Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Greek texts

 

« ̔́Ορος»

τῆς ̔Αγίας τοῦ Χριστοῦ ̓Ορθοδόξου ̓Εκκλησίας

περὶ τοῦ Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος*

ἐν ἔτει 1755

«Οἱ ἀπὸ Λατίνων ἐπιστρέφοντες
ἀναντιρρήτως, ἀπαραιτήτως καὶ ἀναγκαίως

πρέπει νὰ βαπτίζωνται»1
( ̔Ιεροῦ ̓Αθανασίου τοῦ Παρίου)

 

    ΚΑΤΑ τὸν ̔́Οσιον Νικόδημον τὸν ̔Αγιορείτην, «οἱ Λατίνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί»2

     Οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, ὡς γνωστόν, δὲν ἔχουν βάπτισμα, ἀλλὰ ράντισμα, τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὴν ̓Ορθόδοξον Πίστιν καὶ τὴν καθαγιασθεῖσαν πρᾶξιν τῆς ̓Εκκλησίας μας.

     Τὸ ράντισμα τῶν Λατίνων
«καθ ̓ ἑαυτὸ μέν, ὡς ἐν τῇ αἱρέσει τελεσθέν, ἤτοι ἐκτὸς τῆς ̓Εκκλησίας, εἶναι ἀνυπόστατον, κατὰ δὲ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν Λατίνων δὲν δύναται νὰ γίνῃ κατ ̓ οἰκονομίαν δεκτόν, ὡς ἀτελές»3

     Τὴν βάπτισιν τῶν Παπικῶν, μετὰ ἀπὸ μίαν περίοδον διακυμάνσεων μεταξὺ ἀκριβείας καὶ οἰκονομίας, ἀπεφάσισε καὶ ἐπέβαλε τελικῶς ἡ ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Εʹ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1755. 
    ̔Ο « ̔́Ορος» τῆς ̔Αγίας Συνόδου ὑπεγράφη ὑπὸ τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, ̓Αλεξανδρείας Ματθαίου καὶ ̔Ιερο- σολύμων Παρθενίου, θὰ τὸν ὑπέγραφε δὲ καὶ ὁ ̓Αντιοχείας Σίλβε- στρος, ἄν δὲν εὑρίσκετο εἰς Ρωσίαν δι ̓ ἐράνους καὶ δὲν εἶχε καταληφθῆ ὁ θρόνος του ἀπὸ ἕνα σφετεριστὴν κατὰ τὴν ἀπουσίαν του4.

    ̔Ο « ̔́Ορος» «ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσημος περὶ τοῦ ζητήματος ἀπόφασις τῆς ̓Ορθοδόξου ̓Εκκλησίας»5, καὶ ἐδημοσιεύ-θη τύποις τὸ πρῶτον ἐν ἔτει 1756 εἰς τὸ ἔργον (μᾶλλον Χριστοφόρου τοῦ Αἰτωλοῦ): «Ραντισμοῦ Στηλίτευσις» (σελ. ρογʹ– ροστʹ). ̓Ανατύπωσις παρὰ Mansi, τ. 38, στλ. 617–622.

    ̓Αναδημοσιεύομεν τοῦτον ἐκ τοῦ λίαν διαφωτιστικοῦ καὶ πολυτί-μου ἔργου τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ: « ̔Ομολογῶ ἓν Βάπτισμα...», ̓Αθῆναι 1983 (βλ. σελ. 79–81).

 

* * *
Τὸ κείμενον τοῦ « ̔́Ορου»

 

ΠΟΛΛΩΝ ὄντων τῶν μέσων, δι ̓ ὧν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀξιούμεθα καὶ τούτων, ὡς εἰπεῖν, κλιμακηδὸν ἀλληλενδέτων καὶ ἀλληλουχουμένων ὄντων, ἅτε δὴ πάντων πρὸς τὸ αὐτὸ τέλος ἀφορώντων, πρῶτόν ἐστι τὸ τοῖς ἱεροῖς ̓Αποστόλοις θεοπαράδοτον Βάπτισμα, οἷα δὴ τῶν λοιπῶν τούτου χωρίς ἀπρακτούντων· «ἐὰν γάρ τις μὴ γεννηθῇ, φησίν, ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· ἔδει καὶ γὰρ ἀναγκαίως, τῆς πρώτης γεννήσεως ἐπὶ τὸν θνητὸν τουτονὶ βίον παραγαγούσης τὸν ἄνθρωπον, γέννησιν ἑτέραν ἐξευρεθῆναι καὶ τρόπον μυστικώτερον, μήτε ἀπὸ φθορᾶς ἀρχόμενον, μήτε εἰς φθορὰν καταλήγοντα, δι ̓ οὗ γένοιτ ̓ ἂν ἡμῖν δυνατὸν μιμήσασθαι τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ̓Ιησοῦν Χριστόν. Τὸ γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος ἐν τάξει μήτρας λαμβάνεται, καὶ τόκος τῷ τικτομένῳ γίνεται, ᾗ φησιν ὁ Χρυσόστομος· τὸ δὲ ἐν τῷ ὕδατι ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ἐν τάξει Θεοῦ τὸ ἔμβρυον διαπλάττοντος· καὶ ὥσπερ ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἐν τάφῳ κατάθεσιν τριταῖος ἐπὶ τὴν ζωὴν ἀνεφοίτησεν, οὕτως οἱ πιστεύοντες, ἀντὶ τῆς γῆς, τὸ ὕδωρ ὑποδυόμενοι, ἐν τρισὶ καταδύσεσι τὴν τριήμερον ἑαυτοῖς χάριν τῆς ̓Αναστάσεως ἐξεικονίζουσιν, ἁγιαζομένου τοῦ ὕδατος τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὡς ἂν τῷ μὲν φαινομένῳ ὕδατι τὸ σῶμα φωτίζοιτο, τῷ δὲ ἀοράτῳ Πνεύματι τὸν ἁγιασμὸν ἡ ψυχὴ λήψαιτο· ὡς γὰρ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὕδωρ τῆς τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνει θερμότητος, οὕτω τὸ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος εἰς θείαν μεταστοιχειοῦται δύναμιν, καθαῖρον μὲν καὶ υἱοθεσίας ἀξιοῦν τοὺς οὕτω βαπτιζομένους, τοὺς δὲ ἄλλως πως τελουμένους, ἀντὶ καθάρσεως καὶ υἱοθεσίας ἀκαθάρτους καὶ σκότους υἱοὺς ἀποφαῖνον.

̓Επειδὴ τοιγαροῦν πρὸ χρόνων ἤδη τριῶν ζήτημα ἀνεφύη, εἰ τὰ παρὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων ̓Αποστόλων καὶ θείων Πατέρων καὶ παρὰ τὴν συνήθειαν καὶ διαταγὴν τῆς Καθολικῆς καὶ ̓Αποστολικῆς ̓Εκκλησίας ἐπιτελούμενα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν δεκτά ἐστι, προσερχομένων ἡμῖν, ἡμεῖς, ἅτε θείῳ ἐλέει τῇ ὀρθοδόξῳ ̓Εκκλησίᾳ ἐντραφέντες, καὶ τοῖς κανόσι τῶν ἱερῶν ̓Αποστόλων καὶ θείων Πατέρων ἑπόμενοι, καὶ μίαν μόνην γινώσκοντες
τὴν ἡμετέραν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ̓Εκκλησίαν, καὶ ταύτης τὰ Μυστήρια, ἑπομένως καὶ τὸ θεῖον Βάπτισμα, ἀποδεχόμενοι, τὰ δὲ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν, ὅσα μὴ ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῖς ἱεροῖς ̓Αποστόλοις διετάξατο καὶ ἡ ̓Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς σήμερον ποιεῖ, ἐπιτελούμενα, ἐφευρέματα ἀνθρώπων διεφθαρμένων ὄντα, ὡς ἀλλόκοτα καὶ τῆς ἀποστολικῆς ὅλης παραδόσεως ἀλλότρια γινώσκοντες, ἀποστρεφόμεθα κοινῇ διαγνώσει. Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ̓Ιησοῦ Χριστῷ τῷ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐντειλαμένῳ βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ̔Αγίου Πνεύματος»· τοῖς τε ἱεροῖς καὶ θείοις ̓Αποστόλοις, διαταττομένοις ἐν τρισὶ καταδύσεσι καὶ ἀναδύσεσι τοὺς προσερχομένους βαπτίζειν καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων ἕν ὄνομα ἐπιλέγειν τῆς ἁγίας Τριάδος· τῷ τε ἱερῷ καὶ ἰσαποστόλῳ Διονυσίῳ λέγοντι· «τρὶς ἐν κολυμβήθρᾳ ὕδωρ καὶ ἔλαιον ἡγιασμένα ἐχούσῃ τὸν προσερχόμενον παντὸς ἀμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, τὴν τρισσὴν τῆς θείας μακαριότητος ἐπιβοήσαντα ὑπόστασιν, καὶ εὐθὺς τῷ θεουργικωτάτῳ μύρῳ τὸν βαπτισθέντα ἐπισφραγίζειν, καὶ μέτοχον ἀποφαίνειν λοιπὸν τῆς ἱεροτελεστικωτάτης εὐχαριστίας»· τῇ τε Δευτέρᾳ καὶ Πενθέκτη ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων ὑποστάσεων μὴ ἐπιβοῶντας, ἀλλ ̓ ἄλλως πως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας.

     Τούτοις τοίνυν τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς διατάγμασιν ἑπόμενοι καὶ ἡμεῖς, τὰ μὲν τῶν αἱρετικῶν βαπτίσματα, ὡς ἀπάδοντα καὶ ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς θείας διατάξεως καὶ ὕδατα ἀνόνητα, ὡς ὁ ἱερὸς ̓Αμβρόσιος καὶ ὁ μέγας φησὶν ̓Αθανάσιος, καὶ ἁγιασμὸν μηδένα παρέχοντα τοῖς ταῦτα δεχομένοις, καὶ πρὸς κάθαρσιν ἁμαρτημάτων οὐδὲν ὠφελοῦντα, ἀπόβλητα καὶ ἀποτρόπαια ἡγούμεθα. Τοὺς δ ̓ ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους ἀποδεχόμεθα, προσερχομένους τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, καὶ ἀκινδύνως αὐτοὺς βαπτίζομεν, κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας, οἷς ἀραρότως ἐπιστηρίζεται ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ ̓Εκκλησία, ἡ κοινὴ μήτηρ πάντων ἡμῶν. Καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ κοινῇ ἡμῶν διαγνώσει καὶ ἀποφάνσει σφραγίζομεν τὸν ̔́Ορον ἡμῶν τοῦτον, ταῖς ἀποστολικαῖς καὶ συνοδικαῖς διαταγαῖς συνάδοντα, διαβεβαιοῦντες αὐτὸν δι ̓ ἡμετέρων ὑπογραφῶν.

̓Εν ἔτει σωτηρίῳ αψνεʹ.

    + Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.

    + Ματθαῖος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως ̓Αλεξανδρείας και κριτὴς τῆς Οἰκουμένης.

    + Παρθένιος ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς ἁγίας πόλεως ̔Ιερουσαλὴμ καὶ πάσης Παλαιστίνης.

* Περιοδ. « ̓Ορθόδοξος ̓́Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/ ̓Απρίλιος– ̓Ιούνιος 1986, σελ. 81–83.

1 Παρὰ Θεοδωρήτῳ Μοναχῷ, Μοναχισμὸς καὶ Αἵρεσις, σελ. 263 κ. ἑ., ̓Αθῆναι 1977.

2 ̔Ιερὸν Πηδάλιον, σελ. 55, ὑποσημείωσις.

3 Πρωτοπρεσβυτέρου Γ Δ. Μεταλληνοῦ, « ̔Ομολογῶ ἓν Βάπτισμα...», σελ. 46, ̓Αθῆναι. 1983.

4 ̓Ενθ ̓ ἀνωτ., σελ. 63.

5 ̓Ενθ ̓ ἀνωτ., σελ. 59.

 

 

Αιρέσεις - Οικουμενισμός
Καινοφανείς θεολογικές απόψεις ενόψει των Διαλόγων
του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

 

 

 

στασιμότης στην εξέλιξι των Θεολογικών Διαλόγων δεν σημαίνει αδράνεια από πλευράς των θεολόγων που οραματίζονται μία οικουμενιστική-συγκρητιστική ενότητα του Χριστιανικού κόσμου. Φαίνεται ότι κάποιοι θεολόγοι εργάζονται για να δημιουργήσουν τις θεολογικές γραμμές, στις οποίες θα ήθελαν να ωθήσουν τις συνοδικές διαδικασίες των Ιεραρχιών των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών η ενδεχομένως και μιας μελλούσης πανορθοδόξου συνόδου. Εργάζονται, ώστε το έργο τους να αποτελέση τις προτάσεις η το περιεχόμενο των ?φακέλων? που θα προωθηθούν ως υλικό για την συνοδική απόφανσι. Η εργασία τους ενίοτε έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, άλλοτε όμως αποτελεί την ολοκλήρωσι του έργου ειδικών εκκλησιαστικών επιτροπών.

 

Αναγγέλλεται νέα ώθησις στους διαχριστιανικούς Διαλόγους μετά την εκλογή του νέου Πάπα της Ρώμης. Η ανθρωπότης εξ άλλου δέχεται πιέσεις να προχωρήση σε μορφές παγκοσμιοποιήσεως, μία από τις οποίες είναι η θρησκευτική ενοποίησις, που στον χριστιανικό κόσμο εννοείται ως παγχριστιανική ενότης.

 

Η δογματική συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας δεν συμφωνεί με θεολογικές προτάσεις που παρακάμπτουν την διαχρονική Πίστι της Εκκλησίας. Στην συνέχεια αναφερόμαστε σε δύο θέματα που τον τελευταίο καιρό προκαλούν την συνείδησί μας, ίσως και άλλων Ορθοδόξων Χριστιανών.

***

Το πρώτο θέμα αφορά το Filioque, το οποίο απετέλεσε κατά τον 11ον αιώνα την αιτία του σχίσματος Ανατολής και Δύσεως και μέχρι σήμερα μία μόνιμη θεολογική διαφορά. Η πορεία προς την ένωσι που επαγγέλλεται ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών απαιτεί επίλυσι, εκτός των άλλων θεολογικών διαφορών, και αυτού του ακανθώδους προβλήματος. Στο περιοδικό S.O.P. (τεύχη 294/2005 και 296/2005) παρουσιάζεται η διατριβή του θεολόγου κ. Μιχαήλ Σταύρου, στην οποία ερμηνεύεται το Filioque ως μία άλλη εξίσου ορθόδοξη εκδοχή της περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος παρακαταθήκης του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

 

Η διατριβή έχει θέμα «Η Τριαδολογική διδασκαλία του Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1269) ?κριτική έκδοσις, μετάφρασις και ερμηνευτικά σχόλια των θεολογικών γραφών». Εγκρίθηκε με βαθμό άριστα στις 8-12-2004 από επιτροπή αποτελουμένη από εκπροσώπους του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, του Καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων, του Ορθοδόξου θεολογικού Ινστιτούτου Παρισίων ?Άγιος Σέργιος? και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η επιτροπή «υπεγράμμισε την σπουδαιότητα αυτής της ογκώδους μελέτης εξ 700 σελίδων που προσφέρει για πρώτη φορά μία πλήρη ανασκόπησι της θεολογικής σκέψεως ενός βυζαντινού μοναχού και σοφού του 13ου αιώνος, που με τις θεολογικές του συγγραφές ερεύνησε την υπέρβασι του προβλήματος του Filioque, που ήδη από την εποχή αυτή έθετε σε αντιπαράθεσι την Ορθόδοξη θεώρησι της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς την λατινική ερμηνεία».

 

Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, φιλόσοφος και θεολόγος ελάχιστα γνωστός, που όμως έζησε στο περιβάλλον των θεολογικών συζητήσεων με τους Λατίνους των ετών 1234 και 1250, στο θεολογικό του έργο προσπαθεί να συμβιβάση την εκπόρευσι του Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός, με το Filioque. Ο κ. Μιχαήλ Σταύρου αν και δεν αρνείται την θεολογία του αγίου Φωτίου και όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, που επέμεναν στην «εκ μόνου του Πατρός» εκπόρευσι του Αγίου Πνεύματος, την χαρακτηρίζει ως φωτιανισμό, δηλαδή ως διδασκαλία άκαμπτη και χωρίς πληρότητα. Παρουσιάζει τον Νικηφόρο Βλεμμύδη να την συμπληρώνη με μία άγνωστη μέχρι την εποχή του ερμηνεία της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα των αγίων Αθανασίου και Γρηγορίου Νύσσης «περί της δια του Υιού αιωνίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος»˙ να «επιβεβαιώνη κατά τρόπο παράδοξο ότι το Πνεύμα υπάρχει δια του Υιού χωρίς να έχη την ύπαρξή του εξ αυτού αλλά εκ του Πατρός μόνον και να αναπτύσση κατά τρόπο πρωτάκουστο στην βυζαντινή θεολογία μία τριαδολογία που αναφέρεται πραγματικά στην σχέση Υιού-Πνεύματος».

 

Ο κ. Μιχαήλ Σταύρου με την εργασία του επιστρατεύει την συλλογιστική του Νικηφόρου Βλεμμύδη, επιδιώκοντας να προσφέρη έναν τρόπο εξόδου «από το αδιέξοδο της στείρας αντιπαραθέσεως μεταξύ της χριστιανικής Ανατολής και Δύσεως γύρω από το θέμα του Filioque». Αποσιωπά την μεταγενέστερη του Βλεμμύδη πλουσιωτάτη πατερική γραμματεία και συνιστά επιστροφή στις «κοινές ενοράσεις (intuitions communes) της χριστιανικής πνευματολογίας των προ-Νικαιανών Πατέρων, των διεσπαρμένων σε Ανατολή και Δύσι». Προτείνει σαν τρόπο αναζητήσεως της ενότητος των Χριστιανών την «βαθύτερη διερεύνησι των δογματικών μας πηγών» και την «διαμόρφωσι κοινών πλαισίων με τις μεταγενέστερες θεολογικές έννοιες», δηλαδή την χρησιμοποίησι της πρώιμης πατερικής ορολογίας στην υπηρεσία των συγκρητιστικών τάσεων της εποχής μας, θεωρώντας ως δεδομένο ότι «Filioque» και «εκ μόνου του Πατρός» εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος αποτελούν νόμιμες και συμπληρωματικές εκφράσεις της ιδίας Ορθοδόξου Πνευματολογίας.

 

Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι με την όλη προσέγγισι του θέματος από τον Βλεμμύδη, ο οποίος προσπαθεί να δώση μία αποδεκτή από Ορθοδόξου πλευράς ερμηνεία του Filioque, δημιουργείται σύγχυσις των φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων των θείων Προσώπων της Αγίας Τριάδος, θείας ουσίας και θείων ενεργειών, θεολογίας και οικονομίας. Επιπλέον εκλογικεύεται το Τριαδικό μυστήριο με την ανεπίτρεπτη είσοδο της ανθρωπίνης λογικής στην ενδοτριαδική ζωή. Παρερμηνεύονται τα σχετικά πατερικά κείμενα. Η κατά τον συγγραφέα της διατριβής ανακάλυψις της νέας ερμηνευτικής των σχετικών πατερικών χωρίων από τον Βλεμμύδη, δεν είναι παρά μία άλλη εκδοχή των θέσεων της λατινικής διδασκαλίας και των λατινιζόντων θεολόγων της εποχής του, η οποία δεν συνιστά Ορθόδοξη Πνευματολογία.

***

Το δεύτερο θέμα αφορά τον διάλογο με τους Αντιχαλκηδονίους. Αυτός ο θεολογικός διάλογος έχει τελειώσει με τα γνωστά πορίσματα (Κοινές Δηλώσεις των ετών 1989, 1990, και Προτάσεις του 1993). Οι επιφυλάξεις πολλών Θεολόγων και εν γένει μεγάλου μέρους του Ορθοδόξου πληρώματος απέναντι στα Πορίσματα αυτά υποχρεώνουν, όσους τα υπερασπίζονται, να επανερμηνεύσουν-διασαφήσουν κάποια ασαφή σημεία τους και να αντικρούσουν τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθή εναντίον τους (περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, τευχ. 647/ 30.4.2005), ώστε τα Πορίσματα να γίνουν αποδεκτά από το πλήρωμα της Εκκλησίας.

 

Στην προοπτική αυτή κινείται και το πρόσφατο άρθρο του καθηγητού κ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Ορθοδοξία και αίρεση κατά τον αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό» (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 75, τευχ. 2/2004, σελ. 593-609). Η βασική θέσις του άρθρου είναι ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι έχουν Ορθόδοξο Πίστι, γεγονός το οποίο ονομάζεται ?ιδεολογική Ορθοδοξία?, παρότι είναι χωρισμένοι από την Εκκλησία από τότε που αρνήθηκαν τον Όρο της Δ Οικουμενικής Συνόδου και έχασαν την ?εκκλησιολογική? τους Ορθοδοξία. Έχοντας επομένως την ?ιδεολογική? Ορθοδοξία μπορούν να ενωθούν με την Εκκλησία, αν αποδεχθούν τις Οικουμενικές Συνόδους Δ , Ε , ΣΤ και Ζ . Δεν πρέπει να απαιτηθή από αυτούς να αποκηρύξουν την Χριστολογία τους, γιατί δήθεν είναι απόλυτα σύμφωνη με την Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Η αποδοχή των Συνόδων θα αποκαταστήση την ?εκκλησιολογική? τους Ορθοδοξία, την οποία και μόνο στερούνται. Στήριγμα για την ανάπτυξι αυτής της απόψεως παρέχει στον κ. Μαρτζέλο η παρερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, και συγκεκριμένα του χωρίου «οι προφάσει του εν Χαλκηδόνι συντάγματος του τόπου αποσχίσαντες της ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε άλλα πάντα Ορθόδοξοι υπάρχοντες», ωσάν το «άλλα πάντα» να περιλαμβάνη και την Χριστολογική τους διδασκαλία.

 

Και διερωτάται κανείς: Μπορούμε, ερμηνεύοντες την έκφρασι «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες», να αγνοήσουμε την πλούσια αντιμονοφυσιτική, αντισεβηριανή, γραμματεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού; Μπορούμε ακόμη περισσότερο να αγνοήσουμε την πλούσια πατερική και συνοδική παράδοσι, η οποία καταλογίζει στους αντιχαλκηδονίους αιρεσιάρχας αιρετική Χριστολογία; Και επί τέλους η άρνησις και η πολεμική του δογματικού Όρου της Δ Οικουμενικής Συνόδου δεν σημαίνει δογματική διαφοροποίησι στην Χριστολογία;

 

Το θεολογικό τέχνασμα, να θεωρούνται οι Αντιχαλκηδόνιοι ?ιδεολογικώς? Ορθόδοξοι και ?εκκλησιολογικώς? αιρετικοί, είναι αυτό ακριβώς που περίμεναν οι επιδιώκοντες εσπευσμένες ενώσεις για να ξεπεράσουν το αδιέξοδο, στο οποίο είχαν περιέλθει από την δημοσίευσι των Πορισμάτων του Διαλόγου μέχρι σήμερα λόγω της πληθωρικής αμφισβητήσεώς των.

 

 

Ελπίζουμε ότι σύντομα θα δημοσιευθή απάντησις στην θεωρία αυτή, ώστε αι ιεραί Σύνοδοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών η η μέλλουσα σύνοδος, που θα διαχειρισθούν τα συμπεράσματα και τις προτάσεις του Θεολογικού αυτού Διαλόγου να έχουν υπ? όψιν τους ότι αυτή δεν συμφωνεί με την διαχρονική Πίστι της Εκκλησίας, όπως την ευρίσκουμε καταγεγραμμένη στα κείμενα κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων. Σύμφωνα με αυτή την Πίστι, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος έχουν αιρετική Χριστολογία. Στην προοπτική επομένως της ενώσεώς τους με την Εκκλησία οι Αντιχαλκηδόνιοι πρέπει να αποκηρύξουν την Χριστολογία αυτή και τους διδασκάλους της, διότι η αποκήρυξίς των μαζί με την ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως συνιστούν το δογματικό περιεχόμενο των Οικουμενικών Συνόδων. Διαφορετικά, με την ψιλή αποδοχή των Συνόδων ?χωρίς δηλαδή το δογματικό τους περιεχόμενο? οικοδομούμε μία επίπλαστη ενότητα, άγνωστη στην ιστορία της Εκκλησίας.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

+ Αρχιμανδρίτης Γεώργιος

Άγιον Όρος, 6 Αυγούστου 2005

 

 

 

 

̔Υπὸ ἐκπαιδευτικῶν διὰ τὰς ἀπειλὰς ἐναντίον τῆς ̓Ορθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ποιμενάρχας της

 

̓Ανοικτὴ ̓Επιστολὴ εἰς 4.000 Θεολόγους*


̔Ο ̓Αρχιεπίσκοπος ̓Αθηνῶν
καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
ἀθετοῦν τὸ σύμβολον τῆς Πίστεως
καὶ ἐξισώνουν τὴν ̓Ορθοδοξίαν μὲ τὴν αἵρεσιν

    ΕΙΣ ἀγωνιστικὴν ἐπαγρύπνησιν διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῆς καταστάσεως εἰς τὴν ̓Εκκλησίαν καὶ τὴν  ἀνακοπὴν τῆς πορείας πρὸς τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Παπισμοῦ, καλεῖ τὰς τέσσαρας χιλιάδας Θεολόγων τῆς Δευτεροβαθμίου ̓Εκπαιδεύσεως ὁλοκλήρου τῆς Χώρας ἡ « ̓Ασυμβίβαστη Κίνηση ̓Εκπαιδευτικῶν», ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὴν ΕΛΜΕ ̔Εορδαίας τοῦ Νομοῦ Κοζάνης.
    ̔Η «Κίνηση», εἰς ̓Ανοικτὴν ̓Επιστολὴν πρὸς τοὺς 4.000 Θεολόγους τῆς χώρας, στιγματίζει τὴν προκλητικὴν σιωπὴν τῶν ̓Επισκόπων εἰς τὴν ἐκθεμελίωσιν τῆς ̓Ορθοδοξίας, καταγγέλλει τὸν ̓Αρχιεπίσκοπον ̓Αθηνῶν καὶ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην ὅτι ἔχουν ἐνστερνισθῆ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀθετοῦν τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως καὶ ἐξισώνουν τὴν ̓Ορθοδοξίαν μὲ τὴν πλάνην καὶ τὴν αἵρεσιν.
    ̓Επίσης, ἀποκαλύπτουν ὅτι τὰ σκάνδαλα εἰς τὴν ̓Εκκλησίαν, τὰ ὁποῖα συνεκάλυψεν ὁ ̓Αρχιεπίσκοπος ̓Αθηνῶν, κατεξηυτέλισαν τὴν ̓Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκλόνισαν τοὺς μαθητάς, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν δι ̓ ἐκκλησίαν καὶ κληρικόν.
     Οἱ Θεολόγοι συγκαταλέγουν εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς τῆς Πίστεως, τὸν π. Γεώργιον Μεταλληνόν, τὸν π. Θεόδωρον Ζήσην, τὸ ̔́Αγιον ̓́Ορος καὶ πολλοὺς Θεολόγους καὶ Κληρικούς.
    ̓Επίσης παραθέτουν ὁλόκληρον τὴν ὁμιλίαν, τὴν ὁποίαν ἐξεφώνησε τὴν 25ην ̓Ιανουαρίου ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης εἰς τὴν πόλιν τοῦ Βόλου. Στοιχεῖα τῆς ὁμιλίας ἔχουν καταγραφεῖ εἰς σχετικὸν ρεπορτὰζ τοῦ «Ο.Τ.», ἀλλὰ καὶ εἰς ἄρθρον τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση εἰς τὸν «Ο.Τ.», τοῦ ὁποίου ἡ δημοσίευσις συνεχίζεται.
***
̔Η ̓Ανοικτὴ ̓Επιστολὴ
    «Κυρίες καὶ κύριοι συνάδελφοι, χαίρετε!
    Οἱ 4.000 θεολόγοι ποὺ ὑπηρετεῖτε στὰ Γυμνάσια καὶ στὰ Λύκεια τῆς πατρίδας μας, εἶστε ἐπιφορτισμένοι νὰ φέρετε εἰς πέρας μία σοβαρότατη ἀποστολή: νὰ μεταδώσετε στὶς παιδικὲς ψυχὲς τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μέσῳ τοῦ ὁμολογιακοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
     Αὐτὸ τὸ δικαίωμα τὸ δίνει τὸ ἴδιο τὸ Σύνταγμα, ποὺ στὸ ἄρθρο 16 παρ. 2 καθορίζει ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικότερους σκοποὺς τῆς Παιδείας εἶναι ̔ ̔ἡ ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνείδησης ̓ ̓ στὰ ἑλληνόπουλα (ἐξυπακούεται βάσει τῆς ̓Ορθόδοξης Πίστης).
    Τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ ἀποστολὴ προσπαθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ τὴν ἐκπληρώσετε, ἀγωνιζόμενοι μὲ πολὺ φιλότιμο, κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ ἀντίξοες συνθῆκες: σὲ μιὰ ἐποχὴ ἰσοπέδωσης ὅλων τῶν ἀξιῶν, ποὺ χαρακτήριζαν τὸ ἔθνος μας· σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀμφισβήτησης, ὑλικῆς εὐδαιμονίας, ἀτομισμοῦ, ἀδιαφορίας, ἀθεϊσμοῦ καὶ ἀποθέωσης τῆς ἐπιστήμης.
    ̔Η ̔ ̔Νέα Τάξη Πραγμάτων ̓ ̓ μέσῳ τῆς μουσικῆς καὶ κινηματογραφικῆς βιομηχανίας, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τῶν Μ.Μ.Ε. ἔχει σαρώσει (καὶ) τὴ χώρα μας ἐπιδιώκοντας τὴν πνευματικὴ λοβοτομὴ τοῦ λαοῦ καὶ εἰδικὰ τῆς νέας γενιᾶς.

    Σὰν νὰ μὴ μᾶς ἔφτανε αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ κλῖμα, ἦρθαν καὶ τὰ γνωστὰ φοβερὰ ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα, ποὺ καταξευτέλισαν τὴν ̓Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὰ πέρατα τῆς γῆς. ̔Ως συνδικαλιστὲς εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε μὲ ἀρκετοὺς συναδέλφους θεολόγους.

    ̔Η κατάσταση εἶναι τραγική: Οἱ συνάδελφοι δυσκολεύονται νὰ κάνουν μάθημα. Οἱ μαθητὲς δὲ θέλουν οὔτε ν ̓ ἀκούσουν γιὰ ἐκκλησία καὶ κληρικούς! Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ἡ ̓Εκκλησία μας ἔχει περιέλθει σὲ τέτοια ἀπαξίωση καὶ ἀνυποληψία!
     Κατὰ τὴν ἄποψη πολλῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τυχαῖα. ̓Εκτιμοῦν ὅτι ὁ ̔Ιδρυτὴς καὶ Κεφαλὴ τῆς ̓Εκκλησίας δὲ θὰ ἐπέτρεπε ποτὲ νὰ φτάσει τὸ Σῶμά Του σὲ αὐτὸ τὸ κατάντημα, ἂν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ̔ ̔ὀρθοτομοῦσε τὸ λόγο τῆς ἀληθείας ̓ ̓. ̔́Οταν χαθεῖ ἡ ὀρθὴ Πίστη φεύγει ἡ Θεία Χάρη, ποὺ κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρετή: ̔ ̔Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν ̓ ̓ ( ̓Ιω. 15,5). ̔Η Γραφὴ λέγει ὅτι ὅταν διαστραφεῖ ἡ πίστη ἀπέναντι στὸ Θεό, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ πτώση ̔ ̔σὲ πάθη ἀτιμίας ̓ ̓ (Ρωμ. 1,26). ̔́Ολη αὐτὴ ἡ ἀπερίγραπτη κατάσταση εἶναι ἡ τιμωρία καὶ ἡ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὴν προδοσία τῆς ̓Ορθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ταγούς.
     Εἶναι μία Θεομηνία, ποὺ δὲ φαίνεται νὰ κατάλαβαν ἀκόμα ὁ ̓Αρχιεπίσκοπος καὶ ὁ Πατριάρχης, μία καὶ ἐξακολουθοῦν ἀταλάντευτα τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ συναγελασμοῦ τους μὲ τὸν κάθε λογῆς αἱρετικό.
     Οἱ δύο Προκαθήμενοι φαίνεται νὰ ἔχουν ἐνστερνιστεῖὴν παναίρεση τοῦ ̔ ̔Οἰκουμενισμοῦ ̓ ̓, ἡ ὁποία ἀθετεῖ τὸ δόγμα τῆς ̔ ̔Μιᾶς, ̔Αγίας, Καθολικῆς καὶ ̓Αποστολικῆς ̓Εκκλησίας ̓ ̓ καὶ ἐξισώνει τὴν ̔Αγία καὶ ἀμώμητη ̓Ορθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, τὴν πλάνη καὶ τὴν Νέα ̓Εποχή. Γι ̓ αὐτὸ καὶ ἡ αἵρεση αὐτὴ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ ̓Αντιχρίστου, ἐπειδὴ σχετικοποιώντας τὴν ̓Αλήθεια ὁδηγεῖ σὲ Πανθρησκεία.
     Μάλιστα, ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος ἔχει βεβαιώσει ὅτι ̔ ̔ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι σχέδιο διαβολικό ̓ ̓, ποὺ ̔ ̔ἐξυπηρετεῖ τοὺς Σιωνιστές, οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζουν κάποιον γιὰ Μεσσία, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦν ὅλες οἱ Θρησκεῖες ̓ ̓ (Γέροντος Παϊσίου ̔Αγιορείτου, Λόγοι — Πνευματικὴ ̓Αφύπνιση, σελ. 176). [Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴν ἱστοσελίδα: www.analogion.net/Oikoumenismos/index.html].
    Τὸ θλιβερότερο εἶναι ὅτι ἡ ἐκθεμελίωση τῆς ̓Ορθοδοξίας γίνεται κάτω ἀπὸ τὰ ἀδιάφορα βλέμματα τῶν σιωπούντων καὶ περὶ ἄλλα τυρβαζόντων ἐπισκόπων!
    Εὐτυχῶς ἀπέναντι σ ̓ αὐτὴ τὴν πρωτοφανὴ ̓Αποστασία τῆς Πίστεως ἕνας δυνατὸς πυρήνας ἀντίστασης, τὸν ὁποῖο ἀποτελοῦν τὸ σύνολο, σχεδόν, τῶν μοναστηριῶν μας (συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν 20 μονῶν τοῦ ̔Αγίου ̓́Ορους), πολλοὶ κληρικοὶ καὶ θεολόγοι.
    ̓Επικεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ̓Ορθοδοξία εἶναι δύο Καθηγητὲς Πανεπιστημίου: Πρόκειται γιὰ τὸν Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ̓Αθηνῶν π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ τὸν Καθηγητὴ Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. π. Θεόδωρο Ζήση.
     Σᾶς ἀποστέλλουμε ἕνα τμῆμα τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ στὶς 25/1/2007 ἐκφώνησε ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης στὴν πόλη τοῦ Βόλου, παρουσίᾳ καὶ τοῦ τοπικοῦ Μητροπολίτη κ. ̓Ιγνατίου. ̔́Ολη ἡ ὁμιλία ξεπερνᾶ τὶς 15 σελίδες. ̓̀Αν κάποιος ἢ κάποια συνάδελφος τὸ ἐπιθυμεῖ ἄς ἐπικοινωνήσει μαζί μας, γιὰ νὰ τοῦ στείλουμε ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία ἢ καὶ κάποιο ἄλλο κείμενο».

(*) ̓Εφημερ. « ̓Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1691/1. 6. 2007, σελ. 6. ̓Επιμέλ. ἡμετ.

 

 

Ο Οικουμενισμός εν τη πράξη
Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Απομαγνητοφώνηση εισηγήσεως στο Διορθόδοξο Συνέδριο της Θεσσαλονίκης
«Οικουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις» (20-24 Σεπτεμβρίου 2004)

Απομαγνητοφώνηση: Θ.Α.



Η εισήγηση την οποία ανέλαβα να αναπτύξω στην αγάπη σας, είναι «Ο Οικουμενισμός εν τή πράξη». Και την προσδιόρισα «εν τή πράξη», ήτοι στην θεολογία και στην άσκηση.

Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και λέγεται «Οικουμενική» διότι απλώνεται σε ολόκληρη την οικουμένη και έχει όλη την καθολική αλήθεια. Ο όρος «Οικουμενική» συνδέεται με τον όρο «Καθολική» αφού, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». Ο όρος, όμως, «Οικουμενική» δεν ταυτίζεται με τον όρο «Οικουμενιστική» και επομένως υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ «Οικουμενικής Εκκλησίας» και λεγόμενης «Οικουμενιστικής Εκκλησίας» αφού η τελευταία διακρίνεται από τις λεγόμενες και γνωστές αρχές του Οικουμενισμού.

Δηλαδή γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν, εν συντομία, μερικές θεωρίες που χαρακτηρίζουν το τι είναι Οικουμενισμός, όπως είναι η πρώτη θεωρία, η λεγομένη «θεωρία των κλάδων», μιά άλλη είναι η θεωρία του Οικουμενισμού που λέγεται «βαπτισματική θεολογία», μιά άλλη θεωρία που εκφράζει τον Οικουμενισμό είναι η λεγόμενη «περιεκτικότητα», είναι ακόμη ο «διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός» και επίσης είναι και ο λεγόμενος «διαθρησκευτικός συγκρητισμός».

Είναι φανερό ότι με τέτοιες θεωρίες επιδιώκεται η δημιουργία μιάς Οικουμενιστικής Εκκλησίας και στη πραγματικότητα εκφράζεται ένας δογματικός μινιμαλισμός και μιά σχετικοποίηση της Ορθοδόξου Πίστεως και βέβαια αναιρείται η αποκαλυπτική αλήθεια του Χριστού, που παραμένει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που είναι το αληθινό Σώμα του Χριστού και Κοινωνία Θεώσεως.

Στη συνέχεια, αφού παρακάμψω όλα αυτά, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα σοβαρό σημείο, ήτοι, πώς βιώνεται χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους πολλούς στην πράξη ο Οικουμενισμός, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία με μία ενιαία θεολογία, κατ’ αρχάς, και με μία ενιαία ασκητική, έπειτα, που στη βάση τους δεν είναι ορθόδοξη, ησυχαστική, πατερική αλλά σχολαστιμή, νοησιαρχική και ηθικιστική.


1) Ο Οικουμενισμός στη θεολογία.

Η θεολογία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Παπισμού και Προτεσταντισμού διαφέρει σε βασικά σημεία τόσο ως πρός την μέθοδο θεολογήσεως όσο και πρός τα αποτελέσματά της. Η ορθόδοξη θεολογία είναι η θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, είναι η ησυχαστική θεολογία που είναι εμπειρική και αποκαλυπτική, είναι μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ η παπική θεολογία είναι σχολαστική που κέντρο έχει τη λογική και το στοχασμό. Αυτό συμβαίνει και στη διαφορά μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Προτεσταντισμού.
Όταν κάνω λόγο για Οικουμενισμό στη θεολογία εννοώ ότι συγχέονται οι δύο αυτές θεολογίες, ήτοι η Ορθόδοξη θεολογία και η ετερόδοξη θεολογία, από την άποψη ότι προϋποθέτουν την ίδια μεθοδολογία, έχουν την ίδια προοπτική και τις ίδιες αρχές και διαφέρουν μόνο ως πρός τις παραπομπές που χρησιμοποιούνται στα θεολογικά έργα. Κυρίως αυτό, λέγεται από την άποψη ότι ερμηνεύονται τα κείμενα των Αγίων Πατέρων μέσα από τις αναλύσεις των δυτικών, παπικών και προτεσταντών και αγνοούνται τα ερμηνευτικά κριτήρια που έχει η ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας μας. Μερικοί τέτοιοι θεολόγοι χρησιμοποιούν ευρύτατα τις ερμηνείες των ετεροδόξων και προσπαθούν στη συνέχεια να εντοπίσουν μερικά χωρία των Πατέρων που εκφράζουν μιά τέτοια προοπτική. Επομένως παραμένει η ίδια ερμηνευτική προοπτική με κατοχύρωση πατερική, χωρίς να εξετάζονται τα διαφορετικά πλαίσια ερμηνείας των αγιογραφικών κειμέων που χρησιμοποιούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα τα οποία έχουν εντοπιστεί και δεν είμαι ο μόνος που τα παρουσιάζω. Μερικοί θεολόγοι ερμηνεύουν τη φράση του Χριστού «ίνα πάντες έν ώσι» (Ιω. 17/ιζ΄, 21), που είναι τμήμα της αρχιερατικής προσευχής Του, με το ότι δήθεν αναφέρεται στην μελλοντική ενότητα των εκκλησιών και την χρησιμοποιούν κατά κόρον για να δηλώσουν ότι ο Χριστός προανήγγειλε ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες θα αποκτήσουν στο μέλλον ενότητα μεταξύ τους και θα αποτελέσουν τη «μία» εκκλησία, υπονοώντας ότι η Εκκλησία τώρα είναι διασπασμένη. Η ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως είναι διαφορετική. Το «ίνα πάντες έν ώσι», εάν διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά όλο το κείμενο της αρχιερατικής προσευχής, θα δεί ότι συνδέεται αναπόσπαστα με άλλες φράσεις, όπως «καθώς σύ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σύ» (Ιω. 17/ιζ΄, 21) και τη φράση «εγώ εν αυτοίς και σύ εν εμοί ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» (Ιω. 17/ιζ΄, 23) και επίσης την άλλη φράση «ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδοκάς μοι» (Ιω. 17/ιζ΄, 24).

Και σαφώς, εδώ, ο Χριστός αναφέρεται στην ενότητα των Αποστόλων κατά θεωρίαν της δόξης του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός, που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί ακριβώς τότε οι Απόστολοι απέκτησαν και ενότητα ουσιαστική μεταξύ τους. Επομένως όσοι εκ των Αγίων μέσα στην ιστορία φθάνουν στη θέωση και στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, αποκτούν ενότητα με τους Αποστόλους, έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και εφαρμόζεται το χωρίο αυτό ,του Χριστού, «ίνα ώσιν έν».


Άλλοι θεολόγοι μεταφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την δυτική αντίληψη της, δια μέσου των αιώνων, βαθυτέρας κατανοήσεως και καλυτέρας εμβαθύνσεως στα δόγματα της Εκκλησίας και την αποκαλυπτική αλήθεια. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από παπικούς θεολόγους για να δικαιολογηθεί η διαφοροποίησή τους από τη διδασκαλία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων και η προσθήκη νέων δογμάτων. Εννοείται ότι χρησιμοποιείται και εδώ, στο σημείο αυτό, πολλή λογική και ο στοχασμός προκειμένου να κατανοήσουν τη δογματική διδασκαλία. Όμως η πατερική διδασκαλία πάνω στο θέμα αυτό είναι ότι η αποκάλυψη εδόθη άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε που οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και απέκτησαν την «πάσα γνώσιν». Χαρακτηριστικό χωρίο είναι του Αδελφοθέου Ιούδα, «ανάγκην έσχον γράψε υμίν παρακαλών επαγωνίζεσθε τή άπαξ παραδωθήση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδας 3). Όταν οι θεούμενοι (και ο όρος «θεούμενοι» αναφέρεται σε όλα τα πατερικά κείμενα, αρχής γενομένης τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγήτη και σε όλους τους μεταγενέστερους Πατέρες) διά της καθάρσεως και του φωτισμού φθάνουν στη θεωρία του ακτίστου φωτός και μετέχουν της Πεντηκοστής, τότε βιώνουν την ίδια πίστη των Αποστόλων. Αυτό φαίνεται στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, αφού κι εκείνος απέκτησε την ίδια εμπειρία των Αποστόλων όταν είδε τον Χριστό «εν τή δόξη αυτού» (Ματθ. Κε΄,25, 31), έλαβε το Άγιο Πνεύμα και έγινε Απόστολος Ιησού Χριστού. Επομένως δεν κατανοείται βαθύτερα δια μέσου των αιώνων η αποκαλυπτική παράδοση αλλά οι άγιοι κάθε εποχής που φθάνουν στην εμπειρία της Πεντηκοστής, εκφράζουν με τους κατάλληλους όρους της εποχής εκείνης αυτή την αλήθεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αιρετικοί.


Άλλοι θεολόγοι νομίζον ότι η θεολογία συνδέεται με την μεταφυσική, πράγμα το οποίο είναι άποψη της δυτικής θεολογίας και παραδόσεως, σύμφωνα με την οποίαν υπάρχουν τα «φυσικά» και τα «μεταφυσικά» και υπάρχει μία αντιστοιχία μεταξύ αυτών των δύο. Πρόκειται για τη λεγόμενη οντολογία, την ιδεολογία του Πλάτωνος και της κλασικής μεταφυσικής, τη στοχαστική αναλογία, όπως την αποκαλεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, την οποίαν βεβαίως δεν αποδέχονται οι άγιοι Πατέρες. Η analogia entis και η analogia fidei δεν απηχεί την οθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «φυσικά» και «μεταφυσικά», αλλά για «κτιστά» και «άκτιστα» και ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού ενεργεί αναλόγως σε όλη τη κτίση. Επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τη σύνδεση της μεταφυσικής με την ορθόδοξη θεολογία, αφού η ορθόδοξη θεολογία είναι, αφ’ ενός μεν, ο αποκαλυπτικός λόγος περί Θεού, αφ’ ετέρου δε, εκείνη που υποδεικνύει τον τρόπο θεραπείας του ανθρώπου προκειμένου να φθάσει κι εκείνος στη θέα του ακτίστου φωτός, στο πρόσωπο του Λόγου.


Άλλοι θεολόγοι, στοχαζόμενοι, ομιλούν για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος. Και πάνω σ’ αυτή την άποψη προσπαθούν να τεκμηριώσουν πολλές άλλες επί μέρους θεολογικές, ανθρωπολογικές και δυστυχώς και κοινωνικές θεωρίες. Όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος, αλλά για κοινωνία Φύσεως-Ουσίας. Στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν τα «κοινά» και τα «ακοινώνητα». Τα «κοινά» είναι η φύση, η ουσία, η ενέργεια αφού ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και τα «ακοινώνητα», που είναι τα υποστατικά ιδιώματα κάθε προσώπου, ήτοι του Πατρός είναι το αγέννητον, του Υιού το γεννητόν και του Αγίου Πνεύματος το εκπορευτόν. Άλλωστε, τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δεν είναι τρόπος υπάρξεως της «φύσεως ουσίας», όπως κακώς λέγεται, αλλά τα υποστατικά ιδιώματα είναι ίδια γνωρίσματα των υποστάσεων προσώπων.


Ακόμη, άλλοι θεολόγοι δέχονται εν μέρει και την δυτική θωμική αντίληψη περί κτιστών ενεργειών στο Θεό. Νομίζουν ότι στο Θεό δεν υπάρχουν μόνον άκτιστες ενέργειες αλλά και κάποιες κτιστές, με τις οποίες ο Θεός έρχεται σε επικοινωνία με τον κόσμο. Μιά τέτοια αντίληψη έρχεται ευθύτατα σε αντίθεση με όλη τη βιβλικοπατερική παράδοση, η οποία δέχεται ότι εφ’ όσον άκτιστη είναι η ουσία, άκτιστες είναι και οι ενέργειες. Εάν ο άνθρωπος ερχόταν σε επικοινωνία με το Θεό με κτιστές ενέργειες, τότε δε θα μπορούσε ποτέ να σωθεί.


Μερικοί θεολόγοι, ακόμη, μεταφέρουν στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τη δυτική άποψη, ότι δύο είναι οι πηγές της πίστεώς μας, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Δεν αρνείται βέβαια κανείς την αξία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Όμως η ορθόδοξη πατερική διδασκαλία στο θέμα αυτό είναι, ότι, η πηγή της πίστεως είναι η αποκάλυψη, την οποίαν δέχονται οι θεούμενοι Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες, είναι τα «άρρητα ρήματα» (Β΄Κορ. ιβ΄/12, 4) τα οποία βιώνουν οι θεούμενοι κατά την αποκαλυπτική επειρία και στη συνέχεια μεταφέρουν αυτά τα «άρρητα ρήματα» με κτιστά ρήματα και νοήματα, προκειμένου να καθοδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά για να φθάσουν κι εκείνα στη προσωπική βίωση της εμπειρίας της αποκαλυπτικής θεολογίας. Έτσι, η Αγία Γραφή δεν είναι «λόγος του Θεού» αλλά «λόγος περί του Λόγου του Θεού».
Επίσης, μερικοί θεολόγοι κάνουν λόγο για «μυστηριακή ενώτητα» μεταξύ των διαφόρων ομολογιών, όπως και για αναγνώριση μερικών μυστηρίων άλλων ομολογιών άν και υπάρχει διαφορά στη θεολογία μεταξύ τους. Όμως, στη πατερική παράδοση, συνδέονται και ταυτίζονται η Εκκλησία, η Ορθοδοξία και η Θεία Ευχαριστία και δε νοείται το ένα ανεξάρτητα από το άλλο.


Παρεμφερής με αυτά είναι και η θεωρία που αναπτύσσεται περί της Βασιλείας του Θεού, ότι δηλαδή, η Βασιλεία του Θεού είναι η Θεία Λειτουργία και η συμμετοχή των πιστων σ’ αυτήν. Βεβαίως η Θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρον της εκκλησιαστικής ζωής και κανείς δεν έχει αντίρρηση ώς πρός το σημείο αυτό. Το πρόβλημα είναι, όμως, όταν η συμμετοχή των πιστών στη Θεία Ευχαριστία γίνεται απροϋπόθετα, όταν δηλαδή, η Θεία Ευχαριστία αποδεσμεύεται από τον ορθόδοξο ησυχασμό. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι όταν η διδασκαλία περί της Βασιλείας του Θεού, συνδέεται με θεσμικές καταστάσεις και με μία σωματική παρουσία των χριστιανών στη Θεία Λειτουργία και λησμονείται ότι κατά τη πατερική παράδοση, όπως την εξέφρασε ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Βασιλεία του Θεού είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός στην υπόσταση του Λόγου. Επομένως, δεν πρόκειται για μιά κτιστή πραγματικότητα ούτε μια τυπική συμμετοχή σ’ ένα λειτουργικό γεγονός αλλά για βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, ήτοι της θεοπτίας θεώσεως. Και αυτή είναι η Πεντηκοστή, όχι απλώς η χειροτονία, γιατί ακούμε σε πολλές χειροτονίες επισκόπων, «σήμερα εβίωσα την Πεντηκοστή». Επομένως: βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, αφού προηγηθεί η βίωση της καθαρτικής και φωτιστικής ενεργείας του Θεού.


Τα θέματα αυτά είναι γνωστά και έχουν αναπτυχθεί εν πολλοίς από τον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη και από άλλους ορθοδόξους θεολόγους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι (παρόντες παριστάμενοι) πρωτοπρεσβύτεροι π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Θεόδωρος Ζήσης και πολλοί άλλοι που βλέπω και παρακολουθώ τα κείμενά τους.
Υπάρχουν και μερικοί άλλοι θεολόγοι, οι οποίοι προσπαθούν και επιμένουν να βλέπουν τα κοινά σημεία που υπάρχουν σ’ όλα τα θρησκευτικά συστήματα, χωρίς να εντοπίζουν τις διαφορές. Όμως, κοινά σημεία θρησκευτικής εμπειρίας μπορούν να βρεθούν σε όλα τα θρησκεύματα. Αυτό δε σημαίνει ότι εκφράζουν και διατυπώνουν την ίδια διδασκαλία και θεολογία. Εάν δεν εξεταστούν τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία εντάσσεται αυτή θρησκευτική εμπειρία, τότε βιώνεται ένας Οικουμενισμός.


Ακόμη, υπάρχουν άλλοι που ισχυρίζονται, ευτυχώς παλαιότερα, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ακολούθησαν κυρίως τη πλατωνική φιλοσοφία ενώ οι αιρετικοί χρησιμοποίησαν την αριστοτελική φιλοσοφία, ότι ο δυτικός σχολαστικισμός είναι συνέχεια του σχολαστικισμού, δήθεν, των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι δηλαδή, δήθεν, ανάπτυξη και υπέρβαση της σχολαστικής παραδόσεως που [τάχα] «είχε» η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι ο Θωμάς Ακινάτης είχε επηρεαστεί από Πατέρες της Εκκλησίας (αυτό λέγεται σε επιστημονική μελέτη). Με τη διαφορά ότι εκείνος, ο Θωμάς Ακινάτης, χρησιμοποίησε την αριστοτελική φιλοσοφία ενώνοντας τον Αριστοτέλη με τον νεοπλατωνικό Αυγουστίνο απαρτίζοντας, όπως γράφεται, ένα «μεγαλειώδες θεολογικο-φιλοσοφικό σύστημα», ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, λέγεται, είναι κυρίως πλατωνικοί, ότι [τάχα] η «summa» η θεολογική του Θωμά του Ακινάτη, που είναι το τελειώτερο θεολογικό σύστημά του, έχει δεχθεί επίδραση από τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα εντωπίζουν τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και Μέγα Βασίλειο και ότι αυτή η θεολογία του Θωμά του Ακινάτη, όπως εκφράζεται η «summa» η θεολογική, επέδρασε σε άλλους μεταγενέστερους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές είναι απαράδεκτες από ορθοδόξου πλευράς αφού η πατερική θεολογία είναι θεολογία της εμπειρίας και δεν έχει καμμιά σχέση με τη σχολαστική θεολογία της δύσεως, της οποίας κέντρο είναι η λογική και ο στοχασμός.
Όλες αυτές οι απόψεις της δυτικής παραδόσεως που μεταφέρονται στη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, τον Οικουμενισμό στη θεολογία.

2) Ο Οικουμενισμός στην άσκηση.

Η άσκηση, κατά την ορθόδοξο διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση βιώσεως του Θεού «εν αισθήσει και πληροφορία», όπως λέγει ο Άγιος Διάδοχος ο Φωτικής. Και όταν ο άνθρωπος αποκτήσει την υπαρξιακή γνώση του Θεού, στη συνέχεια, η εμπειρία αυτή, διατυπώνεται με λόγους. Άσκηση έχουν όλες οι θρησκείες και όλα τα θρησκευτικά συστήματα, καθώς επίσης και όλες, κατά τον α΄ ή β΄ βαθμό, ετερόδοξες ομολογίες, αλλά η άσκηση στην ορθόδοξη θεολογία διαφέρει σαφώς από κάθε άλλη άσκηση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας που εκφράζουν το εκκλησιαστικό ήθος, ώς απλανείς διδάσκαλοι, κατέγραψαν την αλήθεια, ότι η άσκηση είναι πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση της καρδιάς στο φωτισμό του νοός και τη μέθεξη της θεώσεως. Αυτό το βλέπουμε σαφώς στη Φιλοκαλία που έχει τον τίτλο, όπως είναι γνωστό «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», «εν ή ο νούς κατά την πράξιν και ηθικήν φιλοσοφίαν καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Πρόκειται για τους τρείς βαθμούς της πνευματικής ζωής, που τους βλέπουμε στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, στα κεφάλαια που συνέγραψε, στον Άγιο Γρηγόρια τον Παλαμά και σε άλλους Πατέρες. Στη πραγματικότητα, άσκηση, είναι η μέθεξη της ενεργείας του Θεού, η οποία ενέργεια μετέχεται αναλόγως με τη πνευματική κατάσταση την οποίαν βρίσκεται ο άνθρωπος.

Εάν ο άνθρωπος διακατέχεται από τα πάθη και μετανοεί, τότε η άκτιστη ενέργεια του Θεού τον καθαρίζει και γι’ αυτό λέγεται καθαρτική. Εάν βρίσκεται στη κατάσταση του φωτισμού η θεία χάρη τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική. Και εάν βρίσκεται στη κατάσταση της θεώσεως, τον στερεώνει και τον αυξάνει στη θέωση και λέγεται θεοποιός ή τελειοποιός. Φαίνεται καθαρά ότι η ενέργεια του Θεού λαμβάνει ονόματα ανάλογα με τα αποτελέσματα που δημιουργεί, αφού άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενέργημα.


Υπάρχουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι που ισχυρίζονται ότι η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, όπως ακριβώς φαίνεται στα κείμενά τους, την υμνογραφία της Εκκλησίας και τις ευχές των μυστηρίων, ότι, δήθεν, έχει επηρεαστεί από τις απόψεις του Νεοπλατωνισμού. Αυτό δεν είναι ορθό, γιατί ο Νεοπλατωνισμός είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύχθηκε μεταξύ του 2ου και 6ου αιώνος, στη προσπάθεια μερικών ειδωλολατρών φιλοσόφων να αναβιώσουν τον Πλατωνισμό και στη πραγματικότητα είναι μιά εξέλιξη και μεταμόρφωση του Πλατωνισμού, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Είναι το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου που έχει, οπωσδήποτε, στοιχεία θρησκείας. Είναι επόμενο ότι ο Νεοπλατωνισμός δέχτηκε αρνητικές ή θετικές επιδράσεις από τον χριστιανισμό -και κυρίως τους αιρετικούς-, το γνωστικισμό και τις ανατολικές θρησκείες, ώστε να γίνεται λόγος για την ανατολικοποίηση της πλατωνικής σκέψεως.


Ο Νεοπλατωνισμός εμφανίστηκε, κατ’ αρχάς, στην Αλεξάνδρεια με τον Αμμώνιο Σακκά, ο οποίος προερχόμενος από χριστιανούς γονείς επέστρεψε στην εθνική θρησκεία και δίδασκε τον Νεοπλατωνισμό περί το 209 μ.Χ.. Κύριος, όμως, εκπρόσωπος του Νεοπλατωνισμού είναι ο Πλωτίνος, που υπήρξε μαθητής του Αμμωνίου και μετέφερε το σύστημα αυτό στη Ρώμη. Τις απόψεις όπως και το βίο του Πλωτίνου μας διέσωσε ο Πορφύριος, καθώς επίσης και ο μαθητής του Πορφυρίου, Ιάμβλιχος. Σημειώνονται πολλές σχολές που δίδασκαν και ανέπτυξαν τον Νεοπλατωνισμό, οι οποίες σχολές έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους αλλά και διαφορές. Πρόκειται για τη νεοπλατωνική σχολή της Ρώμης, της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος, τη νεοπλατωνική σχολή της Συρίας της οποίας κύριος εκπρόσωπος είναι ο Ιάμβλιχος, τη νεοπλατωνική χολή των Αθηνών της οποίας εκφραστής είναι ο Πρόκλος και τη νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας.

 

Βασικές θεωρίες του Πλωτίνου και των μετέπειτα νεοπλατωνικών, είναι η διδασκαλία περί της δημιουργίας των όντων και του κόσμου διά της απορροής. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα τα οποία έθεσε ο Πλωτίνος: α) «πόθεν τα όντα;» (πρόκειται για την οντολογία και τη κοσμολογία του) και β) «πρός πού;» (πρόκειται για την ηθική του Πλωτίνου).


Ώς πρός το πρώτο ερώτημα, «πόθεν τα όντα;», ο Πλωτίνος και οι μετέπειτα νεοπλατωνικοί υπεστήριξαν την θεωρία ότι υπάρχει μιά εκπόρευση ή έκλαμψη από το «Έν» πρός τα πολλά. Η υπερτάτη αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, είναι το «Έν». Μετά από αυτό, είναι ο «νούς», ο οποίος είναι το κέντρο των ιδεών, ο οποίος «νούς» προήλθε δι‘ απορροής από το «Έν» και αποτελεί την εικόνα και το εκχύλισμα του «Ενός» και είναι συνυφασμένο με αυτό. Τόσο το «Έν» όσο και ο «νούς» είναι υποστάσεις, κατά τον Πλωτίνο. Από τον «νού» απέρρευσε η «ψυχή», που έχει μέσα της δυνάμεις για τη μορφοποίηση του αισθητού κόσμου. Κάνοντας λόγο για «ψυχή» εννοείται, αφ’ ενός μέν, η ψυχή του αισθητού κόσμου, η κοσμική ψυχή, αφ‘ ετέρου δε, η ψυχή του ανθρώπου. Το «Έν», ο «νούς» και η «ψυχή» αποτελούν τρείς υποστάσεις. Και το τελευταίο στοιχείο της καθόδου αυτής, είναι η «ύλη».

 

 

Ώς πρός το δεύτερο ερώτημα, «πρός πού;», η βασική διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού είναι η άποψη του Πλάτωνος, ότι η ψυχή έχει δεσμευτεί από το σώμα και το σώμα αποτελεί τη φυλακή της ψυχής, οπότε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και η επαναφορά της στο κόσμο των ιδεών. Οι νεοπλατωνικοί, συγκεκριμένα ο Πορφύριος με την επίδραση του Πλωτίνου, έκαναν λόγο για δύο είδη θανάτου: το «φυσικό» θάνατο, ήτοι την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα αλλά και το «φιλοσοφικό» θάνατο, που είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα πρίν τον «φυσικό» θάνατο διά της «θεουργίας», που συνιστά τις τελετές μυσταγωγίας και της «μαγείας».

Υπάρχουν επομένως μερικοί που ισχυρίζονται ότι η νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγήτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αλλά και από προγενέστερους Πατέρες (Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Μέγα Βασίλειο, κ.τ.λ.), δήθεν έχει επιρρεαστεί από τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού. Και αυτό, γιατί και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ίδια ορολογία, τόσο ως προς τη θεολογία όσο και ως προς τη σωτηριολογία. Τέτοιες απόψεις αναπτύχθηκαν από δυτικούς θεολόγους και μεταφέρονται ακριβώς εις τον δικό μας το χώρο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Οι τρείς υποστάσεις του νεοπλατωνισμού, «Εν», «νούς», «ψυχή», δεν έχουν καμμιά σχέση με τον χριστιανικό τριαδικό Θεό της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Αγίους Πατέρες. Και αυτό διότι στην ορθόδοξη θεολογία δεν αποδεχόμαστε την μεταφυσική και την αρχή της ιδεολογίας και βέβαια τη δημιουργία του κόσμου διά της «απορροής».


Έπειτα, όπως παρατηρείται, υπάρχει μία κοινή ορολογία στη προσπάθεια ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Πρόκειται για τους όρους «νούς», «ψυχή», «σωτηρία ψυχής», «κάθαρση», «έκσταση», «φωτισμός», κ.τ.λ.. Εάν όμως δούμε ποια έννοια έχουν αυτοί οι όροι στη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού και τα συγκρίνουμε με τη θεολογία της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε το χάσμα που υφίσταται μεταξύ Νεοπλατωνισμού και ορθοδόξου νηπτικής θεολογίας της Εκκλησίας μας. Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία και παράδοση δεν έχει καμμιά σχέση με τις θεωρίες του Νεοπλατωνισμού, ως προς τα «περί της φύσει αθανάτου ψυχής», η οποία πρέπει να επιστρέψει στον κόσμο των ιδεών και ώς πρός τα «περί του φύσει την του σώματος» που πρέπει να εξαφανιστεί. Επίσης, δεν έχει καμμιά σχέση με τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού για τη σωτηρία του ανθρώπου, ότι δηλαδή, η σωτηρία του ανθρώπου συνίσταται στην αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα. Ούτε και έχει σχέση η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως με τη προσπάθεια του ανθρώπου να ενωθεί με θεουργικές, μαγικές ενέργειες και τελετές, όπως δίδασκε και έπραττε ο Νεοπλατωνισμός, ιδιαιτέρως ο Ιάμβλιχος.


Οπότε, πράγματι, υπάρχει ένας επηρεασμός σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους από ερμηνείες δυτικών θεολόγων ότι, δήθεν, η ορθόδοξη άσκηση, όπως διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, συνδέεται με τον ανατολικό μυστικισμό των Νεοπλατωνικών. Κατ‘ επέκταση υπάρχει και ένας επιρρεασμός και ως προς την πρακτική εφαρμογή της ζωής, αφού μεταφέρεται στη παράδοσή μας ένας δυτικός, ηθικιστικός και ακτιβιστικός μοναχισμός με την παραθεώρηση και περιφρόνηση του ησυχαστικού πνεύματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό συνιστά έναν Οικουμενισμό στην άσκηση, μια εκκοσμίκευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του ορθοδόξου μοναχισμού.


Καταλήγοντας, αυτά τα πολύ συνοπτικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι: σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους παρατηρείται ένας επηρεασμός από άλλες παραδόσεις τόσο στην θεολογία όσο και στην άσκηση. Καθώς επίσης και μερικοί ορθόδοξοι, στη πράξη σκέφτονται, θεολογούν και πολιτεύονται όπως οι παπικοί και οι προτεστάντες. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι πρέπει να εξετάζουμε και εμείς οι ορθόδοξοι, κατά πόσον αποσυνδέουμε τα μυστήρια της Εκκλησίας μας από την ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων μας και την ορθόδοξη άσκηση που εκφράζεται με τον ησυχασμό. Πρέπει να ερευνήσουμε το θέμα, μήπως διακρινόμαστε από μία «ορθόδοξη Ουνία» και ένα «ορθόδοξο Προτεσταντισμό», όταν συγχρόνως, είμαστε ορθόδοξοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί αλλ‘ όμως έχουμε εγκολπωθεί σε μερικά σημεία, τα δόγματα και τις απόψεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού ή τουλάχιστον έχουμε δεχθεί-εγκολπωθεί τη μεθοδολογία θεολογήσεως και τη μεθοδολογία της ασκήσεως που κυριαρχούν σ’ αυτές τις ομλογίες.

 

Πρέπει, δηλαδή, να προσέξουμε να μην αποδειχθούμε, εμείς οι ορθόδοξοι, ουνίτες στη πράξη ή να μην εκφράζουμε κάποια ιδιότυπη προτεσταντική Ουνία με το να διαφυλάττουμε τα ορθόδοξα μυστήρια και να συμμετέχουμε αλλά να έχουμε μία προτεσταντική θεολογία και ασκητική, δηλαδή να βιώνουμε τον Οικουμενισμό στη πράξη, τόσο στη θεολογία όσο και στην άσκηση.

 

Η Βαπτισματική Θεολογία

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Έγιναν στο παρελθόν και γίνονται στην εποχή μας πολλές συζητήσεις για το Βάπτισμα των αιρετικών, δηλαδή εάν οι αιρετικοί πού έχουν αποκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη και θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτήν, θα βαπτίζονται εκ νέου ή θα χρίονται απλώς, αφού δώσουν λίβελλο. Υπάρχουν αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για το θέμα αυτό.

Όμως στο κείμενο πού ακολουθεί θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα πού είναι συμφωνία μεταξύ της «Διαρκούς Συνελεύσεως Κανονικών Επισκόπων Αμερικής (SCOBA)» και της «Συνελεύσεως Καθολικών Επισκόπων Αμερικής (ACBC)» την 3 Ιουνίου 1999. Τήν μετάφραση του πρωτοτύπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα έκανε ο Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος έκανε συγχρόνως και μιά συνοπτική περιγραφή και κριτική του συμφωνηθέντος κειμένου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στην Αμερική.

Η βάση του κειμένου αυτή είναι η συμφωνία στο Μπαλαμάντ το 1993 «Ουνιτισμός, Μέθοδος Ενώσεως του Παρελθόντος και η Παρούσα αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας», την οποία φαίνεται επιθυμεί να στηρίξη.

Τό κείμενο πού σχολιάζουμε, δηλαδή το κείμενο πού υπογράφηκε στην Αμερική μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, με τίτλο «βάπτισμα και μυστηριακή κοινωνία» στηρίζεται σε μερικά σημεία, όπως το έχω εντοπίσει, τα οποία είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν όλο το περιεχόμενο της συγχρόνου οικουμενιστικής κινήσεως.

Τό πρώτον σημείο είναι ότι «το βάπτισμα εδράζεται επί της πίστεως του ιδίου του Χριστού, της πίστεως της Εκκλησίας, και της πίστεως του πιστού, εκ των οποίων απορρέει η οντότητά του» (13). Εκ πρώτης όψεως εδώ κάνει εντύπωση η απουσία του Τριαδικού Θεού, ίσως για να δικαιολογήται κάθε διασταλτική ερμηνεία του Βαπτίσματος. Η πίστη, λοιπόν, είναι το βάσιμο σημείο και στοιχείο του Βαπτίσματος.

Τό δεύτερο σημείο είναι ότι το Βάπτισμα δεν είναι μιά πράξη πού απαιτείται από την Εκκλησία, «αλλά μάλλον το θεμέλιον της Εκκλησίας. Τό βάπτισμα θεμελιώνει την Εκκλησίαν» (26). Εδώ παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το άγιο Βάπτισμα δεν είναι το «εισαγωγικό» μυστήριο διά του οποίου εισαγόμαστε στην Εκκλησία, αλλά το θεμέλιο της Εκκλησίας.

Τρίτον σημείον είναι ότι «το βάπτισμα ουδέποτε εγένετο κατανοητό ως ιδιωτική τελετουργία, αλλά μάλλον ως κοινοτικό γεγονός» (13). Αυτό σημαίνει ότι η Βάπτιση των κατηχουμένων αποτελούσε «περίστασιν μετανοίας και ανανεώσεως ολοκλήρου της κοινότητος» (13). Ο Βαπτισθείς «υποχρεούται να οικειοποιηθή την κοινήν πίστιν της κοινότητος εις το πρόσωπον και τάς υποσχέσεις του Σωτήρος» (14).

Τό τέταρτον σημείο είναι συνέχεια και συνέπεια των προηγουμένων. Αφού το Βάπτισμα εδράζεται στην πίστη στον Χριστό, αφού είναι η βάση της Εκκλησίας και επί πλέον αφού είναι έργο της κοινότητος, αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση του Βαπτίσματος συνεπάγεται και την αναγνώριση της Εκκλησίας. Στό συμφωνημένο κείμενο λέγεται: «Αμφότερα τα μέλη της Κοινής αυτής Επιτροπής, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, αναγνωρίζομεν εις τάς παραδόσεις αλλήλων κοινήν διδασκαλίαν και κοινήν πίστιν περί Βαπτίσματος, παρά τάς διαφοροποιήσεις εις την πράξιν, αι οποίαι, ως πιστεύομεν, δεν επηρεάζουν την ουσίαν του μυστηρίου» (17). Κατά το κείμενο υπάρχει κοινή πίστη και διδασκαλία περί του Βαπτίσματος στις δύο «Εκκλησίες», αλλά και οι υπάρχουσες διαφοροποιήσεις δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Τά δύο μέρη αναγνωρίζουν μιά εκκλησιαστική οντότητα «εις αμφότερα εξ αυτών, και εάν ακόμη θεωρούν την βίωσιν της οντότητος της Εκκλησίας υπό του ετέρου ως ελαττωματικήν ή πλημμελή» (17). Στό σημείο αυτό βρίσκεται η «ασφαλής βάσις της συγχρόνου χρήσεως της φράσεως "αδελφαί εκκλησίαι"». Η Ορθόδοξη και Λατινική Εκκλησία είναι οι δύο αδελφές Εκκλησίες, γιατί έχουν την ίδια παράδοση, την ίδια πίστη και το ίδιο Βάπτισμα, έστω και εάν υπάρχουν μερικές διαφορές. Γι’ αυτό και στο κείμενο επανειλημμένως υποστηρίζεται η άποψη: «Θεωρούμεν την αμοιβαίαν ταύτην αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής οντότητος του βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ημών, πλήρως σύμφωνον προς την αέναον διδασκαλίαν αμφοτέρων των εκκλησιών» (26). Παρερμηνεύοντας την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ισχυρίζονται ότι οι δύο «Εκκλησίες» παρά τις υφιστάμενες «ατέλειες» αποτελούν την ίδια οντότητα της Εκκλησίας. «Χάρις εις την δωρεάν του Θεού, είμεθα αμφότεροι "εκ της Εκκλησίας" κατά την φράσιν του Αγίου Βασιλείου» (26).

Τό πέμπτον σημείο είναι ότι κατηγορείται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ο οποίος, ερμηνεύοντας τις απόψεις του Κυπριανού Καρχηδόνος, του Μ. Βασιλείου και της Β' Οικουμενικής Συνόδου, κάνει λόγο, όπως και όλοι οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος, για την ακρίβεια και την οικονομία, ως προς τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, οι Πατέρες άλλοτε δέχονται τούς αιρετικούς με την ακρίβεια, δηλαδή με το Βάπτισμα, και άλλοτε με την οικονομία, δηλαδή με χρίσμα. Αλλά και όταν η Εκκλησία δέχεται κάποιον με οικονομία, αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ώρα πού τον αποδέχεται, ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας, ακριβώς γιατί η Εκκλησία υπέρκειται των Κανόνων, και όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, και η Εκκλησία είναι η πηγή των μυστηρίων και του Βαπτίσματος και όχι το Βάπτισμα βάση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μπορεί να αποδεχθή κάποιον αιρετικό με την αρχή της οικονομίας, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι αναγνωρίζει ως Εκκλησία την κοινότητα πού τον είχε προηγουμένως βαπτίσει. Μέσα από την προοπτική αυτή ερμηνεύεται η σχετική απόφαση της Β' Οικουμενικής Συνόδου.

Βεβαίως, η σύγχυση επιτείνεται από το ότι μεταξύ των προτάσεων υπάρχει και μία πρόταση, η οποία ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Λέγεται στο κείμενο ότι πρέπει να διευκρινισθή «ότι η αμοιβαία αναγνώρισις του βαπτίσματος δεν εξυπακούεται και την επίλυσιν όλων των ζητημάτων τα οποία τάς διαιρούν, ούτε την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των, αν και υποβοηθεί εις την απομάκρυνσιν ενός βασικού εμποδίου από την οδόν προς την αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας» (σελ. 28).

Από την μικρή ανάλυση φαίνεται πόση σύγχυση επικρατεί στούς οικουμενιστικούς κύκλους γύρω από τα θέματα αυτά, καθώς επίσης και ότι η αποδοχή του Βαπτίσματος των αιρετικών (Παπικών, Προτεσταντών πού αλλοίωσαν το δόγμα της Αγίας Τριάδος κλπ) ερμηνεύεται ως αποδοχή της υπάρξεως Εκκλησίας στούς αιρετικούς και ακόμη χειρότερο ότι και οι «δύο Εκκλησίες» Ορθόδοξη και Λατινική έχουν ενότητα παρά τις «μικρές» διαφορές ή προερχόμαστε από την ίδια Εκκλησία και πρέπει να αναζητήσουμε να επιστρέψουμε και να αποτελέσουμε την μόνη Εκκλησία. Είναι έκδηλη εδώ η θεωρία των κλάδων.

Όταν υπάρχει μιά τέτοια σύγχυση, τότε είναι ανάγκη να υιοθετούμε την άποψη της ακριβείας, πού διασώζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όσοι περιπίπτουν στην αίρεση βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας και δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα για την θέωση.

Πάντως, η βαπτισματική θεολογία δημιουργεί τεράστια προβλήματα στούς Ορθοδόξους. Τό κείμενο του οποίου είδαμε μερικά σημεία, είναι διάτρητο από εκκλησιολογικής πλευράς. Η πατερική ορθόδοξη διδασκαλία ως προς το θέμα αυτό είναι ότι η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, μέσα στην οποία διασώζεται η αποκαλυπτικη αλήθεια –ορθόδοξη πίστη– και τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως διά των μυστηρίων της Εκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Ευχαριστία) με τις απαραίτητες προϋποθέσεις πού είναι η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τό Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας. Δέν εδράζεται η Εκκλησία πάνω στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά το Βάπτισμα του ύδατος συνδεδεμένο με το Βάπτισμα του Πνεύματος ενεργούνται μέσα στην Εκκλησία και καθιστούν τον άνθρωπο μέλος του Σώματος του Χριστού. Εκτός της Εκκλησίας, του ζωντανού Σώματος του Χριστού, δεν υπάρχουν μυστήρια, όπως εκτός του σώματος δεν υπάρχουν αισθήσεις.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω το συμπέρασμα του Πρωτ. π. Γεωργίου Δράγα, ύστερα από «μία συνοπτική περιγραφή και κριτική»:

«Αι προτάσεις αύται δεν δύνανται να εύρουν συμφώνους πάντας τούς Ορθοδόξους, και δή τούς ελληνοφώνους (ή ελληνοφρόνους), και συνεπώς καθίστανται μάλλον διαιρετικαί ως προς τον πραγματικόν αυτών χαρακτήρα. Ο κύριος λόγος όστις οδηγεί εις τοιούτον κριτικόν συμπέρασμα είναι η απουσία εκκλησιολογικού υποβάθρου εις την όλην περί μυστηρίων ταύτην έρευναν, ως και η μονομερής ερμηνεία ή και παρερμηνεία, των δεδομένων της Ορθοδόξου μυστηριακής πράξεως, και μάλιστα της μυστηριακής τοιαύτης, έναντι των ετεροδόξων κατά τάς διαφόρους εποχάς. Αι προτάσεις, αύται και τα συμπεράσματα, αλλά και το όλον Συμφωνηθέν Κείμενον, αντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Η αποδοχή των υπό Ορθοδόξων θεολόγων σημαίνει μάλλον σκόπιμον προδοσίαν των ορθοδόξων θέσεων και υποταγήν εις τάς δυτικάς οικουμενιστικάς προοπτικάς, όπερ απορριπτέον!».

 



Подписка на новости

Последние обновления

События