divide us should be lifted by the Churches in order that the last obstacle to the full unity and communion of our two families can be removed by the grace and power of God. Both families agree that the lifting of anathemas and condemnations will be consummated on the basis that the Councils and Fathers previously anathematized or condemned are not heretical.

 

10. Обе семьи[51] согласны, что все анафемы и осуждения прошлого, которые сегодня разделяют нас, должны быть отменены Церквами, чтобы последнее препятствие к полному единству и общению наших двух семей[52] было устранено Божией благодатью и силой. Обе семьи согласны, что отмена анафем и осуждений будет осуществлена на том основании, что ранее анафематствованные Соборы и отцы не являются еретическими.

 

 

Дальнейшие положения § 10 описывают уже предлагаемый практический порядок отмены древних анафем, поэтому оставим их без внимания.

Это, пожалуй, самый дискуссионный и очевидно неприемлемый пункт «Заявления». Надо думать, что со стороны православных участников Смешанной комиссии он означает готовность отменить анафемы против древних противников Халкидонского Собора. Как известно, в Православной Церкви имеются соборные анафемы на александрийских патриархов Диоскора, Тимофея Элура и Феодосия, на антиохийских патриархов Петра Гнафевса и Севира, на Иакова Барадея, основателя сирийской нехалкидонской иерархии. Они вошли в «Синодик в Неделю Торжества Православия», предполагающий их ежегодное торжественное провозглашение в храмах, а также отразились в ряде богослужебных текстов[53]. По-видимому, в контексте наших консультаций речь идёт в первую очередь о Диоскоре и Севире, особо почитаемых Коптской Церковью. Но для Православной Церкви решения Вселенских Соборов – это не просто человеческие постановления, имеющие лишь временное историческое значение, это прежде всего непреложные слова Святого Духа, действующего в Церкви через православных пастырей. При вынесении решений отцы Соборов, как и участники первого Апостольского Собора, вправе были повторять слова первого Апостольского Собора: «Угодно было Святому Духу и нам»[54]. И если анафемы против Диоскора и Севира были угодны Святому Духу, то можно ли их отменять по человеческому рассуждению? В данном случае мы, по примеру свт. Кирилла Александрийского в его «Послании о мире» Иоанну Антиохийскому[55], обязаны повторить применительно к соборным анафемам слова Писания: «Не переставляй вечных пределов, которые положили отцы твои»[56].

Но даже если отвлечься от такого принципиального отношения к соборным анафемам, не видно и каких-то разумных оснований для их отмены, кроме желания любой ценой достичь искомого единства. Патриарх Диоскор Александрийский поддержал Евтихия, подверг гонению свт. Флавиана Константинопольского, первым осудившего ересиарха на Константинопольском Соборе 448 г., подверг гонению и других православных иерархов. Он не принял IV Вселенский Собор и стал виновником отпадения значительной части Александрийской Церкви, то есть прямым виновником того разрыва, уврачевать который мы теперь стремимся. Но к нему неприменимо даже указанное в § 10 условие снятия анафем: «ранее анафематствованные Соборы и отцы не являются еретическими», ведь он осуждается Православной Церковью не только как раскольник, но и как еретик. От произнесённых на Халкидонском Соборе слов: «из двух природ – принимаю, две – не принимаю» – и: «после соединения нет двух природ» (см. выше) – он никогда не отказывался. Это прямо подводит его под анафему Халкидонского ороса, поскольку он «анафематствует тех, которые сочиняют две природы Господа прежде соединения и придумывают одну природу после соединения» (τοὺς δύο μὲν πρὸ τῆς ἑνώσεως φύσεις τοῦ κυρίου μυθεύοντας, μίαν δὲ μετὰ τὴν ἕνωσιν ἀναπλάττοντας)[57]. В равной степени это касается и Севира Антиохийского, и других упомянутых лиц. Возникает недоуменный вопрос: неужели православные участники Смешанной комиссии предполагали переписать Халкидонский орос, убрав из него это анафематствование? Об отмене древних анафем Православной Церкви не должно быть и речи. Это привело бы к разрыву с нашими древними отцами и к неизбежному церковному расколу, поскольку столь серьёзный пересмотр Предания никогда не будет принят полнотой Православной Церкви.

Думается, что выбранный Смешанной комиссией путь нахождения компромиссных формулировок при затушёвывании ключевых догматических разногласий, когда общность христологии наших Церквей предполагается как нечто само собой разумеющееся, не приведёт к подлинному согласию. Представляется, что оно может быть обретено только при условии недвусмысленного принятия «восточными православными» Халкидонского Собора и соборных анафем. Выполнение этого условия кажется невероятным по человеческому рассуждению, но невозможное людям возможно Богу[58]. Для этого необходимо не замалчивание спорных вопросов, а возвращение со всей серьёзностью к древней полемике, в которой, по нашему глубокому убеждению, истинность учения Православной Церкви и погрешность учения антихалкидонитов обнаружились со всей ясностью.

 

Выводы

В «Заявлении» имеется целый ряд положений, отступающих от догматического учения и Предания Православной Церкви.

1) Ложно утверждается об осуждении Православной Церковью «криптонесторианства» блж. Феодорита Кирского (§ 2).

2) При изложении вопроса о природах (§ 2–4) отсутствует ясное и недвусмысленное указание на то, что во Христе имеется две природы, божественная и человеческая.

3) Обходится молчанием вопрос о двух природных волях и двух природных действиях во Христе соответственно двум Его природам (§ 5).

4) Выражения: «сложная ипостась», «природное единство», «различие двух природ только в умозрении», «одна природа Бога Слова воплощённая» (§ 4, 7) – имеют разное понимание у православных и нехалкидонских богословов, поэтому их совместная декларация без необходимого уточнения не устраняет принципиального догматического разногласия.

5) Отсутствует ясное признание тождества учения Халкидонского Собора учению I–III Вселенских Соборов и безусловного вероучительного авторитета Халкидонского и последующих Вселенских Соборов (§ 6, 8).

6) Догматические разногласия сводятся исключительно к терминологическим и утверждается о сохранении в нехалкидонских церквах неповреждённой христологический веры и непрерывного апостольского Предания (§ 9).

7) Выражается готовность отменить древние соборные анафемы (§ 10).

Таким образом, настоящее «Заявление» нельзя признать удовлетворительным, и его использование в качестве основы для богословских собеседований с представителями Коптской Церкви, равно как и других нехалкидонских Церквей, не представляется целесообразным.

 

Источники

Doctrina partum de incarnatione Verbi. Ein griechischen Florilegium aus der Wende des 7. und 8. Jahrhunerts / Hrsg. F. Diekamp. Münster, 1907 (r1981).

Drei dogmatische Schriften Iustinians / Hrsg. E. Schwartz [ABAW NF. Heft 18]. München: Verlag der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, 1939.

Photius. Bibliothèque. T. 4 («Codices» 223–229) / Éd. R. Henry. P.: Les belles lettres, 1965.

Photius. Bibliothèque. T. 5 («Codices» 230–241 / Éd. R. Henry. P.: Les belles lettres, 1967.

The Nature of Christ by His Holiness Pope Shenouda III. 2Cairo, 1991.

Богословский диалог между Православной церковью и Восточными православными церквами / Составитель и редактор Кристин Шайо. Пер. с англ. К. Бурмистров. Москва:  ББИ, 2001.

Литература

Jugie M. Monophysisme // DTC. 1929. Vol. 10. Col. 2216–2251.

Lebon J. Le monophysisme sévérien: Étude historique, littéraire et théologique sur la résistance monophysite au concile de Chalcedoine jusqu’à la constitution de l’Église Jacobite. Louvain: Universitas Catholica Lovanensis, 1909 [rNew-York: AMS Press, 1978].

Loon H. The Dyophysite Christology of Cyril of Alexandria. Leiden-Boston: Brill, 2009.

Вселенские Соборы. М.: ЦНЦ РПЦ «Православная энциклопедия», 2005.

Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκιδονίων (παρελθών – παρόν – μέλλον): μία ἁγιορειτικὴ συμβολή. Ἅγιον Ὅρος: Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, 2018.

Давыденков О., прот. Христологическая система умеренного монофизитства и её место в истории византийской богословской мысли. М.: ПСТГУ, 2020.

Ларше Ж.-К. Христологический вопрос (по поводу проекта соединения Православной Церкви с Дохалкидонскими Церквами: нерешенные богословские и экклезиологические проблемы) / Пер. с франц. иером. Саввы (Тутунова) // БТ. № 41. 2007. С. 146–211.

Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. // ПЭ 46. М., 2017. С. 672–696.

 

Сокращения

ABAW

Abdandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philisiphisch-philologische und historische Klasse.

ABAW NF

Abdandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philisiphisch- historische Klasse. Neue Folge.

ACO

Acta conciliorum oecumenicorum / sub auspiciis Academiae scientiarum Bavaricae edita. Berlin–New York–Boston, 1914–1982. T. 1–4 (28 partes).

ACO II

Acta conciliorum oecumenicorum. Series 2. Berlin–New York–Boston, 1984–.

DTC

Dictionnaire de théologie catholique / Éd. A. Vacant, E. Mangenot, E. Amann. Paris, 1903–1950. T. 1–15.

CPG

Clavis patrum graecorum. Vol. 1–5. Turnhout, 1974–2003.

PG

Patrologiae cursus completus / Accurante J.-P. Migne. Series graeca. Paris, 1857–1866. T. 1–161

PTS

Patristische Texte und Studien.

ПЭ

Православная энциклопедия. М., 2000–.

Информация на англ. языке

 


[1] Английский текст Заявления см.: Joint Commission of the Theological Dialogue between the Orthodox Church and the Oriental Orthodox Churches. Second Agreed Statement. Orthodox Center of the Ecumenical Patriarchate Chambesy, Geneva, Switzerland. September 23–28, 1990 [Электронный ресурс]. URL: https://orthodoxjointcommission.wordpress.com/2013/12/14/second-agreed-statement-1990/. Русский перевод см.: Богословский диалог между Православной Церковью и восточными Православными Церквами / Составитель и редактор Кристин Шайо. Пер. с англ. К. Бурмистров. М., 2001. С. 114–116 (приводится с изменениями). Греческий текст «Заявления» см.: Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκιδονίων (παρελθών – παρόν – μέλλον): μία ἁγιορειτικὴ συμβολή. Ἅγιον Ὅρος: Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, 2018. Σ. 822–825.

[2] Последнего предложения нет в греческом тексте «Заявления».

[3] The Nature of Christ by His Holiness Pope Shenouda III. 2Cairo, 1991. P. 8–9.

[4] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 46 (CPG 5346).

[5] Loon H. The Dyophysite Christology of Cyril of Alexandria. Leiden-Boston: Brill, 2009. P. 526.

[6] Lebon J. Le monophysisme sévérien: Étude historique, littéraire et théologique sur la résistance monophysite au concile de Chalcedoine jusqu’à la constitution de l’Église Jacobite. Louvain: Universitas Catholica Lovanensis, 1909 [rNew-York: AMS Press, 1978]. P. 187, 232, 264, 277, 302–303.

[7] Concilium CPolitanum II (553). Actio VIII. Canones // ACO 4, 1. P. 242.

[8] Synodus Lateransis (649). Secretariatus V (CPG 9402). Canones // ACO II 1. P. 372.

[9] Ibid. P. 373.

[10] Как поясняет иером. Лука Григориатский (в личной переписке), приведённые анафемы V Вселенского и Латеранского 649 г. Соборов сохраняют полную силу и в отношении «умеренных» антихалкидонитов несмотря на то, что они признают двойное единосущие и отрицают слияние природ. Это является следствием их утверждения о том, что природа Христа – это одна богочеловеческая природа. Неважно, рассматривают ли они, согласно Севиру, природы как индивидуальные реальности (отдельные ипостаси) или как совокупность свойств без подлежащих сущностей в составе одной богочеловеческой природы Христа. В том и другом случае они фактически упраздняют двойное единосущие и вносят слияние природ, поскольку ни Отец и Святой Дух, ни люди не имеют сложной богочеловеческой природы.

[11] Eulogius Alexandrinus. Apologia pro litteris synodicis (CPG 6976) = Photius. Bibliotheca 230, 267a–b // Photius. Bibliothèque. T. 5 («Codices» 230–241 / Éd. R. Henry. Paris, 1967. P. 9–10.

[12] Iustinianus imperator. Contra Monophysitas (CPG 6878). Cap. 158 // Drei dogmatische Schriften Iustinians / Hrsg. E. Schwartz [ABAW NF. Heft 18]. München: Verlag der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, 1939. S. 33.

[13] Maximus Confessor. Epistula 12 // PG 91, 501 B–C.

[14] Lebon J. Le monophysisme sévérien. P. 301–303.

[15] Ibid. P. 300.

[16] Ibid. P. 319, 322.

[17] Давыденков О., прот. Христологическая система умеренного монофизитства и её место в истории византийской богословской мысли. М.: ПСТГУ, 2020. С. 379–386.

[18] The Nature of Christ. P. 19.

[19] Ibid. P. 10.

[20] Ibid.

[21] Loon H. The Dyophysite Christology. P. 530.

[22] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 46, 5 // ACO 1, 1, 6. P. 162.

[23] Idem. Epistula 44 (CPG 5344) // ACO 1, 1, 4. P. 35.

[24] Maximus Confessor. Epistula 12 // PG 91, 480 A–C.

[25] Ephraem Antiochenus. Epistula ad Magnum Berroeensem (CPG 6908) = Photius. Bibliotheca 228, 248b–249a // Photius. Bibliothèque. T. 4 («Codices» 223–229) / Éd. R. Henry. P.: Les belles lettres, 1965. P. 124–125; Eulogius Alexandrinus. Apologia pro synodo Chalcedonensi (CPG 6976) = Photius. Bibiliotheca 230, 268b–271a // Photius. Bibliothèque. T. 5. P. 13–21.

[26] Напомним его содержание: «Православные согласны, что Восточные православные продолжат придерживаться своей традиционной Кирилловой терминологии “одна природа воплощенного Слова”, поскольку они признают двойное единосущие Слова, отвергавшееся Евтихием. Православные также используют такую терминологию. Восточные православные согласны, что православные оправданно используют формулу “две природы”, поскольку они признают, что такое различение имеется “только в умозрении”. Правильно объяснил такое употребление Кирилл в своём послании к Иоанну Антиохийскому и в своих посланиях к Акакию Мелитинскому (PG 77, 184–201), Евлогию (PG 77, 224–228) и Суккенсу (PG 77, 228–245)».

[27] Doctrina partum. Cap. 41, 24–26 // Doctrina partum de incarnatione Verbi. Ein griechischen Florilegium aus der Wende des 7. und 8. Jahrhunerts / Hrsg. F. Diekamp. Münster, 1907 (r1981). S. 309–310.

[28] Lebon J. Le monophysisme sévérien. P. 450–451.

[29] The Nature of Christ. P. 45.

[30] Ibid. P. 47.

[31] Cyrus Alexandrinus. Satisfactio facta inter Cyrum et eos qui errant ex parte Theodosianum (CPG 7613) // ACO II 1. P. 134).

[32] Sergius CPolitanus. Ecthesis Heraclii imperatoris (CPG 7607) // ACO II 1. P. 160.

[33] Paulus II CPolitanus. Typus (CPG 7621) // ACO II 1. P. 208.

[34] Synodus Lateranensis (649). Secretariatus V (CPG 9402). Symbolum. Canones // ACO II 1. P. 364–389.

[35] Concilium CPolitanum III (681). Actio XVIII (CPG 9436). Symbolum // ACO II 2, 2, 2. P. 772–776.

[36] Athanasius Alexandrinus. Homilia in illud: Nunc anima mea turbata est (CPG 2161).

[37] Вариант чтения: διαλαμπούσας.

[38] Concilium CPolitanum III (681). Actio XVIII. Symbolum // ACO II 2, 2, 2. P. 776.

[39] Вариант чтения: «о двух природах блистающих (проявляющихся) в одной Его ипостаси».

[40] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство // ПЭ 46. М., 2017. С. 678.

[41] Ж.-К. Ларше утверждает, что в настоящем «Заявлении» как и в других документах диалога с нехалкидонскими Церквами «отвергнуты моноэнегргизм и монофелитство». Он видит здесь «шаг в сторону сближения с Православной Церковью» (Ларше Ж.-К. Христологический вопрос (по поводу проекта соединения Православной Церкви с Дохалкидонскими Церквами: нерешенные богословские и экклезиологические проблемы) / пер. с франц. иером. Саввы (Тутунова) // БТ. № 41. 2007. С. 152) и даже говорит о «диэнергизме и дифелитстве» «Согласованных заявлений», находя в этом «наиболее значительный прогресс богословского диалога» (там же, с. 160–161). Нам это представляется ошибочным. В действительности, как можно видеть из § 3–5 «Заявления», отношение к числу воль и действий Христа ничем не отличается от отношения к числу Его природ. Признаётся наличие двух природ с их природными волями и действиями в ирреальный момент «прежде соединения» (до Воплощения), однако как умалчивается о том, имеются ли во Христе реально две природы, точно так же умалчивается и о том, имеются ли во Христе реально две природные воли и два природных действия. То есть принципиальные моноэнергизм и монофелитство нехалкидонитов остаются здесь нетронутыми.

[42] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 4 (CPG 5304).

[43] Idem. Epistula 17 (CPG 5317).

[44] Вселенские Соборы. М.: ЦНЦ РПЦ «Православная энциклопедия», 2005. С. 62–64.

[45] Synodus Lateranensis (649). Secretariatus IV (CPG 9401) // ACO II 1. P. 218–223.

[46] «Взаимном понимании» (ἀλληλοκατανόησις) по греческому тексту «Заявления».

[47] The Nature of Christ. P. 15.

[48] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. С. 690–691.

[49] Jugie M. Monophysisme // DTC. 1929. Vol. 10. Col. 2219.

[50] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. С. 687.

[51] По греческому тексту «Заявления»: «обе Церкви».

[52] «Наших двух семей» отсутствует в греческом тексте «Заявления».

[53] Ларше Ж.-К. Христологический вопрос. С. 170–177; Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. С. 691–692.

[54] Деян. 15, 28.

[55] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 39, 10 // ACO 1, 1 4. P. 19.

[56] Притч. 22, 28.

[57] Concilium Chalcedonense (451). Actio V. Definitio fidei // ACO 2, 1, 2. P. 129.

[58] Лк. 18, 27.

БОГОСЛОВСКИЙ ДИАЛОГ МЕЖДУ ПРАВОСЛАВНЫМИ И АНТИХАЛКИДОНИТАМИ

(ПРОШЛОЕ - НАСТОЯЩЕЕ - БУДУЩЕЕ):

ВКЛАД СВЯТОЙ ГОРЫ АФОН

ЧАСТЬ 2

Перевод с новогреческого М.А. Вишняка

    В формате pdf всю часть можно открыть и скачать перейдя по ссылке:https://www.academia.edu/41372964/Богословский_диалог_православных_и_антихалкидонитов_прошлое_настоящее_будущее_вклад_Святой_Горы_Афон_Часть_2_Введение_гл_1_п_4_9_гл_2_перевод_с_новогреческого_М_А_Вишняка     

Проблемные вопросы христологии в диалоге с нехалкидонскими Церквами. Замечания ко «Второму согласованному заявлению»

Часть I

 

Четвертый Вселенский собор. Отцы православной Церкви и еретики; Балканы. Сербия. Дечаны; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Монастырь Высокие Дечаны. Нартекс

Четвертый Вселенский собор. Отцы православной Церкви и еретики; Балканы. Сербия. Дечаны; XIV в.; местонахождение: Сербия. Косово. Монастырь Высокие Дечаны. Нартекс

 

Иеромонах Феодор (Юлаев)

магистр богословия

старший преподаватель кафедры филологии МДА

141300, Сергиев Посад, Троице-Сергиева лавра, Академия

ulaev.theodor@gmail.com

 

Аннотация                                                                                УДК 27-144.894

В публикации даётся богословский анализ «Второго согласованного заявления Смешанной комиссии по богословскому диалогу между Православной Церковью и Восточными Православными Церквами» (Шамбези, 1990 г.). В преамбуле сообщается о причинах, побудивших вновь обратиться к рассмотрению этого документа, после чего начинается его анализ. Указываются пункты Заявления, которые не являются спорными и могут считаться приемлемыми. Далее рассматриваются проблематичные пункты Заявления. Отмечается необоснованность находящегося в нём утверждения об осуждении Православной Церковью криптонесторианства блж. Феодорита Кирского. Далее при рассмотрении вопроса о природах Христа признаётся бесспорность ряда высказанных здесь положений, но акцентируется намеренное умолчание о числе природ Христа. Указывается на то, что принципиальное расхождение в этом вопросе православных и умеренных монофизитов так и остаётся в Заявлении неразрешённым ввиду отсутствия необходимых уточнений. Отмечается, что принимаемое обеими сторонами выражение «различение двух природ только в умозрении» (τῇ θεωρίᾳ μόνῃ), не разрешает проблему из-за разного понимания данного выражения православными и нехалкидонитами.

Ключевые слова: христология, две природы во Христе, свт. Кирилл Александрийский, блж. Феодорит Кирский, Халкидонский Собор, нехалкидониты, Смешанная комиссия, Шамбези.

 

Введение

Начиная с 60-х гг. XX в. прошёл ряд неофициальных консультаций, а затем и официальных встреч представителей Православных Церквей и так называемых Древних Восточных Церквей[1], то есть Церквей нехалкидонских, традиционной христологией которых является умеренное монофизитство. Они увенчались тремя «Согласованными заявлениями» (1989, 1990 и 1993 г.), где утверждалось наличие общей веры и высказывалось намерение снять взаимные анафемы и вступить в полное церковное общение[2]. В православном мире, наряду с восторженной реакцией на такие результаты диалога, прозвучала и серьёзная критика «Согласованных заявлений» со стороны ряда богословов и авторитетных духовных лиц[3]. Сдержанно отнеслось к ним и священноначалие Русской Православной Церкви. На Архиерейском Соборе 18–23 февраля 1997 г. было отмечено, что «Второе согласованное заявление» (Шамбези, 1990 г.) «не должно рассматриваться как окончательный документ, достаточный для восстановления полного общения» между Православной Церковью и нехалкидонскими Церквами, «так как содержит неясности в отдельных христологических формулировках»[4].

В последние годы оживился диалог между Русской Православной Церковью и Коптской Церковью, входящей в группу Древних Восточных Церквей. При всех многогранных составляющих этого диалога в нём неизбежно встаёт то, что нас по-прежнему разделяет: неразрешённые вероучительные разногласия. На состоявшемся 27–31 мая 2019 г. в Каире заседании двусторонней комиссии было решено начать богословские консультации между представителями обеих Церквей[5]. Первые консультации прошли 20–24 января 2020 г. в Ливельде (Нидерланды)[6]. Со стороны Коптской Церкви было высказано, среди прочего, пожелание рассмотреть «Второе согласованное заявление» в качестве возможного основания на пути к искомому единству, что и стало побудительной причиной провести исследование, результаты которого представлены в настоящей публикации[7].

 

Предварительные замечания

Итак, для нашей оценки было представлено «Второе согласованное заявление Смешанной комиссии по богословскому диалогу между Православной Церковью и Восточными Православными Церквами» (Шамбези, 1990 г.)[8] (далее – Заявление). Предварительно выскажем замечания относительно принятых в Заявлении терминов:

1) «Восточные православные» (Oriental Orthodox; οἱ Ἀνατολικοὶ Ὀρθόδοξοι). Нет ничего удивительного в том, что представители Коптской и других нехалкидонских церквей считают себя православными, будучи убеждены в истинности их учения. Но для нас православие их догматики является вопросом всё ещё проблематичным.

2) «Две семьи Церквей» (two families of Churches; δύο οἰκογένειαι Ἐκκλησιῶν). Такое выражение слишком напоминает распространённую в экуменическом диалоге «теорию ветвей», относительно которой наша Церковь имеет однозначно негативное суждение в § 2. 5 принятого на Юбилейном Архиерейском Соборе 2000 г. документа «Основные принципы отношения Русской Православной Церкви к инославию»: «Совершенно неприемлема… так называемая “теория ветвей”, утверждающая нормальность и даже провиденциальность существования христианства в виде отдельных “ветвей”»[9].

Таким образом, мы оставляем оба этих выражения только при цитировании Заявления. В самом же тексте наших замечаний от второго выражения мы отказываемся вовсе, а первое употребляем исключительно в кавычках, предпочитая называть «восточных православных» нехалкидонитами или антихалкидонитами, отмечая этим их отношение к Халкидонскому (IV Вселенскому) Собору. Когда же мы хотим определить разделяемое ими учение, то позволяем себе называть его традиционно монофизитством. Нам, конечно же, известно, что сами «восточные православные» отказываются принимать термин «монофизитство» в отношении своего учения, применяя его исключительно к последователям ересиарха Евтихия, и предпочитают ему термин «миафизитство». Не без сожаления признаём мы и то, что этот очевидно искусственный термин становится стандартным в современной богословской литературе. Но подобное «умножение сущностей» нам представляется неправильным. Если мы используем термины греческого происхождения, то естественно было бы сообразовываться и с нормами греческого словообразования. В полном согласии с ними тот, кто учит о двух природах – дифизит (διφυσίτης), а не «диофизит» (δυο-φυσίτης), а тот, кто учит об одной природе – монофизит (μονοφυσίτης), а не «миафизит» (μια-φυσίτης). В этом нет никакого огрубления и искажения мысли нехалкидонских богословов, но лишь констатация очевидного факта: они исповедуют одну природу Христа. И как дифизитство может быть православным и еретическим (разделяющее природы несторианство), так и монофизитство может быть умеренным (традиционная христология «восточных православных») и крайним (евтихианство, отрицающее двойное единосущие Христа). Такая терминология представляется нам вполне оправданной, и мы не видим серьёзных оснований отказываться от неё.

Перейдём теперь к анализу самого Заявления. Оставляя в стороне преамбулу общего декларативного характера, рассмотрим его содержательные пункты.

В § 1, начале § 2 и второй половине § 8 высказаны тезисы, которые не являются предметом разногласий и потому не могут вызывать возражений:

 

1. Both families agree in condemning the Eutychian heresy. Both families confess that the Logos, the Second Person of the Holy Trinity, only begotten of the Father before the ages and consubstantial with Him, was incarnate and was born from the Virgin Mary Θεοτόκος; fully consubstantial with us, perfect man with soul, body and mind (νοῦς); He was crucified, died, was buried, and rose from the dead on the third day, ascended to the Heavenly Father, where He sits on the right hand of the Father as Lord of all Creation. At Pentecost, by the coming of the Holy Spirit He manifested the Church as His Body. We look forward to His coming again in the fullness of His glory, according to the Scriptures.

 

1. Обе семьи согласны в осуждении евтихианской ереси. Обе семьи исповедуют, что Слово, второе лицо Святой Троицы, единственный рождённый[10] от Отца прежде веков и единосущный Ему, воплотился и родился от Девы Марии Богородицы, единосущный нам во всём, совершенный человек с душой, телом и умом. Он был распят, умер, был погребён и воскрес из мертвых на третий день, вознёсся к Небесному Отцу, где сидит одесную Отца как Господь всего творения. В Пятидесятницу ниспосланием Духа Святого Он явил Церковь как Своё Тело. Мы ожидаем Его нового пришествия в полноте Его славы, согласно Писаниям.

2. Both families condemn the Nestorian heresy…

2. Обе семьи осуждают ересь Нестория…

8. …In relation to the teaching of the Seventh Ecumenical Council of the Orthodox Church, the Oriental Orthodox agree that the theology and practice of the veneration of icons taught by that Council are in basic agreement with the teaching and practice of the Oriental Orthodox from ancient times, long before the convening of the Council, and that we have no disagreement in this regard.

8. …В отношении учения VII Вселенского Собора Православной Церкви восточные православные согласны, что богословие и практика иконопочитания[11], о которых учил этот Собор, в основном согласны с восточноправославными учением и практикой, существовавшими с древних времён, задолго до созыва этого Собора, и что в этом отношении у нас нет разногласия.

 

Содержание остальных пунктов, непосредственно касающихся вопросов, разделяющих наши Церкви, представляется не вполне удовлетворительным, будучи в одних случаях неполным или проблематичным, а в других – просто неприемлемым.

 

О блж. Феодорите, епископе Кирском

В § 2 Заявления делается весьма сомнительное утверждение:

 

2. Both families condemn… the crypto-Nestorianism of Theodoret of Cyrus…

2. Обе семьи осуждают… крипто-несторианство Феодорита Кирского…

 

Что подразумевается под «криптонесторианством» Феодорита? Известно, что как тайный сторонник Нестория в ряду других лиц он был осуждён Вторым Эфесским Собором 449 г., прошедшем под председательством Диоскора Александрийского, поддерживавшего тогда ересиарха Евтихия. Второй Эфесский Собор отвергнут Православной Церковью, которая называет его Разбойничьим, и его решения отменены в 451 г. православным Халкидонским (IV Вселенским) Собором. На Халкидонском Соборе Феодорит недвусмысленно произнёс анафему «Несторию, не именующему Святую Деву Богородицей и разделяющему на двух сынов одного Сына Единородного», после чего Собор торжественно провозгласил Феодорита достойным епископского престола и православным пастырем[12], освободив тем самым от каких-либо подозрений в несторианстве и криптонесторианстве.

Разумеется, мы не можем не принимать затрагивающий Феодорита анафематизм Второго Константинопольского (V Вселенского) Собора 553 г., который гласит:

 

13. Εἴ τις ἀντιποιεῖται τῶν ἀσεβῶν συγγραμμάτων Θεοδωρίτου τῶν κατὰ τῆς ἀληθοῦς πίστεως καὶ τῆς ἐν Ἐφέσῳ πρώτης καὶ ἁγίας συνόδου καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Κυρίλλου καὶ τῶν δώδεκα αὐτοῦ κεφαλαίων καὶ πάντων, ὧν συνεγράψατο ὑπὲρ Θεοδώρου καὶ Νεστορίου τῶν δυσσεβῶν καὶ ὑπὲρ ἄλλων τῶν τὰ αὐτὰ τοῖς προειρημένοις Θεοδώρῳ καὶ Νεστορίῳ φρονούντων καὶ δεχομένων αὐτοὺς καὶ τὴν αὐτῶν ἀσέβειαν καὶ διὰ τοῦτο ἀσεβεῖς καλεῖ τοὺς τῆς ἐκκλησιάς διδάσκαλους τοὺς καθʼ ὑπόστασιν τὴν ἕνωσιν τοῦ θεοῦ λόγου πρὸς τὴν σάρκα ὁμολογοῦντας, ἀλλὰ μὴ ἀναθεματίζει τὰ εἰρημένα ἀσεβῆ συγγράμματα καὶ τοὺς τὰ ὅμοια τούτοις φρονήσαντας ἢ φρονοῦντας καὶ πάντας δὲ τοὺς γράψαντας κατὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως ἢ τοῦ ἐν ἁγίοις Κυρίλλου καὶ τῶν δώδεκα αὐτοῦ κεφαλαίων καὶ ἐν τῇ τοιαύτῃ ἀσεβείᾳ τελευτήσαντος, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω[13].

13. Если кто защищает нечестивые сочинения Феодорита против истинной веры и против Первого Эфесского святого Собора и святого Кирилла и двенадцати его глав и всё, что написал он в защиту нечестивых Феодора и Нестория и в защиту других, которые мудрствовали одинаково с вышесказанными Феодором и Несторием и принимали их и их нечестие, и по причине этого называет нечестивыми учителей Церкви, которые исповедуют соединение по ипостаси Бога Слова с плотью, а не анафематствует упомянутые нечестивые сочинения и тех, которые мудрствовали или мудрствуют подобно им, и всех которые писали против правой веры и святого Кирилла и двенадцати глав, и умерли в таком нечестии: тот да будет анафема.

 

Однако как видим, здесь осуждается не криптонесторианство Феодорита, а его открытая борьба со свт. Кириллом и поддержка им Нестория в определённый период его жизни, выразившаяся в написании ряда сочинений, прежде всего направленных на опровержение 12-ти глав (анафематизмов) александрийского святителя. В полемическом увлечении Феодорит безосновательно обвинял свт. Кирилла в ереси; он не сразу дал надлежащую оценку учению ересиарха Нестория, будучи пристрастен к нему как выходцу из Антиохии; позднее он горячо вступился за почитаемого в Антиохии великим учителем Феодора Мопсуэстийского. Вот почему Феодорит, несмотря на чистоту и святость своей жизни и высокое достоинство остальных своих сочинений, не вошёл в число почитаемых Православной Церковью святых и в строгом смысле не имеет авторитета святого отца. Однако он отошёл от заблуждений, высказывая ещё прежде Халкидонского Собора согласие с учением свт. Кирилла и уважение к нему, например в своём письме, направленном Диоскору Александрийскому в 448 г.[14], и произнеся анафему на Нестория на самом Соборе (см. выше). Сам свт. Кирилл в письме к свт. Проклу Константинопольскому[15] согласился по снисхождению обойти молчанием привязанность антиохийцев к имени Феодора Мопсуэстийского при условии анафематствования ими Нестория.

Если же под криптонесторианством авторы Заявления подразумевают некий еретический уклон в христологии Феодорита, то и с этим мы не согласны. 13-е анафематствование V Вселенского Собора не касается богословских воззрений Феодорита в целом, но лишь указанного корпуса его сочинений. Относительно учения Феодорита наша Церковь никогда не высказывала какого-либо суда. Она чтит его заслуги в борьбе с ересиархами Евтихием и Диоскором. Собственные христологические взгляды он излагал вполне корректно и был чужд несторианской ереси. В нашей Церкви за ним закрепился титул «блаженный», что было бы несообразным при наличии в его учении подлежащей осуждению ереси. Более того, можно говорить о его положительном вкладе в православную христологию. Согласно § 6 Заявления, в качестве нормативного богословского текста предлагается «Послание о мире» свт. Кирилла Александрийского к Иоанну Антиохийскому[16]. Центральной частью этого Послания является так называемая формула единения, то есть изложение веры, представленное от лица восточных епископов на суд александрийского святителя. К написанию этого изложения веры прямое отношение имел Феодорит, ведущий богослов Антиохии, а вернее всего, он и был его непосредственным составителем. Это изложение веры получило высокую оценку свт. Кирилла, который не только не увидел в нём никакого «криптонесторианства», но и прямо указывал своим сторонникам на его православие и принципиальное отличие от учения Нестория в посланиях к св. Акакию, епископу Мелитинскому[17], и Евлогию, пресвитеру Константинопольскому[18], каковые, согласно § 7 Заявления, признаются безупречными и нехалкидонскими богословами. Своим одобрением свт. Кирилл придал этому изложению веры высочайший учительный авторитет. Оно стало одним из важнейших источников Халкидонского ороса. Есть также серьёзные основания полагать, что и Халкидонский орос был составлен не без участия Феодорита. Утверждение об осуждении его «криптонесторианства» может поставить под сомнение как эти авторитетнейшие для нас тексты, так и Халкидонский Собор, провозгласивший его православным пастырем.

Таким образом, Православная Церковь никогда не осуждала и не осуждает мнимого криптонесторианства Феодорита Кирского. Осуждены только его сочинения, написанные против свт. Кирилла Александрийского, против Кирилловых 12-ти глав и в защиту Нестория и Феодора Мопсуэстийского.

 

О природах во Христе

Этому ключевому вопросу непосредственно отведены § 2–4 Заявления:

2. Both families… agree that it is not sufficient merely to say that Christ is consubstantial both with His Father and with us, by nature God and by nature man; it is necessary to affirm also that the Logos, Who is by nature God, became by nature Man, by His Incarnation in the fullness of time.

2. Обе семьи… согласны, что недостаточно просто говорить, что Христос единосущен как Своему Отцу, так и нам, будучи по природе Богом и по природе человеком; необходимо также признавать, что Слово, Которое по природе является Богом[19], стало по природе человеком через Своё вочеловечение[20] при наступлении полноты времён.

3. Both families agree that the Hypostasis of the Logos became composite (σύνθετος) by uniting to His divine uncreated nature with its natural will and energy, which He has in common with the Father and the Holy Spirit, created human nature, which He assumed at the Incarnation and made His own, with its natural will and energy.

3. Обе семьи согласны в том, что ипостась Слова стала «сложной» через соединение Его божественной нетварной природы, вместе с её природной волей и действием, которая у Него является общей с Отцом и Святым Духом, с тварной человеческой природой, которую Он воспринял при вочеловечении и сделал Своей собственной, вместе с её природной волей и действием[21].

4. Both families agree that the natures with their proper energies and wills are united hypostatically and naturally without confusion, without change, without division and without separation, and that they are distinguished in thought alone (τῇ θεωρίᾳ μόνῃ).

4. Обе семьи согласны в том, что природы соединились ипостасно и природно с их собственными действиями и волями неслитно, неизменно, нераздельно и неразлучно и что они различаются[22] «только в умозрении».

 

Высказанные здесь положения сами по себе бесспорны. Обе стороны разделяют и всегда разделяли двойное единосущие Христа, что отличало их от крайних монофизитов, последователей Евтихия. Нельзя не приветствовать признание того, что после воплощения или вочеловечения Слово стало человеком «по природе», равно как и того, что природы во Христе соединились «неслитно, неизменно, нераздельно, неразлучно» (ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως). Эти наречия, будучи заимствованы из творений свт. Кирилла Александрийского, вошли в Халкидонский орос. Также можно только одобрить отмеченную связь природы с её такими основополагающими природными свойствами, как воля и действие (энергия). Последнее православным отцам VII в. приходилось специально доказывать в их полемике с монофелитами, учившими об одной воле и одном действии Христа, например, посредством обширных патристических флорилегиев, вошедших в «Деяния» Латеранского (Римского) Собора 649 года и Третьего Константинопольского (VI Вселенского) Собора 681 года. Определённым движением в сторону православной христологии является и использование понятия «сложная ипостась» (ὑπόστασις σύνθετος) вместо «сложной природы» древних монофизитов. Однако в предложенных пунктах имеется важная и, по-видимому, преднамеренная недоговорённость. Естественным выводом из высказанных положений было бы ясное и недвусмысленное признание двух природ, двух воль и двух действий во Христе, но как раз этого в Заявлении не сделано.

В Халкидонском оросе, который мы принимаем за безупречное изложение христологической веры, написано:

 

ὁμολογεῖν… ἐκδιδάσκομεν… ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστὸν υἱὸν κύριον μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης… [23]

Мы научаем… исповедовать… одного и Того же Христа Сына Господа Единородного в двух природах неслитно, неизменно, нераздельно, неразлучно познаваемого, так что различие природ никоим образом не устраняется из-за соединения, но вернее свойство каждой природы сохраняется и сходится в одно лицо и одну ипостась…

 

В «Томосе» св. папы Льва Великого, зачитанном на Халкидонском Соборе и отцами Собора признанном образцовым и тождественным по своему учению с учением свт. Кирилла Александрийского, наряду с термином «природа» (φύσις, natura), употребляется как синонимичный ему термин «образ» (μορφή, forma), заимствованный из Писания (см. Флп. 2, 6–7), и говорится:

 

…ὃς μένων ἐν μορφῇ θεοῦ πεποίηκεν ἄνθρωπον, αὐτὸς ἐν μορφῇ δούλου γέγονεν ἄνθρωπος· φυλάττει γὰρ ἑκατέρα φύσις ἀνελλιπῶς τὴν ἑαυτῆς ἰδιότητα καὶ ὥσπερ οὐκ ἀναιρεῖ τὴν τοῦ δούλου μορφὴν ἡ μορφὴ τοῦ θεοῦ, οὕτως τὴν τοῦ θεοῦ μορφὴν ἡ τοῦ δούλου μόρφωσις οὐκ ἐμείωσεν.

…ἐνεργεῖ γὰρ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας ὅπερ ἴδιον ἔσχηκεν, τοῦ μὲν λόγου κατεργαζομένου τοῦθ΄ ὅπερ ἐστὶν τοῦ λόγου, τοῦ δὲ σώματος ἐκτελοῦντος ἅπερ ἐστὶν τοῦ σώματος[24].

…qui manens in forma dei fecit hominem, in forma serui factus est homo; tenet enim sine defectu proprietatem suam utraque natura et sicut formam serui dei forma non adimit, ita formam dei serui forma non minuit.

 

 

…Agit enim utraque forma cum alterius communione quod proprium est, uerbo scilicet operante quod uerbi est, et carne exequente quod carnis est[25].

…Тот, который, пребывая в образе Божием, сотворил человека, Он стал человеком, приняв образ раба. Ибо каждая природа сохраняет без утраты своё свойство и как образ Божий не уничтожает образа раба, так и образ раба не умаляет образа Божия.

 

…Ведь каждый образ в общении с другим производит действие, которое свойственно ему, то есть Слово делает то, что принадлежит Слову, а плоть исполняет то, что принадлежит плоти.

 

То есть, согласно учению Православной Церкви, единый Христос существует и познаётся «в двух природах», между которыми сохраняется различие и каждая из которых сохраняет своё свойство и своё действие (как неотъемлемую часть и реальное проявление свойства), так что мы обязаны говорить о двух природах и двух природных волях и действиях Христа.

Как известно, именно эти положения вызвали наиболее резкое неприятие древних антихалкидонитов. Патриарх Диоскор Александрийский на Халкидонском Соборе заявлял: «“Из двух” (природ) принимаю, “две” (природы) не принимаю» (τὸ ἐκ δύο δέχομαι· τὸ δύο οὐ δέχομαι)[26], и: «После соединения нет двух природ» (μετὰ τὴν ἕνωσιν δύο φύσεις οὐκ εἰσίν)[27]. Все его последователи отвергали формулы «две природы» (δύο φύσεις) и «в двух природах» (ἐν δύο φύσεσιν) Халкидонского ороса как несторианские. Это основная мысль обширного трактата преемника Диоскора Тимофея Элура «Против тех, кто говорит о двух природах»[28]. Севир Антиохийский, хотя и признавал, что и святые отцы, не исключая свт. Кирилла Александрийского, употребляли подобные выражения, но высказывал убеждение, что они использовали их не в халкидонском значении и что после появления ереси Нестория от этих выражений следует отказаться. Он утверждал, что само слово «два» применительно ко Христу непременно вносит разделение и разрушает домостроительство. Разумеется, в отличие от ересиарха Евтихия, эти монофизиты признавали двойное единосущие Христа[29] и настаивали на неизменности и неслитности божества и человечества во Христе[30], но они категорически отказывались выводить из этого две Его природы[31].

Полное согласие с этими древними учителями показывает и покойный патриарх Шенуда III в своём известном изложении христологической веры Коптской Церкви, написанном в контексте экуменического диалога: «Итак, мы можем сказать, что божественная природа ипостасно соединилась с человеческой природой во чреве Девы, но после соединения мы более не говорим о двух природах Христа. Действительно, выражение “две природы” предполагает в Нём Самом разделение или разлучение; и хотя те, которые веруют в “две природы”, принимают единство, тон разделения очевиден на Халкидонском Соборе»[32]. Он также утверждает неслитность, неизменность, сохранность соединившихся природ в одной природе Христа: «Это одна природа (одно существо), но она обладает всеми свойствами двух природ: она обладает всеми свойствами божественной природы и всеми свойствами человеческой природы. В этой одной природе тело не превратилось в божественную природу, но осталось как тело, тело Бога Слова. Слово также не превратилось в человеческую природу, но осталось божественной природой, хотя и соединённой с телом»[33]. Но тут же, почти в прямом противоречии со сказанным, он решительно отказывается признавать и именовать две природы во Христе: «Мы не имеем здесь дела с двумя природами: Богом и человеком, поскольку это выражение означает два, а не одно, а термин “два” никогда не обозначает единства… Я хотел бы использовать термин “соединение”, чтобы говорить о том, что произошло во чреве Девы, но на следующем шаге мы называем это “одна природа”. Сходным образом термин “два” обозначает разделение или склонность к разделению»[34].

Как настоящее Заявление примиряет столь разнящиеся позиции православных дифизитов и умеренных монофизитов («восточных православных»)? Есть опасения, что оно просто предлагает принять здесь христологию последних, хотя и в смягчённой форме, и в сопровождении ряда оговорок, принципиально отказавшись от дифизитства, как необходимой части христологического учения. Ведь оно избегает прямого указания на то, что во Христе – «две природы», что Он познаётся «в двух природах». Фактически, оно говорит лишь о том, что Христос – «из двух природ».

Как мы видели, уже Диоскор прибегал к этому понятию для отрицания «двух природ». Это стало общим местом и у последующих антихалкидонитов, которые противопоставляли это «из двух» Халкидонскому оросу и широко употребляли его в самых разнообразных формах. Они говорили о природах, «из которых» один Христос (ἐξ ὧν εἶς ὁ Χριστός), о Христе, Который «из двух», «из того и другого», «из двух вещей, природ» или даже «ипостасей и лиц» (ἐκ δύο, ἐξ ἀμφοῖν, ἐκ δύο πραγμάτων, ἐκ δύο φύσεων, ἐκ δύο ὑποστάσεων, ἐκ δύο προσώπων)[35]. Апеллируя к авторитету свт. Кирилла, у которого действительно встречаются сходные выражения, Севир Антиохийский объяснял подобные формулы следующим образом: святитель, отрицая две природы «после соединения» (μετὰ τὴν ἕνωσιν), не допускал их и «прежде единения» (πρὸ τῆς ἑνώσεως), но принимал только в мысли и тем самым заставлял исчезнуть всякую двойственность природ, полученную таким чисто мыслительным путём. Природы «прежде единения», из которых составлен Христос, являются отвлечённым понятием[36]. В противоположность ему, православные полемисты указывали на неестественность противопоставления формул «из двух природ» и «в двух природах» и несоответствие такого противопоставления подлинной мысли свт. Кирилла. Это нашло выражение в классической формуле прп. Максима Исповедника: природы, «из которых, в которых и которые есть» (ἐξ ὧν ἐν οἶς τε καὶ ἅπερ ἐστί) Христос[37]. Христос – «из двух природ», то есть Он составлен или сложен из божества и человечества, как целое из частей. Он существует «в двух природах», то есть в силу нераздельного и неслитного единства Он совершенен как в божестве, так и в человечестве и как целое познаётся в тех частях, из которых составлен. Он же есть «две природы», потому что Он одновременно Бог и человек[38].

Уместно задаться вопросом: действительно ли во Христе сохраняются две совершенные природы так, что Он познаётся «в двух природах», «из которых» Он состоит и которыми Он является? Или речь идёт о «совершенстве, неизменности и неслитности» и т. п. природ в смысле умеренного монофизитства как о сохранении их природных свойств в составе «сложной природы», где о двух природах уже не говорится? Отказываясь восполнить настоящие пункты приведёнными выше положениями Халкидонского ороса и «Томоса» св. папы Льва, которые могли бы устранить имеющуюся двусмысленность, Заявление оставляет этот важнейший пункт догматического разногласия неразрешённым.

Не вносят необходимой ясности и употреблённые здесь уточняющие формулы. При традиционной для «восточных православных» синонимичности в христологии терминов «природа» (φύσις) и «ипостась» (ὑπόστασις) можно предположить, что они вполне могут принимать выражение «сложная ипостась» в значении «сложной природы», тогда как последнее понятие категорически отвергается православным богословием. В силу той же принятой «восточными православными» синонимии в словах § 4 «природы соединились ипостасно (ὑποστατικῶς) и природно (φυσικῶς)» оба этих наречия также могут восприниматься ими как синонимы. В то время как в нехалкидонском богословии понятия «ипостасное соединение» (ἕνωσις καθ’ ὑπόστασιν) и «природное соединение» (ἕνωσις φυσική) могут безразлично указывать на одну природу Христа «после соединения», в православном богословии это не так. Если первое понимается как единство ипостаси Христа, то относительно второго имеются объяснения свт. Кирилла Александрийского, из которых следует, что употреблённое им в 3-м анафематизме выражение «природное соединение» означает истинное соединение природ, в противоположность несторианскому «относительному» (σχετική) соединению[39].

Остановимся несколько подробнее на двух понятиях, которые также предлагаются в качестве основы для согласия: «различение природ только в умозрении» и «одна природа Бога Слова воплощённая». Оба эти выражения признаются и употребляются в традиционной христологии как православных, так и «восточных православных», но имеют различный смысл, поэтому их согласное принятие требует определённых объяснений.

 

Различение природ «только в умозрении» (τῇ θεωρίᾳ μόνῃ)

Помимо § 4 Заявления это выражение появляется и в § 7, где «восточные православные» высказывают готовность допустить использование православными формулы «две природы» с прибавлением вышеуказанной формулы:

 

7.… The Oriental Orthodox agree that the Orthodox are justified in their use of the two-natures formula, since they acknowledge that the distinction is “in thought alone” (τῇ θεωρίᾳ μόνῃ). Cyril interpreted correctly this use in his letter to John of Antioch and his letters to Acacius of Melitene (PG 77, 184–201), to Eulogius (PG 77, 224–228) and to Succensus (PG 77, 228–245).

7. …Восточные православные согласны, что православные оправданно используют формулу «две природы», поскольку они признают, что такое различение[40] имеется «только в умозрении». Правильно объяснил такое употребление[41] Кирилл в своём послании к Иоанну Антиохийскому и в своих посланиях к Акакию Мелитинскому (PG 77, 184–201), Евлогию (PG 77, 224–228) и Суккенсу (PG 77, 228–245).

 

Православная Церковь действительно принимает выражение «различие природ только в умозрении» (ἡ των φύσεων διαφορὰ τῇ θεωρίᾳ μόνῃ), освящённое авторитетом свт. Кирилла Александрийского, относительно чего имеется 7-й анафематизм V Вселенского Собора, который даёт и ключ к правильному пониманию этого выражения:

 

7. Εἴ τις… τὸν ἀριθμὸν τῶν φύσεων ὁμολογῶν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἑνὸς κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ θέου λόγου σαρκωθέντος μὴ τῇ θεωρίᾳ μόνῃ τὴν διαφορὰν τούτων λαμβάνει, ἐξ ὧν καὶ συνετέθη, οὐκ ἀναιρουμένην διὰ τὴν ἕνωσιν, (εἷς γὰρ ἐξ ἀμφοῖν καὶ διʼ ἑνὸς ἀμφότερα), ἀλλʼ ἐπὶ τούτῳ κέχρηται τῷ ἀριθηῷ ὡς κεχωρισμένας καὶ ἰδιοϋποστάτους ἔχει τὰς φύσεις, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω[42].

7. Если кто… исповедуя число природ в одном и том же Господе нашем Иисусе Христе, Боге Слове воплотившемся, не в умозрении только принимает различие тех, из которых Он и составился, не уничтожившееся через единение (ибо один из обоих и через одного оба), но употребил это число так, что считает эти природы разделёнными и существующими в собственной ипостаси, тот да будет анафема.

 

Из этого анафематизма видно, что «различие двух природ только в умозрении» предполагает реальное существование двух природ во Христе, которые мы вправе счислять в силу этого реального существования как две, и их сохраняющеегося различиея, но лишь исключает разделение природ на две ипостаси. Это вполне соответствует тому, как употребляет это и синонимичные ему выражения свт. Кирилл Александрийский, не только в указанных в § 7 посланиях, но и в других сочинениях. Он не прилагает уточнения «только в умозрении» к самим природам, но прилагает его к их разделению, не отрицая при этом сохранности и реального присутствия двух природ в едином Христе. Отсюда и сопровождающая это выражение антропологическая аналогия: тело и душа в человеке составляют одно живое существо и в силу теснейшего единства могут различаться «только в умозрении», однако их реальное существование и их природное различие являются ненарушимыми. Уточняя, что наличие двух природ Христа фиксируется «только в умозрении», «только в усмотрении очами души» (μόνον τὸ ὁρᾶν τοῖς τῆς ψυχῆς ὄμμασιν), «только тонкими помышлениями» (ἐν ψιλαῖς καὶ μόναις ἐννοίαις) и т. п., святитель вовсе не отрицает их действительного различия и реального существования, но лишь подчёркивает их тесное единство и нераздельность[43].

Так ли понимали различение «только в умозрении» древние противники Халкидонского Собора? Севир Антиохийский, например, допускал две природы «в умозрении» (ἐν θεωρίᾳ) или «по примышлению» (κατ’ ἐπίνοιαν), но отрицал при этом любую двойственность природ во Христе в действительности. Для него такое различение – чисто интеллектуальная процедура, при которой ум рассматривает Божество и человечество Христа как раздельные и независимые, абстрагируясь от реально имеющегося соединения[44]. Это стоит у него в тесной связи с формулой «из двух природ», которая также относится исключительно к мысли, рассматривающей различие «по сущности» (κατ’ οὐσίαν) тех элементов, из которых сложился Христос, так что обе формулы: «две природы в умозрении» и «из двух природ» – означают чисто мыслительное различение, отвлечённое от реальности[45]. То есть если у свт. Кирилла Александрийского и сторонников Халкидона различение природ «только в умозрении» носит объективный характер, хотя в силу их ипостасного единства и взаимопроникновения не устанавливается непосредственно, но постигается лишь мысленно, то для него речь идёт о субъективном различении двух природ, реально не существующих[46].

Прп. Иоанн Дамаскин, обращаясь к последователям Севира, отмечает, что если речь идёт о двух природах «по примышлению или в умозрении», то это может быть «примышление» истинных и действительных вещей, которые кажутся простыми при чувственном восприятии (различение в видимом теле человека невидимой души), или «примышление» того, чего не существует (например, кентавр). Он спрашивает оппонентов, в каком значении они принимают это примышление? Если это примышление первого рода, умозрение реальных предметов, то они должны признать, что природы во Христе счисляются – их две – и что слова «примышление» и «умозрение» относится не к природам, а к их разделению. Если же это примышление второго рода (а так заставляет думать их отказ счислять природы), то они отрицают реальность Божества и человечества и превращают домостроительство в обман[47].

Сходный вопрос возникает у нас и по поводу § 4 и 7 Заявления. В каком смысле «восточные православные» понимают различение природ «только в умозрении»? Если это мысленное различение объективно существующих природ, то следовало бы уточнить это, приняв учение Халкидонского Собора о Христе, познаваемом «в двух природах». Но поскольку в Заявлении такого уточнения нет, постольку это оставляет возможность понимать данное выражение во втором смысле, как отрицание реальности двух природ «после соединения», так что согласное принятие этого выражения оставляет ключевой спорный вопрос неразрешённым.

Примечательно, что в греческом тексте § 4 Заявления слова: «они (природы) различаются» (they are distinguished) – переданы глаголом διακρίνονται (а в § 7 появляется однокоренное этому глаголу существительное διάκρισις). Этот глагол для умозрительного различения природ употреблял только Севир Антиохийский, и в сравнении с теми глаголами, которые в таком же контексте использовали халкидониты и свт. Кирилл Александрийский (χωρίζονται, διΐστανται, μερίζονται, διαφέρουσιν, διατέμνονται и др.) он отмечен характером более субъективного различения[48], то есть даже на уровне терминологии здесь усматривается уступка со стороны православных участников Смешанной комиссии.

Окончание следует

 

Источники

Die Schriften des Johannes von Damaskos. Bd. 4. Liber de haeresibus. Opera polemica / Hrsg. B. Kotter [PTS 22]. Berlin–New York: Walter de Gruyter, 1981.

Schwartz E. Codex Vaticanus gr. 1431. eine antichalkedonische Sammlung aus der Zeit Kaiser Zenos [ABAW XXXII. Bd. 6]. München: Verlag der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, 1927.

The Nature of Christ by His Holiness Pope Shenouda III. 2Cairo, 1991.

Богословский диалог между Православной церковью и Восточными православными церквами / Составитель и редактор Кристин Шайо. Пер. с англ. КБурмистров. М.: ББИ, 2001.

 

Литература

Lebon J. Le monophysisme sévérien: Étude historique, littéraire et théologique sur la résistance monophysite au concile de Chalcedoine jusqu’à la constitution de l’Église Jacobite. Louvain: Universitas Catholica Lovanensis, 1909 [rNew-York: AMS Press, 1978].

Loon H. The Dyophysite Christology of Cyril of Alexandria. Leiden-Boston: Brill, 2009.

Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκιδονίων (παρελθών – παρόν – μέλλον): μία ἁγιορειτικὴ συμβολή. Ἁγιον Ὅρος: Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, 2018.

Давыденков О., прот. Христологическая система умеренного монофизитства и её место в истории византийской богословской мысли. М.: ПСТГУ, 2020.

Ларше Ж.-К. Христологический вопрос (по поводу проекта соединения Православной Церкви с Дохалкидонскими Церквами: нерешенные богословские и экклезиологические проблемы) / Пер. с франц. иером. Саввы (Тутунова) // БТ. № 41. 2007. С. 146–211.

Феодор (Юлаев), иером. Максим Исповедник, прп. Антропология. Христология. Сотериология. Церковь и ее таинства. Аскетика. Эсхатология. Значение и влияние // ПЭ 46. М., 2016. С. 76–95.

Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство // ПЭ 46. М., 2017. С. 672–696.

 

Сокращения

ABAW

Abdandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philisiphisch-philologische und historische Klasse.

ABAW NF

Abdandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philisiphisch- historische Klasse. Neue Folge.

ACO

Acta conciliorum oecumenicorum / sub auspiciis Academiae scientiarum Bavaricae edita. Berlin–New York–Boston, 1914–1982. T. 1–4 (28 partes).

ACO II

Acta conciliorum oecumenicorum. Series 2. Berlin–New York–Boston, 1984–.

DTC

Dictionnaire de théologie catholique / Éd. A. Vacant, E. Mangenot, E. Amann. Paris, 1903–1950. T. 1–15.

CPG

Clavis patrum graecorum. Vol. 1–5. Turnhout, 1974–2003.

PG

Patrologiae cursus completus / Accurante J.-P. Migne. Series graeca. Paris, 1857–1866. T. 1–161

PTS

Patristische Texte und Studien.

ПЭ

Православная энциклопедия. М., 2000–.

 

 


[1] Ларше Ж.-К. Христологический вопрос (по поводу проекта соединения Православной Церкви с Дохалкидонскими Церквами: нерешённые богословские и экклезиологические проблемы) / Пер. с франц. иером. Саввы (Тутунова) // БТ. № 41. 2007. С. 147.

[2] В русском переводе итоговые документы этих неофициальных и официальных встреч представлены в издании: Богословский диалог между Православной Церковью и Восточными Православными Церквами / Составитель и редактор Кристин Шайо. Пер. с англ. К. Бурмистров. М.: ББИ, 2001.

[3] Можно отметить следующие труды, в которых критика С«согласованных заявлений» сопровождается скрупулёзным богословским и церковно-историческим анализом: Давыденков О., свящ. Традиционная христология нехалкидонитов с точки зрения святых отцов и Вселенских Соборов Православной Церкви. М.: ПСТБИ, 1997; Μποζοβίτης Σ. Τὰ αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ οἱ Ἀντιχαλκιδόνιοι. Ἀθ., 1999; Ларше Ж.-К. Христологический вопрос. С. 146–211; Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκιδονίων (παρελθών – παρόν – μέλλον): μία ἁγιορειτικὴ συμβολή. Ἁγιον Ὅρος: Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου, 2018. Последнее издание представляет собой сводный том, включающий все документы и исследования, касающиеся богословского диалога с нехалкидонитами, составленные в 1991–2015 г. богословами Святой Горы Афон. В настоящее время осуществляется русский перевод этого тома насельниками монастыря Григориат при участии Московской духовной академии.

[4] Определение Архиерейского Собора 1997 г. по докладу Синодальной Богословской комиссии. [Электронный ресурс]. URL: http://www.patriarchia.ru/db/text/418215.html (дата обращения 28.11.2020)

[5] Состоялось третье заседание Комиссии по диалогу между Русской Православной Церковью и Коптской Церковью. [Электронный ресурс]. URL: http://www.patriarchia.ru/db/text/5448745.html (дата обращения 28.11.2020)

[6] В Нидерландах состоялся первый раунд богословских консультаций между Русской Православной Церковью и Коптской Церковью. [Электронный ресурс]. URL: http://www.patriarchia.ru/db/text/5583461.html

[7] Изначально предполагалось адресовать этот текст непосредственно коптской стороне от лица комиссии по богословским консультациям с Коптской Церковью, созданной при Московской духовной академии, однако другие члены комиссии сочли это нецелесообразным. Но его содержание они вполне одобрили и публикацию в виде отдельной статьи нашли весьма желательной. Автор выражает признательность тем, кто взял на себя труд ознакомиться с этим текстом и высказал ряд ценных замечаний: М. А. Вишняк, канд. богосл. наук (Святая Гора Афон, монастырь Григориат), иеромонах Лука Григориатский (Святая Гора Афон), К. Г. Шахбазян (Краснодар, руководитель издательского отдела Екатеринодарской епархии).

[8] Joint Commission of the Theological Dialogue between the Orthodox Church and the Oriental Orthodox Churches. Second Agreed Statement. Orthodox Center of the Ecumenical Patriarchate Chambesy, Geneva, Switzerland. September 23–28, 1990. [Электронный ресурс]. URL: https://orthodoxjointcommission.wordpress.com/2013/12/14/second-agreed-statement-1990/ (дата обращения 28.11.2020). Русский перевод (Богословский диалог. С. 114–116) приводится ниже с изменениями. Так как официальными языками Смешанной комиссии были английский и греческий, нами учитывался и греческий текст Заявления по изданию: Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος 2018. Σ. 822–825.

[9] Основные принципы отношения Русской Православной Церкви к инославию. Документ, принятый на Юбилейном Архиерейском Соборе 2000 года, отражает и определяет основные принципы отношения Русской Православной Церкви к инославию, а также к взаимодействию с инославными и межконфессиональными организациями. [Электронный ресурс]. URL: http://www.patriarchia.ru/db/text/418840.html (дата обращения 28.11.2020).

[10] В King James Version (Ин. 3, 16) «Only begotten» соответствует греческому Μονογενής («Единородный»), но в греческом тексте Заявления этого слова нет, а есть просто «рождённый» (γεννηθείς).

[11] προσκύνησις по греческому тексту Заявления.

[12] Concilium Chalcedonense (451). Actio IX (de Theodoreto) (CPG 9010) // ACO 2, 1, 3. P. 9–10.

[13] Concilium CPolitanum II (553). Actio VIII (CPG 9362). Canones // ACO 4, 1. P. 243–244.

[14] Theodoretus ep. Cyri. Epistula 83 (CPG 6240) // ACO 2, 1, 2. P. 51–52.

[15] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 72 (CPG 5372) // Schwartz E. Codex Vaticanus gr. 1431 eine antichalkedonische Sammlung aus der Zeit Kaiser Zenos [ABAW XXXII. Bd. 6]. München: Verlag der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, 1927. S. 18.

[16] Cyrillus Alexandrinus. Epistula 39 (CPG 5339).

[17] Idem. Epistula 40 (CPG 5340).

[18] Idem. Epistula 44 (CPG 5344).

[19] В греческом тексте просто «Бог по природе» вместо «Слово, Которое по природе является Богом».

[20] ἐνανθρώπησις по греческому тексту. Калькированный перевод этого термина хотя и встречается изредка в латинском (inhumanatio) и, соответственно, в английском языке (inhumanation), но не вошёл в обиход. Поэтому английский термин «incarnation» может равным образом означать как собственно «воплощение» (σάρκωσις, ἐνσάρκωσις), так и «вочеловечение». В русском переводе К. Бурмистрова (Богословский диалог) этот термин везде передаётся как «воплощение».

[21] В греческом тексте несколько иной порядок слов и чуть иначе расставлены акценты: «соединив… тварной человеческой природы с её природной волей и действием, которую Он воспринял и сделал Своей собственной при вочеловечении».

[22] διακρίνονται по греческому тексту.

[23] Concilium Chalcedonense (451). Actio V (CPG 9005). Definitio fidei // ACO 2, 1, 2. P. 129.

[24] Epistula Leonis papae ad Flauianim CPolitanum (Tomus) (CPG 8922) // ACO 2, 1, 1. P. 13–14.

[25] ACO 2, 2, 1. P. 27, 28.

[26] Concilium Chalcedonense (451). Actio I (de Dioscoro) (CPG 9000) // (ACO 2, 1, 1. P. 120.

[27] Ibid. P. 121.

[28] Timotheus Aelurus. Contra eos qui dicunt duas naturas (CPG 5475).

[29] Lebon J. Le monophysisme sévérien: Étude historique, littéraire et théologique sur la résistance monophysite au concile de Chalcedoine jusqu’à la constitution de l’Église Jacobite. Louvain: Universitas Catholica Lovanensis, 1909 [rNew-York: AMS Press, 1978]. P. 200–204.

[30] Ibid. P. 212–233.

[31] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство // ПЭ 46. М., 2017. С. 689.

[32] So we can say that the Divine nature united hypostatically with the human nature within the Virgin's womb, but after this unity we do not ever speak again about two natures of Christ. In fact, the expression "two natures" implies in itself division or separation, and although those who believe in "the two natures" admit unity, the tone of separation was obvious in the Council of Chalcedon (The Nature of Christ by His Holiness Pope Shenouda III. 2Cairo, 1991. P. 11).

[33] It is One Nature (one entity) but has all the properties of two natures: It has all the properties of the Divine nature and all those of the human nature. In this One Nature, the body was not transmuted to the Divine nature but remained as a body, the body of God the Logos. The Logos, also was not transmuted to be a human nature but remained as it is the Divine nature though united with a body. (Ibid. P. 27).

[34] We are not dealing here with two natures: God and a man, for this expression signifies two and not one, and the term “Two” does not ever denote unity.… I would like to use the term “union” to talk about what happened in the Virgin’s womb, but at the next stage we call it “One Nature”. Similarly, the term “Two” denotes separation or the liability to separate (Ibid. P. 28).

[35] Lebon J. Le monophysisme sévérien. P. 370–376.

[36] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. С. 689.

[37] Maximus Confessor. Opuscula theologica et polemica (CPG 7697) 6, 9; Epistulae (CPG 7699) 12, 15 // PG 91, 68 A, 121 B, 501 A, 572 D–573 A.

[38] Феодор (Юлаев), иером. Максим Исповедник, прп. Антропология. Христология. Сотериология. Церковь и её таинства. Аскетика. Эсхатология. Значение и влияние // ПЭ 46. М., 2016. С. 82–83.

[39] Cyrillus Alexandrinus. Explanatio XII capitulorum (CPG 5223). Cap. 11 // ACO 1, 1, 5. P. 19; Idem. Apologia XII anathematisorum conta Theodoretum (CPG 5222). Cap. 28 // ACO 1, 1, 6. P. 118; Idem. Apologia XII capitulorum contra Orientalis (CPG 5221). Cap. 31 // ACO 1, 1, 7. P. 40.

[40] διάκρισις по греческому тексту.

[41] По греческому тексту: «Правильное значение такого употребления изложил святой…».

[42] Concilium CPolitanum II (553). Actio VIII. Canones // ACO 4, 1. P. 242.

[43] Loon H. The Dyophysite Christology of Cyril of Alexandria. Leiden-Boston: Brill, 2009. P. 531–539.

[44] Lebon J. Le monophysisme sévérien. P. 350–351.

[45] Феодор (Юлаев), иером. Монофелитство. Монофизитство. С. 689.

[46] Давыденков О., прот. Христологическая система умеренного монофизитства и её место в истории византийской богословской мысли. М.: ПСТГУ, 2020. С. 429.

[47] Iohannes Damascenus. Contra Iacobitas (CPG 8047). Cap. 29 // Die Schriften des Johannes von Damaskos. Bd. 4. Liber de haeresibus. Opera polemica / Hrsg. B. Kotter [PTS 22]. Berlin–New York: Walter de Gruyter, 1981. S. 120.

[48] Давыденков О., прот. Христологическая система умеренного монофизитства. С. 433. Как поясняет иером. Лука Григориатский (в личной переписке), глагол διακρίνονται является очень слабым для того, чтобы выразить то строгое разделение, которое выражают глаголы: χωρίζονται, ἀποφοιτοῦν ἀλλήλων, διΐστανται, τίθενται ἀνὰ μέρος и др. Глагол διακρίνονται указывает на различие природ «в умозрении» именно в севирианском смысле. Поскольку природы, соединённые во Христе, существуют реально, постольку истинное «умозрение» разделяет и располагает по отдельности природы, которые в действительности соединены, в то время как севирианское «простое» (ψιλή) «умозрение» лишь различает (διακρίνει) две природы, которые в действительности являются одной природой.



Подписка на новости

Последние обновления

События