Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Greek texts



Отец Иоанн Романидис, корифей догматического богословия Православной Кафолической Церкви

митрополит Навпактский и св. Власия Иерофей

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Вышла в свет , как мы уже сообщали, новая интересная книга митрополита Навпактского и св. Власия Иерофея под названием «О. Иоанн Романидис, корифей догматического богословия Православной Кафолической Церкви».

(греч. язык)

Κυκλοφόρησε, όπως είχαμε προαναγγείλει, τό πολύ ενδιαφέρον καί σημαντικό νέο βιβλίο τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου μέ τίτλο «π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας». Στό τεύχος 186 (σελ. 7) είχε γίνει μιά πρώτη παρουσίαση τού βιβλίου αυτού καί είχαν δημοσιευθή τά περιεχόμενά του. Στό παρόν τεύχος δημοσιεύεται ο πρόλογος καί η εισαγωγή τού Σεβασμιωτάτου.

Τιμάται 24 ευρώ. Όποιος επιθυμεί μπορεί νά τό προμηθευθή ή νά τό παραγγείλη από τήν Ιερά Μονή Γενεθλίου τής Θεοτόκου – Πελαγίας (τηλ.: 2261035135 καί 6944504297 πρωϊνές ώρες, τηλ/πο-φάξ: 2261039201, ηλ. ταχ.: pelagia@pelagia.org.gr) καί από τά θρησκευτικά βιβλιοπωλεία ή από τά Γραφεία τής Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου.

 

Πρόλογος

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε στόν Πειραιά τό 1927 καί κοιμήθηκε στήν Αθήνα τό 2001. Στό ενδιάμεσο διάστημα έζησε καί μεγάλωσε στό Μανχάτταν τής Ν. Υόρκης, σπούδασε στά μεγαλύτερα πανεπιστημιακά κέντρα, γνώρισε από κοντά τόν σχολαστικισμό, τόν ηθικισμό, τόν ιδεαλισμό καί τόν εθνικισμό, δίδαξε σέ Θεολογικές Σχολές, ταξίδευσε σέ όλο σχεδόν τόν κόσμο γιά διαλέξεις καί ομιλίες, συμμετείχε σέ διαχριστιανικούς καί διαθρησκειακούς διαλόγους. Πάντοτε ομιλούσε γιά τήν θεολογία τών Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων καί ανέπτυσσε τήν αξία τής Ρωμηοσύνης από θεολογικής, πολιτιστικής καί ιστορικής πλευράς. Τά βιογραφικά στοιχεία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη μπορεί ο αναγνώστης νά τά βρή στό βιβλίο τού π. Γεωργίου Μεταλληνού Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ο "προφήτης τής Ρωμηοσύνης" καί στήν εισαγωγή τού βιβλίου μου Εμπειρική Δογματική.

Ως άνθρωπος διακρινόταν από έκτακτα διανοητικά προσόντα, ήτοι χωρητικότητα διανοίας, σπάνια ευφυΐα καί οξυδέρκεια, έντονη διερευνητικότητα, αγωνιστικότητα καί απαράμιλλο θάρρος. Ενδεικτικό τής ευφυΐας καί τού ριψοκίνδυνου τού χαρακτήρα του ήταν ότι οδηγούσε πολλούς τύπους αεροπλάνων καί σκαφών. Επίσης, δέν υποχωρούσε πρό ουδενός, όταν αυτό ήταν αντίθετο μέ τίς αρχές του.

Πέρα από τά φυσικά του προσόντα διέθετε μεγάλο πνευματικό χάρισμα. Μεγάλο μέρος τής ευφυΐας του, τής ερευνητικότητάς του καί τού ριψοκίνδυνου τού χαρακτήρα του τό έστρεψε στά κείμενα καί τήν διδασκαλία τών Αποστολικών Πατέρων τής Εκκλησίας καί τών μετέπειτα μεγάλων Πατέρων. Διείδε τήν αξία τους καί τήν σπουδαιότητά τους. Καί στήν συνέχεια ασχολήθηκε μέ τήν νηπτική ησυχαστική διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά νά μελετήση τά σχετικά μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν εμπειρία τής θεώσεως. Έτσι, δέν ανέβαινε μόνον στούς αιθέρες τού ουρανού μέ τά αεροπλάνα, αλλά κατέβαινε καί στό βάθος τής καρδιάς καί μελετούσε τίς μετέπειτα πνευματικές αναβάσεις. Σύγχρονος εμπειρικός Ιερομόναχος μού είπε ότι η Εμπειρική Δογματική, όπως τήν δίδασκε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «είναι μικροσκοπική ανάλυση τού ορθοδόξου βιώματος». Αυτό δέν έγινε μόνον μέ τήν ευφυΐα του, αλλά καί μέ τό πνευματικό χάρισμα πού διέθετε, διότι ήταν πράγματι χαρισματικός.

Υπήρξε, λοιπόν, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό τό επισημαίνουν πολλοί στίς επιστολές πού μού απέστειλαν μετά τήν έκδοση τής Εμπειρικής Δογματικής. Θά αναφέρω ελάχιστες από αυτές εδώ, στόν πρόλογο, οι σημαντικότερες θά δημοσιευθούν ολόκληρες καί από τίς υπόλοιπες αποσπάσματα στό τρίτο μέρος τού βιβλίου.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μεταξύ τών άλλων, έγραψε:

«Η δογματική διδασκαλία τού αειμνήστου π. Ιωάννου Ρωμανίδου... έταμε νέας, καί εν ταυτώ παραδοσιακάς πατερικάς, οδούς εις τήν σύγχρονον Ορθόδοξον Θεολογίαν... Επετύχετε νά αποδώσητε άριστα τήν σκέψιν καί τόν λόγον τού αειμνήστου Θεολόγου τού κ' αιώνος, ο οποίος, τέκνον υπάρχων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήντλει πνευματικούς χυμούς από τάς υγιείς ρίζας τής σεβασμίας καί αγιοτόκου Καππαδοκίας εξ ής κατήγετο καί ηδυνήθη νά διακρίνη καί νά διακηρύξη τήν αλήθειαν ότι η αληθής Θεολογία δέν είναι ούτε ηθικισμός ούτε σχολαστικισμός ακαδημαϊκός, αλλ’ εμπειρία καθάρσεως, φωτισμού καί θεώσεως».

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, μεταξύ τών άλλων, έγραψε ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης «συνέβαλε αποφασιστικά από τή δική του πλευρά στήν ανάδειξη τής αιχμαλωσίας τής Ορθόδοξης Θεολογίας, στή διάσωση καί ανάδειξη βασικών θεολογικών αληθειών, τό έργο τού οποίου γίνεται αναπνοή τής Εκκλησίας».

Οι κρίσεις καί εντυπώσεις γιά τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, πού θά διαβάση ο αναγνώστης στό τέλος τού βιβλίου, είναι αξιοπρόσεκτες. Μερικές από αυτές είναι: «Ο π. Ιωάννης είναι ένας εκ τών ελαχίστων θεολόγων, ο οποίος κατενόησε σέ βάθος καί ουσία τή Δύση» (Μητροπολίτης Γερμανίας Αυγουστίνος). «Άξιος συνεχιστής καί θιασώτης τού αειμνήστου Γεωργίου Φλωρόφσκι, στήριξε τήν στροφή στούς Πατέρες τής Εκκλησίας, ως εκκλησιαστική γνησιότητα» (Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρετανίας Γρηγόριος). «Ο αείμνηστος πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους τού 20ού αιώνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχει λεχθεί» (Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος). «Η θεοφώτιστη διδασκαλία τού μακαριστού υποφήτου τής Ορθοδόξου Θεολογίας π. Ιωάννου Ρωμανίδου» (Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ). «Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους τού 20ού αιώνα, ο οποίος σφράγισε τήν επιστήμη τής Θεολογίας μέ τήν προσωπικότητα καί τό θεολογικό του έργο» (Μητροπολίτης Κωνσταντίας Αμμοχώστου Βασίλειος). «Ο αείμνηστος καί σεβαστός πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης ως πρός τήν αγάπη του πρός τήν Πατρίδα ήταν ένας αγνός, αμόλευτος από γραικυλισμούς Ρωμιός. Ως πρός τήν αγάπη του πρός τήν Ορθοδοξία ήταν ένας νέος Μωϋσής τής Θεολογίας, πού ανέβηκε στό Σινά καί μάς κατέβασε τίς θεόγραφες πλάκες τής Ορθόδοξης, Πατερικής, Φιλοκαλικής παραδόσεως. Κι άν δέν ήταν ο ίδιος θεόπτης υπήρξε όμως διδάσκαλος τής θεοπτίας απλανής» (Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης). «Σέ μιά συζήτηση μέ τόν Διευθυντή τού Ιδρύματος (Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών) αείμνηστο Παναγιώτη Χρήστου μού είχε πεί πώς θεωρούσε τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη ως τόν καλύτερο δογματολόγο καί τόν πλέον κατάλληλο νά γράψει μιά ορθόδοξη δογματική. Τόν εκτιμούσε πολύ καί ήθελε νά γράψει μιά "συστηματική" δογματική» (Αθανάσιος Μάργαρης, Φιλόλογος).

Από τήν αρχή τής ζωής του φάνηκαν τά χαρίσματά του, όταν άρχισε νά προβληματίζεται γιά τόν Χριστιανισμό πού συνάντησε στήν Δύση. Όμως, από τό μέσον τού 20ού αιώνος μέχρι τό τέλος του (μισόν αιώνα) αγωνίσθηκε μέ ανθρώπους καί ιδέες, μέ συστήματα καί νοοτροπίες, μέ στρεβλώσεις καί ψευδομορφώσεις, γιά νά ελευθερώση τήν ορθόδοξη θεολογία από τήν αιχμαλωσία της στίς δυτικές προϋποθέσεις. Καί τό έκανε αυτό μέ ζήλο, δύναμη, αποφασιστικότητα, καί μέ μιά έκφραση τής κατά Χριστόν σαλότητας, θά μπορούσε νά πή κανείς. Εβάστασε τό όνομα τού Χριστού καί τήν θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων σέ Δύση καί Ανατολή, σέ Βορρά καί Νότο, σέ όλο τόν κόσμο.

Ο αγιογράφος Ιωάννης Χαρίλαος Βράνος στό βιβλίο του Τά ακριβή πρότυπα τών εικόνων, εικονογραφική θεολογία, αναλύει τίς Θεοφάνειες στήν Παλαιά Διαθήκη καί ειδικότερα, βάσει τής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τά σχετικά μέ τήν θεωρία τού Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, διά τού οποίου γνωρίζουμε τόν Τριαδικό Θεό. Στόν πρόλογο τού βιβλίου γράφει μεταξύ τών άλλων:

«Η ανάκαμψη τής θεολογίας ήρθε μέ τήν εμφάνιση τού δόκιμου θεολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, διδασκάλου τής Δογματικής. Μέ τό σύγγραμμά του ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ επεξεργάζεται μεθοδικά απολύτως πειστικά τήν υπόθεση τών Θεοφανειών. Παραθέτει τά κείμενα τών μεγάλων αρχαίων Πατέρων καί ανασυγκροτεί τήν θεολογία επαναφέροντας τόν Θεό τής Παλαιάς Διαθήκης στόν θρόνο Του, ανάμεσα στόν λαό Του νά τόν υπερασπίζει ο ίδιος, νά τόν τρέφει μέ τό μάνα, νά τόν διδάσκει τήν σωτηρία του! Δίκαια ο π. Γεώργιος Μεταλληνός θεωρεί τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη ορόσημο τής θεολογίας ότι μιλάμε γιά τήν πρίν Ρωμανίδη εποχή καί τήν μετά απ’ αυτόν».

Αυτό γράφεται γιατί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στηριζόμενος σέ πατερικά χωρία, καί στήν υμνογραφία τής Εκκλησίας υποστήριζε ότι οι αποκαλύψεις τού Θεού στήν Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου, τού Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, τής Σοφίας τού Θεού. Καί αφού ο αγιογράφος Ιωάννης Χαρίλαος Βράνος αναφέρεται στό ότι μετά τήν ανάκαμψη τής θεολογίας από τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη ακολούθησε καί η ανάκαμψη τής αγιογραφίας, γράφει:

«Η προσφορά τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη στήν Αγιογραφία είναι ανυπολόγιστη. Καί όχι μόνον στήν Αγιογραφία, αλλά καί στήν στάση μας απέναντι στήν Δύση. Ύστερα από δυό χιλιάδες χρόνια άνοιξε η Ωραία Πύλη τού ιερού γιά νά εισέλθει ο Κύριος τής Δόξης, ο Άγγελος τής Μεγάλης Βουλής, στό θρόνο Του. Η πλάνη καί η αίρεση εξοβελίσθηκαν. "Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών καί εισελεύσεται ο Βασιλεύς τής Δόξης. Τίς εστιν ούτος ο Βασιλεύς τής Δόξης;". Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Άγγελος τής Μεγάλης Βουλής, "Αυτός εστιν ο Βασιλεύς τής Δόξης".

Αιωνία η μνήμη τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη».

Στήν αρχή δέ τού βιβλίου του απεικονίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης νά κάθεται μπροστά σέ ένα τραπέζι, όπως κάθονται οι Ευαγγελιστές πού γράφουν τό ιερό Ευαγγέλιο, ενδεδυμένος τήν ιερατική του αμφίεση, νά γράφη τήν Δογματική του γιά τόν Μεγάλης Βουλής Άγγελο, βλέποντας, συγχρόνως, τήν εικόνα Του. Αυτός είναι ο Ών καί εν αυτώ βλέπουμε τόν Πατέρα, καί η όραση γίνεται εν Αγίω Πνεύματι. Πέριξ τού σχεδίου αυτού γράφεται κυκλικά, μέσα σέ ειλητάριο: «Ιωάννης Ρωμανίδης, Ιερεύς 1927-2001, ο τής θεολογίας διδάσκαλος». Πάνω από τό σχέδιο γράφεται: «Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο δόκιμος θεολόγος τής εποχής μας, επανέφερε τήν διδασκαλία τών Πατέρων γιά τόν Θεό καί Κύριο τής Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν ο Υιός Θεός Λόγος καί όχι ο Πατήρ. Άσαρκος στήν Παλαιά Διαθήκη, ως Άγγελος τής Μεγάλης Βουλής, καί ένσαρκος Χριστός στήν Καινή Διαθήκη. Φωτίσθηκε πλέον η Αγιογραφία, καί στήν κορυφή τής κλίμακος τού Ιακώβ, στήν πάλη μέ τόν Άγγελο, μέσα στήν φλεγόμενη βάτο, στόν Μωϋσή πού παίρνει τίς λίθινες πλάκες καί σέ όλες τίς θεοφάνειες τής Παλαιάς Διαθήκης ζωγραφίζουμε τόν Θεό Λόγο, τόν άκτιστο Άγγελο τής Μεγάλης Βουλής καί όχι κτίσματα». Κάτω δέ από τήν παράσταση γράφεται η φράση πού προφανώς ανήκει στόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη: «Η μή Χριστολογική ερμηνεία (λανθασμένα αναγράφεται «ερμεινεία») τής Παλαιάς Διαθήκης δέν είναι μόνον πλάνη, αλλά καί αίρεσις». Αυτό δείχνει τήν μεγάλη σημασία τής δογματικής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί πώς αυτή εκφράζεται στήν ορθόδοξη αγιογραφία.

Στό παρόν βιβλίο μέ τίτλο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, παρουσιάζονται μερικά κεντρικά σημεία τής ορθοδόξου διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Στήν πρώτη ενότητα δημοσιεύεται η αλληλογραφία του μέ τόν μεγάλο επίσης θεολόγο τού 20ού αιώνος καί τής Εκκλησίας π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, μέ τόν οποίον είχαν διαρκή επικοινωνία, ήταν διδάσκαλός του καί ο ίδιος ήταν άριστος μαθητής του καί οι δύο αγωνίσθηκαν γιά τήν αποκάθαρση τής συγχρόνου ορθοδόξου θεολογίας από ξένες προσμίξεις.

Στή δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η πορεία καί η εξέλιξη τής θεολογικής σκέψεώς του μέχρι τήν διδακτορική του διατριβή, καθώς επίσης ο δημιουργικός διάλογός του πού έγινε κατά τήν συζήτηση γιά τήν έγκρισή της. Γίνονται περιλήψεις τών μεταδιδακτορικών ερευνών καί μελετών του καί συγκρίνεται η Δογματική του μέ άλλες Δογματικές, πού υπήρχαν μέχρι τότε, καί αποδεικνύεται η πληρότητά της. Δίνεται μιά περίληψη τού έργου τού Andrew Sopko, τό οποίο παρουσιάζει τό πανόραμα όλης τής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, πού τόν αποδεικνύει κορυφαίο διδάσκαλο τής εποχής μας. Καταγράφεται τό ενοποιητικό έργο τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ότι δηλαδή μέ όλους τούς αγώνες του απέβλεπε στήν ενότητα, μέσα, όμως, από τήν θεολογία τών Προφητών, τών Πατέρων καί τών Αποστόλων τής Εκκλησίας καί όχι μέ τήν διπλωματική οδό.

Στήν τρίτη ενότητα δημοσιεύονται οι εισηγήσεις πού έγιναν κατά τήν δημόσια παρουσίαση τού δίτομου έργου Εμπειρική Δογματική, καθώς επίσης οι επιστολές καί αποσπάσματα τών επιστολών πού μού εστάλησαν, κυρίως γιά νά φανή η λαμπρή καί φωτεινή προσωπικότητα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Όπως είναι φυσικό, επειδή τά κεφάλαια του βιβλίου εγράφησαν σέ διάφορα χρονικά διαστήματα, γι’ αυτό παρατηρούνται μερικές αναγκαστικές επικαλύψεις, αλλά κάθε φορά τονίζεται κάτι διαφορετικό.

Από όλα αυτά, τά οποία παρατίθενται στό παρόν βιβλίο, θά φανή καθαρά ότι ο π. Ιωάννης, ως Καππαδόκης Ρωμηός, κινήθηκε σέ όλη του τήν ζωή μέσα σέ ένα πυκνό δάσος –ζούγκλα- μέσα στό οποίο είχε νά αντιμετωπίση πολλούς εχθρούς πειρασμικούς, ήτοι τόν παπικό σχολαστικισμό, τόν προτεσταντικό ηθικισμό, τόν γερμανικό ιδεαλισμό, τήν εκκοσμίκευση τής Ορθοδοξίας, τήν εκκλησιαστική γραφειοκρατία, τόν φθόνο μερικών συναδέλφων του, τούς ψιθυρισμούς τών θιγομένων από τήν διδασκαλία του καί πολλά άλλα. Καί αυτός παρέμεινε σχεδόν μόνος, μέ τήν δύναμη τού Θεού καί τίς ευχές τών αγίων Πατέρων. Στόν ποικιλώνυμο αυτόν αγώνα πού έκανε πληγώθηκε πολλές φορές, έμεινε σχεδόν μόνος καί αποθαρρυμένος, όπως ο Προφήτης Ηλίας πού είπε: «εγώ υπολέλειμμαι προφήτης τού Κυρίου μονώτατος, καί οι προφήται τού Βάαλ τετρακόσιοι καί πεντήκοντα άνδρες, καί οι προφήται τού άλσους τετρακόσιοι» (Γ' Βασ. ιη', 22) καί «Ζηλών εζήλωκα τώ Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ τά θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καί τούς προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, καί υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, καί ζητούσι τήν ψυχήν μου λαβείν αυτήν» (Γ'Βασ.ιθ',10). Κοιμήθηκε δέ στήν Αθήνα τήν 1η Νοεμβρίου 2001.

Πρέπει νά καταγραφή ένα σημαντικό γεγονός. Οι ευσεβείς γονείς του, πού ήταν άνθρωποι προσευχής, μετά τήν γέννησή του στόν Πειραιά (τό 1927), τόν βάπτισαν στόν Ιερό Ναό τού οσίου Ιωάννου τού Ρώσσου στό Ν. Προκόπιο Ευβοίας –όπου είναι καί τό λείψανό του– καί ο οποίος άγιος ήταν αγαπητός στούς Καππαδόκες, καί τού έδωσαν τό όνομά του. Μέ τήν ενίσχυση τού μεγάλου αυτού θαυματουργού αγίου πορεύθηκε στόν Νέο Κόσμο γιά νά πολεμήση τούς «πλαστογράφους τής ορθοδόξου παραδόσεως», όπου τούς εύρισκε, μέ δύναμη, θεολογική επάρκεια καί γενναιότητα. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος κράτησε τήν ορθόδοξη πίστη ζώντας μεταξύ «αλλοδόξων» καί «αλλοπίστων» καί έδωσε τήν καλή μαρτυρία τής πίστεως, έτσι καί ο προστατευόμενός του π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναδείχθηκε ομολογητής τής ορθοδόξου πίστεως εν μέσω ποικιλωνύμων ετεροδόξων καί ομοδόξων.

Τό μανουάλι πού δώρισε η ευσεβής μητέρα του Ευλαμπία Ρωμανίδη, ως προσφορά, μπροστά στό σκήνωμα τού αγίου Ιωάννου Ρώσσου, πού υπάρχει καί μέχρι σήμερα –όπως μέ ενημέρωσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος– όπου καίνε τά κεριά τής πίστεως, τής αγάπης καί τής ελπίδας τών Χριστιανών, ήταν μιά διαρκής υπόμνηση στόν άγιο Ιωάννη τόν Ρώσσο, νά διαφυλάττη καί νά προστατεύη τόν υιό της από κάθε κακό καί νά τόν αναδεικνύη ομολογητή τής ορθοδόξου πίστεως. Έτσι, η θεολογία τής Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τόν χαρισματικό καί ατρόμητο π. Ιωάννη Ρωμανίδη είναι μιά λαμπάδα πυρός πού καίει μπροστά στόν «καθήμενον επί τού θρόνου» (Αποκ. α', 12-16, δ', 5).

Έγραφα στό Επισκοπείο τής Ναυπάκτου,

τήν Δευτέρα, 13 Ιουνίου 2011, εορτή τού Αγίου Πνεύματος.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Источник: http://parembasis.gr/2012/12_03_13.htm

Православие и Римо-Католицизм

Преимущество-Первенство и авторитет Римского папы по учению прп. Никодима Святогорца


Пресвитер Ангелос Ангелакопулос

(греч. Язык)


Αιδεσιμολογιώτατος Πρεσβύτερος
π.  Άγγελος  Αγγελακόπουλος


ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ

Εξέχουσα θέση ανάμεσα στον υμνογραφικό πλούτο της  Ορθοδόξου  Εκκλησίας μας κατέχει, εκτός των άλλων, και το απολυτίκιο της εορτής των αγίων Πατέρων: «Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης τους Πατέρας ημών θεμελιώσας και δι’ αυτών προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι». Δεν γνωρίζουμε, αν όλοι μας, είτε λαϊκοί είτε θεολόγοι είτε κληρικοί, έχουμε συλλάβει το βαθύτερο νόημα, την σημασία και την βαρύτητα αυτού του τροπαρίου, που εκφράζει μια πρώτιστη θεολογική πτυχή της  Ορθοδόξου  Εκκλησιολογίας. Η πτυχή αυτή, που μαρτυρείται από το ανωτέρω τροπάριο, είναι ότι η  Ορθόδοξος  Εκκλησία, εκτός από Μία, Αγία, Καθολική και  Αποστολική, είναι κατεξοχήν και Πατερική...

Θα μπορούσαμε κάλλιστα οι  Ορθόδοξοι, δίπλα από τα τέσσερα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της  Εκκλησίας, να προσθέταμε και την Πατερικότητα και να ομολογούσαμε στο Σύμβολο της Πίστεως την πίστη μας «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν,  Αποστολικήν και Πατερικήν  Εκκλησίαν». Η προσθήκη, όμως, αυτή, όπως και κάθε άλλη προσθήκη ή αφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως, απαγορεύεται ρητώς από τον 7ο  Ιερό Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εντούτοις, η  Εκκλησία μας παραμένει κατεξοχήν Πατερική, «επομένη τοις αγίοις πατράσιν», κι ας μην το ενστερνίζονται αυτό οι οικουμενιστές θεολόγοι και κληρικοί. «Ας εισαι υπερδεδοξασμένος, Χριστέ ο Θεός μας», λέει ο υμνογράφος, «επειδή θεμελίωσες στη γη τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες ως φωστήρες και διά μέσου αυτών μάς οδήγησες όλους στην αληθινή πίστη». Αυτή η φράση «δι’ αυτών» είναι μεγίστης σημασίας, γιατί μας δείχνει ότι μόνο μέσω των αγίων Πατέρων οδηγούμασθε στην αληθινή πίστη. Έχουμε, βέβαια, σε πρώτη θέση την  Αγία Γραφή, αλλά, επειδή αυτή σε αρκετά σημεια είναι ασαφής και δυσνόητη, χρησιμοποιούμε τους αγίους Πατέρες, με τα συγγράμματα και τους λόγους των οποίων ερμηνεύουμε την  Αγία Γραφή σωστά και ορθόδοξα. Να, λοιπόν, και μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ  Ορθοδόξου  Εκκλησίας και της αιρέσεως του προτεσταντισμού, ότι δηλαδή, εμείς, οι  Ορθόδοξοι, στηριζόμασθε στην  Ιερά Παράδοση, την  Αγία Γραφή, τους αγίους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους, ενω αυτοί, οι προτεστάντες, στηρίζονται μόνο στην  Αγία Γραφή (sola scriptura).

Ανάμεσα στη χορεία των οσίων και θεοφόρων Πατέρων της  Εκκλησίας μας ως αστήρ φαεινός και ως ανέσπερος ήλιος ανατέλλει ο όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Νικόδημος ο  Αγιορείτης, αυτή η μεγάλη μορφή της φιλοκαλικής, νηπτικής και ασκητικής θεολογίας του 18ου αιώνος.

Θα παρουσιάσουμε, λοιπόν, τον δογματικό και αντιαιρετικό λόγο του οσίου Πατρός και συγκεκριμένως τον αντιπαπικό του λόγο. Σπανίως ακούγεται σήμερα στην εποχή μας δογματικός και αντιαιρετικός λόγος. Ασχολούμασθε συνήθως με κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και εθνικά θέματα και έχουμε ξεχάσει την πίστη και τα δόγματα. Θα παρουσιάσουμε εν συνόψει την διδασκαλία του αγίου Νικοδήμου περί της αιρέσεως του Παπισμού και συγκεκριμένα περί των θεμάτων, που απασχόλησαν τις τελευταίες συναντήσεις της Μικτής επιτροπής του διαλόγου μεταξύ  Ορθοδόξων και Παπικών στην Ραβέννα τον  Οκτώβριο του 2007, στην Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 2009 όπου, δυστυχώς, για μία ακόμη φορά κυριάρχησαν και επιβλήθηκαν οι παπικές θέσεις, ενώ παραλλήλως περιθωριοποιήθηκε η  Ορθόδοξος διδασκαλία. Στην Πάφο της Κύπρου τον  Οκτώβριο του 2009 η Μικτή θεολογική επιτροπή διαλόγου  Ορθοδόξων και Παπικών δεν έλαβε κάποια απόφαση, λόγω της αντιδράσεως παραδοσιακών  Ορθοδόξων θεολόγων, οι οποίοι συνέταξαν την γνωστή «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» και της  Ιεράς Κοινότητος του  Αγίου  Όρους. Αδιέξοδο επίσης υπήρξε και το 2010 στη συνάντηση της Βιέννης. Ποια είναι, λοιπόν, η θέση του αγίου Νικοδήμου για τα παραπάνω θέματα;

A)  Περί πρεσβείων τιμής   Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως

О преимуществе чести Рима и Константинополя

Σύμφωνα με τον στ΄ Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, πρέπει να φυλάττονται τα παλαιά έθη των τριών Πατριαρχών, του  Αλεξανδρείας μεν κυρίως και κατά πρώτο λόγο, του  Αντιοχείας δε, κατά δεύτερο λόγο, και του  Ρώμης συνεπτυγμένως και περιληπτικώς, (περί δε του  Ιεροσολύμων ιδιαιτέρως και ξεχωριστά λέει η παρούσα Σύνοδος στον ζ΄ Κανόνα της και περί του Κωνσταντινουπόλεως λέει η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος στον γ΄ Κανόνα της), ώστε ο μεν Πατριάρχης (τον οποίο  Επίσκοπο ονομάζει εδώ, επειδή δεν ήταν ακόμη συνήθεια να ονομάζεται κάποιος με το όνομα του Πατριάρχου) της  Αλεξανδρείας να έχει την εξουσία των  Επισκόπων και Μητροπολιτών της Αιγύπτου, Λιβύης και Πενταπόλεως. Καθώς και στον Πατριάρχη  Ρώμης επικράτησε να έχει την εξουσία και προεδρία όλων των εσπερίων  Επισκόπων και Πατριαρχών.

Στο σημειο αυτό ο  Όσιος Νικόδημος μας πληροφορεί ότι οι ορμώμενοι από της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δεν ερμηνεύουν ορθώς τον παρόντα Κανόνα. Ο Πάπας Φίληξ, έχοντας διαφορές προς τον Κωνσταντινουπόλεως  Ακάκιο και αφού διέφθειρε τον παρόντα Κανόνα, είπε ότι ο  Επίσκοπος   Ρώμης έχει το κύρος σε κάθε σύνοδο, όπως θέλει ο παρών Κανόνας της εν Νικαία Συνόδου. Και πριν από αυτόν ο τοποτηρητής του Λέοντος Πασχασινός αντεστραμμένως προέφερε αυτόν τον Κανόνα στην Δ΄ Σύνοδο. Ο  Όσιος, όμως, από αυτά τα ρήματα του Κανόνος βρίσκει αληθινό το νόημα αυτής της Συνόδου. Λέει, λοιπόν, ότι, επειδή ο Μελέτιος παρέτρεψε τα δίκαια του  Επισκόπου  Αλεξανδρείας, έδωσε αιτία στην σύνοδο αυτή να εκθέσουν τον παρόντα Κανόνα και να διορίσουν όχι κάποιο νέο, αλλά μόνο να επικυρώσουν τις τάξεις, που σώζονταν από παλαιά συνήθεια, όχι μόνο στους Πατριάρχες, αλλά και στους Μητροπολίτες και όχι μόνο στις χειροτονίες, τις οποίες ο Μελέτιος παρέτρεπε, αλλά και σε κάθε άλλο δικαίωμα, που ανήκει στους Πατριάρχες και τους Μητροπολίτες κατά τις  Εκκλησίες, που υπόκεινται σ’αυτούς. Αφού, λοιπόν, έβαλε τα παραπάνω ως προϋποθέσεις, λέει ο Κανόνας˙ «Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω και Λιβύη και Πενταπόλει, ώστε τον εν  Αλεξανδρεία  Επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν, επειδή και τω εν  Ρώμη  Επισκόπω τούτο σύνηθές εστι». Εδώ, σύμφωνα με τον  Όσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η αντωνυμία «τούτο» δεν αναφέρεται σε άλλο, παρά στο έθος, που θα πει Κοινότερο. Καθώς και στον  Επίσκοπο  Ρώμης επικράτησε αυτή η συνήθεια. Ποια συνήθεια; Το να έχει την εξουσία όλων αυτών, που υπόκεινται σ’αυτόν. Καθώς έχει την ίδια συνήθεια ο  Ρώμης με τον  Αλεξανδρείας, έτσι έχει και την ίδια εξουσία μ’ εκείνον.

Ότι αυτό είναι το νόημα του Κανόνος, συμμαρτυρεί η  Αραβική μετάφραση αυτών των Κανόνων, δηλαδή η  Αλεξανδρινή έκδοση, ο Αιγύπτιος  Ιωσήφ ο αρχαίος ερμηνευτής των Κανόνων αυτής της Συνόδου, η μετάφραση του Διονυσίου του μικρού στο Λατινικό, η έκδοση του  Ισιδώρου Μερκάντορος και τέλος η μετάφραση του Ρουφίνου Πρεσβυτέρου  Ακυληΐας. Επειδή, λοιπόν, έτσι έχει το αληθές και η διοίκηση της  Ρώμης είναι περιορισμένη, όπως και του  Αλεξανδρείας, μάτην φαντάζονται οι  Ρωμάνοι από αυτόν τον Κανόνα ότι έχουν απεριόριστη εξουσία σε όλο τον κόσμο. Σημειώνει, τέλος, ο  Όσιος ότι ο παρών Κανόνας δεν ανακαίνισε τα πρεσβεία της  Ρώμης, επειδή ήταν ακέραια. Αν, όμως, δεν ήταν το ίδιο, που είπε περί του  Αλεξανδρείας, θα έλεγε και για τον   Ρώμης[1].

Ο γ΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου διορίζει ιδιαιτέρως περί του Κωνσταντινουπόλεως και λέει ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα και Πατριάρχη της  Ρώμης, επειδή και αυτή η Κωνσταντινούπολις δηλαδή είναι και ονομάζεται Νέα Ρώμη. Η πρόθεση «μετά» εδώ δεν δηλώνει το ύστερο του χρόνου, καθώς λένε μερικοί μαζί με τον  Αριστηνό, αλλά ούτε υποβιβασμό και ελάττωση, καθώς λανθασμένα ερμηνεύει ο Ζωναράς (επειδή με το να είναι μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο  Αλεξανδρείας, μετά τον  Αλεξανδρείας ο  Αντιοχείας και μετά τον  Αντιοχείας ο  Ιεροσολύμων, κατά τον λστ΄ της ΣΤ΄, υπάρχουν τέσσερα είδη υποβιβασμού τιμής και ακολούθως πέντε διάφορες τιμές η μία ανώτερη της άλλης, το οποίο είναι ενάντιο σε όλη την καθολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία και δεκτό μόνο από τους Λατίνους και τους Λατινόφρονες), αλλά δηλώνει ισότητα τιμής και τάξη, κατά την οποία ο μεν είναι πρώτος, ο δε δεύτερος. Ισότητα μεν τιμής δηλώνει, επειδή και οι εν Χαλκηδόνι Πατέρες στον κη΄ Κανόνα λένε ότι οι ρν΄ αυτοί  Επίσκοποι έδωσαν τα ίσα πρεσβεία της παλαιάς  Ρώμης και στην νέα  Ρώμη και οι εν Τρούλλω Πατέρες στον λστ΄ Κανόνα λένε ότι ο Κωνσταντινουπόλεως απολαμβάνει τα ίσια πρεσβεία με τον  Ρώμης. Τάξη δε δηλώνει, επειδή και αυτοί και εκείνοι στους Κανόνες τους λένε δεύτερο τον Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ρώμης, όχι ως προς την τιμή, αλλά ως προς την τάξη της τιμής. Γιατί, κατά την φύση των πραγμάτων, είναι αδύνατο να βρεθούν δύο ίσα και να λέγονται πρώτα και δεύτερα μεταξύ τους χωρίς τάξη[2].

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ανανεώνοντας με τον κη΄ Κανόνα της τον γ΄ της Β΄, έδωσε στον Κωνσταντινουπόλεως και τα ίσα προνόμια της τιμής του  Ρώμης, τα οποία είναι οι χειροτονίες των τριών διοικήσεων των Μητροπολιτών  Ασίας, Πόντου και Θράκης, οι οποίες επικυρώθησαν και με Κανόνα και όχι μόνο με έθος, επειδή είναι γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Γιατί, όπως ο  Ρώμης έχει τα πρεσβεία τιμής και εξουσίας, δηλαδή το Πατριαρχικό αξίωμα και το άρχειν της ιδίας ενορίας των  Εσπερίων, έτσι και ο Κωνσταντινουπόλεως έχει τα ίδια πρεσβεία, δηλαδή το Πατριαρχικό αξίωμα, και το άρχειν των ανωτέρω Μητροπολιτών, επειδή είναι από την ίδια ενορία. Αυτά είναι τα εκκλησιαστικά πράγματα, που αναφέρει εδώ ο Κανόνας, στα οποία, καθώς μεγαλύνεται ο  Ρώμης, έτσι μεγαλύνεται και ο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς καμμία διαφορά, εκτός από την εξής: ότι ο μεν  Ρώμης είναι πρώτος ως προς την τάξη, ο δε Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος ως προς την τάξη. Αυτά τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως επεκύρωσαν και επεσφράγισαν όχι μόνο οι Πατέρες της Συνόδου, αλλά και όλη η Σύγκλητος των αρχόντων, αν και οι λεγάτοι του Πάπα, βλέποντας να πλατύνονται τα όρια του Κωνσταντινουπόλεως, σχεδόν λιποθύμησαν, έναντιούμενοι σ’αυτά. Γι’αυτό προφανώς ψεύδονται οι παπολάτρες, λέγοντας ότι τα πρωτεία και πρεσβεία του  Ρώμης και το να μεγαλύνεται στα εκκλησιαστικά πράγματα προσμαρτυρούν σ’αυτόν ειδικό προνόμιο εξουσίας στην καθόλου Εκκλησία, δηλαδή μοναρχικό και αναμάρτητο αξίωμα. Αν τα πράγματα φανέρωναν κάτι τέτοιο, αυτό επρεπε να έχει και ο Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους Κανόνες, είναι ίσο και απαράλλακτο μέτρο της τιμής της εξουσίας και του μεγαλείου της  Ρώμης. Αλλά, αφού ποτέ δεν έλαβε κάτι τέτοιο ο Κωνσταντινουπόλεως από τους Κανόνες, άρα ούτε ο   Ρώμης.

Αλλά ούτε τα πρεσβεία του  Ρώμης είναι αυτά, που δόθηκαν από το θρυλλούμενο θέσπισμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Σίλβεστρο  Ρώμης, όπως αυτοί λένε, δηλαδή το να περπατά με τα παράσημα της βασιλικής μεγαλειότητος, κατά μίμηση του βασιλέως, το να έχει στο κεφάλι του, αντί στεφάνου, υπέρλαμπρο λώρο, το να φορά Βασιλικό ωμοφόριο, πορφυρά χλαμύδα και κόκκινο χιτώνα, το να έχει τον ίππο του στρωμένο βασιλικώς με όλα τα βασιλικά σημεία, το να κρατά ο Βασιλεύς, σαν στράτωρ, το χαλινάρι του ίππου του και το να μεγαλύνεται ο Κλήρος της  Εκκλησίας του, καθώς και η Σύγκλητος, τόσο στα φορέματα, όσο και στα υποδήματα και στην καββαλαρία. Δέν είναι αυτές οι εξωτερικές λαμπρότητες και περιφάνειες τα πρεσβεία και αξιώματα, που δόθηκαν από τους Κανόνες στον  Ρώμης, Α΄ γιατί, αν ήταν, έπρεπε να δοθούν παρομοίως και ίσως και στον Κωνσταντινουπόλεως και Β΄ γιατί, κατά τον ιστ΄ της Ζ΄ και τον κζ΄ της ΣΤ΄, οι λαμπρές και περιφανείς εσθήτες και κάθε βλακεία και καλλωπισμός του σώματος είναι αλλότρια των Κληρικών και της ιερατικής τάξεως και γιατί ο καπνώδης τύφος της κοσμικής εξουσίας πρέπει να είναι μακρυά από τους ιερείς του Θεού, κατά την επιστολή της εν Καρθαγένη Συνόδου προς τον Πάπα Κελεστίνο. Ο πγ΄ αποστολικός καθαίρει εκείνους, που θέλουν να έχουν και  Ρωμαϊκή αρχή και ιερατική διοίκηση. Και ο Κύριος στα Ευαγγέλια προστάζει να φυλαγόμασθε από εκείνους, που θέλουν να περπατούν εν στολαίς. Γι’ αυτό, το μάτην θρυλλούμενο θέσπισμα κρίνεται νόθο και πεπλασμένο. Αν καθ’ υπόθεσιν συγχωρήσουμε ότι είναι αληθές, αλλ’ όμως, επειδή και έναντιώνεται προφανώς στους ιερούς Κανόνες, είναι αργό και άκυρο. Οι πραγματικοί τύποι, που έναντιώνονται στους Κανόνες, είναι άκυροι. Πρεσβεία, λοιπόν, και πρωτεία του  Ρώμης είναι το να έχει την εξουσία όλων των  Επισκόπων και Μητροπολιτών στην Διοίκηση της  Ρώμης, ώστε να τους χειροτονεί μαζί με τους  Επισκόπους της Διοικήσεως, και το να είναι πρώτος ως προς την τάξη των υπολοίπων Πατριαρχών. Αυτά τα προνόμια τα έλαβε όχι επειδή η  Ρώμη είναι καθέδρα του  Αποστόλου Πέτρου, όχι επειδή ο  Ρώμης είναι βικάριος του Χριστού, καθώς ματαιολογούν οι Παπιστές, αλλά προκαταρκτικώς μεν επειδή η  Ρώμη ήταν τιμημένη με βασιλεία. Ο κη΄ Κανών της Δ΄ λέει˙ «Τω θρόνω της πρεσβυτέρας  Ρώμης, διά το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, εικότως οι Πατέρες αποδεδώκασι τα πρεσβεία». Επομένως δε και για το αρχαίο έθος, που ακολούθησε, καθώς ήταν πρωτεύουσα πόλη η  Ρώμη, έτσι να είναι πρώτος και ο  Επίσκοπός της. Συνεπομένως δε, επειδή οι Κανόνες του έδωσαν αυτό το προνόμιο, καθώς παρομοίως το ίδιο προνόμιο δόθηκε στον Κωνσταντινουπόλεως, γιατί η Κωνσταντινούπολη στάθηκε Βασιλεύουσα και νέα  Ρώμη, έγινε αρχαίο έθος να χειροτονεί τους  Επισκόπους στην  Ασία, τον Πόντο και την Θράκη, και επειδή έγινε έθος, εξεδόθηκαν οι Κανόνες και επισφράγισαν το αρχαίο έθος[3].      

Ο λστ΄ Κανόνας της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου ανακαινίζει τον γ΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον κη΄ της Δ΄, που αναφέρονται στα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως, ορίζοντας ότι αυτός να απολαμβάνει τα ίσα και τα αυτά προνόμια με τον  Ρώμης και να μεγαλύνεται στα  Εκκλησιαστικά πράγματα παρομοίως καθώς εκείνος, δεύτερος υπάρχοντας κατά τάξιν μετά από εκείνον, τρίτος δε ο  Αλεξανδρείας, τέταρτος ο  Αντιοχείας και πέμπτος ο  Ιεροσολύμων μόνο κατά την τάξη της προαριθμήσεως και αριθμήσεως.

Παρατηρεί ο  Όσιος ότι, επειδή τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως είναι επίφθονα, αθετήθηκαν από πολλούς κατά καιρούς, και επειδή είναι και κανονικά, ανακαινίσθηκαν από πολλούς κατά διαφόρους καιρούς. Π.χ. ο Διόσκορος έταξε τον Κωνσταντινουπόλεως πέμπτο, αθετώντας τον γ΄ Κανόνα της Β΄, αλλά πάλι τον ανεκαίνησε η Δ΄. Έπειτα, ο τύραννος Βασιλίσκος τα αθέτησε με Χρυσόβουλλο, αλλά ο  Ιουστινιανός τα ανεκαίνισε, (αν και ο ίδιος ο Βασιλίσκος τα διόρθωσε με αντεγκύκλια γράμματα). Μετά, ο τύραννος Φωκάς έδωσε πρωτείο στον  Ρώμης, (το οποίο αν και ο  Ηράκλειος ανέτρεψε), αλλά η εν Τρούλλω Σύνοδος, έχοντας αξίωμα Οικουμενικής Συνόδου, πάλι τα ανεκαίνισε. Δεν αμάρτησε η Σύνοδος, κάνοντας αυτό, όπως φλυαρούν από φθόνο οι Παπιστές, γιατί δεν το έκανε αφ’ εαυτής, αλλά ακολουθώντας τις προ αυτής Συνόδους[4].

Σχολιάζοντας ο  Όσιος Νικόδημος τον α΄ Κανόνα της εν τη αγία Σοφία συνόδου, διευκρινίζει ότι τα προνόμια της  Ρωμαίων  Εκκλησίας και του Πάπα της  Ρώμης, δηλαδή το να είναι πρώτος ως προς την τάξη της τιμής από τους υπόλοιπους τέσσερεις Πατριάρχες, ίσχυαν τότε, όταν η  Εκκλησία των  Ρωμαίων ούτε έσφαλλε στην πίστη, ούτε είχε διαφορές μ’εμάς τους Γραικούς (Ρωμιούς). Τώρα, όμως, εμείς δεν έχουμε καμμία ένωση και κοινωνία μ’αυτήν, εξαιτίας των αιρετικών δογμάτων, στα οποία αυτή υπέπεσε[5].

Β) Περί κοσμικής και πνευματικής εξουσίας Πάπα

О светской и духовной власти Папы

Σύμφωνα με τον πγ΄  Αποστολικό Κανόνα, οι Θείοι  Απόστολοι εμποδίζουν τους ιερωμένους να διοικούν τα δημόσια πράγματα και να δέχονται κοσμικές φροντίδες. Γι’ αυτό λένε ότι όποιος  Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος καταγίνεται σε στρατεία, δηλαδή όχι σε μεταχείρηση όπλων και πολέμων, αλλά σε διοίκηση στρατιωτικών πραγμάτων, όπως διανομή στρατιωτικών σιτηρεσίων, υποδοχή αυτών των τροφών και άλλες τέτοιες κυβερνήσεις, τις οποίες οι πολιτικοί ονομάζουν στρατείες˙ όποιος, λοιπόν, καταγίνεται σε τέτοια και θέλει να έχει και τα δύο και εξουσία  Ρωμαϊκή βασιλική και διοίκηση ιερατική και  Εκκλησιαστική, δηλαδή εξουσία εξωτερική και εσωτερική, αυτός, αν δεν παύσει από αυτά, ας καθαίρεται, διότι τα πράγματα και οι εξουσίες του Καίσαρος και βασιλέως, στον Καίσαρα πρέπει να δίνονται, δηλαδή σε ανθρώπους εξωτερικούς και βασιλικούς. Τα δε πράγματα και οι εξουσίες του Θεού, στον Θεό παρομοίως πρέπει να δίδονται, δηλαδή σε ανθρώπους θείους και εσωτερικούς, οι οποίοι είναι οι  Επίσκοποι, οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι.

Σημειώνει ο  Όσιος Νικόδημος ότι η εξουσία και η αρχή διαιρείται σε δύο. Άλλη μεν είναι κοσμική, την οποία εμπιστεύθηκε ο Θεός στους Βασιλείς και τους άρχοντες, άλλη δε είναι πνευματική, την οποία ενεχείρισε ο Θεός στους  Αρχιερείς και τους οικονόμους των ψυχών. Η μία είναι ενάντια στην άλλη. Γιατί, η μεν είναι επίγειος, η δε Ουράνιος. Η μεν φορεί μάχαιρα και θανατώνει, η δε πράως συγχωρεί και ζωοποιεί. Γι’ αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος λέει˙ «άλλοι όροι βασιλείας και άλλοι όροι ιερωσύνης. Ο βασιλεύς τα ενταύθα πεπίστευται, εγώ τα Ουράνια˙ (εγώ όταν είπω, τον ιερέα λέγω)˙ ο βασιλεύς σώματα εμπιστεύεται, ο δε ιερεύς ψυχήν. Ο βασιλεύς λοιπάδας χρημάτων αφίησιν, ο δε ιερεύς λοιπάδας αμαρτημάτων. Εκείνος αναγκάζει, ούτος παρακαλεί. Εκείνος όπλα έχει αισθητά, ούτος όπλα Πνευματικά»[6]. Το ίδιο άτοπο ακολουθεί ανίσως ή ο βασιλεύς τολμήσει να επιβαίνει του βήματος ή ο  Αρχιερεύς να βασιλεύει και να ζώννυται μάχαιρα, καθώς το έπαθε ο Δίκερως Γίγας της   Ρώμης, ο Πάπας, ο οποίος εκτός του ότι είναι εσωτερικός και κατά πνεύμα  Αρχιερεύς, θέλει να είναι εξωτερικός και κατά σώμα βασιλεύς˙ να ευλογεί και να θανατώνει, να κρατά την ποιμαντική βακτηρία και μάχαιρα την φονευτρία. Μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον! αναφωνεί ο  Όσιος Νικόδημος. Ας δει, λοιπόν, ότι βρίσκεται παραβάτης του παρόντος πγ΄  Αποστολικού Κανόνος και υπόκειται σε καθαίρεση, θέλοντας να έχει και τα δύο και  Ρωμαϊκή αρχή και ιερατική διοίκηση. Χρησιμώτατα είναι τα λόγια του  Οσίου  Επισκόπου Κουδρούβης προς τον Μεγάλο Κωνσταντίνο˙ «Σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρισεν, ημίν τα της  Εκκλησίας επίστευσε˙ και ώσπερ ο την σην αρχήν υποκλέπτων, αντιλέγει τω διαταξαμένω Θεώ, ούτω φοβήθητι μη και συ τα της  Εκκλησίας εις σεαυτόν έλκων, υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη. Απόδοτε, γέγραπται, τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της γης έξεστι, (τι αν είποι προς ταύτα ο διαρχών Πάπας;) ούτε συ του θυμιάν εξουσίαν έχεις ω Βασιλεύ»[7].

Γ) Περί Πάπα ως εσχάτου κριτή της  Εκκλησίας

О Папе как верховном судии Церкви

Σύμφωνα με τον  Όσιο Νικόδημο τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων. Πρώτο ιδίωμα όλων των Οικουμενικών είναι το να συναθροίζονται με προσταγές, όχι του Πάπα ή του δείνος Πατριάρχου, αλλά με βασιλικές προσταγές. Δεύτερο, το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός σε κάθε μία από τις Οικουμενικές. Τρίτο, το να είναι όλα τα δόγματα και οι Κανόνες, που εκτίθενται απ’αυτές, ορθόδοξα, ευσεβή και σύμφωνα με τις θείες Γραφές ή τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Τέταρτο και τελευταίο, το να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα διορισθέντα και κανονισθέντα από τις Οικουμενικές Συνόδους όλοι οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και  Αρχιερείς της καθολικής (Ορθόδοξης) Εκκλησίας, είτε με της αυτοπροσώπου παρουσίας τους, είτε με τοποτηρητές τους ή με γράμματά τους. Αυτή η συμφωνία των Πατριαρχών και  Αρχιερέων της Οικουμένης είναι ο συστατικός και διακριτικός χαρακτήρας των Οικουμενικών συνόδων. Η συμφωνία και η αποδοχή όλων των Πατριαρχών συνιστά τις Οικουμενικές συνόδους και όχι μόνο η αυτοπρόσωπη παρουσία τους ή η διά τοποτηρητών. Γιατί, σε όλες τις επτά Οικουμενικές συνόδους, κανένας Πάπας δεν ήταν παρών αυτοπροσώπως. Στην δε Β΄ και Ε΄ οι Πάπες Δάμασος και Βιγίλιος δεν ήταν παρόντες ούτε αυτοπροσώπως ούτε διά τοποτηρητών, αλλά οι Οικουμενικές παρέμειναν Οικουμενικές, διότι οι Πάπες συμφώνησαν με αυτά, που είχαν ορισθεί, και τα αποδέχθηκαν με γράμματα και υπογραφές.

Κατά τον  Όσιο Νικόδημο, η Οικουμενική Σύνοδος ανακηρύττεται ο έσχατος κριτής των Εκκλησιαστικών υποθέσεων, κατά τον στ΄ Κανόνα της Β΄, και όχι η θεία Γραφή, καθώς λένε οι Λουθηροκαλβίνοι, ή ο Πάπας, καθώς λένε οι Λατίνοι. Επειδή η αγία Γραφή σε πολλά μέρη μιλά ασαφώς και καθένας αιρετικός μπορεί να διαστρεβλώσει το ασαφές νόημα των Γραφών προς την αίρεσή του, γι’ αυτό χρειάζεται ερμηνεία για να εξηγήσει το αληθές νόημά της, ο οποίος δεν είναι άλλος από την Οικουμενική σύνοδο. Επίσης, επειδή οι αιρετικοί μαζί με τα γνήσια και καθολικά βιβλία της Γραφής τόλμησαν να επιγράψουν ως Κανονικά και τα νόθα και αιρετικά βιβλία τους, γι’αυτό η Οικουμενική σύνοδος εγκρίνει μεν τα γνήσια, αποβάλλει δε τα νόθα και απόκρυφα, όπως έκανε η ΣΤ΄ για τις  Αποστολικές διαταγές και η Α΄. Γι’ αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος, γνωρίζοντας αυτό, κομψώς γνωμάτευσε˙ «Εις το Ευαγγέλιον δεν ήθελα πιστεύση, αν δεν με έπειθεν η αξιοπιστία της  Εκκλησίας»[8]. Άρα συμπεραίνεται από αυτά, που ειπώθηκαν, ότι κανείς δεν μπορεί να έναντιωθεί στις Οικουμενικές συνόδους, μένοντας ευσεβής και ορθόδοξος, αλλά απλώς και αδιορίστως ο καθένας χρωστά να πείθεται σ’αυτές. Γιατί, αυτός, που αντιφέρεται και αντιπίπτει σ’αυτές, αντιφέρεται και αντιπίπτει στο ίδιο το άγιο Πνεύμα, που λαλεί μέσω των Οικουμενικών συνόδων και γίνεται αιρετικός και αναθεματισμένος, καθώς και ο Πάπας Δάμασος αναθεματίζει εκείνους, που δεν πείθονται στις Οικουμενικές συνόδους. Αλλά και αυτές οι ίδιες οι σύνοδοι αναθεματίζουν αυτούς, που δεν πείθονται σ’αυτές. Οχι μόνο ως αιρετικός, αλλά ως εθνικός και ασεβής λογίζεται αυτός, που παρακούει της  Εκκλησίας, το πρόσωπο της οποίας επέχει η Οικουμενική σύνοδος. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο, ο Κύριος λέει «εάν και της  Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης»[9], επειδή η ύστατη ψήφος και κρίση της  Εκκλησίας είναι η Οικουμενική σύνοδος. Αυτό το ίδιο είναι και εκείνο, που πρόσταξε ο Θεός να φυλάττεται και στη σύνοδο των ιερέων του παλαιού Νόμου[10].

Στα προλεγόμενα της εν Καρθαγένη τοπικής αγίας Συνόδου, ο  Όσιος Νικόδημος παρατηρεί ότι παρ’ όλο που στην Σύνοδο αυτή ήταν παρόντες οι τοποτηρητές του Πάπα, εντούτοις πάλι η τοπική έμεινε τοπική και δεν έγινε Οικουμενική, επειδή δεν ήταν παρόντες ή αυτοί ή οι τοποτηρητές τους και οι Πατριάρχες της  Ανατολής. Ώστε και ο Πάπας είναι μόνο μέρος των Οικουμενικών Συνόδων, όπως και οι υπόλοιποι Πατριάρχες και όχι πάνω από τις Συνόδους, όπως φαντάζονται οι σημερινοί ποντίφηκες της   Ρώμης[11].

Δ) Περί αυθεντίας Παπών

Об авторитете пап

Στα προλεγόμενα της Β΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου ο  Όσιος Νικόδημος σημειώνει το εξής αξιόλογο, που ακολούθησε σ’αυτή τη Σύνοδο, επειδή είναι αναιρετικό του φανταστικού προνομίου των σημερινών Παπών της  Ρώμης, ότι δηλαδή οι Πάπες αθροίζουν αυθεντικώς τις οικουμενικές Συνόδους. Την παρούσα Β΄ Οικουμενική Σύνοδο όχι μόνο δεν ήθροισε ο Πάπας Δάμασος, αλλά ήταν τελείως απών και δεν εκπροσωπούταν ούτε αυτοπροσώπως, ούτε με τοποτηρητές, ούτε με την συνήθη συνοδική επιστολή, παρ’ όλο που όλοι οι Δυτικοί και τότε συνομολόγησαν και τώρα συνομολογούν αυτή ως αληθώς οικουμενική[12].

Ε) Περί μοναρχικού αξιώματος, εκκλήτου και αναμαρτησίας Πάπα

О монархической привилегии, избранничестве и непогрешимости Папы

Αναφερόμενος ο  Όσιος Νικόδημος στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και συγκεκριμένα στον Τόμο του Λέοντος, λέει ότι την επιστολή αυτή έστειλε ο άγιος Λέων (του οποίου η  Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του στις 18 Φεβρουαρίου) προς τον άγιο Φλαυϊανό Κωνσταντινουπόλεως κατά των Μονοφυσιτών. Λένε ότι, αφού την έγραψε, την έβαλε στον τάφο του αγίου  Αποστόλου Πέτρου και με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή τον παρακαλούσε, αν έχει κάποιο λάθος, να την διορθώσει. Η περικοπή, που ακριβώς και υψηλώς θεολογεί για τις δύο φύσεις του Χριστού και την μία υπόσταση, έχει επί λέξει ως εξής˙ « Ενεργεί γαρ εκατέρα μορφή μετά της θατέρου κοινωνίας, όπερ ίδιον έσχηκε, του μεν Λόγου, του δε σώματος εκτελούντος, όπερ εστί του σώματος. Και το μεν αυτών, διαλάμπει τοις θαύμασι, το δε, ταις ύβρεσι υποπέπτωκε. Και καθάπερ ο Λόγος από της Πατρός δόξης εστίν αχώριστος, ούτω το σώμα την φύσιν του ημετέρου γένους ουκ απολέλοιπεν. Εις γαρ και ο αυτός αληθώς τε Υιός Θεού και αληθώς υιός ανθρώπου τυγχάνει. Θεός μεν κατά τούτο, καθ’ο εν αρχη ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος, ανθρωπος δε κατά τούτο, καθ’ ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Αφού, λοιπόν, αναγνώσθηκε η επιστολή στην παρούσα σύνοδο, οι Πατέρες βόησαν˙ «Αύτη η Πίστις των Πατέρων. Αύτη η Πίστις των  Αποστόλων. Πέτρος διά Λέοντος ταύτα εφώνησε». Γι’ αυτό και ονομάσθηκε αυτή η επιστολή Στήλη της ορθοδοξίας. Ο Σωφρόνιος  Ιεροσολύμων[13] γράφει γι’αυτή την επιστολή ότι ο Θεόδωρος  Επίσκοπος Λιβύης, που ήταν Κουβικουλάριος του Πατριάρχου  Αλεξανδρείας Ευλογίου, είδε στον ύπνο του ένα ψηλό άνθρωπο, άξιο πολλής τιμής και ευλαβείας, και του είπε να μηνύσει στον Πατριάρχη Ευλόγιο ότι ήλθε ο Πάπας της  Ρώμης Λέων για να τον ανταμώσει. Ο Θεόδωρος έδραμε παρευθύς στον Πατριάρχη και του είπε τα ρηθέντα. Και, λοιπόν, αφού ανταμώθηκαν, χαιρέτισαν ο ένας τον άλλο και μετά από λίγο είπε ο Λέων στον Ευλόγιο˙ «Ξέρεις γιατί ήλθα; Ήλθα για να σε ευχαριστήσω, επειδή εννόησες πολύ καλά την επιστολή μου. Να ξέρεις ότι έκανες μεγάλη χάρη, όχι μόνο σ’εμένα, αλλά και στον κορυφαίο Πέτρο». Αφού είπε αυτά, έγινε άφαντος. Το πρωί ο Θεόδωρος το διηγήθηκε στον Ευλόγιο κι εκείνος, κλαίγοντας, ευχαρίστησε τον Θεό, που τον έκανε κήρυκα της αληθείας. Αυτός ο Ευλόγιος ήταν επί Μαυρικίου βασιλέως.

Επειδή οι Παπιστές  κακώς συμπεραίνουν από αυτή την επιστολή ότι ο Πάπας είναι μονάρχης της οικουμένης και πάνω από τις Συνόδους, αποκρίνεται ο  Όσιος Νικόδημος, λέγοντας˙ πρώτον, ότι, αν και η επιστολή αυτή είναι στ’αλήθεια ορθοδοξότατη, δεν έγινε δεκτή από την Σύνοδο απλώς και ως έτυχε, αλλά εξετάσθηκε πρώτον αν είναι σύμφωνη με το Σύμβολο της Α΄ και Β΄ Συνόδου και με τα πραχθέντα επί αγίου Κυρίλλου από την Γ΄ Σύνοδο, και έτσι, αφού βρέθηκε σύμφωνη, υπογράφθηκε από τους  Αρχιερείς στην δ΄ πράξη της Δ΄ Συνόδου. Δεύτερον, ότι, καθώς η επιστολή αυτή ονομάσθηκε Στήλη της ορθοδοξίας στην Δ΄ Σύνοδο, έτσι και στην Ζ΄ Σύνοδο τα μεν γράμματα, που στάλθηκαν από τους  Αρχιερείς της  Ανατολής προς τον αγιο Ταράσιο, ονομάσθηκαν Στύλος ευσεβείας, η δε επιστολή του αγίου Ταρασίου προς τους ανατολικούς ονομάσθηκε  Όρος ορθοδοξίας˙ στήλη δε ορθοδοξίας, στύλος ευσεβείας και όρος ορθοδοξίας τα ίδια είναι. Η μεν επιστολή του αγίου Λέοντος δεν ονομάσθηκε στήλη απλώς, αλλά κάποια στήλη της ορθοδοξίας, επειδή είναι κι άλλες στήλες της ορθοδοξίας. Η δε επιστολή του αγίου Ταρασίου απλώς όρος της ορθοδοξίας και τα γράμματα των ανατολικών απλώς στύλος της ευσεβείας ονομάσθηκαν. Τρίτον, ότι, καθώς, μετά την ανάγνωση της επιστολής του Λέοντος, η Σύνοδος είπε˙ «Αύτη η Πίστις των Πατέρων», έτσι και μετά την ανάγνωση των πρακτικών της Α΄ και Β΄ βόησε˙ «Αύτη  η πίστις των ορθοδόξων, ούτω πιστεύομεν πάντες». Και όταν αναγνώσθηκε η επιστολή του αγίου Κυρίλλου, η Σύνοδος είπε˙ «Λέων και  Ανατόλιος ούτω πιστεύουσι και ημείς ούτω πιστεύομεν. Κύριλλος ούτω πιστεύει, αιωνία η μνήμη Κυρίλλου». Προσθέτει ο  Όσιος Νικόδημος ότι, μετά την ανάγνωση της επιστολής του Λέοντος, η Σύνοδος πρόσθεσε και τα εξής˙ «Κύριλλος ούτω επίστευσεν. Ο Πάπας ούτως ηρμήνευσε». Και πάλι˙ «Λέων εδίδαξε. Κύριλλος ούτως εδίδαξε. Λέων και Κύριλλος όμοια εδίδαξαν». Τέταρτον και τελευταίο, ότι η μεν Γ΄ Σύνοδος έκανε την επιστολή του αγίου Κυρίλλου προς τον Νεστόριο ίδιο όρο. Η δε Δ΄ Σύνοδος δεν έκανε ίδιο όρο την επιστολή του Λέοντος, παρ’όλο που πάσχισαν πολύ γι’αυτό οι τοποτηρητές του  Ρώμης, αλλά είπε ότι άλλος όρος δεν γίνεται. Ο όρος βεβαίωσε την επιστολή. Από την επιστολή μόνο αυτό τέθηκε στον όρο, ότι δηλαδή οι δύο φύσεις είναι ενωμένες αμερίστως και ασυγχύτως στον Χριστό. Γι’ αυτό απ’ ολ’ αυτά κατακρημνίζεται το φανταστικό μοναρχικό αξίωμα του Πάπα και αποδεικνύεται ότι και ο Πάπας, και όταν φρονεί ορθόδοξα, κρίνεται και εξετάζεται από την Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είναι ο έσχατος Κριτής στην   Εκκλησία[14].

Σύμφωνα με τον λστ΄ Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου, οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι και όλοι οι κατώτεροι Κληρικοί να θεωρούν τις κρίσεις τους στον ίδιο τους  Επίσκοπο. Αν μέμφονται την κρίση και απόφαση του  Επισκόπου τους, πρέπει να προσκαλούν τους πλησιοχώρους και γείτονες  Επισκόπους, ώστε αυτοί και ο  Επίσκοπος, που τους έκρινε, να θεωρήσουν τις διαφορές τους. Αν δεν στέρξουν ούτε στην κρίση των πλησιοχώρων και προσκαλεσθέντων  Επισκόπων, να αναβιβάζουν και να εκκαλούν την κρίση τους στον Μητροπολίτη της επαρχίας τους. Όσοι εκκαλέσουν την κρίση στα κριτήρια, που βρίσκονται πέρα από την θάλασσα, δηλαδή στα κριτήρια της  Ιταλίας και του  Ρώμης, και γενικά σε μακρυνά και υπερόρια κριτήρια, αυτοί να γίνονται ακοινώνητοι από όλους τους   Επισκόπους της  Αφρικής.

Σύμφωνα με τον  Όσιο Νικόδημο, από τον παρόντα Κανόνα α΄. μεν καταβάλλεται από τα θεμέλια η οφρύς και το γαυρίαμα της μοναρχίας του Πάπα, ο οποίος καυχάται και φαντάζεται ότι δόθηκαν σ’αυτόν όλες οι έκκλητες των  Εκκλησιών της οικουμένης. Διότι, ανίσως ο παρών Κανόνας εμποδίζει το να εκκαλούνται οι  Επίσκοποι της  Αφρικής στα αντίπερα της θαλάσσης και σχεδόν γειτονικά της  Ιταλίας και του  Ρώμης κριτήρια, πόσο μάλλον εμποδίζει να εκκαλούνται στον  Ρώμης αυτοί, που βρίσκονται σε μακρυνότερους τόπους; β΄. Αποδεικνύεται φανερώς ότι οι γ΄, δ΄, και ε΄ Κανόνες της εν Σαρδική, που διαλαμβάνουν περί της εκκλήτου του  Ρώμης, δεν ενοούνται για τους  Επισκόπους, που δεν υπόκεινται στον  Ρώμης, αλλά μόνο γι’αυτούς, που υπόκεινται σ’αυτόν. Και γ΄. ότι ο Κανόνας, που διαλαμβάνει για την έκκλητο του  Ρώμης, τον οποίο προέβαλαν στις αρχές της εν Καρθαγένη Συνόδου οι λεγάτοι του Πάπα, ήταν ψευδεπίπλαστος και όχι της Α΄ εν Νικαία Συνόδου, καθώς εκείνοι ψεύδονταν, όπως απέδειξαν και τα αυθεντικά ίσα του Κωνσταντινουπόλεως και  Αλεξανδρείας. Γιατί, αν ήταν της Α΄ Συνόδου, αναγκαίως έπρεπε να τον φυλάξει και η εν Καρθαγένη Σύνοδος, καθώς υπόσχεται στον α΄ Κανόνα της[15].

Η εν Καρθαγένη Σύνοδος έστειλε δύο επιστολές, μία προς τον Βονιφάτιο τον  Επίσκοπο της  Εκκλησίας των  Ρωμαίων και μία προς τον Πάπα Κελεστίνο. Αιτία και των δύο αυτών επιστολών στάθηκε ο Πρεσβύτερος Σίκκης  Απιάριος. Σύμφωνα με τον  Όσιο Νικόδημο, η υπόθεση του  Απιαρίου οικονομικώς ακολούθησε, ώστε να στηλιτευθούν από την παρούσα Σύνοδο τα υπερήφανα νεωτερίσματα, που επρόκειτο να επινοήσουν οι Πάπες της  Ρώμης. Δηλαδή η αναμαρτησία, η μοναρχία, η θρυλλουμένη έκκλητος και η νοθεία και διαφθορά μεν, την οποία από τότε επιχείρησαν να κάνουν οι Δυτικοί στα βιβλία των ιερών Συνόδων και των κατά μέρος Πατέρων, εκ του έναντίου δε, η ανόθευτη φύλαξη από τους Γραικούς (Ρωμιούς) και τους  Ανατολικούς αυτών των βιβλίων, τα οποία αποδεικνύονται από τις δύο αυτές επιστολές της παρούσης Συνόδου.

Σχολιάζοντας ο  Όσιος Νικόδημος την πρώτη επιστολή, λέει ότι αυτός ο Πρεσβύτερος  Απιάριος, ο οποίος ανήκε στην  Επισκοπή της Σίκκης της  Αφρικής, αφού ελέγχθηκε συνοδικώς για κανονικά εγκλήματα, που έκανε, χωρίσθηκε από την κοινωνία των συμπρεσβυτέρων του και των  Επισκόπων και Κληρικών. Αφού πήγε δύο φορές στη  Ρώμη, και στον καιρό του Ζωσίμου και στον καιρό του Κελεστίνου, όχι μόνο έγινε δεκτός σε κοινωνία απ’αυτούς, αλλά και, αφού εφοδιάσθηκε με συστατικά γράμματα απ’ αυτούς, επέστρεψε στην  Αφρική με τον  Επίσκοπο Φαυστινο, τον τοποτηρητή αυτών των Παπών, ο οποίος, παρ’ όλο που έβαλε όλες του τις δυνάμεις για ν’ αθωώσει τον  Απιάριο από τα κανονικά εγκλήματά του, γενόμενος προστάτης μάλλον παρά κριτής και έκδικος παρά διαγνώστης, εις μάτην εκοπίασε. Διότι, ο  Απιάριος, ελεγχόμενος από την συνείδησή του, ομολόγησε φανερά ότι αληθώς ήταν υπόδικος στα εγκλήματα, για τα οποία κατηγορούνταν, όπως αυτό αποδεικνύεται από την δεύτερη επιστολή προς τον Κελεστίνο, η οποία φαίνεται να στηλιτεύει την αναμαρτησία του Πάπα. Γιατί, δύο Πάπες και ο τοποτηρητής τους τρεις, φάνηκαν να συγκοινωνούν παρανόμως με τον ακοινώνητο και ακολούθως να αμαρτάνουν. Η Σύνοδος ελέγχει τον Κελεστίνο, λέγοντας ότι κανείς δεν πιστεύει ότι ο Θεός μπορεί να δώσει όλη την δικαιοκρισία σε ένα μόνο  Επίσκοπο, τον  Ρώμης δηλαδή και όχι σε τόσους  Επισκόπους, που συναθροίζονται σε Σύνοδο. «Ουδείς εστιν, όστις πιστεύσει ενί ω τινι δήποτε δύνασθαι τον Θεόν ημών εμπνεύσαι την δικαιοσύνην, τοις δε αναριθμήτοις εις Σύνοδον συνηθροισμένοις Ιερεύσιν, αρνείσθαι». Να που η μοναρχία του Πάπα κατακριμνίζεται. Ο Πάπας Ζώσιμος δίνει κομμονιτώριο γράμμα, δηλαδή ενταλτήριο και προστακτήριο, στον Φαυστίνο τον τοποτηρητή, μέσα στο οποίο γράφει τον ε΄ Κανόνα της Σαρδικής, ο οποίος διορίζει ότι, εάν κατηγορηθεί ένας  Επίσκοπος και τον κρίνουν οι  Επίσκοποι της επαρχίας, αυτός να εγκαλεί την κρίση του στον  Ρώμης, ο οποίος να στέλνει κριτές από το μέρος του για να κρίνουν τον  Επίσκοπο. Ομοίως γράφει και τον ιδ΄ της Σαρδικής, ο οποίος διορίζει ότι οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι, που θα αφορισθούν από οργίλο  Επίσκοπο, να έχουν την εξουσία να πηγαίνουν στους πλησιοχώρους για να κρίνονται. Και τους δύο αυτούς Κανόνες επιγράφει ψευδώς ότι είναι της εν Νικαία Συνόδου. Αλλά αυτή η Σύνοδος, και με τα αντίγραφα ίσα των Κανόνων, τα οποία έφερε πρώτον ο Καικιλιανός, και με τα αυθεντικά και αληθέστατα ίσα των αυτών Κανόνων της εν Νικαία, που στάλθηκαν ύστερα τόσο από τον  Αττικό Κωνσταντινουπόλεως, όσο και από τον Κύριλλο  Αλεξανδρείας, με τον Πρεσβύτερο  Ιννοκέντιο και τον Υποδιάκονο Μάρκελλο (διά μέσου των οποίων στάλησαν τα αυτά και στον Βονιφάτιο  Ρώμης από αυτή την Σύνοδο), παραβάλλοντας αυτούς τους δύο Κανόνες και μη βρίσκοντας κάτι τέτοιο να διορίζουν οι Κανόνες της εν Νικαία, απέδειξε ψευδόμενο τον Ζώσιμο και ακολούθως ψευδεπίπλαστη την έκκλητο, που ζητούσε, των  Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων, που δεν υπόκεινταν σ’αυτόν. Γι’ αυτό, για να αποβάλλει κατά κράτος εις το εξής αυτή την έκκλητο στον  Ρώμης, όχι μόνο επίτηδες εξέδωσε τους δύο Κανόνες, τον λστ΄ και το ρλδ΄, αλλά και στον Κελεστίνο γράφει προστακτικώς˙ «Εκβιαστάς τοίνυν Κληρικούς υμών, τινών αιτούντων μη θέλετε αποστέλλειν, μήτε παραχωρείν, ίνα μη τον καπνώδη τύφον του κόσμου δόξωμεν εισάγειν τη του Χριστού  Εκκλησία, ήτις το φως της απλότητος και της ταπεινοφροσύνης την ημέραν, τοις τον Θεόν ιδείν επιθυμούσι προσφέρει». Και πάλι˙ «Τους εντεύθεν παραγινομένους ευχερώς μη προσδέχεσθε, μηδέ τους παρ’ ημών αποκοινωνητέους εις κοινωνίαν του λοιπού θελήσετε δέξασθαι». Περί του  Απιαρίου γράφει ότι, αν και ο Πάπας θέλει να τον αθωώσει, όμως η  Αφρική δεν τον υπομένει στο εξής, αλλά θα τον καταφρονήσει ως παράνομο. Επίσης, η παρούσα Σύνοδος απέδειξε τους Δυτικούς και διαφθορείς  των βιβλίων, τους δε  Ανατολικούς αληθείς. Γιατί, στην επιστολή προς τον Βονιφάτιο λέει˙ «Τις γαρ αμφιβάλλει τα ίσα αληθέστατα είναι εν Γραικοίς (Ρωμιοίς), της εν Νικαία συναθροισθείσης Συνόδου; άτινα από ούτω διαφόρων τόπων και επισήμων Γραικών (Ρωμιών) προσενεχθέντα και συγκριθέντα, ομονοούσιν»[16].

Επίσης, από την κανονική και εγκύλιο επιστολή του αγίου Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως και της συν αυτώ Συνόδου προς άπαντας τους  Οσιωτάτους Μητροπολίτες και προς τον Πάπα  Ρώμης, αποδεικνύεται πως η  Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως διορθώνει και βοηθά την  Εκκλησία της  Ρώμης, που ενεργούσε την σιμωνία. Η μία αδελφή διορθώνει και βοηθά την άλλη όμοια αδελφή της. Πού είναι, λοιπόν, η τωρινή φανταζομένη μοναρχία του  Ρώμης επί των Συνόδων; ρωτάει ο  Όσιος Νικόδημος[17].  

Η εν Σαρδική σύνοδος, αν και ονομάσθηκε τόσο από τον Σωκράτη[18] όσο και από τον Μ. Αθανάσιο[19] Οικουμενική, ονομάσθηκε έτσι μόνο κατά το κάλεσμα, κατά την άθροιση και κατά την αρχή. Κατά δε την απόβαση και το τέλος της, μόνο τοπική είναι τη αληθεία. Διότι, οι ανατολικοί και δυτικοί  Επίσκοποι, που συνήλθαν, σχίσθηκαν σε δύο μέρη και αφόριζαν αλλήλους. Ο Σωζόμενος λέει˙ «Μετά δε ταύτην την Σύνοδον ουκ έτι αλλήλοις ως ορθοδόξοις επεμίγνυντο ουδέ εκοινώνουν». Και πάλι˙ «Τα δε των  Εκκλησιών, ως εικός, διχονοίαις συγκέχυτο και εν διαβολαίς ην»[20]. (Γιατί, η συμφωνία των απανταχού  Επισκόπων  είναι ο χαρακτήρας και η συστατική διαφορά των Οικουμενικών Συνόδων). Επειδή, λοιπόν, οι ανατολικοί δεν συμφώνησαν με τους δυτικούς, γι’ αυτό η Β΄ Οικουμενική στον ε΄ Κανόνα της την περί πίστεως βεβαίωση αυτή της Συνόδου ονόμασε τόμο μόνο των δυτικών. Γι’αυτό και ο Μάξιμος ο Μαργούνιος στον  Αντιρρητικό περί του αγίου Μάρκου  Εφέσου λέει γι’αυτήν˙ «Τοπική εστί και ουκ Οικουμενική, η εν Σαρδική αγία Σύνοδος˙ διότι, αν ήτο Οικουμενική, πώς η εν Κωνσταντινουπόλει πρώτη Σύνοδος ωνομάσθη και είναι Δευτέρα Οικουμενική, εις καιρόν όπου η εν Σαρδική αύτη έπρεπεν έτσι να ονομασθή;»[21]. Ως τοπική την δέχθηκαν και όλοι οι εξηγητές των Κανόνων και όλη η καθολική (Ορθόδοξος)  Εκκλησία. Αλλά ούτε αυτή η Σύνοδος είναι ένα με την εν Νικαία πρώτη, ούτε συναριθμείται με την εν Νικαία, όπως φλυαρούν οι  Ιησουΐτες, θέλοντας να αποδείξουν ότι η παρούσα Σύνοδος είναι ίση με την εν Νικαία και ακολούθως ότι η έκκλητος, που δίνει στον Πάπα, κατά τον γ΄, δ΄ και ε΄ Κανόνα της, είναι καθολική και Οικουμενική κατά πάσης  Εκκλησίας. α΄. Η παρούσα σύνοδος δεν είναι η ίδια με την εν Νικαία, γιατί και ο χρόνος και ο τόπος και οι  Επίσκοποι, που συνάχθηκαν, και η υπόθεση και ο σκοπός και όλα τα περιστατικά, που συνέβησαν σ’αυτή και την εν Νικαία είναι τελείως διαφορετικά και όχι τα ίδια. β΄. Ότι η παρούσα Σύνοδος δεν είναι η ίδια με την εν Νικαία αποδεικνύει η φιλονεικία, που ακολούθησε μεταξύ των Πατέρων της εν Καρθαγένη Συνόδου και των παπών της  Ρώμης Ζωσίμου, Βονιφατίου και Κελεστίνου σχετικά με τους Κανόνες αυτής της Συνόδου. Και γ΄. γιατί, αν η παρούσα ήταν η ίδια με την εν Νικαία, έπρεπε να την θυμηθούν οι μετέπειτα Οικουμενικές Σύνοδοι στους ιδίους όρους τους, καθώς αναφέρουν και την εν Νικαία, και οι εξηγητές των Κανόνων και οι ιστορικοί έπρεπε να την αναφέρουν σε κάποιο μέρος. Επειδή, λοιπόν, ολ’ αυτά αντίκεινται στην γνώμη των  Ιησουϊτών, άρα είναι ψεύδος ότι η Σύνοδος αυτή είναι ίδια με την εν Νικαία[22].

Οι Πάπες της  Ρώμης και παλαιά και τώρα σπουδάζουν να αποδείξουν από τους γ΄, δ΄, ε΄ και ιδ΄ Κανόνες της εν Σαρδική ότι σ’αυτούς δόθηκε η καθ’ όλου έκκλητος απάσης της  Εκκλησίας, δηλαδή όσοι  Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι από όλα τα μέρη της οικουμένης έχουν κρίση να αναβιβάζουν αυτή την κρίση στον Πάπα. Για να κερδίσουν αυτή την πολυθρύλλητη έκκλητο, τι δεν μεταχειρίσθηκαν και ποια ψεύδη δεν έπλασαν; Όσα έκαναν στην εν Καρθαγένη τα διηγηθήκαμε παραπάνω. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν παύουν οι Παπιστές να προβάλλουν ότι ο γ΄, δ΄ και μάλιστα ο ε΄ Κανόνας της εν Σαρδική διορίζουν για την καθόλου έκκλητο του Πάπα. Ότι δε οι ανωτέρω Κανόνες διορίζουν για την έκκλητο μόνο αυτών, που υπόκεινται στον  Ρώμης, είναι φανερό από τα ακόλουθα επιχειρήματα. α΄. Επειδή ο υπερφυής  Ιωάννης ο Ζωναράς, εξηγώντας τον ε΄ Κανόνα, λέει ότι αυτόν τον Κανόνα προβάλλουν οι  Ρωμάνοι για την έκκλητό τους, ελέγχθηκε όμως στην εν Καρθαγένη Σύνοδο ότι δεν είναι της εν Νικαία, αλλά ούτε αναθέτει στον  Ρώμης όλες τις εκκλήτους των  Επισκόπων, αλλά μόνο αυτών, που υπόκεινται σ’αυτόν. Αυτό το ίδιο λέει και ο Βαλσαμών. β΄. Επειδή το παλαιό σχόλιο, που βρίσκεται σ’αυτούς τους Κανόνες, λέει˙ «Βλέπε πώς όλοι σχεδόν οι Κανόνες της εν Σαρδική ταύτης Συνόδου μερικάς και όχι καθολικάς κανονίζουσι πράξεις και μόνας εκείνας όπου ανήκουσιν εις την ενορίαν του θρόνου της  Ρώμης. Ώστε όποιος θέλει να σώζωνται και να τιμώνται οι Κανόνες ούτοι, δεν θέλει τους βιάσει να τους κάμη καθολικούς και οικουμενικούς, διά τι ουδέ αυτά τα πράγματα συγχωρούσι τούτο να γένη. Αλλά καθώς περί του  Ρώμης οι Κανόνες ούτοι διορίζουσιν, έτσι παρομοίως και περί των άλλων τεσσάρων Πατριαρχών και ο καθείς εξ αυτών ημπορεί να τους μεταχειρισθή διά τα ανήκοντα πράγματα και τας εκκλήτους των υποκειμένων εις την εδικήν του Πατριαρχίαν, επειδή οι Κανόνες ούτοι δεν αναφέρουσιν όλας τας εκκλήτους και διοικήσεις των  Εκκλησιών εις τον  Ρωμαϊκόν θρόνον˙ τούτο γαρ είναι πράγμα και αδύνατον και αλλότριον της  Εκκλησίας». γ΄. Διότι και η εν Βενεθαλία τοπική Σύνοδος απαραλλάκτως κατά το ανωτέρω σχόλιο εννόησε αυτόν τον Κανόνα της εν Σαρδική, ώστε δηλαδή οι μεν  Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, που υπόκεινται στον  Ρώμης, να υποτάσσονται στις ψήφους και την κρίση του  Ρώμης, αυτοί δε, που υπόκεινται στον  Αλεξανδρείας και στους άλλους Πατριάρχες, να υποτάσσονται στις κρίσεις και αποφάσεις εκείνων, καθώς μαρτυρεί ο  Αέων  Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας περί της εν Βενεθαλία Συνόδου, στους Κανόνες της οποίας βρίσκεται και το ρηθέν σχόλιο. δ΄. Επειδή, αν οι Κανόνες αυτοί εννοηθούν ότι δίδουν στον  Ρώμης τις εκκλήτους όλης της Εκκλησίας, φανερώς βρίσκονται ενάντιοι όχι μόνο με τους ιβ΄, ιστ΄ και λβ΄  Αποστολικούς, αλλά και με τον ε΄ Κανόνα της εν Νικαία, με την οποία σπουδάζουν οι παπιστές να αποδείξουν ίση την εν Σαρδική και στο όνομα της οποίας ψευδώς επιγράφουν τους Κανόνες της εν Σαρδική. Πώς, λοιπόν, κατ’αυτούς μπορεί η εν Σαρδική να είναι μία και η αυτή με την εν Νικαία, αφού οι Κανόνες της, όπως εννοούνται κατ’αυτούς, είναι εναντιώτατοι με τους Κανόνες της εν Νικαία; ε΄. Επειδή η φιλονεικία, που ακολούθησε μεταξύ των Πατέρων της εν Καρθαγένη και των παπών, απέδειξε βεβαιότατα ότι οι παρόντες Κανόνες δίδουν στον  Ρώμης την έκκλητο μόνο στην ενορία και επαρχία του. Οι θείοι εκείνοι Πατέρες λένε στην προς Κελεστίνον επιστολή ότι δεν απαγορεύεται στην  Εκκλησία της  Αφρικής με κάποιον όρο των Πατέρων να ζητά κανείς να μεταθεωρεί τις κρίσεις των εν  Αφρική, δηλαδή παρ’ ενορίαν. Και πάλι, «περί γαρ του τινάς ωσανεί εκ του πλευρού της σης αγιωσύνης πέμπεσθαι εν ουδεμία των Πατέρων Συνόδω ορισθέν ευρίσκομεν». Οι εν Καρθαγένη Πατέρες είπαν αυτά τα λόγια, όχι επειδή δεν ήξεραν τελείως την εν Σαρδική Σύνοδο (γιατί πώς ήταν δυνατόν να μην την ξέρουν, αφού 36  Επίσκοποι, κατά τον Δοσίθεο, από την  Αφρική ήταν παρόντες στην εν Σαρδική;), όχι επειδή δεν ήξεραν ότι το να αποστέλλονται κριτές από την πλευρά του  Ρώμης είναι λόγια του ε΄ Κανόνος της εν Σαρδική (γιατί είναι απίθανο οι  Αφρικανοί  Επίσκοποι να μην πήραν μαζί τους τους Κανόνες της στην  Αφρική), αλλά τα είπαν αυτά, γιατί αυτοί οι Κανόνες δεν εννοούνται γι’αυτούς, που δεν υπόκεινται στον  Ρώμης, καθώς τους εννοούν οι Πάπες, αλλά μόνο γι’αυτούς, που υπόκεινται σ’αυτόν. Η Σύνοδος λέει ότι αυτό κανένας όρος ή Κανόνας των Πατέρων δεν διορίζει, ούτε βρίσκεται σε καμμία Σύνοδο των Πατέρων (άλλοι δε είπαν ότι το «εν ουδεμία των Πατέρων Συνόδω ορισθέν ευρίσκομεν» εννοείται αντί του σε καμμία συνέλευση των Πατέρων της Α΄ Συνόδου δεν βρίσκεται. Γιατί, η εν Καρθαγένη Σύνοδος συνηθίζει να ονομάζει Συνόδους τις συνελεύσεις και τις πράξεις των Πατέρων των Συνόδων. Ή εννοείται ότι σε καμμιά Οικουμενική Σύνοδο δεν βρίσκεται. Ο δε Δοσίθεος λέει ότι με το να ήταν οι Κανόνες της εν Σαρδική μερικοί και τοπικοί, δεν τους γνώριζαν οι εν Καρθαγένη, επειδή δεν ήταν ευθύς παραδεδομένοι σε όλη την  Εκκλησία).

Αυτό είναι το αληθές νόημα των Κανόνων αυτών και ψευδής, λοιπόν, είναι η ζητουμένη έκκλητος του Πάπα και εδώ φάνηκε τελείως ανίσχυρη. Αν και οι Λατίνοι προβάλλουν τον  Αρμενόπουλο, επειδή δέχεται την καθολική έκκλητο του Πάπα, πρέπει να λεχθεί ότι ο λόγος του  Αρμενόπουλου και άλλων ομοίων λογίζεται σαν ένα τίποτα μπροστά σε τόσο και τέτοιο νέφος μαρτύρων, που ανέφερε ο  Όσιος Νικόδημος. Ούτε πάλι οι ανωτέρω Κανόνες της εν Σαρδική ανανεώνουν και βεβαιώνουν την έκκλητο, που δόθηκε στον Πάπα από την εν Νικαία Σύνοδο. Γιατί, γίνεται φανερό ότι δεν ανανεώνουν, αλλά δίνουν στον  Ρώμης αυτή την έκκλητο, η οποία δεν υπήρχε εξ αρχής, από αγάπη και σχέση, που είχε ο  Όσιος προς τον  Ρώμης, ως τοποτηρητής του. Γι’ αυτό και η Σύνοδος δεν αποκρίθηκε τίποτα προς μεν τον γ΄ και δ΄ Κανόνα, μόνο δε στον ε΄ είπε ότι αρέσκεται[23].

ΣΤ) Περί Πάπα ως άκρου  Αρχιερέως

О папе как высшем ахиерее

Προς αναίρεση της αλαζονίας και του τύφου διορίζει ο μστ΄ Κανόνας της εν Καρθαγένη συνόδου ότι ο πρώτος  Επίσκοπος της καθέδρας να μην ονομάζεται  Έξαρχος των  Ιερέων ή άκρος  Ιερεύς ή με κάποιο άλλο παρόμοιο υψηλό και υπερήφανο όνομα, γιατί αυτό είναι αλλότριο των  Επισκόπων, που είναι μαθητές του ταπεινού στην καρδιά  Ιησού. Αλλά, να ονομάζεται μόνο  Επίσκοπος της πρώτης καθέδρας. Ας αισχυνθεί από τον παρόντα Κανόνα, επισημαίνει ο  Όσιος Νικόδημος, ο Ποντίφηξ της  Ρώμης, ο οποίος θέλει να ονομάζεται άκρος  Αρχιερεύς και άλλα υπερήφανα και ισόθεα ονόματα, και ας γνωρίζει ότι εναντιώνεται σ’αυτή την Σύνοδο, στην οποία ήταν παρόντες και οι τοποτηρητές του. Δηλαδή ας γνωρίζει ότι αυτός εναντιώνεται στον εαυτό του[24].

Επίλογος

Заключение

Πάγια θέση του  Οσίου Νικοδήμου, όσον αφορά το πρωτείο εξουσίας του Πάπα, αποτελεί ότι τα πρεσβεία και πρωτεία του  Ρώμης, όταν αυτός ήταν ορθόδοξος και δεν είχε αποκοπεί από την Εκκλησία, είναι δύο πράγματα: α) το να έχει την εξουσία όλων των  Επισκόπων και Μητροπολιτών στη διοίκηση της  Ρώμης, ώστε να τους χειροτονεί μαζί με τους επισκόπους της διοικήσεως, και β) το να είναι πρώτος ως προς την τάξη των υπολοίπων Πατριαρχών. Αυτά τα προνόμια τα έλαβε, όχι επειδή η  Ρώμη είναι καθέδρα του  Αποστόλου Πέτρου, ούτε επειδή ο  Ρώμης είναι βικάριος του Χριστού, καθώς ματαιολογούν οι Παπιστές, ούτε εξαιτίας της ψευδοκωνσταντίνειας δωρεάς, αλλά προκαταρκτικώς μεν επειδή η  Ρώμη ήταν τιμημένη με βασιλεία, επομένως δε εξαιτίας του αρχαίου έθους, που ακολούθησε, ότι δηλαδή καθώς η  Ρώμη ήταν πρωτεύουσα, έτσι να ήταν πρώτος και ο  Επίσκοπός της.

Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι η διοίκηση του  Ρώμης είναι περιορισμένη, όπως και των άλλων Πατριαρχών. Γι’αυτό μάτην φαντάζονται οι Παπολάτρες ότι έχουν απεριόριστη εξουσία σε όλο τον κόσμο και ψεύδονται, λέγοντας ότι τα πρεσβεία και πρωτεία του  Ρώμης και το να μεγαλύνεται στα εκκλησιαστικά πράγματα, προσμαρτυρούν σ’αυτόν ειδικό προνόμια εξουσίας στην καθόλου  Εκκλησία, δηλαδή μοναρχικό και αναμάρτητο αξίωμα. Αν τα πράγματα φανέρωναν κάτι τέτοιο, θα έπρεπε και ο Κων/λεως να έχει αυτό το προνόμιο εξουσίας και το αξίωμα, επειδή ο Κων/λεως, σύμφωνα με τους  Ιερούς Κανόνες, είναι ίσο και απαράλλακτο μέτρο τιμής, εξουσίας και μεγαλείου του  Ρώμης. Αλλά, αφού ποτέ δεν έλαβε κάτι τέτοιο ο Κων/λεως από τους  Ιερούς Κανόνες, άρα ούτε και ο  Ρώμης.

Διευκρινίζει ο  Όσιος ότι τα προνόμια του Πάπα  Ρώμης και  Ρωμαίων ίσχυαν μόνο τότε, όταν αυτή ούτε έσφαλλε στην πίστη ούτε είχε διαφορές μ’ εμάς τους Γραικούς (Ρωμιούς). Τώρα, όμως, εμείς δεν έχουμε καμμία ένωση και κοινωνία μ’αυτή, εξαιτίας των αιρετικών δογμάτων, στα οποία αυτή υπέπεσε.

Το παπικό δόγμα περί πρωτείου εξουσίας είναι αβάσιμο τόσο αγιογραφικώς όσο και ιεροκανονικώς και στηρίζεται μόνο στην οφρύ και το γαυρίαμα του Πάπα. Κινούμενος από εγωισμό και φιλαρχία, ο Πάπας παρερμήνευσε τον λόγο του ιδίου του Χριστού προς τον  Απόστολο Πέτρο, κατά τον οποίο λόγο ο Χριστός μακάρισε τον  Απόστολο μετά την άνωθεν αποκάλυψη και ομολογία του ότι Αυτός (ο Χριστός) είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. «Μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς». Και στη συνέχεια του λέει: «Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την  Εκκλησίαν και πύλαι  Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»[25]. Κατά τους Παπικούς «πέτρα» είναι ο  Απόστολος Πέτρος, στον οποίο στηρίζεται η  Εκκλησία και τον οποίο άφησε ο Χριστός ως αντιπρόσωπό Του στη γη. Ο δε  Απόστολος Πέτρος, με τη σειρά του, άφησε τον Πάπα ως αντιπρόσωπό Του στη γη. Έχουμε δηλαδή στον Παπισμό το εξής σχήμα:Χριστός→ Απόστολος Πέτρος→Πάπας. Η ερμηνεία, όμως, αυτή είναι αυθαίρετη.

Η ορθόδοξη ερμηνεία αυτού του χωρίου είναι ότι «πέτρα» δεν είναι ο  Απόστολος Πέτρος, αλλά η άνωθεν αποκαλυφθείσα ομολογία και πίστη του ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος. Άλλωστε ολόκληρη η  Ιερά Παράδοση βοά ότι «πέτρα της πίστεως» και «λίθος ακρογωνιαίος» δεν είναι άλλος από τον  Ίδιο τον Θεάνθρωπο  Ιησού Χριστό. Στην  Ορθοδοξία πιστεύουμε ότι ο Χριστός έδωσε το  Άγιον Πνεύμα όχι σ’ ένα μόνο  Απόστολο, τον  Απόστολο Πέτρο, αλλά σε όλους τους  Αποστόλους ισάξια. Επομένως, δεν δικαιολογείται το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα, διότι κεφαλή της  Εκκλησίας είναι ο Χριστός και ψυχή της το  Άγιον Πνεύμα. Έχουμε δηλαδή το σχήμα: Χριστός→ Άγιον Πνεύμα→ Απόστολοι.

Σχετικά με το θέμα της αυθεντίας, κατά τον  Όσιο Νικόδημο, έσχατος κριτής των εκκλησιαστικών υποθέσεων και αυθεντία της  Εκκλησίας δεν είναι η θεία Γραφή, καθώς λένε οι Λουθηροκαλβίνοι, ούτε ο Πάπας, καθώς λένε οι Λατίνοι, αλλά η Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή είναι η ύστατη ψήφος και κρίση της  Εκκλησίας. Γιατί, αυτός, που αντιφέρεται και αντιπίπτει σ’ αυτές, αντιφέρεται και αντιπίπτει στο ίδιο το  Άγιο Πνεύμα, που λαλεί μέσω των Οικουμενικών Συνόδων και γίνεται αιρετικός, αναθεματισμένος, εθνικός και ασεβής.

Επιπροσθέτως, και η εν Καρθαγένη τοπική αγία Σύνοδος παρέμεινε τοπική και δεν έγινε Οικουμενική, παρ’ όλο που ήταν παρόντες σ’αυτή οι τοποτηρητές του Πάπα. Επομένως, και ο Πάπας, όπως και οι υπόλοιποι Πατριάρχες, είναι μέρος μόνο των Οικουμενικών Συνόδων και όχι πάνω απ’ αυτές, όπως φαντάζονται οι σημερινοί ποντήφικες της  Ρώμης.

Τέλος, αναιρετικό του φανταστικού προνομίου των Παπών, ότι δηλαδή οι Πάπες συναθροίζουν αυθεντικώς τις Οικουμενικές Συνόδους, αποτελεί και το γεγονός ότι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο όχι δεν συνήθροισε ο Πάπας, αλλά ήταν τελείως απών και δεν εκπροσωπούνταν ούτε αυτοπροσώπως, ούτε με τοποτηρητή, ούτε με την συνήθη συνοδική επιστολή, παρ’ όλο που οι Δυτικοί την συνομολογούν ως αληθώς Οικουμενική.

Από τα κατατεθέντα μπορεί εύκολα κανείς να εικάσει ποια ήταν η θέση  του Πάπα  Ρώμης στην αρχαία  Εκκλησία πριν το σχίσμα και ποια μετά απ’αυτό εως και σήμερα. Ο Πάπας στην αρχαία  Εκκλησία, όταν ορθοδοξούσε, ήταν ένας από τους πέντε Πατριάρχες της  Εκκλησίας, χωρίς καμμία διαφορά απ’αυτούς, εκτός από τα πρεσβεία τιμής στην τάξη των Πατριαρχών. Η εξουσία του ήταν περιορισμένη, εκτεινόμενη μόνο μέσα στα γεωγραφικά όρια του Πατριαρχείου  Ρώμης. Δεν είχε καμμία αυθεντία, αλλά έκανε υπακοή στις Οικουμενικές Συνόδους, την  Αγία Γραφή, τους  Ιερούς Κανόνες και γενικά την  Ιερά Παράδοση.

Δυστυχώς, όμως, από τον 8ο και 9ο αιω. παρεισέφρυσαν και εγκαταστάθηκαν στον Παπισμό τα πάθη του εωσφορικού εγωισμού, της κενοδοξίας, της φιλαρχίας και της φιλοδοξίας, με αποτέλεσμα την ανυπακοή, την εισαγωγή κενοφανών αιρέσεων, τη νόθευση και παραχάραξη του Χριστιανισμού. Έκτοτε παραμένει προκλητικά αμετανόητος. Έχει καταστεί αιρετικός και ως εκ τούτου βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, όσο κι αν προσπαθούν οι οικουμενιστές να μας πείσουν ότι και ο Πάπας είναι «εκκλησία», έχει «μυστήρια», έχει «ιερωσύνη», έχει «θεία Χάρη».

Ευχή και προσευχή όλων μας αποτελεί να φωτίσει ο  Άγιος Τριαδικός Θεός, με τις πρεσβείες του  Αγίου Νικοδήμου, τον Πάπα, τους Δυτικούς και τους ορθοδόξους οικουμενιστές, οι οποίοι (οικουμενιστές) δεν έχουν αποβληθεί ακόμη από  Ορθόδοξη Σύνοδο εκτός  Εκκλησίας, να δείξουν καλή διάθεση, προαίρεση και πνευματική διάκριση, να μετανοήσουν, να αποκηρύξουν τις πλάνες και τις αιρέσεις τους και να ομολογήσουν την ορθόδοξη πίστη, έτσι ώστε να επανέλθουν στους κόλπους της  Ορθοδόξου  Εκκλησίας και να λάβουν την θέση, που είχαν. Τότε, μεγίστη χαρά και πανήγυρις θα γίνει στους αγγέλους και τους ουρανούς για τις μετανοημένες ψυχές. «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι»[26]. Ο Θεός να φωτίσει κι εμάς τους  Ορθοδόξους να ορθοδοξούμε αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς. Ας προσέξουμε, τέλος, να μην φθάσουμε στο άλλο άκρο, τον Παλαιοημερολογιτισμό – Ζηλωτισμό, ο οποίος είναι σχίσμα και οδηγεί στον Προτεσταντισμό.
 

Αιδεσιμολογιώτατος πρεσβύτερος
π.  Άγγελος  Αγγελακόπουλος
Εφημέριος Ι.Ν.Ζωοδόχου Πηγής
 Χατζηκυριακείου Πειραιώς

( - Πνευματικό τέκνο του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου και καθηγουμένου της  Ι.Μ. Αγίας Τριάδος  Άνω Γατζέας Βόλου πατρός Γρηγορίου Χατζηνικολάου.

- Μαθητής και συνεργάτης του αιδεσιμολογιωτάτου πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Θεοδώρου Ζήση.
(σύμβουλος καθηγητής εις την διπλωματικήν εργασίαν με θέμα « Η αίρεσις του Παπισμού κατά τον άγιο Νικόδημο τον  Αγιορείτη» και εις την διδακτορικήν διατριβήν με θέμα «Ο Πατριάρχης  Ιεροσολύμων Δοσίθεος και η Χριστιανική Δύση»).

- Μαθητής και συνεργάτης της  Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου  Αγίου  Όρους και του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου και καθηγουμένου πατρός Γεωργίου Καψάνη.

- Μέλος της γνωστής συνάξεως Κληρικών και Μοναχών).

[1] Σχ.βλ.  ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 129-130.
[2]  Ο.π., σσ. 157-158.
[3] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 207-208.
[4] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 252.
[5]  Ο. π., σ. 364.
[6] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος δ΄ εις τόν  Οζίαν, τ. Ε΄, σ. 149.
[7] Σχ.βλ. Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ,  Επιστολή προς τους απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων  παρά των  Αρειανών επί Κωνσταντίου, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, ΕΠΕ, τ.9, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 3027-14 και ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 109- 110.
[8] Σχ.βλ. ΙΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ,  Επιστολή 154η, PL 32-47.
[9] Ματθ. 18, 17.
[10] Δευτερ. 17, 2-8. Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 118-120, 193.
[11]  Ο. π., σ. 462.
[12]  Ο. π., σ. 153.
[13] Σχ.βλ. ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, σ. 527.
[14] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 182-183.
[15] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον , σ. 482.
[16] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 541-542.
[17]  Ο. π., σ. 693.
[18] Σχ.βλ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ,  Εκκλησιαστική ιστορία, βιβλίο 2ο, κεφ. 20ο, PG 67, 236 A.
[19] Σχ.βλ. Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Απολογητικός κατά Αρειανών {η απολογητικός δεύτερος, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, ΕΠΕ, τ.8, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 3222, 12612.
[20] Σχ.βλ. ΣΩΖΟΜΕΝΟΣ,  Εκκλησιαστική ιστορία, βιβλίο 3ο, κεφ. 13ο, PG 67, 1065 C.
[21] Σχ.βλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΜΑΡΓΟΥΝΙΟΣ, Αντιρρητικός περί αγίου Μάρκου   Εφέσου.
[22] Σχ.βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 443.
[23] Σχ.βλ. ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, σσ. 146-159 και  ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 445-446.
[24] Σχ.βλ. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 487.
[25] Μτθ 16, 17-18.
[26] Λκ. 15, 10.



πηγή: Ι.Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Αναρτήθηκε από ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ στις 3.5.12

Ετικέτες ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ


Σύγκριση τοῦ «Περί Εὐθυμίας» ἔργου τοῦ Πλουτάρχου

μέ τίς ἐπιστολές «Πρός Ὀλυμπιάδα»τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Сопоставление труда Плутарха “О веселии” с письмами “К Олимпиаде” свт. Иоанна Златоуста


Ирини Артеми, богослов-филолог

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου –Φιλόλογου

Μ.Α. Θεολογίας - ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στήν ἐργασία αὐτή θά ἀσχοληθοῦμε μέ δύο μεγάλους συγγραφεῖς. Ὁ ἕνας εἶναι τοῦ ἀρχαίου μετακλασικοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ Πλούταρχος ὁ Χαιρωνέας καί ὁ ἄλλος ἀνήκει στό χριστιανικό κόσμο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ καθένας τους, ἄν καί ἔδρασε σέ διαφορετική ἐποχή καί μέσα σέ διαφορετικές συνθήκες σφράγισε ἀνεξίτηλα τήν ἐποχή πού ἔζησε· ἀποτέλεσε, ἀποτελεῖ καί θά ἀποτελέσει σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τίς μέλλουσες γενιές σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ πολιτισμένου κόσμου. Ἡ καταπλήσσουσα εὐρύτητα τῆς μορφώσεως τοῦ Πλουτάρχου καί τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καταδεικνύεται ἐκ τοῦ ποσοῦ καί τοῦ ποιοῦ τῶν ἔργων τους πού προκαλοῦν ἀμέριστο ἐνδιαφέρον σέ μελετητές, ἐπιστήμονες καί μή, ἀπό τήν ἐποχή πού γράφτηκαν ἕως σήμερα.

Ἀσχολούμενοι λοιπόν, μέ δύο τόσο ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἐθνικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι φυσικό νά αἰσθανόμαστε δέος γιά τούς λαμπρούς συγγραφεῖς πού ἐξετάζουμε. Ἐπιδίωξή μας εἶναι νά παρουσιάσουμε μιά ἐργασία, πού κατά τό δυνατόν, νά ἀνταποκρίνεται στό ὕψος τῶν διανοημάτων τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν. Εὐελπιστοῦμε τό ἀποτέλεσμα νά μπορέσει νά δικαιώσει τήν προσπάθειά μας.

Ε.Ἀ.Ἀ.


ΚΥΡΙΩΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ

ΚΔ: Καινή Διαθήκη

ΠΒΛ: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,1-9 Ἀθήνα 1983-1988

πρβλ: παράβαλε

ΠΔ: Παλαιά Διαθήκη.

PG: Patrologia Graeca Cursus Completus, ἔκδοσις J.P. Migne, Paris 1857-1912.

SC: Sources Chrétiennes, Directeurs - fondateurs: H. de Lubac et J. Daniélou, Paris 1941 κ..

ΘΗΕ: Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, 1-12 Ἀθῆναι 1962-1965.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η ΕΠΟΧΗ, Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΧΑΙΡΩΝΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

(α.) ζωή καί τό ἔργο τοῦ Πλουτάρχου τοῦ Χαιρωνέως.


Πλούταρχος, μία ἀπό τίς σπουδαιότερες καί σημαντικότερες μορφές τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γραμμάτων, ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους φιλοσόφους καί βιογράφους ὄχι μόνο τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνα ἀλλά καί τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν. Δυστυχῶς, ὅμως, ἄν καί ἴδιος μᾶς ἄφησε κληρονομιά πολλές βιογραφίες σπουδαίων μορφῶν τῆς ἑλληνικῆς καί ῥωμαϊκῆς πολιτικῆς ἱστορίας1, κανείς δέ μᾶς κληροδότησε τή δική του βιογραφία. Ὅπως παρατήρησε ξένος ἐκδότης καί σχολιαστής τοῦ Πλουτάρχου, Babbitt2, εἶναι τοῦτο εἰρωνεία καί ἀδικία τῆς μοῖρας.Ὅσες πληροφορίες ἔχουμε τή χαρά νά γνωρίζουμε γιά τή ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ συγγραφέα τίς ἀντλοῦμε κυρίως μέσα ἀπό τά ἔργα του καί ἀπό κάποια λιγοστά σταχυολογήματα που ὑπάρχουν στό λεξικό τοῦ Σουΐδα. Θεωροῦμε ὅτι Πλούταρχος γεννήθηκε κατά τό 50 μ.Χ στή Χαιρώνεια τῆς Βοιωτίας καί ἐξεμέτρησε τό βίο του γύρω στό 120 μ.Χ.3.

Πλούταρχος καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια μέ πολιτική ἐπιρροή καί αὐτό τοῦ ἐπέτρεψε νά λάβει ἐπιμελημένη μόρφωση καί ἀγωγή, πρῶτα στήν πόλη πού γεννήθηκε καί κατόπιν στήν Ἀθήνα. Στήν τελευταία εὐτύχησε νά ἔχει δάσκαλο τόν Περιπατητικόν φιλόσοφο Ἀμμώνιο4, διδάσκαλο τῆς Πλατωνικής Ἀκαδημίας. Ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στή μελέτη τῆς ῥητορικῆς, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης5. Ὑπῆρξε ἐπιλεκτικός στίς διάφορες φιλοσοφικές ἐπιρροές καί θεωρίες μένοντας ὅμως, κατά βάση προσηλωμένος στίς διδασκαλίες καί στίς ἀρχές τοῦ Πλάτωνα6.

Παρ̉ ὅλο πού εἶχε στό πλευρό του μιά ὑποδειγματική σύζυγο, τήν Τιμοξένα μέ τήν ὁποία δημιούργησαν μιά ἀξιοθαύμαστη οἰκογένεια, δοκίμασε πολλές πικρίες ἐξαιτίας σκληρῶν δοκιμασιῶν πού τοῦ ἐπιφύλασσε ἡ μοῖρα. Βαριά πλήγματα τῆς τύχης γεύθηκαν οἱ δύο σύντροφοι ὅταν πέθαναν τά τρία ἀπό τά τέσσερα (σύμφωνα μέ ἄλλους μελετητές πέντε) παιδιά τους. Τό ὅτι μπόρεσε νά βαστάξει τή μεγάλη αὐτή λύπη του, φανερώνει ἄνθρωπο πού διάγει τό βίο του μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ἰσχυρῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν καί θαλπωρῆς.

Ταξίδεψε σέ πολλές πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, Ἀθήνα, Ῥώμη κ.λπ. Τό μεγαλύτερο ὅμως, μέρος τῆς ζωῆς του τό πέρασε στή Χαιρώνεια, τήν ὁποία δέν ἐγκατέλειψε γιά μακρό διάστημα οὔτε γιά χάρη τῆς Ἀθήνας πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἀποτελοῦσε σημαντικό πνευματικό κέντρο.

Στή Ῥώμη ταξίδευε συχνά καί ἔδιδε διαλέξεις φιλοσοφικοῦ περιεχομένου πάντοτε στήν ἑλληνική γλῶσσα, ἀφοῦ ποτέ δέν μπόρεσε νά καταφέρει νά χειρίζεται ἐπαρκῶς τή λατινική γλῶσσα. Ἀπόκτησε φίλους ἐξέχοντες Ῥωμαίους πολίτες. Τιμήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό μέ τό ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου καί ἐπί τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Ἀνδριανοῦ τοῦ ἀπονεμήθηκε τό ἀξίωμα τοῦ ἐπιτρόπου τοῦ αὐτοκράτορος γιά τήν Ἑλλάδα.

Σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ βίου του ἀλλά καί στό ἔργο του ἀκολουθεῖ τό μέτρο. Μπορεῖ ὁ Πλούταρχος νά μή διακρίνεται πολλές φορές γιά τήν πρωτοτυπία τῶν διανοήματων καί τῆς ἐν γένει πνευματικῆς δημιουργίας του· σίγουρα ὅμως δέ μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ συστηματική μελέτη, ἐπεξεργασία καί παρουσίαση τοῦ κληρονομηθέντος πνευματικοῦ ὑλικοῦ πού χρησιμοποίησε.

Γονιμώτατος συγγραφέας ὑπῆρξε. Τό μεγαλύτερο ὅμως, μέρος τῶν συγγραμμάτων του ἀπωλέσθηκε· τά ἔργα πού μᾶς σώθηκαν χωρίζονται σέ δύο μεγάλες κατηγορίες, στά Ἠθικά καί στούς Βίους. Οἱ Βίοι ἀποτελοῦν σημαντικές βιογραφίες ἐξόχων Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων ἀνδρῶν «καί τή συγκριτική αὐτῶν ἀντιβολήν»7. Μέσα ἀπό τίς βιογραφίες του προσπάθησε νά σκιαγραφήσει τόν χαρακτῆρα προσώπων πού διακρίθηκαν μέ τίς πράξεις τους τή ζωή τους στή διάρκεια τῆς μέχρι τότε ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ καί ῥωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

Γιά τήν ἐπιτυχῆ συγγραφή τοῦ ἔργου αὐτοῦ Πλούταρχος χρησιμοποίησε κυρίως παραθέματα καί ἀνέκδοτες πηγές, ἐνῷ ἀδιευκρίνιστο εἶναι ἄν ἔχει κάνει χρήση τοῦ ὑλικοῦ παλαιοτέρων λατίνων συγγραφέων, Σαλλούστιου, Νέπωνος, Λιβίου κ.λπ. σπουδαῖος αὐτός ἕλληνας συγγραφέας ἐπεξεργάστηκε τό ὑλικό τῶν πηγῶν του μέ τό ἐξαιρετικό ταλέντο πού εἶχε νά ἐκθέτει μέ τρόπο θεατρικό τά πράγματα καί μέ τήν ὑψηλή του τέχνη στή διαγραφή τῶν χαρακτήρων8. Γενικότερα Πλούταρχος δίνει τήν ἐντύπωση συγγραφέα, πού κάνει χρήση δελτίων σχετικά μέ τό θέμα πού διαπραγματεύεται, προσπαθώντας νά τά ἀξιοποιήσει ὅλα, τοποθετώντας τα μέ κάποια λογική σειρά. Ἔγραψε συνολικά 50 βίους Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων, καί 46 ζεύγη βίων πού τό κάθε ζεῦγος περιέχει τούς βίους ἑνός Ἕλληνα καί ἑνός Ῥωμαίου. Τέλος συνέγραψε καί 4 μεμονωμένους βίους. Στόχος του εἶναι νά δείξει ὅτι Ἑλλάδα στό παρελθόν «γέννησε» σπουδαίους ἄνδρες, ἰσότιμους μέ τούς Ῥωμαίους τῆς τότε ἐποχῆς του.

Τά Ἠθικά εἶναι μία συλλογή ἀπό περίπου 83 συγγράμματα μέ μορφή ἄλλοτε πραγματείας καί ἄλλοτε διαλόγου, σύμφωνα δέ μέ τούς Πλατωνικούς διαλόγους. Στά ἔργα αὐτά Πλούταρχος βρίσκει τήν εύκαιρία νά πραγματευτεῖ θέματα ἠθικοῦ καί φιλοσοφικοῦ περιεχομένου, ὅπως εἶναι ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, γάμος, ἠρεμία τῆς ψυχῆς, θέματα φυσικῶν ἐπιστημῶν, γραμματικά, καί γενικότερα θέματα παντός ἐπιστητοῦ. Τά ἔργα του, τόσο οἱ Βίοι ὅσο καί τά Ἠθικά, ἀποτελοῦν σπουδαῖα ἐγχειρίδια διαπαιδαγωγήσεως καί διαπλάσεως τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτῆρα.

Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι βαθειά θρησκευτικότητα πού διέπει τήν ψυχή τοῦ συγγραφέα μας. Πλούταρχος μπορεῖ νά μήν κάνει πουθενά στό ἔργο του λόγο γιά τό Χριστό τούς Χριστιανούς καί γιά τή διδασκαλία τῆς νέας θρησκείας, ἀλλά ῥοπή τῆς ψυχῆς του εἶναι καθαρά χριστιανική. ἀλήθεια, σημειώνει Πλούταρχος, πηγάζει ἀποκλειστικά ἀπό τό Θεό. Παράλληλα πολλά ἀπό τά ἔργα του ἀποπνέουν μία ὑψηλή θρησκευτικότητα9 ὅμοια μέ ἐκείνη πού συναντᾶμαι στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ἐξάλλου, τό ὅτι σκέψη του εἶναι χριστιανική διαφαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλά ἀπό τά πνευματικά του πονήματα χρησιμοποιήθηκαν εἴτε αὐτούσια εἴτε ὡς βάση στή συγγραφή συναφῶν ἔργων ἀπό ἀξιόλογους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, π.χ. τόν ἱερό Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό, τόν Μέγαν Βασίλειο καί τόν ἀδερφό αὐτοῦ τό Γρηγόριο τό Νύσσης10. Δίκαια, λοιπόν, κάποιοι μελετητές προσέδωσαν στόν Πλούταρχο τό χαρακτηρισμό τοῦ ἐν κρυπτῷ χριστιανοῦ καί ἄλλοι τόν ὠνόμασαν ὡς τό μή χριστιανό ἅγιο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας.


(β.) Τό «Περί εὐθυμίας» ἔργο τοῦ Πλουτάρχου.


Πλούταρχος γιά τή συγγραφή τοῦ συγκεκριμένου πνευματικοῦ του πονήματος βασίστηκε προφανῶς σέ προηγούμενους συγγραφεῖς σέ παλαιότερες πηγές, «ἀνελεξάμην περί εὐθυμίας ἐκ τῶν ὑπομνημάτων ὧν ἐμαυτῷ πεποιημένος ἐτύγχανον»11. λέξη εὐθυμία σημαίνει ψυχική γαλήνη, ἀταραξία, καλή καρδιά, ἱλαρότητα, κέφι12. Χρησιμοποιήθηκε ἀρχικά ἀπό τό Δημόκριτο, τόν Κικέρωνα, τό Στωικό φιλόσοφο Παναίτιο, τό Σενέκα καί ἀπό πολλούς ἄλλους συγγραφεῖς τοῦ ἀρχαίου καί τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου13. Σύμφωνα μέ τόν Barrow14 στόν Πλούταρχο ὅρος εὐθυμία περικλείει τήν ἱκανότητα ἀντιμετώπισης τῆς ἐχθρικῆς τύχης μέ τήν ἀταραξία τῆς ψυχικῆς διάθεσης , ἀλλά συγχρόνως εἶναι μία ἔννοια μέ πολλή δύναμη που παρασύρει τήν ἴδια τή χαρά.

Τό ἔργο χωρίζεται σέ 19 κεφάλαια καί γράφτηκε μέ ἀφορμή μία ἐπιστολή τοῦ Πάκκιου, φίλου τοῦ Πλουτάρχου. Στήν πραγματεία αὐτή πού ἔχει τή μορφή ἐπιστολῆς - ἀπάντησης τοῦ Χαιρωνέα βιογράφου πρός τό φίλο του Πάκκιο, γίνεται λόγος γιά τόν τρόπο ἀπόκτησης τῆς εὐθυμίας ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τήν ἀπομάκρυνση τῆς ἀθυμίας ἤ δυσθυμίας πού τούς καταλαμβάνει.

Στό κύριο μέρος τῆς ἐργασίας μας θά ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικά σέ κάθε κεφάλαιο τοῦ συγκεκριμένου πονήματος τοῦ Πλουτάρχου καί νά σχολιάσουμε τό πώς κάθε φορά συγγρφέας ἀντιλαμβάνεται τήν ἔννοια τῆς εὐθυμίας καί κάνει λόγο γιά τόν τρόπο ἀπόκτησης της.

Κλείνοντας τήν εἰσαγωγική αὐτή ἑνότητα γιά τό «Περί Εὐθυμίας» ἔργο τοῦ Πλουτάρχου, θεωροῦμε ὅτι ὤφέλιμο θά ἦταν γιά τούς ἀναγνῶστες μας ἔκθεση τῆς ἀπόψεως τοῦ Α. Lesky γιά τό «Περί Εὐθυμίας». Θεωρεῖ ὅτι τό ἔργο ἀνήκει στίς λαϊκοφιλοσοφικές πραγματείες, ἐνῷ χαρακτηριστικά τονίζει: «Ἐδῶ καί σέ μερικά ἄλλα μέρη βλέπουμε ὅτι μεγάλος θαυμαστής τοῦ Πλάτωνα εἶναι πολύ ἐπηρεασμένος ἀπό τή Στοά. τόν σκοπό τῆς ἱλαρῆς ψυχικῆς γαλήνης, πρός τόν ὁποῖο τείνουν ὅλα τά ἑλληνιστικά συστήματα, τόν ἐγκωμιάζει ἐδῶ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε μέσα στήν ψυχή του ὅ,τι καλύτερο εἶχαν αὐτά»15.



(γ.) Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.


Πηγές γιά τή ζωή τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελοῦν τά ἀπειράριθμα συγγράμματά του, ἔργα διαφόρων σύγχρονῶν τουκαί μεταγενέστερων βιογράφων. Σημαντικότερο πηγή γιά τήν ἄντληση πληροφοριῶν σχετικά μέ τό βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ πατρός θεωρεῖται «ὁ Διάλογος περί βίου καί πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου», πού γράφτηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἐλενοπόλεως καί μαθητή τοῦ Ἰωάννου, Παλλάδιο.Ὁ Ἰωάννης, ἐπικαλούμενος γιά τή μελίρρυτο γλῶσσα του Χρυσόστομος καταγόταν ἀπό εὐγενοῦς Ἀντιοχειανῆς οἰκογένειας16. Γεννήθηκε τό 345 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Πατέρας του ἦταν Σεκοῦνδος, ἀνώτατος ἀξιωματικός, «υἱός γεγονώς τῶν διαπρεψάντων εὐγενῶς παρά τῇ τάξει τοῦ στρατηλάτου τῆς Συρίας»17. πατέρας του πέθανε λίγο μετά τή γέννηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Τήν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἀποκλειστικά εἰκοσάχρονη τότε εὐσεβής μητέρα του, Ἀνθοῦσα μαζί μέ τήν ἀδερφή τοῦ πατέρα του, τή διακόνισσα Σαβιανή.

Μαθήτευσε δίπλα σέ ξακουστούς δασκάλους, ὅπως ἦταν Ἀνδραγάθιος ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε τή φιλοσοφία καί Λιβάνιος πού τόν ἄσκησε στή ῥητορική τέχνη18. τελευταῖος τόσο εἶχε ἐνθουσιαστεῖ ἀπό τίς ἐπιδόσεις τοῦ Ἰωάννου στή ῥητορική ὥστε ἤθελε νά τόν ἀφήσει διάδοχο στή Σχολή, «εἰ μή τοῦτον οἱ χριστιανοί ἐσύλησαν»19. ἀγάπη του γιά τό Χριστιανισμό καί δίψα του γιά τήν ἀλήθεια τοῦ ἐνεφύσησαν ἀπό νωρίς τήν ἐπιθυμία γιά τό μοναχικό βίο, τήν ὁποία καί πραγματοποίησε μετά τό θάνατο τῆς μητέρας του.

Ἄν καί σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιόχειας20 κοντά στό Διόδωρο Ταρσοῦ καί ἦταν συμμαθητής μέ τό Θεόδωρο Μοψουεστίας, δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τίς ἀκραίες θέσεις τοῦ ἀντιοχειανοῦ διδασκάλου του μέ ἀποτέλεσμα νά παρασυρθεῖ, ὅπως Θεόδωρος σέ αἱρετικές δοξασίες. Τό 381 χειροτονείται διάκονος καί συμμετέχει στίς ἐργασίες τῆς Β´ Οἰκουμενική Συνόδου. Τό 398 στίς 26 Φεβρουαρίου χειροτονείται ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ θέση εἶχε χηρεύσει μέ τό θάνατο τοῦ Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐξαιτίας ὅμως, τοῦ χαρακτῆρα του, «Θερμός ὤν τό ἦθος»21 κατέστη δριμύς τιμητής πάσης ἀτασθαλίας ἀκόμη καί μέσα στά ἀνάκτορα, καί ἔτσι μετέβαλλε πολλούς φίλους καί ὑποστηρικτές του σέ ἔχθρούς.22 συνέπεια ἦταν νά ἀναγκαστεῖ νά ἐγκαταλείψει τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο καί τά καθήκοντά του ὡς Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί βαδίσει τό σκληρό δρόμο τῶν διωγμῶν καί τῆς ἐξορίας. Κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 407 καθ̉ ὁδόν στό δρόμο τῆς ἐξορίας γιά τά Κόμανα τοῦ Πόντου.

Τό συγγραφικό του ἔργο εἶναι πολυπληθές. Συνέγραψε ἐπιστολές, ἀσκητικές πραγματείες, κατηχητικούς λόγους, ἑρμηνευτικά καί δογματικά ἔργα. Τό ὕφος τῶν ἔργων του διακρίνεται ἀπό χαρακτηριστική σαφήνεια καί ὁμαλότητα στήν ἔκφραση ὥστε νά δίδεται δυνατότητα νά θεωρεῖται23 σημαντικότερος ἀπό πολλούς Ἐθνικούς ἀττικογράφους. Μέσα ἀπό τίς ἠθικές πραγματεῖες καί τίς ἔμπλεες νουθεσιῶν ἐπιστολές του, μπορεῖ κανείς νά διακρίνει ἀμυδρά ἐπιρροή ἀπό τόν Πλούταρχο σέ ὅτι ἀφορᾷ στή θεματολογία τῶν συγκεκριμένων πονημάτων του· ὑπερβαίνει ὅμως, σέ πληρότητα νοημάτων τόν ἀρχαῖο συγγραφέα καθώς διαπραγμάτευση τῶν θεμάτων γίνεται ἀπό τή σκοπιά τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καί ὄχι μόνο μέ βάση μιά στείρα ἠθικολογία.



δ.) Οἱ «πρός Ὀλυμπιάδα» ἐπιστολές τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Στίς «Πρός Ὀλυμπιάδα» ἐπιστολές ὁ ἱερός Χρυσόστομος καταφέρνει, ὅπως σέ ὅλα του σχεδόν τά ἔργα, νά συνδυάσει τό χριστιανικό πνεῦμα μέ τό ἀττικό ὕφος.

Ὀλυμπιάδα ὑπῆρξε μία ἀπό τίς σημαντικότερες προσωπικότητες στό χῶρο τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας κατά τήν ἐποχή τοῦ Χρυσοστόμου. Καταγόταν ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια. πατέρας της ἦταν Σέλευκος ἀπό τή τάξη τῶν κομητῶν καί παππούς της Ἀβλάβιος ἀναδείχθηκε σέ κυβερνήτη τῆς περιοχῆς Ἀσίας καί Θράκης. μητέρα της ἦταν ἀδελφή τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Ἰκονίου Ἀμφιλοχίου24, ὁποία καί ἀνέθρεψε μέ χριστιανικές ἀρχές τήν κόρη της. Τέλος θεία της, Ὀλυμπιάδα ὀνομαζόμενη καί αὐτή, ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλιά τῆς Ἀρμενίας Ἀρσάκη. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον μικρή Ὀλυμπιάδα ἦταν φυσικό νά λάβει καί καλή γνώση τῆς θύραθεν παιδείας καί χριστιανική ἀγωγή.

Ἄν καί ἔμεινε ὀρφανή σέ μικρή ἡλικία δέν παρέκλινε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Φυσικά στό σημεῖο αὐτό σπουδαῖο πρόσωπο διαδραμάτισε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θεῖος τῆς Ὀλυμπιάδας, τοῦ ὁποίου οἱ λόγοι ἄσκησαν εὐεργετική ἐπίδραση στή διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τῆς νεαρῆς Ὀλυμπιάδας. Φιλανθρωπία, ἁπλότητα, ταπείνωση εἶναι τά στοιχεῖα πού συνυπάρχουν στή σύνθεση ἑνός προσώπου γεμάτου περικαλλοῦς χριστιανικῆς ὡραιότητας καί γοητείας, ὅπως ἦταν ἡ Ὀλυμπιάδα.

Διακόνισσα χειροτονήθηκε τό 393 μ.Χ. σέ πολλή νεαρή ἡλικία, γύρω στά εἰκοσιπέντε της χρόνια25 καί ἐπιδόθηκε μέ ὑπερβάλλοντα ζῆλο σέ φιλανθρωπικά ἔργα, ἰδιαίτερα ὅταν στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναρρήθηκε ἱερός Χρυσόστομος. Ἵδρυσε μοναστήρι καί συγκέντρωσε γύρω της ἀρκετές ἀφιερωμένες γυναῖκες. Συμπεριελήφθηκε στούς μαθητές τοῦ Χρυσοστόμου καί κύρια φροντίδα της ἦταν νά προετοιμάζει τά ἐφόδια πού χρειαζόταν ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης γιά τή λιτή διαβίωσή του, ἀκόμα καί ὅταν ἐκεῖνος βρισκόταν ἐξόριστος σέ μακρινά μέρη.

Οἱ ἐπιστολές τοῦ Ἰωάννου πρός τήν Ὀλυμπιάδα ἦταν τό ἀποτέλεσμα μιάς συχνῆς ἀλληλογραφίας μεταξύ Χρυσοστόμου καί Ὀλυμπιάδας κατά τούς χρόνους τῆς ἐξορίας τοῦ πρώτου (404-407). Μέσα σε αὐτές, συνολικά δεκαεπτά στόν ἀριθμό, διαφαίνεται τό πατρικό ἐνδιαφέρον ἑνός πνευματικοῦ ταγοῦ πρός μία μαθήτριά του, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπερβολικῆς ἀθυμίας. Προσπαθεῖ ὁ Ἰωάννης μέ τίς ἐπιστολές αὐτές νά ἀπομακρύνει τήν ἀθυμία ἀπό τήν ψυχή τῆς Ὀλυμπιάδας, ἐξηγώντας της ὅτι μέσῳ τῶν δυσκολιῶν δίδεται ἡ εὐκαιρία στόν ἄνθρωπο νά ἀγωνιστεῖ καί νά κερδίσει τήν οὐράνια βασιλεία.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΥΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ26

α) ἄποψη τοῦ Πλουτάρχου γιά τό περιεχόμενο τῆς εὐθυμίας καί γιά τόν τρόπο ἀπoκτήσεώς της.


Σκοπός τῆς συγκεκριμένης ἐπιστολῆς τοῦ Πλουτάρχου εἶναι νά δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση πού τοῦ θέτει μέ μία ἄλλη ἐπιστολή ὁ φίλος του Πάκκιος, γιά τό τί εἶναι εὐθυμία καί πώς μπορεῖ κάποιος νά ἀποκτήσει τή ψυχική γαλήνη. Δράττεται κατά συνέπεια, τῆς εὐκαιρίας ὁ Πλούταρχος γιά νά κάνει λόγο σχετικά μέ τούς παράγοντες πού καθορίζουν τήν ψυχική γαλήνη, τούς τρόπους ἀπόκτησής της καί ὅλα αὐτά τά διασαφηνίζει μέ ἕνα πλῆθος παραδειγμάτων.

Φανερό εἶναι ὅτι στό μυαλό τοῦ Χαιρωνέα συγγραφέα εὐθυμία ἔχει παραπλήσια σημασία, ἄν ὄχι ταυτόσημη μέ τήν ψυχική γαλήνη. Κατά ἀρχήν, τονίζει ὅτι εὐθυμία δέν ἔχει σχέση οὔτε μέ τήν κοινωνική θέση κάποιου καί τή δύναμη πού ἀπορρέει ἀπό αὐτήν, οὔτε μέ τή φήμη του· παρά μόνο ὅταν κάποιος κάνει σωστή χρήση τῶν παραπάνω «προνομίων» καί ὅταν τυχαίνει νά μήν τά γεύεται νά μή νοιώθει δυστυχισμένος ἐπειδή τοῦ λείπουν: «πόθεν γε δή πρός ἀλυπίαν ψυχῆς καί βίον ἀκύμονα χρημάτων ὄφελος δόξης δυνάμεως ἐν αὐλαῖς, ἄν μή τό χρώμενον εὐχάριστον τοῖς ἔχουσι καί τό τῶν ἀπόντων μή δεόμενον ἀεί παρακολουθῇ;»27. Μόνο τότε ψυχή του δέ θά ταράσσεται ἀπό τά κύματα τῆς ἀθυμίας καί θά παραμένει ἥρεμη ὅπως θάλασσα ὅταν ἐπικρατεῖ γαλήνη.

Ἐξάλλου, σημειώνει Πλούταρχος, λόγος εἶναι αὐτός πού ὀφείλει κάθε σώφρων ἄνθρωπος νά ἔχει ὡς ὁδηγό στή ζωή του. Γιατί συζήτηση γιά τά πάθη, πρίν αὐτά συμβοῦν, δέν δημιουργεῖ προβλήματα στήν ψυχή κάποιου ἀλλά ἀντίθετα γεμίζει τόν ἐσωτερικό κόσμο του μέ νουνέχεια, ὥστε ὅταν αὐτά ἐμφανιστοῦν νά ἔχει τά κατάλληλα ἐφόδια γιά νά τά ἀντιμετωπίσει. Ἐπειδή μέ τή συζήτηση, τό λόγο γιά τά πάθη θά μπορέσει νά διαφωτίσει τό νοῦ του σχετικά μέ αὐτά καί νά γνωρίσει ἀκριβῶς πώς θά τά ἀντιμετωπίσει τή στιγμή πού θά βρεθεῖ στό «μάτι τοῦ κυκλῶνα». Ὅταν κάποιος κατανοήσει τή ῥίζα τοῦ προβλήματος, στή συγκεκριμένη περίπτωση τήν αἰτία τῶν παθῶν, θά εἶναι εὐκολότερο νά βρεῖ τήν ἵασή του ἀπό αὐτά. Ἀντίθετα ὅταν τά ὁποιαδήποτε πάθη συλλάβουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ ἐξ ἀπήνης, τελευταῖος δέν θά μπορέσει νά τά παραγκωνίσει μέ εὐκολία, γιατί θά εἶναι τελείως ἀπροετοίμαστος: «οὕτω καί τῶν λόγων, ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν' ἐκ πολλοῦ παρεσκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν»28.

Πλούταρχος στό σημεῖο αὐτό παρομοιάζει τό ἄλογο τῆς ψυχῆς μέ τά ἄγρια σκυλιά. Τό μέν πρῶτο καθησυχάζει τήν ἀνησυχία ἀπό τά πάθη πού τυχόν θά τοῦ προκληθεῖ μέ τήν ἐνθύμηση λογικῶν ἐπιχειρημάτων πού ἔχει παλαιότερα σκεφτεῖ· Τά δέ ἄγρια σκυλιά ἡρεμοῦν ἀπό τόν ἦχο φωνῆς μέ τήν ὁποία ἔχουν ἐξοικειωθεῖ: «ὡς γάρ οἱ χαλεποί κύνες πρός πᾶσαν ἐκταραττόμενοι βοήν ὑπό μόνης καταπραΰνονται τῆς συνήθους, οὕτω καί τά πάθη τά τῆς ψυχῆς διαγριαινόμενα καταπαῦσαι ῥαδίῳς οὐκ ἔστιν, ἄν μή λόγοι παρόντες οἰκεῖοι καί συνήθεις ἐπιλαμβάνωνται τῶν ταρρατομένων»29.

ψυχική γαλήνη δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ῥαθυμίας καί ἀοκνίας, ὅπως ἰσχυρίζεται Δημόκριτος,30 ἀλλά ἀπαλλαγή τῆς ψυχῆς μας ἀπό τήν ἀπελπισία, τή ζηλοτυπία, τή φιλοδοξία, τή ματαιοδοξία καί τή δεισιδαιμονία.31 Τά συγκεκριμένα πάθη ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ ἀδιέξοδα καί σκοτώνουν τό λόγο τοῦ "ζῆν", γιατί ἀντί νά διάγει βίο χαρούμενο, ζεῖ μέσα στήν κατήφεια καί τήν ἀπραξία, ἔχοντας πειστεῖ πώς ὁποιαδήποτε ἐνέργεια γιά τήν καλυτέρευση τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος τῆς ζωῆς του πρόκειται νά ἀποβεῖ ἄκαρπη· οἱ καιροί δέν εἶναι μενετοί.

Πλούταρχος ὑπογραμμίζει ὅτι βασικός παράγοντας στή συμβολή τῆς ἀπόκτησης εὐθυμίας δέν εἶναι τό πλῆθος ὀλιγότητα τῶν πράξεων μέ τίς ὁποῖες ἔχει «χρεωθεῖ» κάποιος. ἀμέλεια τῆς διαπράξεως κάποιων καλῶν πράξεων εἶναι τό ἴδιο ἐπιβαρυντική γιά τήν ψυχή του, ὅσο καί ἐπιτέλεση κάποιου ἔργου ἐπί κακῷ: «δεῖ δέ μή πλήθει μηδ' ὀλιγότητι πραγμάτων, ἀλλά τῷ καλῷ καί τῷ αἰσχρῷ τό εὔθυμον ὁρίζειν καί τό δύσθυμον· τῶν γάρ καλῶν παράλειψις οὐχ ἦττον τῶν φαύλων πρᾶξις ἀνιαρόν ἐστι καί ταραχῶδες»32.

Στή συνέχεια συγγραφέας μας ὑπογραμμίζει ὅτι τό σιντριβάνι τῆς ἱλαρότητας πού ἀναβλύζει ἀπό τήν ψυχή κάποιου δέν ἐπηρεάζεται οὔτε ἀπό τή μεταβολή τῆς στάσεως τῆς ζωῆς καί τοῦ σώματός του ἀλλά ἀπό τή σύνεση καί τή σωφροσύνη πού βρίσκεται στήν ψυχή του. Κατά συνέπεια δέν παίζει σπουδαῖο ῥόλο στήν ἀπόκτηση τήν αὐξηση τῆς ψυχικῆς εὔδιας οὔτε κοινωνική θέση κάποιου οὔτε ἐμφάνιση ἀπουσία τῶν διαφόρων προβλημάτων ἀπό τόν καθημερινό βίο του, ἀλλά διάθεση μέ τήν ὁποία κάποιος κρίνει καί ἀξιολογεῖ ὅλα τά παραπάνω: «ταῦτα δ̉ ἐστίν ἀπειρί πραγμάτων, ἀλογιστία, τό μή δύνασθαι μηδ' ἐπίστασθαι χρῆσθαι τοῖς παροῦσιν ὀρθῶς. ταῦτα καί πλουσίους χειμάζει καί πένητας, ταῦτα καί γεγαμηκότας ἀνιᾷ καί ἀγάμους· διά ταῦτα φεύγουσι τήν ἀγορά...προθύμως. Τοιαύτην λογισμός εὐκολίαν καί μεταβολήν ἐγγενόμενος ποιεῖ πρός ἕκαστον βίον»33. Γιά τήν τεκμηρίωση τῶν λεγομένων του, Πλούταρχος ἀναφέρει ὡς παραδείγματα σπουδαίους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἄν καί τά εἶχαν ὅλα ἔνιωθαν δύσθυμοι καί πολύ λυπημένοι, ἀντίθετα ἄλλοι, ἐξίσου γνωστοί στόν ἀρχαῖο κόσμο, ἄν καί δέν εἶχαν τίποτα πολύ λιγότερα ἀπό τούς προηγούμενους ἦταν εὔθυμοι. Ἔτσι Μέγας Ἀλέξανδρος, Ἀγαμέμνονας καί Φαέθων ἄνηκαν στήν πρώτη κατηγορία ὡς παραδείγματα δυσθυμίας, ἐνῷ ἀντίθετα Κράτης, Διογένης καί Σωκράτης κυριαρχοῦνταν ἀπό εὔθυμη ψυχική διάθεση34.

Πλούταρχος σημειώνει πώς καθένας θά πρέπει νά κάνει ὀρθή χρήση τῶν πραγμάτων καλῶν κακῶν πού τοῦ ἐμφανίζονται στό μονοπάτι τῆς ζωῆς του καί νά ἀξιολογεῖ ἐποικοδομητικά κάθε τυχόν δυσκολία ὥστε νά ἀποκομίζει κάποια ὠφέλεια καί νά μή γίνεται ἕρμαιο τῶν διακυμάνσεων τῆς τύχης35. Στή συνέχεια χαιρωνέας συγγραφέας προσπαθεῖ νά κάνει κατανοητό ὅτι τά ἐλαττώματα καί οἱ ἀτυχίες τῶν ἄλλων δέν πρέπει νά ἀποτελοῦν πηγή ἀθυμίας γιά τόν ὁποιονδήποτε ἀπό ἐμᾶς: «Τούς δέ πολλούς οὐ μόνον τά τῶν φίλων καί οἰκείων ἀλλά καί τῶν ἐχθρῶν ἀνιᾷ καί παροξύνει κακά, βλασφημίαι γάρ καί ὀργαί καί φθόνοι καί κακοήθειαι καί ζηλοτυπίαι μετά δυσμενείας αὐτῶν μέν εἰσι τῶν ἐχόντων κῆρες ἐνοχλοῦσι δέ καί παροξύνουσι τούς ἀνόητους»36, οὔτε νά ὀργιζόμαστε μέ τούς θυμούς καί τίς ἰδιοτροπίες τους γιατί δέν εἶναι ὅλοι «ἐπιεικεῖς καί χαριέντες»37, ἀλλά ὀφείλει καθένας νά γίνεται «τοῖς πράγμασιν ἐλαφρῶς συμπεριφέρεσθαι»38, ὥστε ἔτσι νά παραβλέψει ἐκεῖνο ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων πού τοῦ προκαλεῖ λύπη.

Ψυχική γαλήνη καί εὐθυμία μπορεῖ νά διακατέχει τόν ἐσωτερικό κόσμο κάποιου, ἀκόμα καί ὅταν βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ δύσκολες καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά εἶναι ἱκανός νά διαχωρίζει τά καλά ἀπό τά κακά καί νά μήν ἀφήνει τά τελευταῖα νά ἀμαυρώνουν τά πρῶτα39. Κατά συνέπεια μέ τό νά διδάσκεται ἀπό τίς τυχόν κακοτυχίες μαθαίνει νά ἐκτιμᾷ περισσότερο ὅ,τι ἔχει καί νά ἀξιολογεῖ ὀρθά τά διάφορα πράγματα καί καταστάσεις40. Ἐπιπλέον θά πρέπει νά παρατηρεῖ τούς κατώτερους ἀπό αὐτόν γιά νά νοιώθει χαρούμενος γιά τήν κατάσταση πού βρίσκεται, «καίτοι καί τοῦτο μέγα πρός εὐθυμίαν ἐστί, τό μάλιστα μέν αὑτόν ἐπισκοπεῖν καί τά καθ̉ αὑτόν, εἰ δέ μή τούς ὑποδεεστέρους ἀποθεωρεῖν»41, ἐπειδή ζεῖ εὐπρεπέστερα καί καλύτερα ἀπό πολλούς ἄλλους συνανθρώπους του: «ἀλλ̉ ὅτι μυρίων μυριάκις ἐν τοσούτοις εὐσχημονέστερον ζῇ καί βέλτιον»42. Συγχρόνως, ὅταν παρατηρεῖ τούς ἀνώτερους ἀπό αὐτόν, νά προσπαθεῖ νά διεισδύει στά ἐνδότερα τῶν πραγμάτων, ἀνακαλύπτοντας ἔτσι, ὅτι πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῶν καταστάσεων κρύβονται ἀρκετά προβλήματα καί στεναχώριες: «... μή μόνον ὅρα τά λαμπρά καί τά περιβόητα τῶν ζηλουμένων ὑπό σοῦ θαυμαζομένων, ἀλλ̉ ἀνακαλύψας καί διαστείλας ὥσπερ άνθηρόν παραπέτασμα τήν δόξαν αὐτῶν καί τήν ἐπιφάνειαν ἐντός γενοῦ, καί «κατόψει πολλά δυσχερῆ καί πολλάς ἀηδίας ἐνούσας αὐτοῖς»43. Μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε θά ζηλεύει θά θαυμάζει τά ξένα πράγματα, ἀλλά θά νοιώθει εὐφροσύνη στήν καρδιά του γιά τή δική του τύχη, ἀφοῦ μέ τό νά θαυμάζει τά ξένα δέ θά ἐξευτελίζει τά δικά του44.

Στή συνέχεια Πλούταρχος ὑποστηρίζει ὅτι κύρια πηγή τῆς ἀθυμίας πού καταβάλλει κάποιον εἶναι φιλαυτία, ἀγάπη γιά τίς τιμές καί ἀπληστία, «αἴτιον δ' φιλαυτία μάλιστα, φιλοπρώτους ποιοῦσα καί φιλονίκους ἐν πᾶσι καί πάντων ἐπιδραττομένους ἀπλήστως»45. Φέρνει λοιπόν ὡς παράδειγμα τό Διόνυσο τόν Πρεσβύτερο. Παρ̉ ὅλο πού ἦταν μεγάλος τύραννος, δέν ἦταν εὐχαριστημένος μέ ὅ,τι εἶχε, ἀλλά ἔνοιωθε λυπημένος γιατί ἦταν κατώτερος στή φωνή ἀπό τό Φιλόξενο, τόν ποιητή καί στή διαλεκτική ἀπό τόν Πλάτωνα46. Γιά νά ἀποφευχθεῖ λοιπόν, συγκεκριμένη αἰτία τῆς ἀθυμίας πρέπει νά ἀποκτήσει κάποιος πλήρη αὐτογνωσία, ὥστε νά γνωρίζει τίς ἱκανότητές του καί ἔτσι νά τίς ἀξιοποιεῖ κατά τό μέγιστον δυνατόν: «ὅθεν οὐ πάντα πάντων ἐστίν, ἀλλά δεῖ τῷ Πυθικῷ γράμματι πειθόμενον αὑτόν καταμαθεῖν, εἶτα χρῆσθαι πρός ἕν πέφυκε»47 Ἵαση στήν ἀθυμία ἑπομένως, θά βρεῖ ὁποιοσδήποτε δέν ἐπιθυμεῖ πράγματα εἴτε μεγαλύτερα ἀπό τή φύση του εἴτε ἀντιμαχόμενα μεταξύ τους, παραμελώντας συγχρόνως ἐκεῖνα πού τοῦ ἔχει δώσει φύση.

Γιά ἄλλη μία φορά Πλούταρχος ἐπισημαίνει ὅτι λησμοσύνη τῶν εὐοίωνων πραγμάτων καί ἐνθύμηση τῶν κακῶν δέν φέρνει ψυχική γαλήνη σέ κάποιον, ἀλλά γεμίζει τήν ψυχή του μέ λύπη καί δυσθυμία· «οὕτως ἄνθρωποι τῶν ἱλαρῶν καί προσηνῶν ἀπορρέοντες ἐμπλέκωνται ταῖς τῶν ἀηδῶν ἀναμνήσεσι»48. κάθε σώφρων ἄνθρωπος γιά νά ξεχειλίζει ἀπό χαρά, ἀπό ἐσωτερική ἱλαρότητα, θά πρέπει νά χειρίζεται τά κάθε εἴδους εὐχάριστα καί κατηφῆ πράγματα μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά παράγει μία ἀρμονική σύνθεση σύμφωνη μέ τή φύση του καί μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας θά διάγει τό βίο του, ἔμπλεος ψυχικῆς γαλήνης, «ἀμβλύνοντας ἀεί τοῖς κρείττοσι τά φαῦλα καί τά χείρονα τοῖς χρηστοῖς ἐμπεριλαμβάνοντας, ἐμμελές τό τοῦ βίου μῖγμα ποιεῖν καί οἰκεῖον αὐτοῖς»49.

Φυσικά Πλούταρχος δέ συμβουλεύει κάποιον πού ζεῖ μέσα στήν εὐτυχία νά λησμονεῖ τίς τυχόν δυσκολίες πού πρόκειται νά ἔρθουν. Ἔτσι θά ἐνεργεῖ ὡς ἀσύνετος καί ἐπιπόλαιος καί ὄχι ὡς σώφρων καί συνετός ἄνθρωπος. Ἀλλά ἔχοντας σκεφτεῖ καί ἐξετάσει πιθανόν κακοτυχία πού θά συμβεῖ, γρήγορα ξεπερνᾷ τή στεναχώρια, ὅταν τόν βρεῖ μία ἀναποδιά, καί γίνεται ξανά χαρούμενος καί προσήνηις50. Λύπη, ἑπομένως, δέ φέρνει στή ψυχή κάτι πού ἀναμένεται, ἀλλά κάτι πού εἶναι ἐντελῶς ἀπροσδόκητο, ὅπως χαρακτηριστικά Πλούταρχος σημειώνει, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τόν Περσέα καί τόν Αἰμίλιο. μέν πρῶτος κατελήφθει ἀπό ὑπέρμετρη δυσθυμία ὅταν ἔχασε ἀπροσδόκητα τήν ἐξουσία, ἐνῷ δεύτερος γνώριζε ὅτι ἐξουσία του ἦταν ἐφήμερη, γι' αὐτό καί ὅταν συνέβη νά τή χάσει συνέχισε νά αἰσθάνεται χαρούμενος ὅπως πρίν· «ἀλλά Περσεύς μέν ἀπολαβών Μακεδονίαν αὐτός τε καταθρήνει τόν ἑαυτοῦ δαίμονα καί πᾶσιν ἐδόκει δυστυχέστατος ἀνθρώπων γεγονέναι καί βαρυποτμότατος· δέ τούτου κρατήσας Αἰμίλιος ἑτέρῳ παραδιδούς τήν ὁμοῦ τι γῆς καί θαλάττης ἄρχουσαν δύναμιν ἐστεφανοῦτο καίθ ἔθυεν εὐδαιμονιζόμενος, εἰκότως· οὕτως μέν ᾔδει λαμβάνων ἀρχήν ἀποδοθησόμενην, ἐκεῖνος δ' ἀπέβαλε μή προσδοκήσας»51.

Σημαντικότερο, ὅμως, παράγοντα στήν αὔξηση τῆς εὐθυμίας δέν ἀποτελεῖ σκέψη γιά τά μελλοντικά κακά συμβάντα πού θά ἐπισκεφτοῦν κάποιον, ἀλλά ἀφοβία πρός τό θάνατο, τονίζει χαρακτηριστικά Πλούταρχος. Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἀρχαῖος συγγραφέας μία σημαντική ἄποψη γιά τήν ψυχή. Σημειώνει ὅτι θάνατος δέν συντελεῖ στήν ἐξαφάνιση τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή μεταφέρει σέ μία καλύτερη κατάσταση. Ἔχοντας κατά νοῦ αὐτό κάποιος θά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει ὁποιαδήποτε δυσθυμία τοῦ προκαλεῖ μνήμη τοῦ θανάτου, ἐνισχύοντας συγχρόνως τό αἴσθημα τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας: «ὁ δέ τήν τῆς ψυχῆς φύσιν ἀμωσγέπως ἐπινοῶν καί τήν εἰς βέλτιον αὐτῆς μηθέν κάκιον ἐν τῇ τελευτῆ μεταβολήν ἐπιλογιζόμενος, οὐ μικρόν ἔχει τῆς πρός τόν βίον εὐθυμίας ἐφόδιον τήν πρός θάνατον ἀφοβίαν»52.

Πλούταρχος δέν παραλείπει νά τονίζει συνέχεια ὅτι τό στοιχεῖο πού συντελεῖ στήν ἀλυπία εἶναι προετοιμασία τῆς σκέψης γιά τό κακό πού τυχόν θά συμβεῖ καί ὄχι ἀπομάκρυνση της ἀπό τή μελέτη μελλοντικῶν συμφορῶν καθησυχάζοντας την ὅτι «τοῦτ̉ οὐ πείσομαι»53. Τέλος ἕνας ἀκόμη παράγοντας πού ἐνισχύει τήν ψυχική ἀλυπία εἶναι ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι δέν ταράζεται ψυχικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τύψεις καί ἐρινύες πού ἀναδύονται ἀπό τήν ἀνάμνηση ἀπεχθῶν πράξεων πού ἔχει διαπράξει μέσα στό νοῦ του: «ἀφ̉ ἧς αἱ καλαί πράξεις ῥέουσαι καί τήν ἐνέργειαν ἐνθουσιώδη καί ἱλαράν μετά τοῦ μέγα φρονεῖν ἔχουσι»54.

Ἐν κατακλεῖδι, εὐθυμία βρίσκεται ἄφθονη στίς γιορτές τῶν Θεῶν, σύμφωνα μέ τόν Πλούταρχο. Κάνει μία σύγκριση μεταξύ τῶν ἑορτῶν τῶν θνητῶν καί τῶν ἀθανάτων καί παρατηρεῖ ὅτι σαφῶς ὑπερτεροῦν οἱ δεύτερες σέ εὔθυμη διάθεση σέ σχέση μέ τίς πρῶτες. Παίρνοντας ἔπειτα ἀφορμή ἀπό τίς ἄθλιες γιορτές τῶν θνητῶν κάνει λόγο γιά τή μίζερη ζωή τους. Ἀπό τήν κατάσταση τῆς στεναχώριας55, σημειώνει, μπορεῖ κάποιος νά βρεῖ διέξοδο μόνο ὅταν συμβιβαστεῖ μέ τά λάθη τοῦ παρελθόντος, χαίρεται τό παρόν καί ἀτενίζει μέ αἰσιοδοξία τό μέλλον.

Ὁλοκληρώνοντας τήν ἑνότητα αὐτή τοῦ πρώτου κεφαλαίου μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρο τό ἔργο του Πλουτάρχου κυριαρχεῖ ἕνας τόνος αἰσιοδοξίας γιά τή ζωή καί γιά τόν τρόπο πού ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε τήν κάθε κατάσταση, ὥστε ψυχή μας νά κυριαρχεῖται, ὄσον τό δυνατόν περισσότερο, ἀπό μία ψυχική νηνεμία. Εἶναι ἐμφανής ἐπίδραση τοῦ συγγραφέα μας ἀπό τό Δημόκριτο τόν Παναίτιο, κατά συνέπεια ἀπό τή στωική φιλοσοφία καί ἀπό τόν Πλάτωνα.Εἶναι χαρακτηριστική ἐπιρροή τῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα στόν Πλούταρχο στό σημεῖο στό ὁποῖο τελευταῖος ὑποστηρίζει ὅτι τό ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς μπορεῖ νά τιθασευθεῖ μέ τό λόγο ἐξασφαλίζοντας ἔτσι μία ψυχική πειθαρχία ἀπό τά πάθη, μία γαλήνη: «τί δέ τοῦτ' ἐστίν ἄλλο λόγος εἰθισμένος καί μεμελετηκώς τοῦ παθητικοῦ καί ἀλόγου τῆς ψυχῆς ἐξισταμένου πολλάκις ἐπιλαμβάνεσθαι ταχύ καί τῶν περιορᾶν ἀπορρέον καί καταφερόμενον ὑπό τῶν ἀπόντων;»56. Ἐνῶ σέ ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίζει πώς λόγος πού ἔχει μελετήσει τό ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς δρᾶ καταλυτικά στά πάθη τήν κατάλληλη στιγμή57.

Μέ τή μελέτη τοῦ συγκεκριμένου πονήματος τοῦ Πλουτάρχου καί ἄν ὁ μελετητής δέν γνώριζε ποιος μπορεῖ νά εἶναι ὁ συγγραφέας, θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι τό ἐργο αὐτό εἶναι γραμμένο ἀπό κάποιον χριστιανό, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἐμβαθύνει πολύ στή χριστιανική ἠθική καί στή γενικότερη θεολογία τῆς θρησκείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχει ὅμως δεχτεῖ τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς σκέψεως, κάτι πού εἶναι διάχυτο σέ ὁλόκληρο τό κείμενο.

β) «εὐθυμία» στή σκέψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί οἱ τρόποι ἀποφυγῆς τῆς ἀθυμίας58.


ἱερός Χρυσόστομος κάνει λόγο γιά τήν εὐθυμία καί τήν ἀθυμία θέλοντας νά ἀπαλλάξει τήν καρδιά τῆς μαθήτριάς του Ὀλυμπιάδας ἀπό τό ἄσχημο συναίσθημα τῆς ῥαθυμίας πού τήν ἔχει κυριέψει. Μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τήν Ὀλυμπιάδα ἀναφέρεται τόσο στό περιεχόμενο τῆς εὐθυμίας καί τῆς ἀθυμίας, ὅσο καί στόν τρόπο ἀπόκτησης τῆς πρώτης καί ἀπαλλαγῆς τῆς δεύτερης ἀπό τήν ἀνθρώπινη ψυχή. λύπη γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη γίνεται τροχοπέδη, μεγάλο ἐμπόδιο γιά τή γαλήνη τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Κύριος σκοπός τῆς πορείας στή ζωή κάποιου, σύμφωνα πάντα μέ τόν ἅγιο πατέρα, δέ θά πρέπει νά εἶναι μετρίαση ἔλλειψη, προσωρινά, τοῦ συναισθήματος τῆς λύπης ἀλλά κάτι περισσότερο ἀποτελεσματικό· κατανόηση τοῦ εἶναι τῆς ψυχῆς καί ἀντικατάσταση τῆς λύπης μέ τή χαρά καί τήν αἰσιοδοξία. ἀθυμία «ῥοκανίζει»τήν εὐθυμία ὁποία δειλά προσπαθεῖ νά ἀνθίσει.

Χρυσόστομος ἀρχικά σημειώνει ὅτι σέ ἐκεῖνον δέ τοῦ προκαλεῖ θλίψη κατάσταση τῆς ἐξορίας στήν ὁποία βρίσκεται, οὔτε τά διάφορα τεκταινόμενα πού τόν ὁδήγησαν ἐκεῖ· ἀλλά θλίβεται ὅταν γνωρίζει ὅτι μία ἀπό τίς ἀγαπημένες του μαθήτριες βρίσκεται μέσα στήν τρικυμία τῆς λύπης: «Ἕν ἐστιν ἡμᾶς τό λυποῦν, τό μή θαρρεῖν ὅτι καί αὐτή ἐν εὐθυμίᾳ διάγεις»59.

συμβουλή του εἶναι ὅτι Ὀλυμπιάδα ὀφείλει μέ τή λογική της νά ἀγωνιστεῖ ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί νά μήν ἐπιτρέψει νά ἡττηθεῖ ἀπό κάτι πού εἶναι κατώτερο ἀπό τή δύναμη πού κρύβει μέσα της: «μή ἐκδῷς σεαυτήν τῇ τῆς ἀθυμίας τυραννίδι, ἀλλά κράτει τῷ λογισμῷ τοῦ χειμῶνος· δύνασαι γάρ, καί οὐ μειζόν σου τῆς τέχνης τό κλυδώνιον»60.

λύπη, δυσθυμία εἶναι τό μεγάλο κακό ἀπό τό ὁποῖο βασανίζεται Ὀλυμπιάδα. Τό πρόβλημα αὐτό μετριάζεται ὅταν κάποιος βρίσκει συμπαραστάτες στόν πόνο του, ὅπου καί ἄν αὐτός βρίσκεται. Ἔτσι δύναμη τοῦ πόνου μετριάζεται γιατί πάσχων μοιράζεται τή δυσθυμία του μέ ἄλλους· αὐτό τόν ὁδηγεῖ ὡς ἕνα βαθμό στήν ἀλυπία: «εὔδηλον ὅτι τοῦτο πολλήν φέρει τήν παραμυθίαν, τό κοινωνούς ἔχειν τῆς ἀθυμίας τήν οἰκουμένην ἅπασαν»61.

Ἐξάλλου οἱ στεναχώριες πού προκύπτουν ἀπό τίς διάφορες δυσκολίες πού τυχαίνουν μποροῦν, ὑποστηρίζει πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, νά ξεπεραστοῦν ἀναλογιζόμενοι τά ἄλλα ἀγαθά πού τούς δόθηκαν ἀπό τό Θεό. παρηγοριά πού θά προκύψει ἀπό τό συλλογισμό τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἔχουν θά εἶναι ἀντίβαρο στίς θλίψεις ἀπό τίς συμφορές πού τούς περιβάλλουν62. ἱερός πατήρ συνεχίζει τονίζοντας ὅτι θλίψη καί ἀθυμία ἀποτελοῦν δεσμά τῆς σάρκας: «Ἀπαλλαγεῖσα τοίνυν τῆς γῆς, μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου τῆς σαρκός, διέγειρόν σου τῆς φιλοσοφίας τό πτερόν μηδέ ἀφῇς ὑπό τῆς σκιᾶς αὐτό καί τοῦ καπνοῦ (τοῦτο γάρ τά ἀνθρώπινα) βαπτίζεσθαι καί καθέλκεσθαι»63.

Καί ἄν τό ἕλκος τῆς ἀθυμίας, συνεχίζει ἅγιος Ἰωάννης, βαραίνει περισσότερο τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων γιατί προέρχεται ἀπό τό συλλογισμό ὅτι ἄδικα πάσχουν, ἐνῷ ἀντίθετα ὅσοι εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τά ἄδικα παθήματά τους ἀπολαμβάνουν τιμές καί ζοῦν ἐν εὐθυμίᾳ, καθόλου ἄς μή στεναχωριοῦνται. Αὐτοί παρομοιάζονται μέ τό σκληρόκαρδο πλούσιο τῆς παραβολῆς τοῦ Λαζάρου,64 γιατί πεθαίνοντας θά ἔχουν τή φαινομενική αὐτή εὐτυχία ὡς ἀμείλικτο κατήγορό τους στήν ἄλλη ζωή.65 Ὄχι γιατί ἔζησαν εὐτυχισμένοι, ἀλλά γιατί ἄφησαν σέ ἀχρησία τό ἀγαθό τῆς εὐθυμίας προκειμένου νά γίνουν καλύτεροι. Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατον νά εὐτυχοῦν πραγματικά, ὅταν δυστυχοῦν οἱ ἄλλοι, λέει Χρυσόστομος σέ ἕνα ἄλλο ἔργο του66.

ἔλλειψη εὐθυμίας προκαλεῖ τραῦμα στήν ψυχή, ἕλκος, ὅμως δέν πρέπει κανείς νά ἀπελπίζεται, ἀλλά νά ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του στόν παντοδύναμο Θεό. Ἐκεῖνος, ἐξηγεῖ ἅγιος Ἰωάννης, ἔχει τή δύναμη νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τή δύσκολη κατάσταση μέ ἕνα του νεῦμα, «νεύματι λύει τήν ζάλην»67, ἀρκεῖ Ἐκεῖνος νά κρίνει ὅτι ἔχει ἔρθει κατάλληλη στιγμή γιά τή σωτηρία τοῦ ἀγαπημένου δημιουργήματός του, τόν ἄνθρωπο, «ἔθος αὐτῷ τοιοῦτο μή ἐν ἀρχῇ τά δεινά καταλύειν - τήν τε οἰκείαν ἐνδεικνυμένος δύναμιν καί τῶν ἐμπιπτόντων τήν ὑπομονήν ἐγγυμνάζων»68. Στό σημεῖο αὐτό Χρυσόστομος παρομοιάζει τό Θεό μέ ἕναν ἐπιδέξιο κυβερνήτη ὁποῖος δέν νικᾷ τήν τρικυμία μέ τήν τέχνη Του ἀλλά μέ τήν παντοδυναμία Του. Δέν πρέπει κατά συνέπεια, κάποιος νά εἶναι δύσθυμος γιά τά δεινά τοῦ σώματος, ὑπογραμμίζει ἱερός πατήρ, γιατί ὁτιδήποτε βρίσκεται μέσα στά πλαίσια τῆς ὕλης, -«τά δέ ἄλλα πάντα μῦθος, κἄν ἐπιβουλάς εἴπης, κἄν ἀπεχθείας, κἄν δόλους, κἄν συκοφαντίας, κἄν λοιδορίας, κἄν κατηγορίας, κἄν δημεύσεις, κἄν ἐξορίας, κἄν ξίφη ἠκονημένα, κἄν πέλαγος, κἄν τόν τῆς οἰκουμένης ἁπάσης πόλεμον»69, εἶναι παροδικό70 ἐνῷ ψυχή εἶναι αἰώνια. Αὐτό, ὅμως, πού θά πρέπει νά ἀποφεύγεται μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, γιατί εἶναι πηγή μεγάλης λύπης καί δυσθυμίας εἶναι ἁμαρτία71, τό ἠθικό κακό. ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου τόν αἰχμαλωτίζει, ὅπως ἀράχνη αἰχμαλωτίζει μέ τόν ἱστό τό θῦμα της, στά δεσμά τοῦ μισόκαλου δαίμονα.

Οἱ καταιγίδες τῆς ζωῆς, λέει ἐξόριστος Πατριάρχης στήν ἀγαπημένη του μαθήτρια, δέν πρέπει νά ἐπισκιάζουν μέ στεναχώρια τήν ψυχή γιατί παντοδύναμος Θεός μπορεῖ νά τά διορθώσει ὅλα καί νά κάνει κάθε τί πού φαίνεται ἀδύνατο δυνατό.72 Ἐξάλλου, τό νά ἐξεταστοῦν τά πράγματα μέ σύνεση εἶναι σημαντικός ὁδηγός τό νά φθάσει κάποιος στήν εὐθυμία καί νά γίνει μέτοχος αὐτῆς· «ἀλλ̉, ἵνα μή πάντα μετ̉ εὐκολίας παρ̉ ἡμῶν ἀκούῃς, τοῦτο σοι καταλιμπάνω τό μέρος, ὥστε μετά ἀκριβείας ἀναλέξαι πάντα καί παραθεῖναι τοῖς λυπηροῖς καί, καλήν ἀσχολουμένη ἀσχολίαν, οὕτως ἀπαγαγεῖν σαυτήν τῆς ἀθυμίας»73. ἱερός πατήρ τονίζει ὅτι εὐθυμία δέν προέρχεται μόνο ἀπό τό ἄκουσμα παρηγορητικῶν λόγων ἀπό τήν ἀνάγνωση συμβουλευτικῶν ἐπιστολῶν. Πετυχαίνεται ὅμως, μέ τήν ἐνεργῆ συμμετοχή τοῦ πάσχοντα ἀπό λύπη74. Μόνο τότε καταπραΰνεται φλεγμονή τῆς ὀδύνης, «τήν σήν καταστεῖλαί σου τῆς ὀδύνης τήν φλεγμονή»75.

ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη, δέν ὀφείλει νά προσπαθεῖ νά θεραπεύεται μόνο ἀπό τό ἔλκος καί τό οἴδημα τῆς ἀθυμίας ἀλλά καί νά καθαριστεῖ ἀκόμα καί ἀπό τή σκόνη της: «Πλήν ἀλλ̉ οὐδέ οὕτως ἀμελητέον τῆς ἐπιμελείας τῆς σῆς»76. Γιατί καί οἱ μικρότεροι κόκκοι ἀθυμίας μποροῦν νά προκαλέσουν σοβαρή ζημιά σέ κάποιον77. Αὐτό θά ἐπιτευχθεῖ ὄχι μόνο μέ τήν ἀρωγή κάποιου ἄλλου, ἀλλά κυρίως μέ τή συνδρομή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀρρώστου στήν προσπάθεια του νά γίνει καλά, «τοῦτο καί ἐπί τῆς ψυχῆς γίνεσθαι πέφυκεν»78.

Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του Ἰωάννης ὑποστηρίζει ὅτι φάρμακο γιά τήν ἵαση ἀπό τήν ἀθυμία καί τήν ἐνίσχυση τῆς εὐθυμίας μπορεῖ κάποιος νά βρεῖ μέσα στήν ἀρετή τῆς ψυχῆς του, στή σύνεση καί στή φιλοσοφία, «τῆς εὐλαβοῦς ψυχῆς τήν ἰσχύν, τῆς συνέσεως τό πλῆθος, τῆς φιλοσοφίας τήν δύναμιν»79, γιατί μέ τά μέσα αὐτά θά μπορέσει νά ἀποκαταστήσει τήν ἀταραξία στήν κλυδωνιζόμενη ἀπό τήν ἀθυμία ψυχή του80. Φυσικά ἱερός Χρυσόστομος γνωρίζει ὅτι λύπη εἶναι ἀναπόφευκτη καί συγχρόνως ὠφέλιμη στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναπόφευκτη εἶναι γιατί κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀλάνθαστος καί τά λάθη ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τόν παραγκωνισμό τῆς ψυχικῆς εὐθυμίας καί τήν ἐμφάνιση τῆς ἀθυμίας στό προσκήνιο. Ὠφέλιμη εἶναι γιατί βγάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀδράνεια καί τόν προτρέπει νά βρεθεῖ σέ ἐγρήγορση. ἔλλειψη ὅμως τῆς εὐθυμίας καί παρουσία τῆς λύπης στή ζωή κάποιου πρέπει νά ὑπάρχει μέ μέτρο: «ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ»81. Στό σημεῖο αὐτό μελίρρυτος πατήρ ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό τή φιλοσοφία τῶν Στωϊκῶν Φιλοσόφων πού ὑποστήριζαν ὅτι ὅλα στή ζωή, ἀκόμα καί λύπη, δέν πρέπει νά ξεπερνοῦν τό μέτρο γιατί τότε γίνονται ἐπιβλαβή γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἄλλωστε τό μέτρο καί ἀμετρία εἶναι δύο ἔννοιες οἰκεῖες στή σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Κυριαρχοῦν ὄχι μόνο στήν αἰσθητική, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τή διδασκαλία τῆς ἠθικῆς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν τά ἔργα τῶν μεγάλων τραγικῶν ποιητῶν· ὁτιδήποτε ὑπερβαίνει τό μέτρο προκαλεῖ τή θεία ὀργή, φτάνει στήν ὕβρη καί τιμωρεῖται ἀπό τή «νέμεσιν». θύραθεν παιδεία ἐδῶ, ἐμφανῶς ἔχει ἐπιδράσει στή σκέψη τοῦ Χρυσοστόμου. ἐπιρροή ὅμως τῆς Χριστιανικῆς θεολογίας γιά τό μέτρο καί τήν ἀμετρία ἀποτελεῖ καί αὐτή σημαντικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῆς σκέψης τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πατρός. Κατά συνέπεια, θεωρεῖ ὅτι ὑπέρμετρη λύπη εἶναι ἔργο τοῦ ἐθελόκακου τοῦ δαίμονα. Εἶναι ἔργο σατανικό, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει στήν ἐπιστολή του αὐτή, «καί πρός τούτοις σατανικόν καί ψυχῆς ὄλεθρος»82. Μέ τή λέξη σατανικό ἱερός Ἰωάννης περιγράφει τή βασική πηγή τῆς ψυχικῆς τρικυμίας καί παράλληλα φαίνεται ὅτι ἔχει ὑποστῆ ἐπίδραση ἀπό τούς πατέρες τῆς ἐρήμου. Οἱ τελευταίοι θεωροῦσαν ὅτι ἀκηδία εἶναι ἰδανικός χῶρος ἀνάπτυξης τῆς δράσης τοῦ Σατανᾶ.

Μέ τήν ἄμετρη δυσθυμία Σατανᾶς ἐμποδίζει τό ἀνθρώπινο ὄν στήν προσπάθειά του νά ἀναρριχηθεῖ στό ὅρος τῆς εὐθυμίας καί νά σωθεῖ καί μετατρέπει τή λύπη ἀπό φάρμακό σέ θανατηφόρο δηλητήριο: «Ὁρᾷς πῶς σατανικόν τό ἀμέτρως ἀλγεῖν καί τῆς ἐκείνου παγίδος ἔργον, τό σωτήριον φάρμακον τῇ ἀμετρίᾳ ποιοῦντος δηλητήριον;»83. πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιώντας τά λόγια84 τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐξηγεῖ ὅτι ἄμετρη λύπη δέν εἶναι μόνο ἔργο τοῦ Διαβόλου, ἀλλά καί δεῖγμα μεγάλης ἀνοησίας, ἀφοῦ ἐπιφέρει βαθύ σκοτάδι στή διάνοια, σύγχυση καί ταραχή στήν ψυχή. Τό ἄν θά ἀπαλλαγεῖ κάποιος ἀπό αὐτήν, βασίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στή θέλησή του καί στό πόσο ἀποφασισμένος εἶναι νά παλέψει πραγματικά χωρίς προφάσεις καί δικαιολογίες τοῦ ὅτι δῆθεν δέν μπορεῖ. Ἔπειτα, τονίζει Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι ὑπάρχει ἕνα πράγμα πού σκέψη εἶναι σίγουρο ὅτι μπορεῖ νά διώξει τήν ἀθυμία ἀπό τή ψυχή κάποιου,ἡ μνήμη τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως. σκέψη τῆς φοβερῆς ἡμέρας τῆς ἀποδόσεως τοῦ καθενός ἀνάλογα μέ τά ἔργα του ἀμαυρώνει κάθε ἄλλη στεναχώρια85. Ἀναλογιζόμενος κάποιος ὅλα τά παραπάνω, θά μπορέσει νά ἀντικαταστήσει τή σατανική καί ψυχοφθόρα λύπη μέ τήν εὐθυμία86. Τότε ἀθυμία θά μοιάζει μέ ἕναν μικρό ἱστό ἀράχνης καί ὄχι μέ ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος, «ἀράχνης αὐτήν εὐκολώτερον διασπάσαι καί ἀφανίσαι δυνήσῃ»87.

Στήν ἕνατη ἐπιστολή τοῦ ἱεροῦ πατρός πρός τήν Ὀλυμπιάδα, ἱεράρχης στεναχωριέται, γιατί ἀντί Ὀλυμπιάδα νά μοχθεῖ γιά τήν ἀπόκτηση τῆς εὐθυμίας, ἐκείνη ἄπραγη βυθίζεται ὅλο καί περισσότερο μέσα στή δυσθυμία, μέ τό νά κρατιέται δέσμια ὀδυνηρῶν λογισμῶν: «ὅτι ὀφείλουσα πάντα κινεῖν καί πραγματεύεσθαι, ὥστε ἀπελαύνειν σου τῆς ψυχῆς τήν ἀθυμίαν, περιέρχῃ συνάγουσα λογισμούς ὀδυνηρούς...»88 Ἐπιπλέον συμπληρώνει ὅτι δέν ὠφελεῖ νά καλλιεργεῖ κάποιος τή δυσθυμία σκεπτόμενος ἄσχημα πράγματα, «ἀλλά καί τοῦτο πάλιν ἔγκλημα μέγιστον τό λέγειν ὅτι καί προσφιλοτιμοῦμαι τοῖς λογισμοῖς τάς ὀδύνας»89, πραγματοποιώντας τό σχέδιο καί τό θέλημα τοῦ ἀπειρόκακου Δαίμονα μέ τό νά αὐξάνει τή δυσθυμία, «τό θέλημα τοῦ διαβόλου ποιεῖς»90.

Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο, Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι εὐθυμία δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τούς νόμους τῆς φύσης πού δέν ἀλλάζουν, ἀλλά εἶναι θέμα προσωπικῆς γνώμης91 καί χειρισμοῦ τῶν ἐλεύθερων λογισμῶν τῆς προαιρέσεως, στήν ὀρθή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου: «Οὐδέ γάρ ἐν τοῖς ἀκινήτοις τῆς φύσεως νόμοις οὕς ἀναμοχλεῦσαι ἡμῖν ἀδύνατον καί μεταθεῖναι, ἀλλ' ἐν ἐλευθέροις τοῖς τῆς προαιρέσεως λογισμοῖς, οὕς μεταχειρίζειν ἡμῖν ῥᾴδιον τά τῆς εὐθυμίας ἀπόκειται. -Οὐ γάρ ἐν τῇ φύσει τῶν πραγμάτων οὕτως, ὡς ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀνθρώπων τά τῆς εὐθυμίας ἵστασθαι πέφυκεν»92.

εὐθυμία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη, βασίζεται σέ δύο βασικά συνθετικά τή γαλήνη καί τήν ψυχική εἰρήνη. λύπη παρομοιάζεται μέ τό σκοτάδι τῆς νύχτας καί ὡς τό φοβερότερο βασανιστήριο, ὀδύνη ἄρρητη καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε τιμωρία.93 πιό φοβερή πηγή ὅμως, δυσθυμίας εἶναι φόβος τοῦ θανάτου· καί αὐτό γιατί φύση τοῦ θανάτου εἶναι τόσο τρομακτική ὥστε ὑπερτερεῖ ἔναντι ὁποιασδήποτε ἄλλης λύπης94.

ἔλλειψη εὐθυμίας ἐπισκιάζει κάθε χαρά καί κάθε εὐτυχισμένη στιγμή καί ἐπιζητεῖ ἀκόμα καί τό θάνατο. Τό μέν πρῶτο τό ἔπαθαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος τούς πληροφόρησε ὅτι ἔφτασε ὥρα νά φύγει ἀπό κοντά τους.95 Τό δέ δεύτερο τό ἐπιζητοῦσαν προφήτης Ἠλίας καί προφήτης Ἰωνάς96, ὅταν βρέθηκαν σέ δύσκολη κατάσταση. Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά, συμπεραίνει ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης, ὅτι ἀπέδειξε μέ σαφήνεια «ὅτι μέν οὖν τῶν ἁπάντων τῶν παθημάτων χαλεπώτερον ἀθυμία καί κολοφών καί τό κεφάλαιον τῶν δεινῶν»97.

ἅγιος Ἰωάννης ὑπογραμμίζει γιά ἄλλη μία φορά πόσο φοβερό πράγμα εἶναι τό φορτίο τῆς λύπης καί τῆς δυσθυμίας πού μπορεῖ νά μεταφέρει κάποιος στήν ψυχή του, ἐπικαλεῖται τόν Ἰώβ. Αὐτός ὀνόμαζε τό θάνατο ἀνάπαυση καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά τοῦ τή χαρίσει, λύνοντας τον ἀπό τά δέσμα τῆς ἀθυμίας. Ἐπειδή ὅμως, εἶναι τόσο ἀνυπόφορη, ἔχει ὡς ἔπαθλο τήν ἐπιβράβευση ἀπό τό Θεό. Βέβαια αὐτό προϋποθέτει νά ἀγωνιστεῖ κάποιος νά τήν ἀποβάλλει98.

Φυσικά, σημειώνει ἱερός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τόν μακάριο Παῦλο, ὅτι ἄν παρ' ὅλο τόν ἀγῶνα κάποιου γιά νά ἐπανέλθει στήν εὐθυμία, δέν εἰσακούεται αἴτηση του ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, ἴσως αὐτό ἀποτελεῖ τό μέσο γιά νά κερδίσει μεγαλύτερα ἔπαθλα ἀρετῆς ἀπό τό Θεό.99 Ὅπως ἄλλωστε ὑποστηρίζει ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: «Ἕκαστος γάρ τόν ἴδιον μισθόν λήψεται κατά τόν ἴδιον κόπον»100. Χρυσόστομος συμβουλεύει τήν Ὀλυμπιάδα νά μήν ἀφήνει τή δυσθυμία νά τήν κυριεύει ἀλλά νά τήν ὑπομένει μέ καρτερία, πραότητα καί γενναῖο φρόνημα, ὥστε νά μήν ἐπιτρέψει στό βροτοφάγο δαίμονα νά ἀναδειχθεῖ νικητής καί αὐτή ἡττημένη101. Τέλος τῆς γράφει δύο ὡραῖα καί γλαφυρά παραδείγματα μέ τά ὁποῖα θά κατανοήσει εὐκολότερα τά παραπάνω καί θά ἐνστερνιστεῖ γρηγορότερα τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου της. Χρησιμοποιεῖ ἑπομένως, τό παράδειγμα τῶν δέντρων πού οἱ ἀνωμαλίες τοῦ ἐδάφους τά βοηθάει νά γίνουν δυνατά, μέ πλούσιο φύλλωμα καί καρποφόρα, ὅπως οἱ δυσκολίες καί δυσθυμία ἀπό αὐτές σμιλεύουν τόν ἀνθρώπινο χαρακτῆρα καί τόν κάνουν ἀξιώτερο μεγάλων ἐπάθλων ἀπό τό Θεό102. Τό δεύτερο παράδειγμα λαμβάνεται ἀπό τούς ἐπιβάτες τῶν πλοίων103. Ὅσοι εἶναι ἄπειροι στά θαλάσσια ταξίδια καταλαμβάνονται ἀπό φόβο σέ πιθανή τρικυμία, ὅσοι ὁμως ἔχουν κάποια πεῖρα, ὄχι μόνο δέν νοιώθουν φόβο ἀλλά ἐνεργοῦν δραστικά σέ περίπτωση τρικυμίας.

Κατά τόν Ἰωάννη, καρδιά τῆς Ὀλυμπιάδας πρέπει νά εἶναι γεμάτη ἀπό εὐθυμία καί ἀλυπία γιατί ἔχει πετύχει νά φτάσει στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν, καί ὄχι νά ταράσσεται ἀπό δυσθυμία καί λύπη ἐξαιτίας τῶν δυσκολιῶν καί τῶν προβλημάτων πού τίς δημιουργοῦν οἱ ἑκάστοτε ἄρχοντες: «Σύ δέ οὕτω σαυτήν κατατείνουσα ὑπό τῆς ἀθυμίας δίκην σεαυτήν ἀπαιτεῖς, συγχεόμενη ταραττόμενοι, πολλῆς πληρομένη λύπης. Ταῦτα γάρ ἐκείνους ἔδει ποιεῖν... σέ δέ ἀγάλλεσθαι καί χαίρειν χρή ὅτι τό κεφάλαιόν σοι τῶν ἀρετῶν κατώρθωται»104. Συμβουλεύει τήν Ὀλυμπιάδα νά ἀγωνίζεται μέ ὑπομονή ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί τῶν ὑπολοίπων δυσκολιῶν, ἀφοῦ ὑπομονή: «ἐστιν βασιλίς τῶν ἀρετῶν, θεμέλιος τῶν κατορθωμάτων, λιμήν ἀκύμαντος, ἐν πολέμοις εἰρήνη, ἐν κλύδωνι γαλήνη, ἐν ἐπιβουλαῖς ἀσφάλεια, τόν κατωρθωκότα αὐτήν ἀδάμαντος στερρότερον ποιοῦσα»105. σεμνή κόρη ὀφείλει νά βρίσκεται σέ εὔθυμη διάθεση ἐξαιτίας τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού πρόκειται νά ἀπολαύσει καί ὄχι μέσα σέ τρικυμία λύπης ἐξαιτίας τῶν δεινῶν τά ὁποῖα τήν ὑποχρεώνουν νά ὑποφέρει: «... νῦν δέ ἐπιτιμῶν τῷ τῶν κακῶν πελάγει καί ἀπό χαλεποῦ τοῦ χειμῶνος λευκήν ἐργαζόμενος τήν γαλήνην...ἀλλά καί τήν ταχίστην αὐτῶν ἐλευθερίαν καί τήν ἄφατον ἐντεῦθεν τικτομένην σοι ἀμοιβήν καί ἀντίδοσιν» 106.

Τέλος, σημαντικός αὐτός Πατήρ τῆς Ὀρθοδοξίας παροτρύνει τήν Ὀλυμπιάδα νά πάψει νά βρίσκεται σέ κατάσταση ἀθυμίας, ὥστε νά ἐπιθυμεῖ: «νῦν τῆς ἐντεῦθεν ἀποδημίας»107 καί νά χαρεῖ γιά τήν καλή ὑγεία του· συγχρόνως τῆς ὑπενθυμίζει, ὅσα τίς ἔχει προαναφέρει γιά τά στεφάνια μέ τά ὁποῖα στεφανώνεται κάποιος ὅταν μέ ὑπομονή βιώνει ἀρρώστιες, προβλήματα καί δύσκολες καταστάσεις108. Ἄλλωστε ὑγεία τοῦ ἴδιου πρέπει νά χαροποιεῖ τή μαθήτριά του καί νά τήν ὁπλίζει μέ δύναμη ἐναντίον τῆς ἀθυμίας πού τήν πολιορκεῖ: «ἀλλ̉ ὑγιεινότερον διακείμεθα αὐτόθι ἦμεν πολλῇ μέντοι κεχρημένοι τῇ ἐπιμελείᾳ. Ταῦτα οὖν ἅπαντα λογιζομένη διακρούου τήν κατέχουσάν σε νῦν ὑπέρ τούτων ἀθυμίαν»109 Κλείνοντας τήν ἐπιστολή του «ἐκβιάζει» συναισθηματικά τήν Ὀλυμπιάδα, ὅπως κάνει ἕνας πατέρας στό παιδί του γιά νά τό νουθετήσει, ὅτι δέν πρόκειται, «μακράς πέμπειν ἐπιστολάς»110 ἄν δέν ἀπαλλάξει τόν ἑαυτό της ἀπό τή λύπη καί τόν ἐπαναφέρει πάλι στήν εὐθυμία.111



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ἡ σύγκριση τοῦ ὅρου «εὐθυμία» στή σκέψη τοῦ Πλουτάρχου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.


Μέ προσεχτική μελέτη τῶν δύο αὐτῶν σπουδαίων ἔργων, ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχουν κοινά σημεῖα στή σκέψη τῶν ἐξαίσιων αὐτῶν συγγραφέων. Παρ̉ ὅλο πού ἀνήκουν σέ ἄλλη ἐποχή καί εἶναι θιασιῶτες διαφορετικῆς θρησκείας, ἔχουν κοινό τρόπο στοχασμοῦ. Κάτι πού κάνει δύσκολο νά διαπιστώσουμε ἄν ὁ Πλούταρχος ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό τή χριστιανική σκέψη καί φιλοσοφία ἤ ἄν ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔχει δεκτεῖ ἐπίδραση ἀπό τό γενικότερο ἔργο τοῦ Χαιρωνέως συγγραφέα. Πάντως ἐξετάζοντας τά συγκεκριμένα πονήματα, μποροῦμε νά δικαιώσουμε τήν ἄποψη αὐτῶν πού ὑπστηρίζουν ὅτι ὁ Πλούταρχος εἶχε γνωρίσει τή χριστιανική φιλοσοφία καί ἴσως ἦταν χριστιανός ἐν κρυπτῷ.

Κοινά σημεῖα στά δύο ἔργα, στό "Περί Εὐθυμίας" τοῦ Πλουτάρχου καί στίς ἐπιστολές "Πρός Ὀλυμπιάδα" τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ὅτι εὐθυμία ὑπόκειται στήν καλή διάθεση τῆς ψυχῆς112 καί στή δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ: «Οὐδέ γάρ ἐν τοῖς ἀκινήτοις τῆς φύσεως νόμοις οὕς ἀναμοχλεῦσαι ἡμῖν ἀδύνατον καί μεταθεῖναι, ἀλλ' ἐν ἐλευθέροις τοῖς τῆς προαιρέσεως λογισμοῖς, οὕς μεταχειρίζειν ἡμῖν ῥᾴδιον τά τῆς εὐθυμίας ἀπόκειται. - Οὐ γάρ ἐν τῇ φύσει τῶν πραγμάτων οὕτως, ὡς ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀνθρώπων τά τῆς εὐθυμίας ἵστασθαι πέφυκεν»113, νά παλέψει μέ σύνεση καί λογική ἐναντίον τῶν διαφόρων παθῶν.

Καί οἱ δύο συγγραφεῖς ἀποστέλλουν τίς ἐπιστολές τους σέ οἰκεία καί προσφιλῆ πρόσωπα114 προκειμένου νά τούς πείσουν νά ἀποβάλλουν τή δυσθυμία πού τούς κατέχει καί νά γίνουν ἔμπλεοι εὔθυμης διάθεσης. Ἐνῷ Πλούταρχος συμβουλεύει ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀθυμία μέ τό νά προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά τυχόν συμφορές πού ἴσως ἔρθουν: «ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν' ἐκ πολλοῦ παρεσκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν»115, ἱερός πατήρ συμβουλεύει ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζει τή δυσθυμία τῆς ψυχῆς μέ τή σκέψη τῆς φοβερῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως. σκέψη αὐτή διώχνει μακριά τή λύπη γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθημα καί κατάσταση πού βιώνει116.

Χαρακτηριστικά καί οἱ δύο σημειώνουν ὅτι πρέπει νά ἀγωνιστεῖ κάποιος ἀρκετά γιά κερδίσει τήν εὐθυμία. Χρησιμοποιοῦν δέ καί οἱ δύο τήν παρομοίωση τῆς ψυχῆς μέ θάλασσα. Ὅταν κυριαρχεῖ στήν ψυχή εὐθυμία εἶναι γαλήνια, ἀλλιώς γίνεται τρικυμιώδης. Πλούταρχος ὑπογραμμίζει ὅτι αἰτία τῆς ἀθυμίας μας εἶναι «πόθεν γε δή πρός ἀλυπίαν ψυχῆς καί βίον ἀκύμονα χρημάτων ὄφελος δόξης δυνάμεως ἐν αὐλαῖς, ἄν μή τό χρώμενον εὐχάριστον τοῖς ἔχουσι καί τό τῶν ἀπόντων μή δεόμενον ἀεί παρακολουθῇ;»117, ἐνῷ Ἰωάννης ὑποστηρίζει ὅτι «θάλασσαν ὁρῶ μαιομένην πάντοθεν ἀναχλευομένην...»118.

Καί οἱ δύο θεωροῦν ὅτι οἱ δυσκολίες οἰκοδομοῦν ἕναν καλύτερο ἄνθρωπο ἀρκεῖ ἐκεῖνος νά τίς ἀξιοποιήσει καί νά τίς ἀξιολογήσει σωστά. Πλούταρχος ἐξηγεῖ καλύτερα τήν ἄποψή του αὐτή μέ τό παράδειγμα τῆς μέλισσας ὁποία γνωρίζει ὅτι τό πιό γλυκό μέλι θά τό πάρει ἀπό τό ὀξύτερο καί ξερότερο φυτό, ἔτσι ἀπό τίς δυσμενεῖς πολλές φορές περιστάσεις ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει κάτι ὠφέλιμο καί χρήσιμο σέ αὐτόν119. Χρυσόστομος κάνει χρήση τοῦ παραδείγματος τοῦ δέντρου πού ὅταν βρίσκεται σέ σκληρό καί τραχύ ἔδαφος, τότε γίνεται καρπερό καί μέ πλούσιο φύλλωμα120.

Στόν ἀρχαῖο συγγραφέα ἕνας βασικός λόγος γιά τήν κυριαρχία τῆς ἀθυμίας στήν ψυχή εἶανι φιλαυτία καί ὑπέρμετρη ἀγάπη γιά τίς τιμές: «αἴτιον δ̉ φιλαυτία μάλιστα, φιλοπρώτους ποιοῦσα καί φιλονίκους ἐν πᾶσι καί πάντων ἐπιδραττομένους ἀπλήστως»121. Γιά τό χριστιανό πατέρα καί συγγραφέα, αἰτία τῆς δυσθυμίας εἶναι τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει κάποιος κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, παράλληλα τονίζει ὅτι τό νά πονᾶμε περισσότερο ἀπό τό μέτρο εἶναι μάταιο ἀλλά καί σατανικό τό νά στεναχωριόμαστε σφοδρά γιά τά λάθη τῶν ἄλλων122.

Γενικά καί ὁ Πλούταρχος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μάχεται ἐναντίον τῆς ἀθυμίας καί τῶν προβλημάτων πού τή «δημιουργοῦν» προκειμένου νά κερδίσει τήν εὐθυμία καί τήν ψυχική γαλήνη. Καί οἱ δύο ἀποδέχονται ὅτι ἡ καλή χρήση τῶν δυσκολιῶν ἔχουν θετικά ἀποτελέσματα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο πού βρίσκεται μέσα στήν τρικυμία τῶν προβλημάτων καί τῶν περιπετειῶν τοῦ βίου του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης στό σημεῖο αὐτό καινοτομεῖ, λέγοντας ὅτι τό νά δέχεται κάποιος μέ εὐθυμία καί ὑπομονή τά κάθε είδους προβλήματα πού τοῦ τυχαίνουν, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπιβράβευσή του ἀπό τό Θεό στή μέλλουσα ἀλλά καί μερικές φορές στήν παροῦσα ζωή· χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, μετά τό σωματικό του θάνατο, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ.

Ἐν κατακλείδι, ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι πώς διαβάζοντας τά συγκεκριμένα κείμενα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔχουν γραφεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν γαλουχηθεῖ μέ τίς ἴδιες ἠθικές ἀξίες. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἕνας πιστεύει στά εἴδωλα καί ὁ ἄλλος στόν μοναδικό καί ἀληθινό Θεό.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ:

  • Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Σταυρόν καί εἰς ληστήν, PG 49, 406.

  • Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολές πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, Directeurs - fondateurs: H. de Lubac et J. Daniélou, Paris 1947. PG 52, 608 -

  • Καινή Διαθήκη, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 1997.

  • Παλαιά Διαθήκη, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 1997

  • Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, Plutarque œuvres morales: De la tranquillité de l' âme, Collection des Universités de France, t. VII, 465a - 477f, Paris 1975, 89-129.

  • Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, Γ΄, PG 67, 665-669.

  • Σωζομένου Ἑρμείου Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VIII, Β΄, PG 67, 1513-1520.


ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  • Ἀμάντου, Κ. Ι., Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Α΄, Ἀθῆναι 1953²

  • Barrow, R. H., Plutarch and his times, London 1967.

  • Βαφείδη, Φιλ., ἱερός Χρυσόστομος καί δρᾶσις αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1931.

  • Χρήστου, Π. Κ., Ἑλληνική Πατρολογία, Δ´, ἐκδοτικός οἶκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1989.

  • Χριστοδούλου, Γ. Α., «Πλούταρχος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, 8, ἐκδοτική Ἀθηνῶν 1991, 309-317.

  • Γεωργιάδη, Β., Μελέτη περί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1902.

  • Γεωργούλη, Κ. Δ., «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10, Ἀθῆναι 1966, στ. 445 -447.

  • Κονιδάρη, Γερασίμου Ι., Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1957²

  • Κουτσούρη, Δημητρίου, «Ἰωάννης Χρυσόστομος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, 4, ἐκδοτική Ἀθηνῶν 1991, 420-424.

  • Kroh, P., Λεξικό Ἀρχαίων Συγγραφέων, Ἑλλήνων καί Λατίνων, μετάφραση - ἐπιμέλεια Λυπούρλης καί Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 1996.

  • Lesky, Α., Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, μφρ Ἀ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964.

  • Παπαδοπούλου, Χρ., ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀλεξάνδρεια 1908.

  • Παπαδοπούλου, Σ. Γ., Πατρολογία Β´, Ἀθήνα 1990.

  • Τζαννετάτου, Θ. Στεφ., «Ὁ Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 18-30.

  • Τζωρτζάτου, Β. Τ, Ἰωάννης Χρυσόστομος βάσει τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1952.

  • Τσάμη, Δ. Γ., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998.


1 «Οἱ βιογραφίες του ἀσχολοῦνται μέ βίους Ἑλλήνων ἀπό τούς μυθικούς χρόνους ἕως τούς τελευταίους ἀγῶνες τους γιά ἐθνική ἀνεξαρτησία καί Ῥωμαίων ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ῥώμης ἕως τό τέλος τῆς Δημοκρατίας της», Γ. Χριστοδούλου, «Πλούταρχος», ΠΒΛ, 8 (1991) 310-311.

2 Θ. Τζαννετάτου, «Ὁ Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 21-41. Πβλ. Plutarch's Moralia μετά μεταφράσεως ἀγγλιστί ὑπό F. C. Babbitt, παρά Loeb, τόμος Α´, Λονδίνον - Νέα Ὑόρκη, 1927, 9.

3 Σύμφωνα μέ τό λεξικό τοῦ Σουΐδα ἔζησε μεταξύ 52 -117 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ. Πατριάρχης Κπόλεως, Μέγας Φώτιος ἀναφέρει ὅτι ἐγεννήθηκε κατά τή διάρκεια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Νέρωνος, 54-68 μ.Χ.

4 « Ἀμμώνιος ἦταν ἀλεξανδρινός νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ἀνῆκε εἰς τήν Περιπατικήν σχολήν, τήν σχολή τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλά δέν εἶχε κλειστούς τούς ὀφθαλμούς του δι̉ ἄλλας θεωρίας, ὅπως τή θρησκευτική ἰδεοκρατία τῆς Ἀκαδημίας, τῆς σχολῆς τοῦ Πλάτωνος. διδασκαλία τοῦ Ἀμμωνίου ἦλθεν σέ ἐποχή, ὅπου ἀγωνία τῶν ἀναζητήσεων καί ταλαντεύσεων θά ἔβαινε βαθύτερα στήν ψυχή τοῦ Πλουτάρχου καί οἱ φιλοσοφικές ἰδέες του θά ἔλάμβαναν σταθερό προσανατολισμό», Θ. Τζαννετάτου, « Πλούταρχος ὡς ἄνθρωπος καί ὡς συγγραφεύς», Παρνασσός, 2 (1960) 24.

5 Κ. Γεωργούλη, «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10 (1966) 445.

6 Πλάτων ὑπῆρξε ἐπιφανέστερος τῶν φιλοσόφων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας. Ἔζησε μεταξύ τοῦ 428/9 - 347 π.Χ. Γεννήθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Πατέρας του ἦταν Ἀρίστωνας, γιός τοῦ Ἀριστοκλῆ καί ἀπόγονος τοῦ βασιλιᾶ Κόδρου καί μητέρα του ἦταν Περικτιόνη, ἀπόγονος τοῦ Σόλωνα καί ἀνιψιά τοῦ Κριτία, πού ἀργότερα ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἀδιάλλακτους τριάκοντα τυράννους τῆς Ἀθήνας. Ἄνηκε στή σχολή τοῦ Ἠράκλειτου καί εἶχε τήν εύτυχία νά μαθητέψει δίπλα σέ μεγάλους δασκάλους ὅπως ἦταν Πρωταγόρας καί Γοργίας καί κυρίως Σωκράτης. ἐπίδραση τοῦ τελευταίου ἦταν καταλυτική στή διαμόρφωση τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα. Στήν Αθήνα Πλάτων ἵδρυσε φιλοσοφική σχολή τό 385π.Χ., πού τήν ὀνόμασε Ἀκαδημία.

7 Κ. Γεωργούλη, «Πλούταρχος», ΘΗΕ, 10 (1966) 445.

8 P. Kroh, «Πλούταρχος», Λεξικό ἀρχαίων συγγραφέων Ἑλλήνων καί Λατίνων, Θεσσαλονίκη 1996, (Μετάφραση - Ἐπιμέλεια: Δ. Λυπουρδής, Λ. Τρομάρας), University studio PressἘκδόσεις Ἐπιστημονικῶν βιβλίων καί περιοδικῶν, 388.

9 Ἰωάννης Μαυρόπους, μητροπολίτης Εὐχαΐτων κατά τόν ΙΑ´ αἰῶνα ἔγραψε σχετικά: «Εἴπερ τινάς βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων, τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι· Ἄμφω γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες. Εἰ δ̉ ἠγνόησαν, ὡς Θεός σύ τῶν ὅλων, ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον δι̉ ἥν ἅπαντας δωρεάν σῴζειν θέλεις», Ἰωάννου Εὐχαϊτῶν, Ἰαμβλίχου ΜΒ´, PG 120, 1156.

10 Μέγας Βασίλειος ἀπό τήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, ἀδερφός του Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης καί ἀδελφικός τους φίλος (κυρίως τοῦ Βασιλείου) Γρηγόριος Ναζιανζηνός Θεολόγος ὑπῆρξαν ἀπό τά φωτεινότερα πνεύματα στό χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔλαχαν ἀξιόλογης μορφώσεως, ὑπηρέτησαν μέ πάθος τό Χριστιανισμό καί πολέμησαν γιά νά διαφυλάξουν ἀλώβητες τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μας, τά δόγματά της καθαρά καί ἀναλλοίωτα ἀπό τίς δοξασίες τῶν αἱρετικῶν. Οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν ἀκαταπόνητα, ἀκούραστα τόσο στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὅσο καί γιά τήν ἐδραίωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως συνέγραψαν πλῆθος πραγματειῶν καί ἐπιστολῶν μέ θέματα παιδαγωγικοῦ χαρακτῆρα.

11 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 464f.

12 Ἐπίτομον Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλῶσσας τοῦ Δημητράκου, ἐκδ. Γιοβάννη, Ἀθῆναι 1970, σ. 628.

13 Πολλοί συγγραφεῖς μίλησαν γιά τήν ἡρεμία καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς ἐπηρρεασμένοι ἀπό τήν εἰκόνα τῆς γαλήνης τῆς θάλασσας.

14 R. H Barrow, Plutarch and his times, Londres 1967, σ. 7.

15 Α. Lesky, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, μετάφραση Ἀ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 1112-1113.

16 . Κονιδάρη, Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐν Ἀθήναις 1957², σ. 342.

17 Παλλαδίου Ἑλενουπόλεως, Διάλογος, PG 47, 1-82.

18 Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, Γ΄, PG 67, 665Α. Ἑρμείου Σωζομένου Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VIII, Β΄, PG 67, 1513Β.

19 Αὐτόθι.

20 Σχολή τῆς Ἀντιόχειας θεωροῦσε ὅτι μόνο μέ τήν τυπολογική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μποροῦσε νά κατανοηθεῖ ἀλήθεια στήν Ἁγία Γραφή.

21 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία VI, ΙΕ΄, PG 67, 708Β.

22 Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, ἐκδοτικός οἶκος Κυρομάνος, σ. 237.

23 ἅγιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης ἰσχυρίζεται ὅτι Ἰωάννης ὑπερτερεῖ πάντων εἰς ἀττικισμόν.

24 « Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου ἀνήκει στό κλίμα τῶν καππαδοκῶν πατέρων Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου καί Γρηορίου Νύσσης. Τοῦ πρώτου ἦταν πνευματικό τέκνο, τοῦ δεύτερου πρῶτος ἐξάδερφος καί τοῦ τρίτου φίλος. Δημιούργησε στη θεολογική σκιά τῶν τριῶν αὐτῶν καί κατόρθωσε νά ὀρθοδοξεῖ σ' ἐποχή μεγάλων θεολογικῶν συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων. Ἀντιμετώπισε τόν ἀρειανισμό, ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν οἰκοδομή τῶν νέων, καταπολέμησε ἐγκρατιτικές ἀσκητικές ὁμάδες, πού σχετίζονταν μέ τούς μεσσαλιανούς, καί μίλησε σαφῶς γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα. Τό κῦρος του καί εὐρύτερος ῥόλος του στήν Ἐκκλησία ἀναγνωρίστηκαν στή Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο», Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, Ἀθήνα 1990, σ. 637.

25 Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, VIII,Θ΄, PG. 62, 1537........

26 Τό μέρος αὐτό εἶχε δημοσιευτεῖ ὡς μία μικρή μελέτη στό περιοδικό Κοινωνία 45 (2002) 257-264. Γιά τήν ἐργασία αὐτή χρησιμοποιοῦμε τό κείμενο τοῦ Πλουτάρχου ἀπό τήν Plutarque, Oeuvres morales: De la tranquillité de l' âme, Collection des Universités de France, Paris 1975, pp. 80-129, ἐπιμέλεια ἐκδόσεως Jean Dumortier et Jean Defradas.

27 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465a καί 465b.

28Αὐτόθι, 465b.

29 Αὐτόθι, 465c.

30«δεῖ τόν ἐνθυμεῖσθαι μέλλον τα μή πολλά πρήσειν μήτε ἰδίῃ μήτε ξυνῇ», Δημοκρίτου Β, 3.

31 «λῦπαι καί ταραχαί καί κακοθυμίαι διά ζηλοτυπίας καί δεισιδαιμονίας καί φιλοτιμίας καί κενῶν δοξῶν», Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465d.

32 Αὐτόθι, 466a.

33 Αὐτόθι, 466c καί 466d.

34 Αὐτόθι, 466d-467a.

35 Αὐτόθι, 467α-f καί 468a.

36 Αὐτόθι, 468b.

37 Αὐτόθι, 468d.

38 Αὐτόθι, 468f.

39 «ἀγαθόν τοίνυν ἐν τοῖς ἀβουλήτοις συμπτώμασι πρός εὐθυμίαν καί τό μή παρορᾶν ὅσα προσφιλῆ καί ἀστεῖα πάρεστιν ἡμῖν, ἀλλά μιγνύντας ἐξαμαυροῦν τά χείρονα τοῖς βελτίοσι», Αὐτόθι, 469a.

40 «δεῖ δέ καί τά κοινά μή παρορᾶν ἀλλ̉ ἔν τινι λόγῳ τίθεσθαι καί χάριν ἔχειν ὅτι ζῶμεν, ὑγιαίνομεν, τόν ἥλιον ὁρῶμεν. -οὐδενί γάρ ἀξίαν τό μή εἶναι προστίθησιν οὐδέ δεῖ κτᾶσθαι μέν ὡς μεγάλα καί τρέμειν ἀεί δεδιότας ὡς ὑπέρ τῶν μεγάλων μή στερηθῶμεν, ἔχοντας δέ παρορᾶν καί καταφρονεῖν ὡς μηδενός ἀξίων, ἀλλά χρῆσθαι μάλιστα ἐπί τῷ χαίρειν καί ἀπολαύειν αὐτῶν, ἵνα καί τάς ἀποβολάς, ἄν συντυχάνωσι, πραότερον φέρωμεν», Αὐτόθι, 469e καί 469f.

41 Αὐτόθι, 470b.

42 Αὐτόθι, 470d.

43 Αὐτόθι, 471a.

44 Αὐτόθι, 471c.

45 Αὐτόθι, 471d.

46 Αὐτόθι, 471e.

47 Αὐτόθι, 472c.

48 Αὐτόθι, 473e.

49 Αὐτόθι, 474b.

50 Αὐτόθι, 474e καί 475d.

51 Αὐτόθι, 474f.

52Αὐτόθι, 476b.

53 Αὐτόθι, 476d. Πρβλ. Μένανδρος, ἀπόσπασμα 355,4.

54 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 477b.

55 Αὐτόθι, 477c- f.

56 Αὐτόθι 465b.

57 «οὕτω καί τῶν λόγων, ὅσοι πρός τά πάθη βοηθοῦσι, δεῖ πρό τῶν παθῶν ἐπιμελεῖσθαι τούς νοῦν ἔχοντας, ἵν̉ ἐκ πολλοῦ παρασκευασμένοι μᾶλλον ὠφελῶσιν», Αὐτόθι 465b καί 465c.

58 Τό μέρος αὐτό εἶχε δημοσιευτεῖ ὡς μία μικρή μελέτη στό περιοδικό Κοινωνία 46 (2002) 169-177.

59 Sources Chrétiennes 13, Jean Chrysostome, Lettres à Olympias, lettre 1(XI) 1C, Paris 1947, σ. 95, ἐπιμέλεια κριτικῆς ἐκδόσεως AnneMarie Malingrey (=PG 52, 609). Στή μελέτη αὐτή αὐτή χρησιμοποιοῦμε ὡς κριτική ἔκδοση τή Sources Chrétiennes 13, καί ἐπικουρικῶς τήν PG 52, 549622.

60 SC 13, lettre ΙΙΙ (XI) 1Β, σ. 971-7 (=PG 52, 608).

61 SC 13, lettre V (VIII) 1Α, σ. 10010-11 (=PG 52, 607).

62 SC 13, lettre V (VIII) 1Α, σ. 10011-15 (=PG 52, 607).

63 SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10110-13 (=PG 52, 607).

64 SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10119-23 (=PG 52, 607-608). Πρβλ. Λουκ. 16, 19-32.

65 « γάρ ἐνταῦθα κακόν τί ποιῶν, εἶτα πρός τῷ μή δοῦναι δίκην καί τιμῆς παρά ἀνθρώπων ἀπολαύων, μέγιστον ἀπαλεύσεται τιμωρίας ἐφόδιον ἔχων τήν τιμήν», SC 13, lettre V (VIII) 1Β, σ. 10117-19(=PG 52, 608).

66 «Οὐ σφόδρα αἰσθάνομαι τῆς εὐπραγίας, ἑτέρων πασχόντων κακῶς», Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Σταυρόν καί εἰς ληστήν, ὁμιλία Ι, Ε, PG 49, 406.

67 SC 13, lettre VII (I) 1Β, σσ. 1053-10610(=PG 52, 549).

68 SC 13, lettre VII (I) 1Β, σ. 1064, 6-8 (=PG 52, 549 .).

69 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1063-7 (=PG 52, 549).

70 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1069 (=PG 52, 549). ἱερός πατήρ θέλοντας νά δείξει τήν εὐτέλεια τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν τῆς παροῦσας ζωῆς καί νά θεμελιώσει μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα τό ὅσα λέει, παραθέτει τά λόγια δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Βίβλου, τοῦ προφήτη Ἠσαΐα ἀπό τήν ΠΔ καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν Καινή. μέν πρῶτος παρομοιάζει ὅλα τά πράγματα, καλά κακά τῆς ἐπιγείου ζωῆς μέ τό ἄνθος τοῦ χόρτου, τό παλαιό ἱμάτιο καί τό διαβρωμένο μαλλί, γιατί τό ἄνθος γρήγορα μαραίνεται, τό ῥοῦχο παλαιώνεται καί τό μαλλί τρώγεται ἀπό τό σκῶρο. δέ δεύτερος τά χαρακτηρίζει ἁπλῶς πρόσκαιρα. SC 13, lettre VII (I) 1C, σσ. 10613-10723(=PG 52, 550).

71 SC 13, lettre VII (I) 1C, σ. 1062 (=PG 52, 549).

72 SC 13, lettre VII (I) 3Α, 108-109 (=PG 52, 551-552).

73 SC 13, lettre VII (I) 5D, σσ. 1143-11510 (=PG 52, 555).

74 SC 13, lettre VII (I) 5F, σ. 11513-17 (=PG 52, 556).

75 SC 13, lettre VIII (II) 1Α, σ. 1162 (=PG 52, 556).

76 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 1163-4 (=PG 52, 556).

77 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 1164-6 (=PG 52, 556).

78 SC 13, lettre VIII (II) 1Β, σ. 11614 (=PG 52, 556).

79 SC 13, lettre VIII (II) 1C, σ. 1177-8 (=PG 52, 556).

80 SC 13, lettre VIII (II) 1C, σ. 11711 (=PG 52, 556).

81 SC 13, lettre VIII (II) 1D, σ. 11713 (=PG 52, 557).

82 SC 13, lettre VIII (II) 1Ε, σ. 1177(=PG 52, 557).

83 SC 13, lettre VIII (II) 2C, σ. 11913-15 (=PG 52, 558). Πρβλ. ΒΚορ. 2, 7-11.

84 SC 13, lettre VIII (II) 3Α, σ. 119 (=PG 52, 558). Πρβλ. ΒΚορ. 2, 7-11 καί Α´ Κορ. 5,2.

85 SC 13, lettre VIII (II) 3Β, σ. 120 (=PG 52, 558 - 559). Πρβλ. Ματθ. 24, 29.

86 SC 13, lettre VIII (II) 3D, σσ. 120-121. (PG 52, 559).

87Αὐτόθι.

88 SC 13, lettre IX (XIV) 1Α, σ. 1426-9 (=PG 52, 612).

89 SC 13, lettre IX (XIV) 4Β, σ. 1497-9 (=PG 52, 617).

90 SC 13, lettre IX (XIV) 4Β, σ. 14913 (= PG 52, 617).

91 SC 13, lettre X (III) 1D, σ. 1546-7 (=PG 52, 573).

92 SC 13, lettre X (III) 1C, σσ. 1533-6, 15412-13 (=PG 52, 572, 573).

93 SC 13, lettre X (III) 2ΒC, σ. 155 (=PG 52, 573).

94 SC 13, lettre X (III) 3D, 3F, σσ. 1581-10 (=PG 52, 575).

95 SC 13, lettre X (III) 4Β, σ. 160 (=PG 52, 576). Πρβλ. Ἰω. 14, 28 καί 16, 5 ἑ.

96 SC 13, lettre X (III) 4C, 5Α, σσ. 160-161 (=PG 52, 577). Πρβλ. Α´ Βασ. 19, 3-4 καί Ἰωνᾶς 4, 3.

97 SC 13, lettre X (III) 6Α, σ. 1621-3 (=PG 52, 578).

98 SC 13, lettre X (III) 7Ε, σσ. 164-165 (=PG 52, 579580). Πρβλ. Ἰώβ 3, 23 καί 6, 8-10.

99 SC 13, lettre X (III) 9Ε, σ. 168 (=PG 52, 582).

100 SC 13, lettre X (III) 9D, σ. 16815 -16 (=PG 52, 582).

101 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 1827-9 (=PG 52, 596).

102 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 182. (=PG 52, 596597).

103 SC 13, lettre XI (I) 1Β, σ. 182 (=PG 52, 596597).

104 SC 13, lettre XIII (VII) 4C, σ. 197 (=PG 52, 606).

105 SC 13, lettre XIII (VII) 4D, σ. 1982-5 (PG 52, 606).

106 SC 13, lettre XIV (XVI) 1Α, σ. 1998-14 (=PG 52, 612).

107 SC 13, lettre XVII (IV) 1D, σ. 2079 (=PG 52, 591).

108 SC 13, lettre XVII (IV) 1D, 1Ε, σ. 2074-9 (=PG 52, 591).

109 SC 13, lettre XVII (IV) 4Β, σ. 21324-26 (=PG 52, 595).

110 SC 13, lettre XVII (IV) 4C, σ. 21412 (=PG 52, 595).

111 SC 13, lettre XVII (IV) 4D, σ. 214 (=PG 52, 595)

112 «τήν πηγήν τῆς εὐθυμίας ἐν αὐτοῖς οὖσαν ἡμῖν», Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 467a.

113 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre X (III) 1C, σσ. 1533-6, 15412-13 (=PG 52, 572573).

114 Πλούταρχος στέλνει τήν ἐπιστολή στό φίλο του Πάκκιο μέ σκοπό νά τοῦ μιλήσει γιά τήν εὐθυμία καί τό πώς μπορεῖ κάποιος νά γίνει μέτοχος αὐτῆς. Ἰωάννης Χρυσόστομος γράφει στή μαθήτριά του Ὀλυμπιάδα γιά νά τή βοηθήσει νά ξηεπεράσει τήν ἀθυμία στήν ὁποία βρίσκεται καί νά γευθεῖ τή χαρά τῆς εὐθυμίας.

115Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465b.

116 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VIII (II) 3Β, 120 (=PG 52, 558559) . Πρβλ. Ματθ. 24, 29.

117 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 465a καί 465b

118 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VII (I) 1Α, 1059 (=PG 52, 549).

119 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας, 467c.

120 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre XI (I) 1Β, 182 (=PG 52, 596597).

121 Πλουτάρχου, Περί εὐθυμίας,471d.

122 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ὀλυμπιάδα, SC 13, lettre VIII (II) 1Ε, 117 (=PG 52, 557).

21


http://www.imchiou.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=278:2012-01-16-21-22-34&catid=39:2011-06-05-15-55-16&Itemid=53

6 Φεβ 2012

Ο Μέγας Φώτιος και τα Κλασικά Γράμματα


Ο Μέγας Φώτιος και τα Κλασικά Γράμματα

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου

«Φώτιος, τό μέγα ὄνομα, καί τοῦ τε κατ’ αὐτόν καί τῶν μετ’ αὐτόν αἰώνων τό θαῦμα· οὗτινος μεσταί πᾶσαι μέν βιβλιοθῆκαι, πᾶσαι δέ σελίδες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας· ὁ... μεγαλοφυΐᾳ καί σοφίᾳ, καί ἀρετῇ καί εὐσεβείᾳ περικλεέστατος... ὁποῖον πολυμαθείας πελάγιον χεῦμα!...πάμμουσον ὁρᾷς παιδείας ἐνδιαίτημα...».

Αἰσθάνεται κανείς ζωηρή περιέργεια, ἀνάμεικτη μέ κάποιο δέος, πλησιάζοντας αὐτή τή μορφή, μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου, καί ἴσως τήν πιό ἀντιπροσωπευτική τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ προσωπικότητα του εἶναι πολυσύνθετη, καί ἡ ἀνεπάρκεια τῶν πηγῶν μας, καθώς καί ὁ χαρακτήρας τῶν ἐργασιῶν πού τοῦ ἀφιερώθηκαν δέν μᾶς βοηθοῦν νά τόν γνωρίσουμε καλύτερα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε τόση ἰδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα ἴσως, καί μιά τόσο ἐκπληκτική δραστηριότητα στή διάθεση μιᾶς τόσο ζωηρῆς περιέργειας, ὥστε ἡ σημασία του εἶναι ἀνάλογη μέ τό μέγεθος τῶν ἐξαιρετικῶν του προσόντων. Ἡ μορφή του δεσπόζει στόν μεγάλο 9ο βυζαντινό αἰώνα, πού μέ τίς βασιλεῖες τοῦ Θεοφίλου, τοῦ Μιχαήλ Γ' καί τοῦ Βασιλείου Α' περιέχει ἤδη σέ σπέρμα τό λαμπρό κορύφωμα τοῦ ἑπομένου αἰώνα. 


Στά σύνορα οἱ ἐκστρατεῖες τοῦ Πετρωνᾶ καί τοῦ Βάρδα σημειώνουν ἀποφασιστική καμπή στόν ἀγώνα ἐπιβίωσης πού διεξάγει τό Βυζάντιο ἐναντίον τοῦ ἐπεκτατισμοῦ τοῦ Ἰσλάμ, ἐνῶ στό ἐσωτερικό ἡ εἰκονομαχική κρίση ὁδηγεῖται στή λύση της. Ἡ κρίση ἔληξε μέ τή νίκη κάποιας μορφῆς ἑλληνισμοῦ, κάποιας μορφῆς οὐμανισμοῦ. Ἡ νίκη αὐτή ἀποτελεῖ ταυτόχρονα μιά μεγάλη ὕφεση στήν ἔνταση πού ὑπῆρχε καί ἕνα εἶδος ἐπιστροφῆς στίς πηγές τοῦ ἑλληνίζοντος χριστιανισμοῦ. Βέβαια, πολλά χάθηκαν στό δρόμο, ἤ ἀποβλήθηκαν. Ἀλλά ὅσα διατηρήθηκαν ἀντιμετωπίζονται ἔκτοτε χωρίς δυσπιστία. Ὁ Φώτιος εἶναι, νομίζω, ἡ προσωπικότητα πού ἐνσαρκώνει καλύτερα αὐτή τή συμφιλίωση, ἥ τήν ἐπανασυμφιλίωση, πού ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία μιᾶς μακρόχρονης καί λαμπρῆς περιόδου τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.

Φώτιος, τό θησαυροφυλάκιον τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, συγκέντρωνε στόν ἑαυτό του ὅλα τά ἐξαίσια προτερήματα, πού Θεός ἐδώρησε στόν ἄνθρωπο· ὑψίνοια, ζωηρότητα τοῦ πνεύματος, δραστηριότητα ἀκατάβλητη, εὔκαμπτη, συνάμα καί ἄκαμπτη θέληση, ἦσαν πλεονεκτήματα, γιά τά ὁποῖα ἐξόχως διεκρίνετο· εἶχε κλίση ζωηρή πρός τά γράμματα, μέ τά ὁποῖα ἠσχολεῖτο συνεχῶς· ἦταν ἐπιτηδειότατος ῥήτορας, συγγραφέας ἔξοχος, καί στόν πεζό καί στόν ἐπικό λόγο· κατεῖχε ὄλες τίς ἐπιστῆμες τοῦ καιροῦ του καί τῶν προηγουμένων αἰώνων· ὑπερεῖχε σέ ὅλα, χωρίς νά μπορεῖ κανείς νά παραβληθεῖ μέ αὐτόν. Στά πλεονεκτήματα αὐτά προστίθεται καταγωγή περιφανής, τρόποι γλυκεῖς καί συμπεριφορά ἀρίστη.

Διδάσκαλοί του ὑπῆρξαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας καί οἱ θεῖοι Πατέρες τοῦ χριστιανισμοῦ· πανεπιστήμιο εὐρύτατο γιαὐτόν ἦταν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους του. Τίνος μόνο εἶχε τήν ἀνάγκη, γιά νά ἀναπτυχθεῖ γόνιμος αὐτοῦ νοῦς; Εἶχε ἀνάγκη τῶν προσόντων ἐκείνων, τά ὁποῖα ἄριστα μνημονεύει ἕνας ἀπό τούς ἀδυσώπητους ἐπικριτές του· «Πάντα συνέτρεχεν ἐπαὐτῷ (γράφει Νικήτας Δαβίδ Παφλαγών), ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, σπουδή, πλοῦτος, δι καί βίβλος ἐπαὐτόν ἔρρει πᾶσα· πλέον δέ πάντων τῆς δόξης ἔρως, διὅν αὐτῷ καί νύκτες ἄυπνοι περί τήν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι».

ἐπιτηδειότητα τῆς φύσεως, σπουδή, μελέτη, οἱ νύκτες, πού διήρχετο ἄυπνος γιά τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωση τῶν συγγραφέων, καί πρό πάντων ἔρωτας τῆς δόξας, ὄχι τῆς ματαίας καί ἀμφιβόλου, τήν ὁποία ἐννοεῖ Νικήτας, ἀλλά τῆς ἀληθινῆς δόξας συγκρότησαν μέ τόν καλύτερο τρόπο τόν μεγάλο στήν ἀρχή καί μεγαλύτερο ἀργότερα ἀναδειχθέντα Φώτιο.

Ὁ πολύσοφος Φώτιος ὑπῆρξε μία ἐκρηκτική προσωπικότητα, μέσα στήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, καί προπαντός ἄλλου, καταρχήν καί κατεξοχήν, ἦταν μία θεολογική φυσιογνωμία· εἶχε βαθύτατα θεολογική κατάρτιση μέ ὀρθόδοξη σκέψη, καί συνάμα ἀπετέλεσε μία δυναμική καί ἰδιοφυῆ ἐκκλησιαστική, θεολογική, ἐκπαιδευτική, ἐπιστημονική καί πολιτική προσωπικότητα, παράγοντα ἀκμῆς καί μάλιστα ἀπό τούς πρώτους. Κάτοχος παιδείας ἀπαράμιλλης «ἔν τε τοῖς θεολογικοῖς καί τοῖς θύραθεν γράμμασι» προέβαλε τόν βυζαντινό πολιτισμό καί ἐξῆρε τό ἰδεῶδες τῆς ἀληθοῦς παιδείας. Δόκιμος συγγραφέας καί νοῦς πολυμερής, ἐκαλλιέργησε τή θεολογία καί ἀναβίωσε τά ἑλληνικά γράμματα. Θεολόγος, φιλόσοφος, ἱστορικός, πολιτικός, ἐκκλησιαστικός ἡγέτης δίνει τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς βυζαντινῆς ἰδιοφυίας καί ζωτικότητας. Τά ἐπιστημονικά προσόντα τοῦ Φωτίου, ἡ θεολογική του συγκρότηση καί ἡ πολιτική του βρίσκονται σέ μία ἀξιοζήλευτη ἰσορροπία, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἐκτίμηση τῶν συγγραμμάτων του καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς. Ὅποιος μελετᾶ μέ προσοχή τά δυό αὐτά δεδομένα πολύ δύσκολα μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Φώτιος εἶναι φιλόσοφος καί ὄχι θεολόγος. Ἀπεναντίας ὁ ἐν λόγῳ σοφός στηρίζεται μέ πολλή συνέπεια καί ἐπιμονή τόσο στή θεολογική, ὅσο καί στή φιλοσοφική παράδοση τῶν προηγούμενων αἰώνων. Ἡ μέγιστη συμβολή τοῦ Φωτίου στή διοργάνωση τοῦ πανεπιστημίου καί στήν προσέλκυση ἱκανῶν μαθητῶν καί σοφῶν δασκάλων στίς τάξεις τῆς ἐπιστήμης δέν συντελεῖται σέ βάρος ἤ σέ ἀντίθεση πρός τή θεολογία τῆς παράδοσης. Ἀπεναντίας τά συγγράμματα τοῦ Φωτίου πείθουν ὅτι καί τή θεολογία ἐλάμπρυνε στό ἔπακρo. Ἑπομένως δέν ὑφίσταται καμιά διαλεκτική μεταξύ θεολογίας καί ἑλληνικῶν γραμμάτων.

Ἀντί λοιπόν νά ἀνέβει ἀμέσως στή μεγάλη σκηνή τοῦ βίου, ἐνδεδυμένος τήν ἀριστοκρατική τήβεννο, ἐκλείσθη στή βιβλιοθήκη του, χωρίς νά προσπελάζει κανένα ἄλλο εἰμή τούς ἀθανάτους νεκρούς μέ τούς ὁποίους συνανεστρέφετο. βιβλιοθήκη τοῦ Φωτίου ὑπῆρξε ἀφετηρία τοῦ εὐρύτατου σταδίου του. Ἀπό τό ἀφανές αὐτό θεωρεῖο ἔβλεπε τίς πληγές τῆς κοινωνίας, στήν ὁποία ζοῦσε, ἄκουε τούς βαρεῖς στεναγμούς τῶν καταδυναστευομένων. Ἔβλεπε, ἄκουε, θρηνοῦσε, καί μελετοῦσε. Ἐκεῖ διῆλθε «ἐν μελέτῃ καί θεωρίᾳ» ὅλη τήν νεότητά του, ἀποφασίζοντας νά ἀφιερώσει τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στήν ἔρευνα τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων, προσφέροντας διαρκῶς θυμίαμα λατρείας ἐνώπιον τῆς θρησκείας καί τῆς σοφίας. Οἱ διηνεκεῖς ἀσκήσεις του γιαὐτά, οἱ ὁλονύχτιες μελέτες, καί τά εὐσεβῆ προγυμνάσματα, ἀνεβίβασαν τόν ἀξιάγαστο αὐτό ἄνδρα, μὅλη τήν δυσμένεια τῶν καιρῶν, μὅλο τόν μαρασμό ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων, στήν ὑψίστη περιωπή τῆς ἐπιστήμης καί τῆς κοινωνίας.

Ἔγκλειστος στή βιβλιοθήκῃ του Φώτιος δέν ὁμοίαζε μέ τούς ἰδιότροπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπομονοῦνται, ἀποσυρόμενοι στά ἴδια γιά νά μή ἐξέλθουν ποτέ στόν κόσμο καί δαπανοῦν ὁλόκληρη τήν ζωή τους σέ μελέτες χωρίς μέθοδο, χωρίς ποτέ κοινωνία πατρίδα νά ὠφεληθεῖ ἀπό αὐτούς. Φώτιος, ἀποταμίευε καθημερινῶς ἄπειρο πλοῦτο ποικίλων γνώσεων ἀπό τή μελέτη, αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά τόν διασκορπίζει παντοῦ, μερίζοντας τόν καιρό στήν ἀνάγνωση καί τήν συγγραφή. Ἔσπευδε, ὡς πιστός δοῦλος τοῦ Εὐαγγελίου, νά πολλαπλασιάσει τό τάλαντο, μεταδίδοντας στούς δύο του ἀδελφούς, στούς οἰκείους, στούς φίλους, ὅ,τι ἐγνώριζε ὅ,τι ἀπό τή μελέτη συνέλεγε.

Φώτιος δέν θά μποροῦσε ν' ἀνατρέψει παράδοση αἰώνων, μήτε ἐξαρχῆς καί ἐκ τοῦ μή ὄντος χάρη στίς ὅποιες ἀνθρωπιστικές ἀντιλήψεις νά δημιουργήσει κάτι ριζικά τό νέο. Μένοντας στήν σχέση του μέ τά κλασσικά γράμματα, γιά νά δείξουμε ἀφἑνός ὅτι Ἐκκλησία ὑπῆρξε Κιβωτός πού διέσωσε τήν Κλασσική Παιδεία ἕως τίς μέρες μας καί νά ἐπισημάνουμε ἀφἑτέρου τίς συνιστῶσες, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμό, τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιοπροσωπείας, θά ξεχωρίζαμε ὡς ἀντιπροσωπευτικά του ἔργα τά ἑξῆς: α) Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Φωτίου, περιώνυμη Μυριόβιβλος, τό σύμβολο τῆς πνευματικῆς ἀνθήσεως τοῦ 9ου αἰ., χάρη στήν ὁποία ξέρουμε πολλά ἀπό ἀπολεσθέντα ἔργα. Εἶναι καρπός μακρῶν μελετῶν στίς ὁποῖες Φώτιος ἀφοσιώθηκε μόνος του στά χρόνια τῆς νεότητάς του, χωρίς πρόθεση, τουλάχιστον τόν πρῶτο καιρό, νά τά δημοσιεύσει, καί πάντως ἀνεξάρτητα ἀπό ὁποιαδήποτε διδακτική δραστηριότητα. Αὐτός πού ἀναγιγνώσκει τό ἔργο ἐξίσταται βλέποντας ἄνδρα ταμιοῦχο ἀχανεστάτου γνώσεως, πού διατηρεῖ τό πρέπον τοῦ λόγου καί συνάπτει εὐφυῶς τήν ἀκρίβειαν τῆς ἀττικῆς μούσας πρός τίς νεότερες χάριτες τῆς ἀλεξανδρινῆς εὐγλωττίας. β) Λεξικόν: Φώτιος ἔχει δίπλα του μιά φιλολογική συντροφιά καί προσπαθεῖ νά ἐμφυσήσει στούς νέους τήν ἀγάπη γιά τή μάθηση. Γιά νά κατανοηθοῦν ὅμως σωστά τά κείμενα τῶ ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων χρειάζεται ἕνα ἑρμηνευτικό λεξικό. Γιά νά δώσουμε μιά ὀρθή ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιατί Πατριάρχης Φώτιος συνέγραψε τό Λεξικό του θά πρέπει νά ἐξετάσουμε μέ προσοχή τήν ἀφιερωματική του ἐπιστολή, ὁποία τό συνοδεύει. Θωμάς, στόν ὁποῖο ἀφιερώνεται, ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, ἔκδοση τοῦ Λεξικοῦ, χαρακτηρίζεται σέ σχέση μέ τόν Φώτιο οἰκεῖος μαθητής. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό χαρακτηρισμό αὐτόν τόν βρίσκουμε σέ ἕναν τίτλο ὁποῖος, στή μορφή πού μᾶς σώζεται, δέν γράφτηκε ἀπό τόν Φώτιο, καί οὔτε τή λέξη, οὔτε τήν ἰδέα τῆς μαθητείας τήν ξαναβρίσκουμε στήν ἀφιερωτική ἐπιστολή, ὅπου γίνεται λόγος μόνο γιά τή φιλία πού ἕνωνε τόν Φώτιο μέ τόν Θωμᾶ καί γιά τήν κλίση τοῦ τελευταίου στά γράμματα. Παραμένει ὅμως γεγονός ὅτι ἀρκετά νωρίς, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε Φώτιος, εἶχε δημιουργηθεῖ ἐντύπωση πώς μποροῦσε νά ἔχει μαθητές.

Καί πρῶτα ἀπό ὅλα ἄς δοῦμε τόν τίτλο τοῦ Λεξικοῦ: «Λέξεων συναγωγή κατά στοιχεῖον διὧν ῥητόρων τε πόνοι καί συγγραφέων ἐξωραΐζονται μάλιστα». Αὐτός μᾶς λέει ὅτι τό βιβλίο εἶναι μιά συλλογή λέξεων σέ ἀλφαβητική σειρά, μέ τίς ὁποῖες γίνονται ὡραῖες (κομψές θά λέγαμε σήμερα) οἱ συγγραφικές προσπάθειες τῶν ρητόρων καί τῶν συγγραφέων. Φώτιος θέλει νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του νά γράφουν ὡραῖα ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ὅπως γράφει ἴδιος στούς λόγους του, τίς ἐπιστολές του, τή Βιβλιοθήκη καί τά θεολογικά του συγγράμματα. Φώτιος δέν γράφει μόνο ἄψογο Ἀττικό πεζό λόγο, ἀλλά εἶναι σέ θέση ἐξ αἰτίας τῆς ἄριστης φιλολογικῆς του κατάρτισης νά κρίνει, ἄν τά γραπτά μνημεῖα τῶν συγγραφέων πού ἐξετάζει στήν Βιβλιοθήκη του τηροῦν τούς κανόνες τοῦ ὀρθοῦ Ἀττικοῦ λόγου, ἔτσι ὅπως τούς εἶχαν ὁρίσει οἱ κριτικοί τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Γιαὐτό καί τήν περιγραφή κάθε ἑνός ἔργου στή Βιβλιοθήκη του τήν ἀκολουθεῖ μία ἀποτίμηση τῆς λογοτεχνικῆς ἀξίας του, πού ἀναδεικνύει τόν Φώτιο ἄριστο κριτικό τοῦ Ἀττικοῦ πεζοῦ λόγου.

πρόθεση τοῦ Φωτίου πού διαφάνηκε κατά τήν ἐξέταση τοῦ τίτλου τοῦ Λεξικοῦ του γίνεται σαφέστερη, ὅταν ἐξετάσουμε τήν ἀφιερωτική ἐπιστολή: «Ὅσαι δέ ῥητόρων τε καί λογογράφων ἀττικίζουσι γλῶσσαν καί ἁπλῶς εἰς τόν οὐκ ἐθέλοντα λόγον ἐποχεῖσθαι μέτρῳ συντελεῖν εἰσιν εὖ πεφυκυῖαι, ναί δή καί τῆς καθἡμᾶς θεοσοφίας ὅσαι δέονται σαφηνείας, ταύτας δέ ἄρα εἰ καί μή πάσας - οὔτε γάρ ῥάδιον οὔτε ἀλαζονείας ὑπόσχεσις πόρρω, ἅμα δέ καί μείζονος καθἡμᾶς σχολῆς - ἀλλοὖν ἅς μάλιστά γε εἰδέναι προσήκει καί ἀναγκαῖον κεχρῆσθαι συναγωγῶν τήν ἀναγραφήν σοι κατά στοιχεῖον ἐποιησάμην, οὐδέ τῶν ποιητικῶν παντελῶς ἀποστάς».

Στό μέρος αὐτό τῆς ἐπιστολῆς δηλώνεται μέ μεγάλη σαφήνεια ὁ σκοπός πού ἐπιδιώκει ὁ Φώτιος. Συγκεντρώνει λέξεις ρητόρων καί λογογράφων οἱ ὁποῖοι ἔχουν γράψει σέ Ἀττική διάλεκτο, λέξεις πού εἶναι κατάλληλες, «εὖ εἰσιν πεφυκυῖαι», νά χρησιμοποιηθοῦν κατά τή συγγραφή πεζῶν λόγων. 

Θά ἤθελα νά σταθοῦμε λίγο στή φράση τῆς ἀφιερωτικῆς ἐπιστολῆς πού παρέθεσα παραπάνω, «ναί δή καί τῆς καθἡμᾶς θεοσοφίας ὅσαι δέονται σαφηνείας», καί νά τονίσω ὅτι τό Λεξικό δέν εἶναι μόνο ὑφολογικό, ἀλλά καί ἑρμηνευτικό, ἀφοῦ σαὐτό ἔχουν συμπεριληφθεῖ καί δυσκολονόητες λέξεις τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καθώς καί λέξεις ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως εἶναι ἐκεῖνες τοῦ Κλήμεντος, τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας

κατοικία τοῦ Φωτίου δέν ἔπαψε, οὔτε ὅταν αὐτός ἔγινε Πατριάρχης, νά εἶναι κέντρο ὑψηλῆς παιδείας· ἐκεῖ σπούδαζε, μέ τήν καθοδήγησή του, ἕνας μεγάλος ἀριθμός φιλοπόνων νέων πού διψοῦσαν γιά μάθηση

«Ὅταν ἔμενα στό σπίτι μου, κολυμποῦσα μέσα στήν πιό τερπνή εὐχαρίστηση, βλέποντας τό ζῆλο ἐκείνων πού σπούδαζαν (τῶν μανθανόντων), τή ζέση ἐκείνων πού ἔθεταν ἐρωτήσεις, τήν προθυμία ἐκείνων πού ἀπαντοῦσαν: ἔτσι διαμορφώνεται καί ἑδραιώνεται κρίση σ' αὐτούς πού οἱ μαθηματικές σχολές ἀκονίζουν τήν ἐξυπνάδα τους, καί οἱ λογικές μέθοδοι τούς ὁδηγοῦν στό δρόμο τῆς ἀλήθειας, αὐτούς πού οἱ ἱερές γραφές κατευθύνουν τό πνεῦμα τους πρός τήν εὐσέβεια, ὑπέρτατο καρπό ὅλων τῶν ἄλλων μελετῶν. Γιατί τέτοιος ἦταν χορός πού σύχναζε στό σπίτι μου. Καί ὅταν ἔβγαινα γιά νά πάω στήν αὐτοκρατορική αὐλή, ὅπως γινόταν συχνά, μέ ἀποχαιρετοῦσαν μέ τρόπο συγκινητικό καί μέ παρακαλοῦσαν νά μήν ἀργήσω: γιατί εἶχα αὐτό τό ξεχωριστό προνόμιο, νά ἐξαρτᾶται ἀπό μένα καί μόνο διάρκεια τῆς παρουσίας μου στό Παλάτι. Καί ὅταν ἐπέστρεφα, σοφός χορός, πού περίμενε μπροστά στήν πόρτα μου, ἐρχόταν νά μέ προϋπαντήσει. Ἄλλοι, αὐτοί πού ξεχωριστή ἀξία τους τούς ἔδινε περισσότερη σιγουριά, μέ μάλωναν πού εἶχα τόσο ἀργήσει ἄλλοι περιορίζονταν νά μέ χαιρετήσουν ἄλλοι πάλι ἄφηναν νά φανεῖ ὅτι μέ περίμεναν μέ ἀνυπομονησία. Καί ὅλα αὐτά μέ εἰλικρίνεια».

Μέ τήν πολυμερή μόρφωσή του (θεολογία, φιλοσοφία, γραμματική, δίκαιο, φυσικές ἐπιστῆμες, ἰατρική) μποροῦσε νά ἀνταποκρίνεται θαυμάσια στή δίψα τῶν νέων. διδασκαλία στάθηκε γιά αὐτόν μία ἀποστολή, πού τῆς ἀφιερώθηκε μέ ζῆλο, ὅπως μαρτυροῦν περίφημη Βιβλιοθήκη του, ὁποία περιέχει τίς περιλήψεις τῶν βιβλίων πού διαβάστηκαν στό σπουδαστήριό του, καθώς καί οἱ ἐπιστολές του. Καθολικότητα γνώσεων, προσήλωση στήν κλασσική ἀρχαιότητα, προσπάθεια γιά δημιουργία πιό στενῶν σχέσεων ἀνάμεσα στή θύραθεν σοφία καί στή θεολογία, αὐτά εἶναι τά κυριότερα χαρακτηριστικά τῆς πνευματικῆς του δραστηριότητας, τά ὁποῖα τόν καθιστοῦν ἀνακαινιστή τῆς κλασικῆς παιδείας στό Βυζάντιο. Ἀπό τόν Φώτιο καί ὕστερα, μελέτη τῶν κλασσικῶν ἀρχίζει νά θυμίζει νά θυμίζει στούς Βυζαντινούς ὅτι ἀνήκουν στό τίμιον γένος τῶν Ἑλλήνων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀνθρωπισμός ἔρχεται νά προστεθεῖ στήν ὀρθοδοξία ὡς συστατικό στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν Βυζαντινῶν. Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχε συλλάβει τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, Φώτιος ἐμφανίστηκε ὡς ὑπερασπιστής τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί τῆς πνευματικῆς ἀνεξαρτησίας του στή διαμάχη μέ τή Δυτική Ἐκκλησία. εὐρύτητα τῶν ἀπόψεων στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἐπιστολή πού μαθητής του Νικόλαος Μυστικός ἀπηύθυνε στό γιό του καί διάδοχο τοῦ Ἐμίρη τῆς Κρήτης, φίλο τοῦ Φωτίου, καί ὅπου ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων ὅτι «ἤδει, ὅτι κἄν τό τοῦ σεβάσματος διίστη διατείχισμα, ἀλλά τό γέ τῆς φρονήσεως, τῆς ἀγχινοίας, τοῦ τρόπου εὐσταθές, τό τῆς φιλανθρωπίας, τά λοιπά ὅσα κοσμεῖ καί σεμνύνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν προσόντα, πόθον ἀναφλέγει τοῖς τά καλά φιλοῦσι τῶν οἷς πρόσεστι τά φιλούμενα. Διά τοῦτο κἀκεῖνος ἐφίλει τόν σόν πατέρα οἷς εἶπον κοσμούμενον».

Ὁ Φώτιος ὁ σοφίᾳ εὐδοκιμώτατος προσέδωσε στήν πνευματική κίνηση τοῦ Βυζαντίου τόσο μέ τήν προσωπικότητα ὅσο καί μέ τήν δράση του στοιχεῖα καθοριστικά.

Φώτιος, τό δυσαντίβλεπτον ὕψος τῆς ἀμφιλαφοῦς γνώσεως, εἶναι κατἐξοχήν λόγιος: μένει κανείς ἔκπληκτος ἀπό τήν ὀξύτητα, τήν ἀνεξαρτησία καί τήν ἀσφάλεια τῶν κρίσεών του, παρὅτι ἀναφέρονται σέ μιά ἐκπληκτική ποικιλία θεμάτων. Οἱ κρίσεις του πού εἶναι πάντοτε καρποί βαθιᾶς μελέτης, δίνουν τό οὐσιῶδες μέσα σέ λίγες φράσεις. Ὡς λόγιος εἶναι μόνος Βυζαντινός πού μπορεῖ γιά τίς ἀρετές του νά συγκριθεῖ μέ τόν Ἀριστοτέλη. Ἐκτός αὐτοῦ, Φώτιος τρέφει ζωηρό ἐνδιαφέρον γιά τή φιλοσοφία καθαυτή χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τοῦ 9ου αἰώνα, πού εἰσάγεται στήν πνευματική ζωή τοῦ Βυζαντίου. Στό εὐρύ πνεῦμα τοῦ Φωτίου ὀφείλουμε τό ὅτι ἔκρινε χρήσιμο νά διασώσει στή Βιβλιοθήκη του μιά οὐσιαστική περίληψη τῶν «Πυρρωνείων λόγων» τοῦ Αἰνεσιδήμου, περίληψη πού ἀποτελεῖ τή μοναδική πηγή γιά τό ἔργο αὐτοῦ τοῦ φιλοσόφου. Φώτιος βρίσκει τούς λόγους τοῦ Αἰνεσιδήμου χρήσιμους, μέ ὁρισμένες ἀσφαλῶς ἐπιφυλάξεις, γιά ὅσους ἐπιδίδονται σέ διαλεκτικές σπουδές. Παρά τήν εὐρύτητα τοῦ Πνεύματός του, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τίς φιλοσοφικές πραγματεῖες πού μᾶς σώθηκαν - γιατί ἕνας ἀρκετά μεγάλος ἀριθμός ἔχει χαθεῖ, - αὐτό πού ἐνδιαφέρει πρίν ἀπὅλα τόν Φώτιο στό θέμα τῆς φιλοσοφίας εἶναι διαλεκτική καί λογική, πού βρίσκονται πάντα στόν προθάλαμο τῆς θεολογίας. Ἔτσι ἑρμήνευσε τόν Ἀριστοτέλη καί ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τίς κατηγορίες, τό γένος καί τό εἶδος καί τά Τοπικά, ἀκολουθώντας ἀπό κοντά τόν Πορφύριο, τόν Ἀμμώνιο καί τόν Δαμασκηνό. Οἱ διαλεκτικές του πραγματεῖες συντάχτηκαν με σκοπό νά χρησιμεύσουν στούς μαθητές τους γιά τή διευκρίνιση τῶν δύσκολων σημείων καί τή λύση ὁρισμένων ἀποριῶν. Θέλοντας νά διδάξει τίς δέκα κατηγορίες, θεωρεῖ τόν ἐαυτό του ὑποχρεωμένο νά τίς πραγματευτεῖ ὅλες κατά τρόπο πιό λεπτομερειακό ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἐπιμένοντας ἰδιαίτερα στήν ἔννοια τῆς οὐσίας, στήν ὁποία δέν ἀκολουθεῖ τόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τίς ἀπορίες, τίς ὁποῖες συνεπάγεται θέση γιά τό γένος καί τό εἶδος, αὐτές ἔχουν ἐκτεθεῖ κατά τρόπο μεθοδικό, πού ἀφήνει νά φανεῖ ὅτι νομιναλισμός καί ρεαλισμός ὑπῆρξαν πρόβλημα πού πολύ ἀπασχόλησε αὐτήν τήν ἐποχή. Φώτιος φροντίζει νά δείξει τίς ἀσυνέπειες στίς ὁποῖες καταλήγει καθεμιά ἀπό τίς δύο θέσεις, καί τήν ἀδυναμία τους νά εἶναι ἀληθινές. Μέ τή σειρά του ὑποστηρίζει μιά λύση, ὁποία κατ' αὐτόν δέν ἐπιδέχεται ἀντίρρηση. Γένος καί εἶδος, λέει, εἶναι σωματικά, ἀλλά δέν εἶναι σώματα· καθορίζουν τήν οὐσία τῶν ὑποκειμένων, χωρίς ὅμως νά καθορίζονται τά ἴδια. Ἀναπτύσσουν τήν οὐσία τῶν ὑποκειμένων, ἀλλά δέν τή συνιστοῦν, εἶναι ὀνόματα, ἔννοιες κατάλληλες νά δηλώσουν τήν ὑπόσταση τῶν ὑποκειμένων, ἀλλά ὄχι νά δώσουν σέ ὄντα πού δέν τούς λείπει τίποτα (ἀφοῦ ἔχουν τήν οὐσία τους) κάτι πού δέν τούς χρειάζεται. Ἐπίσης οἱ πλατωνικές ἰδέες ἀπορρίπτονται. προΰπαρξη τῶν ἰδεῶν-προτύπων προσδιορίζει ἕνα ἀδύνατο δημιουργό, ἕναν τεχνίτη. Ἔπειτα δέν ὑπάρχει ἀποχρῶν λόγος νά ἀποδώσουμε τίς ἰδέες-πρότυπα, τίς ἀμετάβλητες καί ἀναλλοίωτες μέσα στό νοῦ τοῦ Θεοῦ, σέ ὄντα πού βρίσκονται σέ ἀδιάκοπο γίγνεσθαι. Παραμερίζοντας αὐτόν τό διπλό ρεαλισμό, τοῦ Πλάτωνος καί τῶν ρεαλιστῶν, Φώτιος κατορθώνει ἀπό τή μιά μεριά νά κρατήσει ἄθικτη τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀξεπέραστη ἀπόσταση ἀνάμεσα στό Δημιουργό καί τό δημιούργημα, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά νά ἐπιτύχει ἕνα συμβιβασμό μεταξύ νομιναλισμοῦ καί ρεαλισμοῦ. Γένος καί εἶδος ὑπάρχουν, εἶναι σωματικά, ἀλλά δέν εἶναι σώματα.

χρυσόγλωσσος καί γλυκύστομος Φώτιος, ἐξέχων Ἱεράρχης πού συνδύαζε τήν θεολογικήν γνῶσιν μέ τήν φιλοσοφικήν ὀξύνοιαν ἐκφράζεται, πολύ συχνά, σέ σχέση μέ τόν Ἀριστοτέλη κατά τρόπο πού φαίνεται νά δείχνει ὅτι τόν προτιμᾶ ἀπό τόν Πλάτωνα. Ἀποκαλεῖ τή φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη περισσότερο θεϊκή, πού βασίζεται στή λογική ἀναγκαιότητα καί προσπαθεῖ νά εἶναι μεθοδική. Στόν Πλάτωνα βλέπει μᾶλλον τόν φιλόσοφο τῶν μύθων, τοῦ Τιμαίου, τόν Πλάτωνα ὁλόκληρου σχεδόν τοῦ Μεσαίωνα, τόν Πλάτωνα τῶν νεοπλατωνικῶν, ὄχι τόν Πλάτωνα τῆς διαλεκτικῆς.

Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο πού πρέπει πάντα νά ἔχουμε κατά νοῦ προκειμένου νά συλλάβουμε σωστά τήν ἔννοια τῆς προτίμησής του γιά τόν Ἀριστοτέλη. Ὁ Φώτιος, πνεῦμα πρακτικό, δέν ἀνέχεται τήν ποιητική γλώσσα τοῦ Πλάτωνος, τό βάθος τῆς πλατωνικῆς διαλεκτικῆς. Ἡ μεθοδική κάι λογική ἀναζήτηση τοῦ Ἀριστοτέλη ταίριαζε καλύτερα στό θεολογικό ρεαλισμό τῆς ἐποχῆς.

Φώτιος ἦταν μοχλός ὅλης αὐτῆς τῆς ἠθικῆς ἀναπλάσεως. πολυμάθειά του καί ζῆλος καί ἀπαράμιλλη αὐταπάρνηση, τό ἐνεργητικό μέρος πού ἐλάμβανε διδάσκοντας ἴδιος στό Πανεπιστήμιον τῆς Μαγναύρας, οἱ σοφοί σύλλογοι, τούς ὁποίους ἐσχημάτιζε, τά συγγράμματα τά ὁποῖα συνέγραφε καί μέσῳ τῶν ἀντιγραφέων διέδιδε, ἐπί πλέον νευρώδης ἐκείνη εὐγλωττία καί ἰδιάζουσα ἐπιτηδειότητα, νά ἀποκτᾶ φίλους, τόν ἔθεταν πάνω ἀπό ὅλους, τόν ἀνεδείκνυαν κέντρο ἰσχυρό καί ἀκράδαντο, γύρω ἀπό τόν ὁποῖον συνερχόταν ἀριστοκρατική τάξη, ὅλη ἐκλεκτή νεότητα τοῦ Βυζαντίου, ὅλοι ὅσοι ἥθελαν ν' ἀκούσουν νά μάθουν λόγο σοφό, νά λύσουν κάποια ἀπορία. οἰκία του ἦταν ἀκαδημία, ἦταν σύλλογος τῶν πεπαιδευμένων, ἀπό τούς ὁποίους Φώτιος ἦταν κορυφαῖος καί ὕπατος. 

Ἔτσι δημιουργικά Φώτιος μέ τό ὑπέροχο καί ἄφθιτο μεγαλεῖο του βρίσκεται στήν πινακοθήκη τῶν διασήμων καί ἐναρέτων ἀνδρῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, καί ἀνταποκρίνεται στίς ἱστορικές προκλήσεις τῶν καιρῶν του, πού εἶχαν ὡς στόχο τήν γεωγραφική καί πνευματική συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας· μέ τό ἱεραποστολικό του ἔργο διεύρυνε τά ὅρια ἐπιρροῆς τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ μέ τό θεολογικό καί ἀνθρωπιστικό ἐνίσχυσε τά πνευματικά θεμέλια καί τήν ἀκτινοβολία τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Ὡδήγησε ἔτσι μέ τό τρισδιάστατο μεγαλεῖο του τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος στήν ἐνδοξότερή της ἐποχή μέσα σέ ἕνα ἀκμαῖο καί ἰσχυρό χριστιανικό κράτος. Αὐτός μέγας ὡς θεολόγος, μέγας ὡς ἐκκλησιαστικός πολιτικός καί μέγας ὡς ἀνθρωπιστής.

(Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου εἰς τόν Ἱερόν Καθεδρικόν Ναόν Ἀθηνῶν (5.2.2005) μέ τήν ἰδιότητὰ του ὡς Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Πηγή: MYRIOBIBLOS - Ι. Μητρόπολη Χίου..


Ἀποκλίνοντα στοιχεῖα στίς διδασκαλίες

τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ

Расхождения в учении православного христианства и ислама

Ирини Артеми, богослов-филолог

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου-Φιλολόγου

Μ.Α. Θεολογίας- ὑπ. διδάκτορος Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 

Δύο ἀπό τίς σημαντικ ότερες μονοθεϊστικές θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶναι Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ. Οἱ θρησκεῖες1 αὐτές ἀριθμοῦν ἑκατομμύρια πιστούς ἀνά τόν κόσμο. Χριστιανισμός θεωρεῖται παλαιότερος ἀπό τήν Ἰσλαμική θρησκεία. Χριστός γεννήθηκε περίπου λίγο πρίν τό 4 π.Χ., μεταξύ 8 καί 6 π.Χ.2, ἐνῷ Μωάμεθ γεννήθηκε στά τέλη τοῦ 6 αἰ. μ.Χ. Ὁρόσημο γιά τό Χριστιανισμό θεωρεῖται τό ἔτος 1 μ.Χ. κατά τό ὁποῖο γεννήθηκε Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντίστοιχα γιά τό Ἰσλάμ θεωρεῖται καθοριστική χρονολογία τό 622, ἀφετηρία τῆς ἰσλαμικῆς χρονολογήσεως. Τό ἔτος αὐτό ἔλαβε χώρα φυγή τοῦ Μωάμεθ ἀπό τή Μέκκα καί ἄφιξή του στή Μεδίνα3.

Ὑπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ τῶν δύο Θρησκειῶν, ὅπως ἡ ἀντίληψη περί Θεοῦ, τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὅλα ὅσα αὐτή συνεπάγεται, ἡ πίστη ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι». Στίς κοινωνικές ἀντιλήψεις οἱ διαφορές κορυφώνονται κυρίως στήν ἀντίληψη σχετικά μέ τήν ἀξία καί τή θέση τῆς γυναίκας, καθώς καί τή μορφή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.

Σύμφωνα μέ τή Χριστιανική Θεολογία, ὁ Θεός εἶναι ὁ ΩΝ, ὁ ὑπάρχων, ὁ Κύριος καί δημιουργός ὅλων τῶν νοερῶν καί ὑλικῶν δημιουργημάτων πού φανερώθηκε (ἀποκαλύφθηκε) στόν κόσμο σὲ τρεῖς ὑποστάσεις (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα). Καί τά τρία πρόσωπα μαζί φανερώνονται γιά πρώτη φορά κατά τή βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό.

Ὁ Θεὸς Λόγος (μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση Ἰησοῦς Χριστός), τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἐπίσης ὁ Υἱός ὁ ἀγαπητός, ὁ μονογενής, πού ἔχει διπλῆ γέννηση: ἀπό τόν Πατέρα, χωρίς μητέρα, ἀχρόνως καί ἐν χρόνῳ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος. Μέ τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως, σταυρώσεως καί ἀναστάσεώς Του ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου καί τόν λυτρώνει ἀπό τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἀνάληψή Του, ἀνεβάζει τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Πατέρα καί τήν τοποθετεῖ ἐκεῖ πού ἦταν τό πρότερον, στήν κατάσταση πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού τώρα ἐργάζεται στή Ἐκκλησία καί τελειώνει (καθαγιάζει) τά μυστήρια. Χριστιανός τό δέχεται ἀρχικά, ὡς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (ποὺ ἐπίσης ὀνομάζονται Ἅγιον Πνεῦμα) στό μυστήριο τοῦ χρίσματος. Ἐκεῖ λαμβάνει ὅλες τίς δωρεές Του, τίς ὁποῖες, ἐάν θελήσει νά ἀξιοποιήσει, μπορεῖ νά καταξιωθεῖ τῆς μεγάλης χάριτος πού εἶναι κοινωνία μέ τόν Ἅγιο Θεό καί τελικά προσωπική του θέωση κατά χάρη καί ἁγιασμός. Χριστιανός γνωρίζει τό Θεό «ἀγνώστως» (μὲ τρόπο ὑπὲρ τὴν κτίση) μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καί ὄχι στήν οὐσία Του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές, ἀλλά οὐσία Του ἀμέθεκτη.

Θεός καὶ γιά τό Ἰσλάμ εἶναι ἕνας4, ἀλλά μονο-πρόσωπος. Δέν ἀπεικονίζεται, δέν γίνεται μεθεκτός κατά τή λειτουργική ζωή. Μόνο τό Κοράνιο5 ἀποτελεῖ τό μοναδικό αἰσθητό σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχει ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, γιά τό Χριστιανισμό, Θεός εἶναι κοντά στόν ἄνθρωπο. Εἶναι Πατήρ του καί ὅλοι οἱ πιστοί καί βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀνήκουν ὡς μέλη στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κεφαλή τῆς ὁποίας εἶναι ἴδιος Θεάνθρωπος Χριστός.

Σύμφωνα μέ τό Κοράνιο Ἰησοῦς οὔτε σταυρώθηκε, οὔτε θανατώθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς του, ἀλλά οὔτε καί ἀναστήθηκε: «Καί εἶπον· ἡμεῖς ἐφονεύσαμεν τόν Μεσσίαν Ἰησοῦ, υἱόν τῆς Μαριάμ, τόν ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ. Οὐχί, δέν ἐφόνευσαν, δέν ἐσταύρωσαν αὐτόν, ἄλλ΄ ἕτερον τινά ὅμοιον αὐτῶ. ... Οἱ δέ συζητήσαντες ἐπί τοῦ ἀντικειμένου τούτου (τῆς ἀνάστασης), ἔμειναν αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐν τή ἀμφιβολία· δέν ἤσαν βέβαιοι περί τούτου, ἀλλά κατεἰκασίαν. Ἀληθῶς οὗτοι δέν ἐφόνευσαν αὐτόν, ἀλλ Θεός ἐν τῇ ἰσχύι καί σοφίᾳ αὐτοῦ, μετεκαλέσατο αὐτόν»6. Ἀποδεκτό, ὅμως, εἶναι τό γεγονός τῆς ἀναλήψεως τοῦ Ἰησοῦ, «Οὗτοι (οἱ Ἰουδαῖοι) δέν ἐφόνευσαν αὐτόν (τόν Ἰησοῦ), ἀλλ Θεός ἀνύψωσε αὐτόν πρός Ἑαυτόν»7. Ἀντίθετα, γιά τήν Ὀρθοδοξία Χριστός ἐνανθρώπησε, ἔπαθε, πέθανε πάνω στό σταυρό, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς. Ὅλα αὐτά ἔγιναν μέ σκοπό νά ἀνακαινισθεῖ ἄνθρωπος, νά ἐπανασυνδεθεῖ μέ τό Θεό καί νά ἐπιτευχθεῖ ἀντικειμενική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος.

Μία σημαντική διαφορά μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Κορανίου εἶναι θέση τῆς γυναίκας. Μέ βάση τή Βίβλο, Θεός ἔπλασε τή γυναίκα ἀπό τό πλευρό τοῦ Ἀδάμ γιά νά εἶναι ἰσότιμη μέ ἐκεῖνον, βοηθός καί συνοδοιπόρος του στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Χριστός ἐξύψωσε τή θέση τῆς γυναίκας. Δίδασκε ὅτι τά δύο φύλα εἶναι ἰσότιμα, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ»8. γάμος εἶναι ἕνας ἱερός θεσμός ἀνάμεσα σέ μία γυναίκα καί ἕναν ἄνδρα γιά τή Χριστιανική ὀρθόδοξη διδασκαλία. μοιχεία σέ ἕναν ὀρθόδοξο γάμο εἶναι καταδικαστέα τόσο γιά τόν ἄνδρα ὅσο καί γιά τή γυναίκα καί ἀποτελεῖ κολάσιμο ἁμάρτημα γιά ὅποιον ἀπό τούς δύο τή διαπράξει. Καί τά δύο φύλα ἔχουν τίς ἴδιες δυνατότητες σωτηρίας καὶ ἁγιασμοῦ, ἐφὅσον μάλιστα τὀ ἱερότερο ἀνθρώπινο πρόσωπο γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι γυναίκα, «τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ».

Ἀντίθετα οἱ γυναῖκες στήν ἰσλαμική κοινωνία θεωροῦνται κατώτερα ὄντα. Στό Κοράνιο ὑπογραμμίζεται ἡ ὑπεροχή τοῦ ἄνδρα σέ σχέση μέ τή γυναίκα: «Οἱ ἄνδρες εἶναι ἀνώτεροι τῶν γυναικῶν ἕνεκα τῆς ἰδιότητος δι’ ἧς ὁ Θεός ὕψωσε τούς μέν ἐπί τῶν δέ, καί διότι οἱ ἄνδρες προικίζουσι τάς γυναῖκας ἐκ τοῦ πλούτου αὐτῶν. Αἱ ἐνάρετοι γυναῖκες εἶναι εὐπειθεῖς καί ὑπήκοοι, τηροῦσι μετά προσοχῆς, κατά τήν ἀπουσίαν τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, ὅ,τι ὁ Θεός διέταξε νά τηρεῖται ἀνέπαφον. Ὀνειδίζετε ἐκείνας, ὧν τήν ἀπείθειαν πτοεῖσθε· θέλετε ὁρίσει εἰς αὐτάς χωριστήν κοίτην, ἔστε πρός αὐτάς εὐμενεῖς». Ὁ Μωάμεθ διατεινόταν πώς ἡ νοημοσύνη τῶν γυναικῶν εἶναι ἀνεπαρκής, καί πώς τούς ἔλειπε καί ἡ κοινή λογική:

«Ὦ, γυναῖκες, θά πρέπει νά κάνετε ἐλεημοσύνες καί νά ζητᾶτε πολλές φορές τήν συγχώρηση, ἐπειδή σᾶς εἶδα μαζικά ἀνάμεσα στούς κατοίκους τῆς Κόλασης. / Μία σοφή κυρία ἀπό αὐτές εἶπε: «Πῶς εἶναι, ἀγγελιοφόρε τοῦ Ἀλλάχ, καί τό εἶδος μας εἶναι μαζικά στήν Κόλαση;» Πάνω σαὐτό παρατήρησε Ἅγιος Προφήτης: «Καταριέστε πολύ, καί εἶστε ἀγνώμονες στούς συζύγους σας. Κανέναν ἄλλο δέν ἔχω δεῖ, πού νά τοῦ λείπει κοινή λογική καί νά χωλαίνει στήν πίστη, ἐνῶ (ταυτόχρονα) νά κλέβει τήν γνώση τῶν σοφῶν, παρά μόνο ἐσᾶς». ... «Ἡ ἔλλειψη κοινῆς λογικῆς (κρίνεται ἐπαρκῶς ἀπό τό γεγονός) ὅτι μαρτυρία δύο γυναικῶν ἰσοῦται μέ τή μαρτυρία ἑνός ἀνδρός. Αὐτό εἶναι μία ἀπόδειξη τῆς ἔλλειψης στίς γυναῖκες κοινῆς λογικῆς9.

Μέ βάση τό Κοράνιο δέν θεσπίζεται μονογαμία ἀνάμεσα σέ ἕναν ἄνδρα καί μία γυναίκα. Καθοσιώνεται πολυγαμία τοῦ ἄνδρα: «Ἐάν φοβῆσθε μήπως ἀδικήσητε τά ὀρφανά, μή λαμβάνετε συζύγους, δύο, τρεῖς καί τεσσάρας ἐκ τῶν γυναικῶν τῆς ἀρεσκείας ὑμῶν. Ἐάν εἰσέτι φοβῆσθε μή ἀδικήσητε αὐτά, μή νυμφευθῆτε μίαν μόνην, ὅ,τι προμηθευθεῖ δεξιά ὑμῶν»10. μόνος ὅρος πού ὑπάρχει γιά τήν πολυγαμία εἶναι τήρηση ἰσότητας μεταξύ τῶν συζύγων ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα καί νά νυμφεύεται μόνον ὅσες μπορεῖ νά θρέψει. Παράλληλα μέ τίς νόμιμες συζύγους Μουσουλμάνος μπορεῖ νά ἔχει ἀπεριόριστο ἀριθμό παλλακίδων: «Δέν ἐπιτρέπεται ὑμῖν νά λαμβάνητε σύζυγον ἐκ τῶν ἐλευθέρων ὑπάνδρων γυναικών, ἐκτός ἄν κατακτήσητε αὐτάς διά τῆς δεξιᾶς ὑμῶν (δηλ. δούλη ἀπό πόλεμο ἀγορά). Αὐτός εἶναι ἐφὑμῶν νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις ἐπιτρέπεται ὑμῖν νά λαμβάνητε συζύγους διά τοῦ ἀργυρίου ὑμῶν ἄς θά μεταχειρίζησθε εὐπρεπῶς»11.

Ἡ δούλη γυναίκα γίνεται παλλακίδα καί βρίσκεται στήν ἀπόλυτη διάθεση τοῦ κυρίου της χωρίς νά ὑπάρχει κανένας σεβασμός γιά τήν προσωπικότητά της. Ἀντίθετα στό Χριστιανισμό ἡ γυναίκα, ἀκόμα καί ὡς αἰχμάλωτη εἶναι ἕνα ὄν μέ προσωπικότητα πού μέ βάση τή διδασκαλία τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι ἀπόλυτα σεβαστή.

Στό θέμα τοῦ γάμου μία Μουσουλμάνα ἀπαγορεύεται νά νυμφευθεῖ ἕναν ἀλλόπιστο, ἀντίθετα αὐτό δέν ἰσχύει γιά τό Μουσουλμάνο. Ὅσον ἀφορᾷ στήν Ὀρθοδοξία, ἀπαγορεύεται Χριστιανός εἴτε ἄνδρας εἶναι εἴτε γυναίκα νά παντρευτεῖ κάποιον ἀλλόθρησκο, ἀκόμα καί ἑτερόδοξο. Σέ ἀναφορά μέ τό διαζύγιο στό μουσουλμανικό κόσμο, αὐτό ἰσχύει μόνο ἐάν ζητηθεῖ ἀπό τόν ἄνδρα· «Ὅσοι ἔταξαν νά ἀπέχωσι τῶν γυναικῶν αὐτῶν, δίδεται αὐτοῖς τετράμηνος προθεσμία. Ἴσως ἐν τῷ διαστήματι τούτῳ ἐπανέλθωσιν εἰς αὐτάς· Κύριος εἶναι ἐπιεικής καί ἐλεήμων. / ... Δέν εἶναι ἁμάρτημα νά ἀποβάλητε γυναίκα μετά τῆς ὁποίας δέν συνεζεύχθητε, εἰς τήν ὁποίαν δέν ὡρίσατε προῖκα. Δότε εἰς αὐτήν τά χρειώδη εὐπρεπῶς, ὡς ἁρμόζει»12. ἴδια διαδικασία τοῦ διαζυγίου εἶναι ὑπερβολικά ἁπλή. Ἀρκεῖ σύζυγος νά ἀνακοινώσει ἐπίσημα ὅτι «ἀπό τώρα σέ ἀπολύω»13. Τό διαζύγιο στήν Ὀρθοδοξία ἐπιτρέπεται μόνο γιά σοβαρούς λόγους στούς ὁποίους προσβάλλεται τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο συζύγων κάποιου ἐξ αὐτῶν κινδυνεύει σωματική ἀκεραιότητα. Τέλος διαδικασία τοῦ διαζυγίου εἶναι σύνθετη καί χρειάζεται κάποιο χρόνο.

Στό Ἰσλάμ γυναίκα πού μοιχεύει τιμωρεῖται μέ θάνατο μέσῳ λιθοβολισμοῦ μέ κάποια ἄλλη σκληρή τιμωρία, ἐνῶ ἄντρας μένει ἀτιμώρητος ἐάν εἶναι Μουσουλμάνος. Στήν Ὀρθοδοξία μοιχεία ἀποτελεῖ ἠθικό ὄνειδος τόσο γιά τόν ἄνδρα ὅσο καί γιά τή γυναίκα.

Ἄλλο ἕνα μή κοινό σημεῖο ἀνάμεσα στίς δύο θρησκεῖες εἶναι ἀγάπη πρός τόν πλησίον πού διδάσκει Χριστιανισμός (βλ. τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, Λουκ.10,30-37 ), εἴτε αὐτός εἶναι ὁμόθρησκος εἴτε ἑτερόθρησκος. Χριστιανισμός διακηρύττει τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ταυτόχρονα διδάσκει ὅτι ζωή, τιμή καί περιουσία τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι σεβαστή. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως Μ. Βασίλειος κ.ἄ., ἐφτίαξαν ἱδρύματα στά ὁποῖα ἔβρισκαν φροντίδα, ἀγάπη καί τροφή ἄνθρωποι ἀνεξαρτήτως φύλου, ἐθνικότητας καί θρησκείας. Ἀντίθετα τό Κοράνιο πρεσβεύει τό σεβασμό τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καί τῆς περιουσίας μόνο τῶν ὁμοπίστων14.

Τέλος, μία ἀκόμη διαφορά ἀνάμεσα στίς δύο θρησκεῖες εἶναι ὅτι κυρίαρχο στοιχεῖο στή ζωή τῶν πιστῶν του Ἰσλάμ εἶναι διά παντός μέσου ἐπιβολή τῆς θρησκευτικῆς των παραδοχῆς. Ἀντίθετα Χριστός δίδασκε τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ νά ἀσπασθεῖ κάποιος τό χριστιανικό δόγμα. Χριστός τόνιζε: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν»15.

βίαιος προσηλυτισμός στό Ἰσλάμ τονίζεται μέ τή σούρα τοῦ Κορανίου, «Ἡ Μετάνοια»16: «Ὅταν παρέλθωσι οἱ ἱεροί μῆνες τότε φονεύετε τούς πολυθεϊστάς, ὅπου ἄν συναντήσετε, ζωγρεῖτε πολιορκοῦντες καί ἐνεδρεύοντες αὐτούς», καθώς καί μέ τή σούρα, «Ὁ Μωάμεθ», «Ὁπόταν συναντᾶτε τούς ἀπίστους φονεύετε καί κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερρῶς τά δεσμά τοῦ αἰχμαλώτου. Μετά δέ τήν κατάπαυση τῆς μάχης ἄφετε αὐτόν ἐλεύθερον ἀνταλλάξατε ἀντί λύτρων. Πράττετε οὕτως· ἐάν ἐβούλετο Θεός θά ἐθριάμβευε ἴδιος ἐπ' αὐτῶν ἀλλά ὑποβάλλει ὑμᾶς εἰς τόν πόλεμον διά νά δοκιμάσει τούς μέν διά τῶν δέ. Θεός δέν θά ἀπωλέσει τά ἔργα τῶν πεσόντων ἐν τῇ μάχῃ ὑπέρ πίστεως. Θά εἰσαγάγει αὐτούς εἰς τόν Παράδεισον ὅν ἤδη ὑπέδειξεν αὐτοῖς. Ὅσοι πιστοί ἐάν συνδράμετε τόν Θεόν εἰς τήν μάχην Αὐτοῦ κατά τῶν ἀπίστων, καί Θεός θά συνδράμει ὑμᾶς κατευθύνων τά ὑμέτερα διαβήματα»17.

Ὁ πόλεμος στήν Ὀρθοδοξία δικαιολογεῖται μόνο ὅταν γίνεται γιά τήν ἀπελευθέρωση μιᾶς χώρας ἀπό ἕναν κατακτητή, γιά τήν προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, τῆς οἰκογένειας, τῶν ὁσίων καί τῶν ἱερῶν. Ἀντίθετα ποτέ στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ ἱεροῦ πολέμου. Τό ὅρο τόν συναντᾶμε στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία κατά τή διάρκεια τῶν τεσσάρων Σταυροφοριῶν γιά τήν ἐπανάκτηση ἀπό τούς Ἄραβες τῆς κυριότητας τῶν Ἁγίων Τόπων. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἤθελαν νά κατακτήσουν ἐδάφη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀκόμη καί τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ἔγινε στήν Δ΄ Σταυροφορία τό 1204.

Ἀντίθετα στό Ἰσλάμ κυριαρχεῖ συχνά φράση «ἱερός πόλεμος» (τζιχάντ). σημασία πού δίνεται στή φράση αὐτή, δέν ἔχει σχέση μέ τή βίαιη ἐξάπλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἀλλάχ, στήν ὁποία ἔγινε ἀναφορά παραπάνω. Σήμερα πίσω ἀπό τήν ἰδεολογία τοῦ ἱεροῦ πολέμου κρύβονται τρομοκρατικές ὀργανώσεις, ὅπως Ἄλ Κάιντα. Τά μέλη της, φανατισμένοι ἰσλαμιστές, εἶναι ὑπαίτια γιά πολλά τυφλά χτυπήματα, τόσο στό δυτικό κόσμο ὅσο καί στά ἀραβικά κράτη, πού στοίχισαν τίς ζωές σέ πολλούς ἀθώους ἀνθρώπους. Μέ τόν ὄρο τζιχάντ οἱ ἀρχηγοί τῶν διαφόρων τρομοκρατικῶν ὀργανώσεων δείχνουν δῆθεν τήν ἀντίδρασή τους στήν καταπίεση πού ἀσκοῦν κάποιες δυτικές χῶρες σέ ἀραβικά κράτη Μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Στήν πραγματικότητα οἱ Μουσουλμάνοι πού διαπράττουν τέτοιες ἐνέργειες δέν εἶναι ἥρωες ἀλλά ψυχροί δολοφόνοι. Σίγουρα ὅλοι θά θυμοῦνται πρίν μερικά χρόνια τήν ἀνατίναξη τοῦ ἀεροπλάνου γνωστῆς ἀμερικανικῆς ἑταιρείας πάνω ἀπό τόν Ἀτλαντικό18, παρασέρνοντας στό θάνατο ὅλους τους ἐπιβάτες του. Ἐπίσης ἕνα φρικιαστικό γεγονός πού καλύφθηκε μέ τή μάσκα τοῦ ἱεροῦ πολέμου ὑπῆρξε τό τραγικό γεγονός τῆς καταλήψεως ἑνός σχολείου στή Ρωσία ἀπό Τσετσένους Μουσουλμάνους19 ἄνδρες καί γυναῖκες (τίς γνωστές «μαῦρες χῆρες») κατά τό ὁποῖο σκοτώθηκαν πολλά παιδιά, γονεῖς καί ἐκπαιδευτικοί.

Ἡ μεγάλη ἀντίθεση μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἰσλάμ εἶναι ὅτι γιά τήν ἐξάπλωση τῆς Ὀρθοδοξίας χρειάστηκε τό αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Ἀντίθετα ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ στηρίχθηκε σχεδόν ἀποκλειστικά στό ξίφος καί τή φωτιά, δηλαδή στή χρήση βίας.

Τέλος στό Ἰσλάμ εἶναι ἀποδεκτός θεσμός τῆς δουλείας, κάτι πού δέν δέχεται Χριστιανισμός, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, «Εἶστε ὅλοι υἱοί τοῦ Θεοῦ, μέσω τῆς πίστεώς σας στόν Ἰησοῦ Χριστό, κάθ΄ ὅτι ὅσοι ἐν Χριστῷ ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε. Δέν ὑπάρχει Ἰουδαῖος Ἕλληνας, δοῦλος ἐλεύθερος, ἄνδρας γυναίκα, ἐπειδή εἶστε ὅλοι ἕνα, ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ. Ἄν ἀνήκετε στόν Χριστό, τότε εἶστε γόνοι τοῦ Ἀβραάμ, καί κληρονόμοι σύμφωνα μέ τήν ἐπαγγελία»20. Στό Ἰσλάμ δοῦλος μπορεῖ νά εἶναι κάποιος πού εἶναι Μουσουλμάνος. Στό Κοράνιο θεσμός τῆς δουλείας θεωρεῖται ὅτι θεμελιώνεται μέσα στό Λόγο τοῦ Ἀλλάχ.

Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές ὅτι ὑπάρχουν διαφορές μεταξύ Ἰσλάμ καί Ὀρθοδοξίας. Βασική διαφορά τους εἶναι ἀντίληψη γιά τό Θεό. διδασκαλία τῆς κάθε θρησκείας γιά τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, τή σταύρωση, τήν ἀνάσταση ἀλλά καί τήν ἀνάληψή Του. σαφής ὑποτίμηση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας ἀπό τό Κοράνιο τόσο στήν κοινωνία, ὅσο καί στό γάμο ἀλλά καί στό διαζύγιο. ἱερός πόλεμος στόν ὁποῖο προτρέπει τούς πιστούς της ἰσλαμική θρησκεία νά συμμετάσχουν. Τέλος, θεσμός τῆς δουλείας, πού εἶναι ἀποδεκτός ἀπό τήν ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ. Τά μή κοινά στοιχεῖα μεταξύ του Ἰσλάμ καί τῆς Ὀρθοδοξίας θά φανοῦν καλύτερα μέσα ἀπό τήν ἐξέταση τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν δύο θρησκειῶν ἀπό τόν 7ο ἕως καί τό 18ο αἰώνα. Μέσα στούς αἰῶνες αὐτούς οἱ συγκυρίες ἔφεραν πολύ κοντά τούς πιστούς τῶν δύο θρησκειῶν καί συνέβαλαν στή δημιουργία ἑνός σκληροῦ καί ἀνελέητου ἀνταγωνισμοῦ ἐπικράτησης μεταξύ Ἰσλαμιστῶν καί Χριστιανῶν, τοῦ ὁποίου θύματα ὑπῆρξαν κυρίως οἱ δεύτεροι.

 

1 Χριστιανισμός δέν θεωρεῖται θρησκεία μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τοῦ ὅρου ἀλλά ἀποκάλυψη. Ἱδρυτής της δέν θεωρεῖται κάποιος ἄνθρωπος, ὅπως συμβαίνει μέ τίς ἄλλες ὑπάρχουσες θρησκεῖες. Ἱδρυτής της εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας πού ἐνανθρώπησε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή μέσα στήν ἱστορία. Ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως τέλειος Θεός.

2 Μέ βάση τίς ἀρχαιολογικές ἀνακαλύψεις εἶναι γνωστό, ὅτι Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε λίγο πρίν ἀπό τό 4 π.Χ., δεδομένου ὅτι Ἡρώδης βασίλεψε ἀπό τό 37 ὡς τό 4 π.Χ.. Συνεπάγεται, λοιπόν, ὅτι ἀπό ὑπολογιστικό λάθος κατά τόν 6ο αἰῶνα μ.Χ., ὡς ἔτος γεννήσεώς του ὁρίσθηκε τό 753 ἀπό κτίσεως Ρώμης, δηλαδή 3-4 χρόνια ἀργότερα ἀπό τήν πραγματική χρονολογία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει νά κάνει μέ τίς ἀφηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά μέ μετέπειτα ὑπολογισμούς πού ἀγνοοῦσαν ὅλα τά δεδομένα. Δέν ἀλλάζει λοιπόν τίποτα ἀπό τά ὅσα γράφονται στά Ευαγγέλια, παρά μόνο μετατίθενται κατά 3- 4 χρόνια ἐνωρίτερα τά γεγονότα σέ σχέση μέ τό δικό μας ἡμερολόγιο.

χρονολόγηση ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ προτάθηκε ἀπό τόν Σκύθη μοναχό καί ἐκκλησιαστικό συγγραφέα Διονύσιο τόν Μικρό (532 μ.Χ.), ἡγούμενο μοναστηριοῦ στή Ρώμη, κατά τόν 6ο μ.Χ. αἰώνα. Μέχρι τότε, χρονολόγηση γινόταν, εἴτε μέ ἀφετηρία τήν Κτίση τῆς Ρώμης εἴτε «ἀπό Διοκλητιανοῦ», δηλαδή μέ ἀφετηρία τήν 29η Αὐγούστου τοῦ 284 μ.Χ., ἡμερομηνία κατά τήν ὁποίαν Διοκλητιανός (καθὑπόθεση) ἀνακηρύχτηκε αὐτοκράτορας. Ἀφοῦ, λοιπόν, δημιουργήθηκε χρονολόγηση μέ ἀφετηρία τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, οἱ μετέπειτα προσπάθειες τῶν σοφῶν ἐπικεντρώθηκαν στόν ἀκριβῆ προσδιορισμό τῆς χρονολογίας της. Προφανῶς Διονύσιος εἶχε ξεκινήσει ἀπό λάθος ἀφετηρία! Ἐν προκειμένῳ αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν ἀξιοπιστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τό ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν βρίσκεται στό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι στό πότε ἀκριβῶς Ἐκεῖνος γεννήθηκε.

3 «Οἱ πηγές δέν συμφωνοῦν ἀπολύτως ὡς πρός τόν καθορισμό τῆς ἡμερομηνίας μεταναστεύσεως τοῦ Μωάμεθ ἀπό τή Μέκκα στή Μεδίνα, τῆς περίφημης Hijrah (Ἐγίρα Ἔγιρα Ἐγεῖρα). Συνήθως τήν τοποθετοῦν στήν 8η τή 12η τοῦ μηνός Rabic al-Awwal (20ή 24η Σεπτεμβρίου 622). Πιθανότερο φαίνεται ὅτι οἱ ἀνωτέρω προσδιορισμοί σχετίζονται μέ τήν ἄφιξη τοῦ Μωάμεθ στή Μεδίνα. ... Ὡς πρώτη, ὅμως, ἡμέρα τοῦ ἔτους ὁρίσθηκε ὄχι πραγματική ἡμέρα τῆς «μεταναστεύσεως», ἀλλά τοῦ μηνός Muharram (Παρασκευή) πού συμπίπτει μέ τή 16η Ἰουλίου τοῦ 622», Α. Γιαννουλάτου, ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, Ἰσλάμ. Θρησκειολογική Ἐπισκόπηση, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006, σσ. 117, 118.

4 « Μετοικεσία» 59, 24. «Ἡ Βούς» 2, 158.

5 Στό κεφάλαιο «Οἱ Ποιηταί» 26, 192, ἀναφέρεται: «Τό Κοράνιο αὐτό εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος κόσμου ... εἶναι αἰώνιο καί ἀδημιούργητο, πού ὑπῆρχε ἀνέκαθεν μέ τόν Θεό ὡς αἰώνια φανέρωση τῆς θείας θελήσεως» [3]. Τό συγκεκριμένο βιβλίο, πού βρίσκεται στά χέρια τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἁπλῶς ἀντίγραφο τοῦ οὐρανίου πρωτοτύπου, τό ὁποῖο στήν Ἰσλαμική ὁρολογία ἀποκαλεῖται: «Μητέρα τῆς Βίβλου», «Καλῶς διατηρούμενη πλάκα». Τό οὐράνιο αὐτό πρωτότυπο, ἀπό τό ὁποῖο ἀνακοινώθηκε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρός τόν Μωάμεθ, βρίσκεται πάντοτε μπροστά στόν Θεό καί θεωρεῖται ἄναρχο, ἀδημιούργητο, ἀλάνθαστο. Τή θέση τήν ὁποία ἔχει στήν Χριστιανική Θεολογία Υἱός, ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε στό Ἰσλάμ τό Κοράνιο. Ο Η. Kraemer στό ἔργο του, The Christian Message in a Non-Christian World, London 1938, 217-218, ὑπογραμμίζει: «The foundation of Islam is not, The Word became flesh. It is, The Word became book. It is quite logical and intelligible that Islam should have developed its own species of Logos speculation in the well-known dogma of the uncreated, pre-existent and celestial Quran»: «θεμέλιο τοῦ Ἰσλάμ δέν εἶναι « Λόγος σάρξ ἐγένετο», ἀλλά « Λόγος ἔγινε βιβλίο». Πρβλ. . Γιαννουλάτου, Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, Ἰσλάμ. Θρησκειολογική Ἐπισκόπηση, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006, σσ. 143, 231.

6 Γυναίκες 4: 156.

7 Αὐτόθι.

8 Γαλ. 3, 28.

9 Sahih Muslim, Abdul Hamid Siddiqi, μεταφρ., ἀρ. 142.

10 Αὐτόθι 4, 3.

11 «Αἱ Γυναῖκες» 4, 28.

12 « Βούς» 2, 226.237.

13 R. Roberts, The Social Laws of the Quran, London 19712, σ. 25.

14 « Νυκτερινή Ὁδοιπορία» 17, 24-25, 28-31, 33-41.

15 Μάρκ. 8, 38.

16 «Ἡ Μετάνοια» 9, 5.

17 Πρβλ. «Τά Λάφυρα» 8, 73,76. «Ὁ Σίδηρος» 57, 10. «Ἡ Βούς» 2, 189: «Μάχεσθε μέχρις ὅτου ἀποσοβηθεῖ ἀφ' ὑμῶν κίνδυνος τοῦ πειρασμοῦ, καί ὅταν δέν ὑπάρχει ἄλλη λατρεία εἰμή τοῦ μόνου Θεοῦ. Ἄν οἱ ἐχθροί θέσωσι τέρμα εἰς τάς πράξεις αὐτῶν, τότε ἄς παύσωσιν αἱ ἐχθροπραξίαι, ἐκτός ἄν πρόκειται περί ἀσεβῶν».

18 Πρόκειται γιά τήν πτήση PanAm103, ἀεροπλάνου Boeing 747, ἀπό Λονδίνο πρός Ν. Ὑόρκη, τό ὁποῖο ἐξερράγη μέ βόμβα στίς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 1988, σκοτώνοντας 259 ἐπιβαίνοντες στό ἀεροπλάνο καί 11 κατοίκους τῆς πόλεως Lockerbie τῆς Νοτίου Σκωτίας.

19 Στίς ἀρχές Σεπτεμβρίου τοῦ 2004 ὁμάδα τρομοκρατῶν Τσετσένων καί Ἰνγκουσίων πῆρε 1,100 ὁμήρους ἀπὸ τὸ Σχολεῖο τοῦ Beslan στὴ Βόρειο Ὀσσετίαμεταξύ αὐτῶν καὶ 777 παιδιά. Τὸ περιστατικὸ κατέληξε στὸ θάνατο 334 ὁμήρων (πλήν τῶν ἀπωλειῶν τῶν τρομοκρατῶν καὶ τῶν δυνάμεων ἀσφαλείας), ἀπὸ τοὺς ὁποίους 186 παιδιά.

20 Γαλ. 3, 26-29

 

5


 

 



Подписка на новости

Последние обновления

События