|
Greek texts
« ̔́Ορος» τῆς ̔Αγίας τοῦ Χριστοῦ ̓Ορθοδόξου ̓Εκκλησίας περὶ τοῦ Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος* ἐν ἔτει 1755
«Οἱ ἀπὸ Λατίνων ἐπιστρέφοντες
πρέπει νὰ βαπτίζωνται»1
ΚΑΤΑ τὸν ̔́Οσιον Νικόδημον τὸν ̔Αγιορείτην, «οἱ Λατίνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί»2 Οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, ὡς γνωστόν, δὲν ἔχουν βάπτισμα, ἀλλὰ ράντισμα, τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὴν ̓Ορθόδοξον Πίστιν καὶ τὴν καθαγιασθεῖσαν πρᾶξιν τῆς ̓Εκκλησίας μας. Τὸ ράντισμα τῶν Λατίνων «καθ ̓ ἑαυτὸ μέν, ὡς ἐν τῇ αἱρέσει τελεσθέν, ἤτοι ἐκτὸς τῆς ̓Εκκλησίας, εἶναι ἀνυπόστατον, κατὰ δὲ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν Λατίνων δὲν δύναται νὰ γίνῃ κατ ̓ οἰκονομίαν δεκτόν, ὡς ἀτελές»3
Τὴν βάπτισιν τῶν Παπικῶν, μετὰ ἀπὸ μίαν περίοδον διακυμάνσεων μεταξὺ ἀκριβείας καὶ οἰκονομίας, ἀπεφάσισε καὶ ἐπέβαλε τελικῶς ἡ ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Εʹ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1755. ̔Ο « ̔́Ορος» «ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσημος περὶ τοῦ ζητήματος ἀπόφασις τῆς ̓Ορθοδόξου ̓Εκκλησίας»5, καὶ ἐδημοσιεύ-θη τύποις τὸ πρῶτον ἐν ἔτει 1756 εἰς τὸ ἔργον (μᾶλλον Χριστοφόρου τοῦ Αἰτωλοῦ): «Ραντισμοῦ Στηλίτευσις» (σελ. ρογʹ– ροστʹ). ̓Ανατύπωσις παρὰ Mansi, τ. 38, στλ. 617–622. ̓Αναδημοσιεύομεν τοῦτον ἐκ τοῦ λίαν διαφωτιστικοῦ καὶ πολυτί-μου ἔργου τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ: « ̔Ομολογῶ ἓν Βάπτισμα...», ̓Αθῆναι 1983 (βλ. σελ. 79–81).
* * *
ΠΟΛΛΩΝ ὄντων τῶν μέσων, δι ̓ ὧν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀξιούμεθα καὶ τούτων, ὡς εἰπεῖν, κλιμακηδὸν ἀλληλενδέτων καὶ ἀλληλουχουμένων ὄντων, ἅτε δὴ πάντων πρὸς τὸ αὐτὸ τέλος ἀφορώντων, πρῶτόν ἐστι τὸ τοῖς ἱεροῖς ̓Αποστόλοις θεοπαράδοτον Βάπτισμα, οἷα δὴ τῶν λοιπῶν τούτου χωρίς ἀπρακτούντων· «ἐὰν γάρ τις μὴ γεννηθῇ, φησίν, ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· ἔδει καὶ γὰρ ἀναγκαίως, τῆς πρώτης γεννήσεως ἐπὶ τὸν θνητὸν τουτονὶ βίον παραγαγούσης τὸν ἄνθρωπον, γέννησιν ἑτέραν ἐξευρεθῆναι καὶ τρόπον μυστικώτερον, μήτε ἀπὸ φθορᾶς ἀρχόμενον, μήτε εἰς φθορὰν καταλήγοντα, δι ̓ οὗ γένοιτ ̓ ἂν ἡμῖν δυνατὸν μιμήσασθαι τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ̓Ιησοῦν Χριστόν. Τὸ γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος ἐν τάξει μήτρας λαμβάνεται, καὶ τόκος τῷ τικτομένῳ γίνεται, ᾗ φησιν ὁ Χρυσόστομος· τὸ δὲ ἐν τῷ ὕδατι ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ἐν τάξει Θεοῦ τὸ ἔμβρυον διαπλάττοντος· καὶ ὥσπερ ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἐν τάφῳ κατάθεσιν τριταῖος ἐπὶ τὴν ζωὴν ἀνεφοίτησεν, οὕτως οἱ πιστεύοντες, ἀντὶ τῆς γῆς, τὸ ὕδωρ ὑποδυόμενοι, ἐν τρισὶ καταδύσεσι τὴν τριήμερον ἑαυτοῖς χάριν τῆς ̓Αναστάσεως ἐξεικονίζουσιν, ἁγιαζομένου τοῦ ὕδατος τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὡς ἂν τῷ μὲν φαινομένῳ ὕδατι τὸ σῶμα φωτίζοιτο, τῷ δὲ ἀοράτῳ Πνεύματι τὸν ἁγιασμὸν ἡ ψυχὴ λήψαιτο· ὡς γὰρ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὕδωρ τῆς τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνει θερμότητος, οὕτω τὸ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος εἰς θείαν μεταστοιχειοῦται δύναμιν, καθαῖρον μὲν καὶ υἱοθεσίας ἀξιοῦν τοὺς οὕτω βαπτιζομένους, τοὺς δὲ ἄλλως πως τελουμένους, ἀντὶ καθάρσεως καὶ υἱοθεσίας ἀκαθάρτους καὶ σκότους υἱοὺς ἀποφαῖνον.
̓Επειδὴ τοιγαροῦν πρὸ χρόνων ἤδη τριῶν ζήτημα ἀνεφύη, εἰ τὰ παρὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων ̓Αποστόλων καὶ θείων Πατέρων καὶ παρὰ τὴν συνήθειαν καὶ διαταγὴν τῆς Καθολικῆς καὶ ̓Αποστολικῆς ̓Εκκλησίας ἐπιτελούμενα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν δεκτά ἐστι, προσερχομένων ἡμῖν, ἡμεῖς, ἅτε θείῳ ἐλέει τῇ ὀρθοδόξῳ ̓Εκκλησίᾳ ἐντραφέντες, καὶ τοῖς κανόσι τῶν ἱερῶν ̓Αποστόλων καὶ θείων Πατέρων ἑπόμενοι, καὶ μίαν μόνην γινώσκοντες Τούτοις τοίνυν τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς διατάγμασιν ἑπόμενοι καὶ ἡμεῖς, τὰ μὲν τῶν αἱρετικῶν βαπτίσματα, ὡς ἀπάδοντα καὶ ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς θείας διατάξεως καὶ ὕδατα ἀνόνητα, ὡς ὁ ἱερὸς ̓Αμβρόσιος καὶ ὁ μέγας φησὶν ̓Αθανάσιος, καὶ ἁγιασμὸν μηδένα παρέχοντα τοῖς ταῦτα δεχομένοις, καὶ πρὸς κάθαρσιν ἁμαρτημάτων οὐδὲν ὠφελοῦντα, ἀπόβλητα καὶ ἀποτρόπαια ἡγούμεθα. Τοὺς δ ̓ ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους ἀποδεχόμεθα, προσερχομένους τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, καὶ ἀκινδύνως αὐτοὺς βαπτίζομεν, κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας, οἷς ἀραρότως ἐπιστηρίζεται ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ ̓Εκκλησία, ἡ κοινὴ μήτηρ πάντων ἡμῶν. Καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ κοινῇ ἡμῶν διαγνώσει καὶ ἀποφάνσει σφραγίζομεν τὸν ̔́Ορον ἡμῶν τοῦτον, ταῖς ἀποστολικαῖς καὶ συνοδικαῖς διαταγαῖς συνάδοντα, διαβεβαιοῦντες αὐτὸν δι ̓ ἡμετέρων ὑπογραφῶν. ̓Εν ἔτει σωτηρίῳ αψνεʹ. + Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. + Ματθαῖος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως ̓Αλεξανδρείας και κριτὴς τῆς Οἰκουμένης. + Παρθένιος ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς ἁγίας πόλεως ̔Ιερουσαλὴμ καὶ πάσης Παλαιστίνης. * Περιοδ. « ̓Ορθόδοξος ̓́Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/ ̓Απρίλιος– ̓Ιούνιος 1986, σελ. 81–83. 1 Παρὰ Θεοδωρήτῳ Μοναχῷ, Μοναχισμὸς καὶ Αἵρεσις, σελ. 263 κ. ἑ., ̓Αθῆναι 1977. 2 ̔Ιερὸν Πηδάλιον, σελ. 55, ὑποσημείωσις. 3 Πρωτοπρεσβυτέρου Γ Δ. Μεταλληνοῦ, « ̔Ομολογῶ ἓν Βάπτισμα...», σελ. 46, ̓Αθῆναι. 1983. 4 ̓Ενθ ̓ ἀνωτ., σελ. 63. 5 ̓Ενθ ̓ ἀνωτ., σελ. 59.
Αιρέσεις - Οικουμενισμός
στασιμότης στην εξέλιξι των Θεολογικών Διαλόγων δεν σημαίνει αδράνεια από πλευράς των θεολόγων που οραματίζονται μία οικουμενιστική-συγκρητιστική ενότητα του Χριστιανικού κόσμου. Φαίνεται ότι κάποιοι θεολόγοι εργάζονται για να δημιουργήσουν τις θεολογικές γραμμές, στις οποίες θα ήθελαν να ωθήσουν τις συνοδικές διαδικασίες των Ιεραρχιών των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών η ενδεχομένως και μιας μελλούσης πανορθοδόξου συνόδου. Εργάζονται, ώστε το έργο τους να αποτελέση τις προτάσεις η το περιεχόμενο των ?φακέλων? που θα προωθηθούν ως υλικό για την συνοδική απόφανσι. Η εργασία τους ενίοτε έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, άλλοτε όμως αποτελεί την ολοκλήρωσι του έργου ειδικών εκκλησιαστικών επιτροπών.
Αναγγέλλεται νέα ώθησις στους διαχριστιανικούς Διαλόγους μετά την εκλογή του νέου Πάπα της Ρώμης. Η ανθρωπότης εξ άλλου δέχεται πιέσεις να προχωρήση σε μορφές παγκοσμιοποιήσεως, μία από τις οποίες είναι η θρησκευτική ενοποίησις, που στον χριστιανικό κόσμο εννοείται ως παγχριστιανική ενότης.
Η δογματική συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας δεν συμφωνεί με θεολογικές προτάσεις που παρακάμπτουν την διαχρονική Πίστι της Εκκλησίας. Στην συνέχεια αναφερόμαστε σε δύο θέματα που τον τελευταίο καιρό προκαλούν την συνείδησί μας, ίσως και άλλων Ορθοδόξων Χριστιανών. *** Το πρώτο θέμα αφορά το Filioque, το οποίο απετέλεσε κατά τον 11ον αιώνα την αιτία του σχίσματος Ανατολής και Δύσεως και μέχρι σήμερα μία μόνιμη θεολογική διαφορά. Η πορεία προς την ένωσι που επαγγέλλεται ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών απαιτεί επίλυσι, εκτός των άλλων θεολογικών διαφορών, και αυτού του ακανθώδους προβλήματος. Στο περιοδικό S.O.P. (τεύχη 294/2005 και 296/2005) παρουσιάζεται η διατριβή του θεολόγου κ. Μιχαήλ Σταύρου, στην οποία ερμηνεύεται το Filioque ως μία άλλη εξίσου ορθόδοξη εκδοχή της περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος παρακαταθήκης του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Η διατριβή έχει θέμα «Η Τριαδολογική διδασκαλία του Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1269) ?κριτική έκδοσις, μετάφρασις και ερμηνευτικά σχόλια των θεολογικών γραφών». Εγκρίθηκε με βαθμό άριστα στις 8-12-2004 από επιτροπή αποτελουμένη από εκπροσώπους του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, του Καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων, του Ορθοδόξου θεολογικού Ινστιτούτου Παρισίων ?Άγιος Σέργιος? και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η επιτροπή «υπεγράμμισε την σπουδαιότητα αυτής της ογκώδους μελέτης εξ 700 σελίδων που προσφέρει για πρώτη φορά μία πλήρη ανασκόπησι της θεολογικής σκέψεως ενός βυζαντινού μοναχού και σοφού του 13ου αιώνος, που με τις θεολογικές του συγγραφές ερεύνησε την υπέρβασι του προβλήματος του Filioque, που ήδη από την εποχή αυτή έθετε σε αντιπαράθεσι την Ορθόδοξη θεώρησι της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς την λατινική ερμηνεία».
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, φιλόσοφος και θεολόγος ελάχιστα γνωστός, που όμως έζησε στο περιβάλλον των θεολογικών συζητήσεων με τους Λατίνους των ετών 1234 και 1250, στο θεολογικό του έργο προσπαθεί να συμβιβάση την εκπόρευσι του Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός, με το Filioque. Ο κ. Μιχαήλ Σταύρου αν και δεν αρνείται την θεολογία του αγίου Φωτίου και όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, που επέμεναν στην «εκ μόνου του Πατρός» εκπόρευσι του Αγίου Πνεύματος, την χαρακτηρίζει ως φωτιανισμό, δηλαδή ως διδασκαλία άκαμπτη και χωρίς πληρότητα. Παρουσιάζει τον Νικηφόρο Βλεμμύδη να την συμπληρώνη με μία άγνωστη μέχρι την εποχή του ερμηνεία της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα των αγίων Αθανασίου και Γρηγορίου Νύσσης «περί της δια του Υιού αιωνίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος»˙ να «επιβεβαιώνη κατά τρόπο παράδοξο ότι το Πνεύμα υπάρχει δια του Υιού χωρίς να έχη την ύπαρξή του εξ αυτού αλλά εκ του Πατρός μόνον και να αναπτύσση κατά τρόπο πρωτάκουστο στην βυζαντινή θεολογία μία τριαδολογία που αναφέρεται πραγματικά στην σχέση Υιού-Πνεύματος».
Ο κ. Μιχαήλ Σταύρου με την εργασία του επιστρατεύει την συλλογιστική του Νικηφόρου Βλεμμύδη, επιδιώκοντας να προσφέρη έναν τρόπο εξόδου «από το αδιέξοδο της στείρας αντιπαραθέσεως μεταξύ της χριστιανικής Ανατολής και Δύσεως γύρω από το θέμα του Filioque». Αποσιωπά την μεταγενέστερη του Βλεμμύδη πλουσιωτάτη πατερική γραμματεία και συνιστά επιστροφή στις «κοινές ενοράσεις (intuitions communes) της χριστιανικής πνευματολογίας των προ-Νικαιανών Πατέρων, των διεσπαρμένων σε Ανατολή και Δύσι». Προτείνει σαν τρόπο αναζητήσεως της ενότητος των Χριστιανών την «βαθύτερη διερεύνησι των δογματικών μας πηγών» και την «διαμόρφωσι κοινών πλαισίων με τις μεταγενέστερες θεολογικές έννοιες», δηλαδή την χρησιμοποίησι της πρώιμης πατερικής ορολογίας στην υπηρεσία των συγκρητιστικών τάσεων της εποχής μας, θεωρώντας ως δεδομένο ότι «Filioque» και «εκ μόνου του Πατρός» εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος αποτελούν νόμιμες και συμπληρωματικές εκφράσεις της ιδίας Ορθοδόξου Πνευματολογίας.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι με την όλη προσέγγισι του θέματος από τον Βλεμμύδη, ο οποίος προσπαθεί να δώση μία αποδεκτή από Ορθοδόξου πλευράς ερμηνεία του Filioque, δημιουργείται σύγχυσις των φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων των θείων Προσώπων της Αγίας Τριάδος, θείας ουσίας και θείων ενεργειών, θεολογίας και οικονομίας. Επιπλέον εκλογικεύεται το Τριαδικό μυστήριο με την ανεπίτρεπτη είσοδο της ανθρωπίνης λογικής στην ενδοτριαδική ζωή. Παρερμηνεύονται τα σχετικά πατερικά κείμενα. Η κατά τον συγγραφέα της διατριβής ανακάλυψις της νέας ερμηνευτικής των σχετικών πατερικών χωρίων από τον Βλεμμύδη, δεν είναι παρά μία άλλη εκδοχή των θέσεων της λατινικής διδασκαλίας και των λατινιζόντων θεολόγων της εποχής του, η οποία δεν συνιστά Ορθόδοξη Πνευματολογία. *** Το δεύτερο θέμα αφορά τον διάλογο με τους Αντιχαλκηδονίους. Αυτός ο θεολογικός διάλογος έχει τελειώσει με τα γνωστά πορίσματα (Κοινές Δηλώσεις των ετών 1989, 1990, και Προτάσεις του 1993). Οι επιφυλάξεις πολλών Θεολόγων και εν γένει μεγάλου μέρους του Ορθοδόξου πληρώματος απέναντι στα Πορίσματα αυτά υποχρεώνουν, όσους τα υπερασπίζονται, να επανερμηνεύσουν-διασαφήσουν κάποια ασαφή σημεία τους και να αντικρούσουν τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθή εναντίον τους (περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, τευχ. 647/ 30.4.2005), ώστε τα Πορίσματα να γίνουν αποδεκτά από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Στην προοπτική αυτή κινείται και το πρόσφατο άρθρο του καθηγητού κ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Ορθοδοξία και αίρεση κατά τον αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό» (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 75, τευχ. 2/2004, σελ. 593-609). Η βασική θέσις του άρθρου είναι ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι έχουν Ορθόδοξο Πίστι, γεγονός το οποίο ονομάζεται ?ιδεολογική Ορθοδοξία?, παρότι είναι χωρισμένοι από την Εκκλησία από τότε που αρνήθηκαν τον Όρο της Δ Οικουμενικής Συνόδου και έχασαν την ?εκκλησιολογική? τους Ορθοδοξία. Έχοντας επομένως την ?ιδεολογική? Ορθοδοξία μπορούν να ενωθούν με την Εκκλησία, αν αποδεχθούν τις Οικουμενικές Συνόδους Δ , Ε , ΣΤ και Ζ . Δεν πρέπει να απαιτηθή από αυτούς να αποκηρύξουν την Χριστολογία τους, γιατί δήθεν είναι απόλυτα σύμφωνη με την Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Η αποδοχή των Συνόδων θα αποκαταστήση την ?εκκλησιολογική? τους Ορθοδοξία, την οποία και μόνο στερούνται. Στήριγμα για την ανάπτυξι αυτής της απόψεως παρέχει στον κ. Μαρτζέλο η παρερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, και συγκεκριμένα του χωρίου «οι προφάσει του εν Χαλκηδόνι συντάγματος του τόπου αποσχίσαντες της ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε άλλα πάντα Ορθόδοξοι υπάρχοντες», ωσάν το «άλλα πάντα» να περιλαμβάνη και την Χριστολογική τους διδασκαλία.
Και διερωτάται κανείς: Μπορούμε, ερμηνεύοντες την έκφρασι «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες», να αγνοήσουμε την πλούσια αντιμονοφυσιτική, αντισεβηριανή, γραμματεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού; Μπορούμε ακόμη περισσότερο να αγνοήσουμε την πλούσια πατερική και συνοδική παράδοσι, η οποία καταλογίζει στους αντιχαλκηδονίους αιρεσιάρχας αιρετική Χριστολογία; Και επί τέλους η άρνησις και η πολεμική του δογματικού Όρου της Δ Οικουμενικής Συνόδου δεν σημαίνει δογματική διαφοροποίησι στην Χριστολογία;
Το θεολογικό τέχνασμα, να θεωρούνται οι Αντιχαλκηδόνιοι ?ιδεολογικώς? Ορθόδοξοι και ?εκκλησιολογικώς? αιρετικοί, είναι αυτό ακριβώς που περίμεναν οι επιδιώκοντες εσπευσμένες ενώσεις για να ξεπεράσουν το αδιέξοδο, στο οποίο είχαν περιέλθει από την δημοσίευσι των Πορισμάτων του Διαλόγου μέχρι σήμερα λόγω της πληθωρικής αμφισβητήσεώς των.
Ελπίζουμε ότι σύντομα θα δημοσιευθή απάντησις στην θεωρία αυτή, ώστε αι ιεραί Σύνοδοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών η η μέλλουσα σύνοδος, που θα διαχειρισθούν τα συμπεράσματα και τις προτάσεις του Θεολογικού αυτού Διαλόγου να έχουν υπ? όψιν τους ότι αυτή δεν συμφωνεί με την διαχρονική Πίστι της Εκκλησίας, όπως την ευρίσκουμε καταγεγραμμένη στα κείμενα κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων. Σύμφωνα με αυτή την Πίστι, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος έχουν αιρετική Χριστολογία. Στην προοπτική επομένως της ενώσεώς τους με την Εκκλησία οι Αντιχαλκηδόνιοι πρέπει να αποκηρύξουν την Χριστολογία αυτή και τους διδασκάλους της, διότι η αποκήρυξίς των μαζί με την ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως συνιστούν το δογματικό περιεχόμενο των Οικουμενικών Συνόδων. Διαφορετικά, με την ψιλή αποδοχή των Συνόδων ?χωρίς δηλαδή το δογματικό τους περιεχόμενο? οικοδομούμε μία επίπλαστη ενότητα, άγνωστη στην ιστορία της Εκκλησίας. Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους + Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Άγιον Όρος, 6 Αυγούστου 2005
̔Υπὸ ἐκπαιδευτικῶν διὰ τὰς ἀπειλὰς ἐναντίον τῆς ̓Ορθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ποιμενάρχας της
̓Ανοικτὴ ̓Επιστολὴ εἰς 4.000 Θεολόγους* ̔Ο ̓Αρχιεπίσκοπος ̓Αθηνῶν
καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
ἀθετοῦν τὸ σύμβολον τῆς Πίστεως καὶ ἐξισώνουν τὴν ̓Ορθοδοξίαν μὲ τὴν αἵρεσιν ΕΙΣ ἀγωνιστικὴν ἐπαγρύπνησιν διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῆς καταστάσεως εἰς τὴν ̓Εκκλησίαν καὶ τὴν ἀνακοπὴν τῆς πορείας πρὸς τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Παπισμοῦ, καλεῖ τὰς τέσσαρας χιλιάδας Θεολόγων τῆς Δευτεροβαθμίου ̓Εκπαιδεύσεως ὁλοκλήρου τῆς Χώρας ἡ « ̓Ασυμβίβαστη Κίνηση ̓Εκπαιδευτικῶν», ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὴν ΕΛΜΕ ̔Εορδαίας τοῦ Νομοῦ Κοζάνης.
̔Η «Κίνηση», εἰς ̓Ανοικτὴν ̓Επιστολὴν πρὸς τοὺς 4.000 Θεολόγους τῆς χώρας, στιγματίζει τὴν προκλητικὴν σιωπὴν τῶν ̓Επισκόπων εἰς τὴν ἐκθεμελίωσιν τῆς ̓Ορθοδοξίας, καταγγέλλει τὸν ̓Αρχιεπίσκοπον ̓Αθηνῶν καὶ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην ὅτι ἔχουν ἐνστερνισθῆ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀθετοῦν τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως καὶ ἐξισώνουν τὴν ̓Ορθοδοξίαν μὲ τὴν πλάνην καὶ τὴν αἵρεσιν.
̓Επίσης, ἀποκαλύπτουν ὅτι τὰ σκάνδαλα εἰς τὴν ̓Εκκλησίαν, τὰ ὁποῖα συνεκάλυψεν ὁ ̓Αρχιεπίσκοπος ̓Αθηνῶν, κατεξηυτέλισαν τὴν ̓Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκλόνισαν τοὺς μαθητάς, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν δι ̓ ἐκκλησίαν καὶ κληρικόν.
Οἱ Θεολόγοι συγκαταλέγουν εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς τῆς Πίστεως, τὸν π. Γεώργιον Μεταλληνόν, τὸν π. Θεόδωρον Ζήσην, τὸ ̔́Αγιον ̓́Ορος καὶ πολλοὺς Θεολόγους καὶ Κληρικούς.
̓Επίσης παραθέτουν ὁλόκληρον τὴν ὁμιλίαν, τὴν ὁποίαν ἐξεφώνησε τὴν 25ην ̓Ιανουαρίου ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης εἰς τὴν πόλιν τοῦ Βόλου. Στοιχεῖα τῆς ὁμιλίας ἔχουν καταγραφεῖ εἰς σχετικὸν ρεπορτὰζ τοῦ «Ο.Τ.», ἀλλὰ καὶ εἰς ἄρθρον τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση εἰς τὸν «Ο.Τ.», τοῦ ὁποίου ἡ δημοσίευσις συνεχίζεται.
***
̔Η ̓Ανοικτὴ ̓Επιστολὴ
«Κυρίες καὶ κύριοι συνάδελφοι, χαίρετε! (*) ̓Εφημερ. « ̓Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1691/1. 6. 2007, σελ. 6. ̓Επιμέλ. ἡμετ.
Ο Οικουμενισμός εν τη πράξη
Και σαφώς, εδώ, ο Χριστός αναφέρεται στην ενότητα των Αποστόλων κατά θεωρίαν της δόξης του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός, που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί ακριβώς τότε οι Απόστολοι απέκτησαν και ενότητα ουσιαστική μεταξύ τους. Επομένως όσοι εκ των Αγίων μέσα στην ιστορία φθάνουν στη θέωση και στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, αποκτούν ενότητα με τους Αποστόλους, έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και εφαρμόζεται το χωρίο αυτό ,του Χριστού, «ίνα ώσιν έν».
Εάν ο άνθρωπος διακατέχεται από τα πάθη και μετανοεί, τότε η άκτιστη ενέργεια του Θεού τον καθαρίζει και γι’ αυτό λέγεται καθαρτική. Εάν βρίσκεται στη κατάσταση του φωτισμού η θεία χάρη τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική. Και εάν βρίσκεται στη κατάσταση της θεώσεως, τον στερεώνει και τον αυξάνει στη θέωση και λέγεται θεοποιός ή τελειοποιός. Φαίνεται καθαρά ότι η ενέργεια του Θεού λαμβάνει ονόματα ανάλογα με τα αποτελέσματα που δημιουργεί, αφού άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενέργημα.
Βασικές θεωρίες του Πλωτίνου και των μετέπειτα νεοπλατωνικών, είναι η διδασκαλία περί της δημιουργίας των όντων και του κόσμου διά της απορροής. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα τα οποία έθεσε ο Πλωτίνος: α) «πόθεν τα όντα;» (πρόκειται για την οντολογία και τη κοσμολογία του) και β) «πρός πού;» (πρόκειται για την ηθική του Πλωτίνου).
Ώς πρός το δεύτερο ερώτημα, «πρός πού;», η βασική διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού είναι η άποψη του Πλάτωνος, ότι η ψυχή έχει δεσμευτεί από το σώμα και το σώμα αποτελεί τη φυλακή της ψυχής, οπότε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και η επαναφορά της στο κόσμο των ιδεών. Οι νεοπλατωνικοί, συγκεκριμένα ο Πορφύριος με την επίδραση του Πλωτίνου, έκαναν λόγο για δύο είδη θανάτου: το «φυσικό» θάνατο, ήτοι την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα αλλά και το «φιλοσοφικό» θάνατο, που είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα πρίν τον «φυσικό» θάνατο διά της «θεουργίας», που συνιστά τις τελετές μυσταγωγίας και της «μαγείας». Υπάρχουν επομένως μερικοί που ισχυρίζονται ότι η νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγήτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αλλά και από προγενέστερους Πατέρες (Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Μέγα Βασίλειο, κ.τ.λ.), δήθεν έχει επιρρεαστεί από τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού. Και αυτό, γιατί και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ίδια ορολογία, τόσο ως προς τη θεολογία όσο και ως προς τη σωτηριολογία. Τέτοιες απόψεις αναπτύχθηκαν από δυτικούς θεολόγους και μεταφέρονται ακριβώς εις τον δικό μας το χώρο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Οι τρείς υποστάσεις του νεοπλατωνισμού, «Εν», «νούς», «ψυχή», δεν έχουν καμμιά σχέση με τον χριστιανικό τριαδικό Θεό της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Αγίους Πατέρες. Και αυτό διότι στην ορθόδοξη θεολογία δεν αποδεχόμαστε την μεταφυσική και την αρχή της ιδεολογίας και βέβαια τη δημιουργία του κόσμου διά της «απορροής».
Πρέπει, δηλαδή, να προσέξουμε να μην αποδειχθούμε, εμείς οι ορθόδοξοι, ουνίτες στη πράξη ή να μην εκφράζουμε κάποια ιδιότυπη προτεσταντική Ουνία με το να διαφυλάττουμε τα ορθόδοξα μυστήρια και να συμμετέχουμε αλλά να έχουμε μία προτεσταντική θεολογία και ασκητική, δηλαδή να βιώνουμε τον Οικουμενισμό στη πράξη, τόσο στη θεολογία όσο και στην άσκηση.
Η Βαπτισματική Θεολογία Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Έγιναν στο παρελθόν και γίνονται στην εποχή μας πολλές συζητήσεις για το Βάπτισμα των αιρετικών, δηλαδή εάν οι αιρετικοί πού έχουν αποκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη και θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτήν, θα βαπτίζονται εκ νέου ή θα χρίονται απλώς, αφού δώσουν λίβελλο. Υπάρχουν αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για το θέμα αυτό. Όμως στο κείμενο πού ακολουθεί θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα πού είναι συμφωνία μεταξύ της «Διαρκούς Συνελεύσεως Κανονικών Επισκόπων Αμερικής (SCOBA)» και της «Συνελεύσεως Καθολικών Επισκόπων Αμερικής (ACBC)» την 3 Ιουνίου 1999. Τήν μετάφραση του πρωτοτύπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα έκανε ο Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος έκανε συγχρόνως και μιά συνοπτική περιγραφή και κριτική του συμφωνηθέντος κειμένου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στην Αμερική. Η βάση του κειμένου αυτή είναι η συμφωνία στο Μπαλαμάντ το 1993 «Ουνιτισμός, Μέθοδος Ενώσεως του Παρελθόντος και η Παρούσα αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας», την οποία φαίνεται επιθυμεί να στηρίξη. Τό κείμενο πού σχολιάζουμε, δηλαδή το κείμενο πού υπογράφηκε στην Αμερική μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, με τίτλο «βάπτισμα και μυστηριακή κοινωνία» στηρίζεται σε μερικά σημεία, όπως το έχω εντοπίσει, τα οποία είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν όλο το περιεχόμενο της συγχρόνου οικουμενιστικής κινήσεως. Τό πρώτον σημείο είναι ότι «το βάπτισμα εδράζεται επί της πίστεως του ιδίου του Χριστού, της πίστεως της Εκκλησίας, και της πίστεως του πιστού, εκ των οποίων απορρέει η οντότητά του» (13). Εκ πρώτης όψεως εδώ κάνει εντύπωση η απουσία του Τριαδικού Θεού, ίσως για να δικαιολογήται κάθε διασταλτική ερμηνεία του Βαπτίσματος. Η πίστη, λοιπόν, είναι το βάσιμο σημείο και στοιχείο του Βαπτίσματος. Τό δεύτερο σημείο είναι ότι το Βάπτισμα δεν είναι μιά πράξη πού απαιτείται από την Εκκλησία, «αλλά μάλλον το θεμέλιον της Εκκλησίας. Τό βάπτισμα θεμελιώνει την Εκκλησίαν» (26). Εδώ παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το άγιο Βάπτισμα δεν είναι το «εισαγωγικό» μυστήριο διά του οποίου εισαγόμαστε στην Εκκλησία, αλλά το θεμέλιο της Εκκλησίας. Τρίτον σημείον είναι ότι «το βάπτισμα ουδέποτε εγένετο κατανοητό ως ιδιωτική τελετουργία, αλλά μάλλον ως κοινοτικό γεγονός» (13). Αυτό σημαίνει ότι η Βάπτιση των κατηχουμένων αποτελούσε «περίστασιν μετανοίας και ανανεώσεως ολοκλήρου της κοινότητος» (13). Ο Βαπτισθείς «υποχρεούται να οικειοποιηθή την κοινήν πίστιν της κοινότητος εις το πρόσωπον και τάς υποσχέσεις του Σωτήρος» (14). Τό τέταρτον σημείο είναι συνέχεια και συνέπεια των προηγουμένων. Αφού το Βάπτισμα εδράζεται στην πίστη στον Χριστό, αφού είναι η βάση της Εκκλησίας και επί πλέον αφού είναι έργο της κοινότητος, αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση του Βαπτίσματος συνεπάγεται και την αναγνώριση της Εκκλησίας. Στό συμφωνημένο κείμενο λέγεται: «Αμφότερα τα μέλη της Κοινής αυτής Επιτροπής, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, αναγνωρίζομεν εις τάς παραδόσεις αλλήλων κοινήν διδασκαλίαν και κοινήν πίστιν περί Βαπτίσματος, παρά τάς διαφοροποιήσεις εις την πράξιν, αι οποίαι, ως πιστεύομεν, δεν επηρεάζουν την ουσίαν του μυστηρίου» (17). Κατά το κείμενο υπάρχει κοινή πίστη και διδασκαλία περί του Βαπτίσματος στις δύο «Εκκλησίες», αλλά και οι υπάρχουσες διαφοροποιήσεις δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Τά δύο μέρη αναγνωρίζουν μιά εκκλησιαστική οντότητα «εις αμφότερα εξ αυτών, και εάν ακόμη θεωρούν την βίωσιν της οντότητος της Εκκλησίας υπό του ετέρου ως ελαττωματικήν ή πλημμελή» (17). Στό σημείο αυτό βρίσκεται η «ασφαλής βάσις της συγχρόνου χρήσεως της φράσεως "αδελφαί εκκλησίαι"». Η Ορθόδοξη και Λατινική Εκκλησία είναι οι δύο αδελφές Εκκλησίες, γιατί έχουν την ίδια παράδοση, την ίδια πίστη και το ίδιο Βάπτισμα, έστω και εάν υπάρχουν μερικές διαφορές. Γι’ αυτό και στο κείμενο επανειλημμένως υποστηρίζεται η άποψη: «Θεωρούμεν την αμοιβαίαν ταύτην αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής οντότητος του βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ημών, πλήρως σύμφωνον προς την αέναον διδασκαλίαν αμφοτέρων των εκκλησιών» (26). Παρερμηνεύοντας την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ισχυρίζονται ότι οι δύο «Εκκλησίες» παρά τις υφιστάμενες «ατέλειες» αποτελούν την ίδια οντότητα της Εκκλησίας. «Χάρις εις την δωρεάν του Θεού, είμεθα αμφότεροι "εκ της Εκκλησίας" κατά την φράσιν του Αγίου Βασιλείου» (26). Τό πέμπτον σημείο είναι ότι κατηγορείται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ο οποίος, ερμηνεύοντας τις απόψεις του Κυπριανού Καρχηδόνος, του Μ. Βασιλείου και της Β' Οικουμενικής Συνόδου, κάνει λόγο, όπως και όλοι οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος, για την ακρίβεια και την οικονομία, ως προς τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, οι Πατέρες άλλοτε δέχονται τούς αιρετικούς με την ακρίβεια, δηλαδή με το Βάπτισμα, και άλλοτε με την οικονομία, δηλαδή με χρίσμα. Αλλά και όταν η Εκκλησία δέχεται κάποιον με οικονομία, αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ώρα πού τον αποδέχεται, ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας, ακριβώς γιατί η Εκκλησία υπέρκειται των Κανόνων, και όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, και η Εκκλησία είναι η πηγή των μυστηρίων και του Βαπτίσματος και όχι το Βάπτισμα βάση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μπορεί να αποδεχθή κάποιον αιρετικό με την αρχή της οικονομίας, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι αναγνωρίζει ως Εκκλησία την κοινότητα πού τον είχε προηγουμένως βαπτίσει. Μέσα από την προοπτική αυτή ερμηνεύεται η σχετική απόφαση της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Βεβαίως, η σύγχυση επιτείνεται από το ότι μεταξύ των προτάσεων υπάρχει και μία πρόταση, η οποία ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Λέγεται στο κείμενο ότι πρέπει να διευκρινισθή «ότι η αμοιβαία αναγνώρισις του βαπτίσματος δεν εξυπακούεται και την επίλυσιν όλων των ζητημάτων τα οποία τάς διαιρούν, ούτε την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των, αν και υποβοηθεί εις την απομάκρυνσιν ενός βασικού εμποδίου από την οδόν προς την αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας» (σελ. 28). Από την μικρή ανάλυση φαίνεται πόση σύγχυση επικρατεί στούς οικουμενιστικούς κύκλους γύρω από τα θέματα αυτά, καθώς επίσης και ότι η αποδοχή του Βαπτίσματος των αιρετικών (Παπικών, Προτεσταντών πού αλλοίωσαν το δόγμα της Αγίας Τριάδος κλπ) ερμηνεύεται ως αποδοχή της υπάρξεως Εκκλησίας στούς αιρετικούς και ακόμη χειρότερο ότι και οι «δύο Εκκλησίες» Ορθόδοξη και Λατινική έχουν ενότητα παρά τις «μικρές» διαφορές ή προερχόμαστε από την ίδια Εκκλησία και πρέπει να αναζητήσουμε να επιστρέψουμε και να αποτελέσουμε την μόνη Εκκλησία. Είναι έκδηλη εδώ η θεωρία των κλάδων. Όταν υπάρχει μιά τέτοια σύγχυση, τότε είναι ανάγκη να υιοθετούμε την άποψη της ακριβείας, πού διασώζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όσοι περιπίπτουν στην αίρεση βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας και δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα για την θέωση. Πάντως, η βαπτισματική θεολογία δημιουργεί τεράστια προβλήματα στούς Ορθοδόξους. Τό κείμενο του οποίου είδαμε μερικά σημεία, είναι διάτρητο από εκκλησιολογικής πλευράς. Η πατερική ορθόδοξη διδασκαλία ως προς το θέμα αυτό είναι ότι η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, μέσα στην οποία διασώζεται η αποκαλυπτικη αλήθεια –ορθόδοξη πίστη– και τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως διά των μυστηρίων της Εκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Ευχαριστία) με τις απαραίτητες προϋποθέσεις πού είναι η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τό Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας. Δέν εδράζεται η Εκκλησία πάνω στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά το Βάπτισμα του ύδατος συνδεδεμένο με το Βάπτισμα του Πνεύματος ενεργούνται μέσα στην Εκκλησία και καθιστούν τον άνθρωπο μέλος του Σώματος του Χριστού. Εκτός της Εκκλησίας, του ζωντανού Σώματος του Χριστού, δεν υπάρχουν μυστήρια, όπως εκτός του σώματος δεν υπάρχουν αισθήσεις. Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω το συμπέρασμα του Πρωτ. π. Γεωργίου Δράγα, ύστερα από «μία συνοπτική περιγραφή και κριτική»: «Αι προτάσεις αύται δεν δύνανται να εύρουν συμφώνους πάντας τούς Ορθοδόξους, και δή τούς ελληνοφώνους (ή ελληνοφρόνους), και συνεπώς καθίστανται μάλλον διαιρετικαί ως προς τον πραγματικόν αυτών χαρακτήρα. Ο κύριος λόγος όστις οδηγεί εις τοιούτον κριτικόν συμπέρασμα είναι η απουσία εκκλησιολογικού υποβάθρου εις την όλην περί μυστηρίων ταύτην έρευναν, ως και η μονομερής ερμηνεία ή και παρερμηνεία, των δεδομένων της Ορθοδόξου μυστηριακής πράξεως, και μάλιστα της μυστηριακής τοιαύτης, έναντι των ετεροδόξων κατά τάς διαφόρους εποχάς. Αι προτάσεις, αύται και τα συμπεράσματα, αλλά και το όλον Συμφωνηθέν Κείμενον, αντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Η αποδοχή των υπό Ορθοδόξων θεολόγων σημαίνει μάλλον σκόπιμον προδοσίαν των ορθοδόξων θέσεων και υποταγήν εις τάς δυτικάς οικουμενιστικάς προοπτικάς, όπερ απορριπτέον!». |
|
© 2007-2018 «ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ»
При использовании материалов с сайта ссылка обязательна. Принимаются на рассмотрение совета интернет-содружества «ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ» востребованные статьи и материалы, замечания и предложения, от преподавателей и студентов и всех благочестивых православных христиан, способных помочь и стремящихся содействовать хранению чистоты Апостольского Кафолического Православного вероучения. Все замечания и предложения просим присылать по почте: mail@apologet.spb.ru |