Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

Иеромонах Лука Григориатский.

Богословские замечания в отношении четырех докладов митрополита Дамиеттского г-на Бишоу касательно Совместных Заявлений Комиссии по Богословскому диалогу между Православными и Антихалкидонитами. 

Ιερομόναχος Λουκάς Γρηγοριάτης, Θεολογικαί παρατηρήσεις επι τεσσάρων εισηγήσεων του Μητροπολίτου Δαμιέττης κ. Βishoy περί των Κοινών Δηλώσεων του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων

 

Η χριστολογία του Σεβήρου Αντιοχείας κατά τον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ(1)
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΑΜΙΕΤΤΗΣ κ. BISHOY
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΩΝ
Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου
Ἀνταποκρινόμενοι εἰς εὐγενῆ παράκλησιν τοῦ Μητροπολίτου Δαμιέττης (τῆς Κοπτικῆς ἀντιχαλκηδονίου Ἐκκλησίας) κ. Bishoy, Συμπροέδρου τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, ἐμελετήσαμεν τάς τέσσαρας εἰσηγήσεις του περί τῶν Κοινῶν Δηλώσεων τοῦ ἐν λόγῳ Διαλόγου, ὑπό τό φῶς καί ὅσων προφορικῶς συνεζητήθησαν κατά τήν 1ην Ἰουνίου 2003 μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου (τῶν ὁποίων ὁ γράφων ὑπῆρξα ἀκροατής).

Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Μητροπολίτου, ἡ συζήτησις καί ἡ ἐπίδοσις τῶν τεσσάρων εἰσηγήσεων ἀπέβλεπε εἰς τήν καλλιτέραν δυνατήν ἐνημέρωσίν μας περί τῆς ἐπιτευχθείσης Χριστολογικῆς συμφωνίας (τῶν Κοινῶν Δηλώσεων 1989 καί 1990) μέ σκοπόν νά ἐπανεκτιμήσωμεν βάσει τῶν νέων στοιχείων καί τῶν ἐπεξηγήσεων τήν, ὡς γνωστόν, ἀρνητικήν τοποθέτησίν μας ἔναντι τῶν Κοινῶν αὐτῶν Δηλώσεων.
Πονοῦμεν διά τήν διαιώνισιν τοῦ μεγάλου ἀντιχαλκηδονίου σχίσματος, ἀλλά ταυτοχρόνως ἀγωνιοῦμεν διά τήν ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἔχομεν τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Διά τόν λόγον αὐτόν ἐμελετήσαμεν τάς εἰσηγήσεις μετά πάσης δυνατῆς προσοχῆς καί ἐγράψαμεν μέ πνεῦμα ἀγάπης ἀλλά καί εἰλικρινείας. Ἀπεστείλαμεν δέ τάς κατωτέρω σκέψεις μας εἰς τόν Μητροπολίτην κ. Bishoy, μέ σκοπόν: α) νά τόν ἐνημερώσωμεν περί τοῦ ὅτι, ἐπανεκτιμήσαντες τήν Χριστολογικήν συμφωνίαν τῶν Κοινῶν Δηλώσεων (1989, 1990) βάσει τῶν νεωτέρων στοιχείων πού προσεκόμισε, θεωροῦμεν ὅτι ἡ μέχρι τοῦδε ἐπιφυλακτική ἕως ἀρνητική στάσις μας ἔναντι τῆς γενομένης συμφωνίας ἦτο καί εἶναι ἀναγκαία, προκειμένου νά ἀναζητηθῇ μία Χριστολογική συμφωνία ἑδρασμένη ἐπί τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Χριστολογικῆς διδασκαλίας˙ καί β) διά νά βοηθήσωμεν τούς Ἀντιχαλκηδονίους νά κατανοήσουν τί ἐπιπλέον πρέπει νά κάνουν, ὥστε νά ἐπανακάμψουν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν Πίστιν.
Διά τῶν θέσεων αὐτῶν δέν προκαταλαμβάνομεν τήν συνοδικήν ἐν τέλει ἀπόφανσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δίδοντες μαρτυρίαν περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος πιστεύομεν ὅτι βοηθοῦμεν εἰς τήν διαμόρφωσιν μιᾶς δογματικῶς πληρεστέρας εἰκόνος περί τῆς Χριστολογίας τῶν Ἀντιχαλκηδονίων. Ὡς προϊόν τῆς μελέτης μας παραθέτομεν λοιπόν τά ἑξῆς:
1) Ἡ 9η παράγραφος τῆς Β΄ Κοινῆς Δηλώσεως (1990), ἡ ὁποία συνοψίζει τήν ἐπιτευχθεῖσαν συμφωνίαν Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλ-κηδονίων, ἐκφράζει ἐκκλησιολογίαν ἀνοίκειον πρός τήν Ὀρθόδο-ξον. Τονίζουσα τήν ταυτόχρονον πιστότητα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν εἰς τήν ἀποστολικήν πίστιν καί παράδοσιν, ἡ παράγραφος λέγει ἐπί λέξει: «Ὑπό τό φῶς τῆς ἡμετέρας Κοινῆς Δηλώσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας ὡς καί τῶν ἀνωτέρω κοινῶν θέσεων, κατενοήσαμεν τώρα σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποιήσαμεν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῇ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας».
Συνεπεῖς πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν, πιστεύομεν ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξεν ἀκαινοτόμητον τήν ἀποστολικήν Πίστιν καί Παράδοσιν. Διά τοῦτο μόνη αὐτή ἀποτελεῖ τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου. Αἱ λοιπαί Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι διά τάς καινοτομίας περί τήν Πίστιν ἔπαυσαν νά ἀποτελοῦν συνέχειαν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν διαχρονικήν Πίστιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι 2
διδάσκαλοι εὑρέθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωσταί αἱ σχετικαί ἀποφάνσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ θεολογικαί πραγματεῖαι τῶν ἁγίων Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἡ Συνοδική ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, τό Συνοδικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, αἱ ἀναφοραί τῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνολογίας κ.ἄ.
Δέν διανοούμεθα νά ἀνταποκριθῶμεν εἰς τό αἴτημα τῆς ἑνώσεως μέ τήν δογματικήν ‛εὐελιξίαν’ τῆς παπικῆς ἐγκυκλίου Ut Unum Sint (1995), κατά τήν ὁποίαν ὁ Πάπας τῆς Ρώμης δύναται νά διακηρύττῃ τήν αὐτήν πίστιν εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν τόσον μετά τῶν Κοπτῶν ὅσον καί μετά Νεστοριανῶν!2 Ἡ υἱοθέτησις μιᾶς τοιαύτης ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, συνήθους εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπονομεύει τήν συνείδησιν ἡμῶν ὅτι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία διασώζεται ἀποκλειστικῶς εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Διερωτώμεθα σχετικῶς: πῶς θά διατηρηθῇ ἡ ἑνότης, δεδομένου ὅτι θά ὑπάρξουν θεολόγοι καί κληρικοί τῶν ἀντιχαλκηδονίων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι θά διαφωνήσουν μέ τήν ἐκκλησιολογίαν πού ἐκφράζει ἡ 9η παράγραφος τῆς Β΄ Κοινῆς Δηλώσεως; Ἤδη ἔχομεν ἐγκύρως πληροφορηθῆ διά τήν ἄρνησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆςΑἰθιοπίας νά ἀποδεχθῇ τήν πρότασιν δι’ ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, τά ὁποῖα αἱ ἀντιχαλκηδόνιοι Σύνοδοι εἶχον ἐπιβάλει κατά τῶν ἡμετέρων ἁγίων καί διδασκάλων.
2) Ὑπό τήν προοπτικήν τῆς προηγουμένης παραγράφου ἐκθέτομεν τούς λόγους, διά τούς ὁποίους θεωροῦμεν ὅτι αἱ κοιναί Δηλώσεις συγκαλύπτουν τήν ὑφισταμένην δογματικήν διαφοράν καί ἑπομένως πιστεύομεν ὅτι εἶναι ἐπιβεβλημένη, ὡς ἤδη ἔχει προταθῆ ὑπό Ὀρθοδόξων θεολόγων3, ἡ ἐπαναξιολόγησις τῆς γενομένης Χριστολογικῆς συμφωνίας.
Κατ’ ἀρχήν, εἰς τήν συζήτησιν τῆς 1ης Ἰουνίου ὑπεστηρίχθη ὑπό τοῦ Μητροπολίτου ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἀποδέχονται τήν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄, καθότι εἰς τήν Χριστολογίαν δέν διαφοροποιοῦνται ἀπό ἡμᾶς, ἀλλά διαφωνοῦν μόνον διά τάς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι κατεδίκασαν τούς ἀντιχαλκηδονίους διδασκάλους. Συγκεκριμένως ὑπεστηρίχθη ὅτι ἀποδέχονται τήν ὁμολογίαν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ὡς ἡ Δ΄ Οἰκουμενική˙ τάς διευκρινήσεις τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς περί τῶν δύο φύσεων˙ τήν ὁμολογίαν δύο φυσικῶν ἐνεργειῶν καί θελημάτων ἐν Χριστῷ, ὡς ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική˙ καί τήν τιμητικήν προσκύνησιν τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ὡς ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική.
Καθ’ ἡμᾶς, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπάρχει ἄρρηκτος δογματική ἑνότης μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς νά πρόκειται περί μιᾶς συνόδου, ἡ δογματική διδασκαλία μιᾶς Συνόδου καί ἡ καταδίκη τῶν προσώπων πού ἀρνοῦνται τήν συγκεκριμένην διδασκαλίαν δέν νοοῦνται κεχωρισμένως. Τοῦτο σημαίνει ὅτι, ἀποδεχόμενοι τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῶν ἀνωτέρω τεσσάρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀναγνωρίζομεν ὅτι καί οἱ ὑπ’ αὐτῶν καταδικασθέντες διδάσκαλοι καί αἱ καταδικασθεῖσαι σύνοδοι εἶχον ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδοξίας καί διά τοῦτο κατεδικάσθησαν. Ἐάν λοιπόν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἀποδέχονται μεθ’ ἡμῶν τήν διδασκαλίαν τῆς Δ΄,σημαίνει ὅτι καταδικάζουν τόν ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας Διόσκορον, ἐπειδή ἠρνεῖτο τήν ὁμολογίαν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ. Ἐφ’ ὅσον ἀποδέχονται τήν διδασκαλίαν τῆς ΣΤ΄, σημαίνει ὅτι καταδικάζουν τόν Σεβῆρον Ἀντιοχείας, ἐπειδή ἐκεῖνος ἠρνεῖτο νά ὁμολογήσῃ δύο ἐνεργείας καί δύο θελήματα ἐν Χριστῷ. Ἀλλά καί ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, τήν ὁποίαν λέγουν ὅτι ἀριδήλως ἀποδέχονται, ἐπειδή δέν ἔχει καταδικάσει ὀνομαστί τούς ἀντιχαλκηδονίους διδασκάλους, διά τῆς Ψήφου της καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ὅσους παραδίδουν ἤ διδάσκουν ἤ γράφουν ἀντίθετα πρός τήν ὁμολογίαν της, ὁμολογίαν ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ὑπό τῆς αὐτῆς Συνόδου σύμφωνος πρός τήν θείαν Γραφήν, τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων καί τάς ἀποφάσεις τῶν προγενεστέρων τεσσάρων ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων (βλ. ἀκροτελεύτιον παράγραφον τῆς Ψήφου). Ἐπίσης ἡ αὐτή Ε΄ Οἰκουμενική μαρτυρεῖ δι’ ἑαυτήν: «Ὁμολογοῦμεν ἀκόμη, ὅτι ὅλους τούς κατά διαφόρους ἐποχάς κα-ταδικασθέντας ἤ ἀναθεματισθέντας ὑπό τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ὡς ἄνω τεσσάρων Συνόδων, καί ἡμεῖς ἔχομεν καταδεδικα-σμένους καί ἀναθεματισμένους» καί πάλιν: «ὅσους δέν δέχονται αὐτάς, θεωροῦμεν ἀποξενωμένους ἀπό τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν» (Πρᾶξις Η΄, παράγρ. 7 καί 27)4. Τέλος, ἐφ’ ὅσον ἀποδέχονται τήν διδασκαλίαν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, σημαίνει ὅτι δύνανται συμφώνως πρός τόν α΄ Κανόνα αὐτῆς νά καταδικάσουν τούς ὑπό τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατακριθέντας.
Ἡ ἄποψις ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι δέν ἀποδέχονται τάς μετά τήν Γ΄ Οἰκουμενικάς Συνόδους, ἐπειδή αὗται ἔχουν ἐπιβάλει καταδίκας εἰς τούς ἁγίους καί διδασκάλους των καί ὄχι ἐπειδή ἔχουν αἱρετικήν διδασκαλίαν, ἀποτελεῖ σημαντικόν θετικόν βῆμα ἐκ μέρους των πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, δεδομένου ὅτι κατά τό παρελθόν πλεῖσται ὅσαι συνοδικαί ἀποφάσεις τῶν ἀντιχαλκηδονίων Ἐκκλησιῶν ἔχουν χαρακτηρίσει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς νεστοριανήν. Ἀπομένει ἐν τούτοις νά κάνουν τά ὁριστικά βήματα. Ἀπό δογματικῆς ἐπόψεως νά κατανοήσουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστολογική διδασκαλία, ὄχι μόνον δέν εἶναι νεστοριανή, ἀλλά εἶναι ἡ μόνη ὀρθή καί πιστή εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν προηγηθεισῶν τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἰς τήν προοπτικήν αὐτήν ἀναμένεται νά ὡριμάσῃ παρ’ αὐτοῖς καί ἡ βεβαιότης ὅτι αἱ καταδίκαι, τάς ὁποίας αἱ ἡμέτεραι Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐπέβαλον κατά τῶν ἀντιχαλκηδονίων διδασκάλων, πρέπει νά γίνουν καί ὑπ’ αὐτῶν ἀποδεκταί.
3) Ὁπωσδήποτε ἐν προκειμένῳ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι θά προβάλουν τήν ἔνστασιν, ὅτι δέν ὑφίσταται λόγος νά ἀποδεχθοῦν τάς κατά τῶν διδασκάλων των καταδίκας, ἐπειδή οὔτε ὁ Ἀλεξανδρείας Διόσκορος οὔτε ὁ Ἀντιοχείας Σεβῆρος ἀρνοῦνται δύο φύσεις καί κατ’ ἐπέκτασιν δύο ἐνεργείας καί θελήσεις ἐν Χριστῷ, ἀλλά ἀρνοῦνται δύο διῃρημένας φύσεις, αὐτονόμως καί κεχωρισμένως ἐνεργούσας, ἤτοι τόν νεστοριανισμόν.
Ὑπεστηρίχθη προσφάτως εἰς Θεσσαλονίκην διά δύο διδακτορικῶν διατριβῶν ὅτι ὁ Ἀλεξανδρείας Διόσκορος καί ὁ Ἀντιοχείας Σεβῆρος δέν ἠρνοῦντο τάς δύο φύσεις ἐν Χριστῷ. Δημοσιεύσαμεν τήν ἐπί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς κριτικήν μας ὑπό τόν τίτλον «Διόσκορος καί Σεβῆρος, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικῶν διατριβῶν» (ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003), ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων διευκρινίζει ὑπό ποίαν ἔννοιαν οἱ ἀνωτέρω ἀντιχαλκηδόνιοι διδάσκαλοι ἠρνοῦντο δύο ἐν Χριστῷ φύσεις καί δύο φυσικάς ἐνεργείας. Εἰς τήν ἰδίαν κριτικήν μας τονίζεται ὅτι εἶναι ἐσφαλμένος ὁ ἰσχυρισμός μελετητῶν τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας, ὅτι ἀκολουθεῖ πιστῶς τήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἡ ἀδυναμία τῶν ἀντιχαλκηδονίων διδασκάλων νά δεχθοῦν τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἀποδεικνύει, κατά τήν ἐν λόγῳ κριτικήν μας, τήν ἀδυναμίαν των νά κατανοήσουν τόν ἅγιον Κύριλλον.
Γίνεται ἀντιληπτόν ὅτι ἤδη ἐπικρίνομεν τό θεολογικόν περιεχόμενον τῶν Α΄ καί Β΄ Κοινῶν Δηλώσεων, ὅτι δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξος καί ἡ ἀντιχαλκηδόνιος Χριστολογία ἀποτελοῦν αὐθεντικήν ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Δέν θά ἐπαναλάβωμεν τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα ἔχομεν διατυπώσει εἰς τήν ἐργασίαν μας «Συμβολή στόν ἐνδοορθόδοξο διάλογο γιά τήν “Ὀρθοδοξία” τῶν Ἀντιχαλκηδονίων» (βλ. Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1995, σελ. 67-128), οὔτε ὅσα ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔχει γράψει εἰς τό βιβλίον της «Παρατηρήσεις περί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Ἀπάντησις εἰς κριτικήν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἑλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ», Ἅγιον Ὄρος 1996, οὔτε ὅσα Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι καί ἔγκριτοι θεολόγοι ἐδημοσίευσαν κατά τά τελευταῖα ἔτη5. Ὅλα αὐτά συνοψίζονται εἰς τήν θέσιν ὅτι μέ τάς ἀντιχαλκηδονίους ἐκφράσεις «Μία σύνθετος (θεανθρωπίνη) φύσις», «Μία σύνθετος θεανδρική ἐνέργεια», «αἱ δύο φύσεις ἐν Χριστῷ διακρίνονται τῇ θεωρίᾳ μόνῃ» δέν ἐκφράζεται ὀρθῶς τό Μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἤ, ἄλλως, ὅτι οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι διδάσκαλοι δέν ἔχουν τήν αὐτήν, ὡς καί οἱ Ὀρθόδοξοι Πατέρες, “δόξαν” (σύλληψιν, ἀντίληψιν, κατανόησιν, φρόνημα) περί τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Εἰς τό βιβλίον μας «Διόσκορος καί Σεβῆρος...», Ἅγιον Ὄρος 2003, ὑποστηρίζομεν ὅτι μέ τάς ἀνωτέρω ἀντιχαλκηδονίους διατυπώσεις ἐκφράζεται χριστολογικόν φρόνημα διάφορον ἐκείνου, τό ὁποῖον ἐκφράζεται μέ τάς διατυπώσεις τῶν Δ΄, Ε΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς καί τῶν Ὀρθοδόξων διδασκάλων Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Φωτίου Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ὀρθῶς τήν Χριστολογικήν διδασκαλίαν τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κων/πόλεως καί τῆς ἐπί ἁγίου Κυρίλλου Συνόδου εἰς τήν Ἔφεσον.
Ἡ αἰτία τῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἀντιχαλκηδονίων διδασκάλων ἀπό τήν κοινήν Χριστολογικήν Πίστιν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανῶς ἡ ἀδυναμία των νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τό βεβαρυμένον παρελθόν των. Ὁ Διόσκορος δέν ἠδύνατο νά κατανοήσῃ καί ἀποδεχθῇ τάς Διαλλαγάς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ἑπομένως καί τάς ἐκφράσεις «ἐν δύο φύσεσι» καί «δύο φύσεις» τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ὁ Σεβῆρος δέν ἠδύνατο νά ὑπερβῇ τήν ἀντιχαλκηδόνιον νοοτροπίαν, τήν ὁποίαν ἐκληρονόμησε ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Διοσκόρου Τιμόθεον Αἴλουρον, Πέτρον τόν Ἴβηρα κ.λπ., καί διά τοῦτο ᾠκοδόμησε τό γνωστόν φιλοσοφικο-θεολογικόν του σύστημα, προκειμένου νά δείξῃ τήν ταυτότητα τοῦ Χριστολογικοῦ του φρονήματος πρός ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Διά τούς μεταγενεστέρους ἀντιχαλκηδονίους διδασκάλους, ὅταν πλέον εἶχε διαμορφωθῆ χωριστή ἀντιχαλκηδόνιος κοινότης καί ἱεραρχία, ἡ προσήλωσις εἰς τόν κατ’ αὐτούς μάρτυρα τῆς πίστεως Διόσκορον Ἀλεξανδρείας καί εἰς τήν Χριστολογικήν σκέψιν τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας ἦτο πλέον πολύ πιό ἰσχυρή. Ἡ ἐνδεχομένως εἰλικρινής ἀντινεστοριανή διάθεσις καί προοπτική των ὑπῆρξε μονόπλευρος, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναπτυχθῇ ὅ,τι ἐπιγραμματικῶς δύναται νά ὀνομασθῇ διοσκόρειον-σεβηριανόν μονοφυσιτικόν φρόνημα.
4) Εἰς τό σημεῖον τοῦτο, προκειμένου νά βοηθήσωμεν εἰς τήν κατανόησιν τῶν ἀνωτέρω λεγομένων καί νά διασαφήσωμεν ὅτι αἱ Κοιναί Δηλώσεις τῶν ἐτῶν 1989 καί 1990 ἐσφαλμένως ταυτίζουν τήν Χριστολογικήν πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, προβαίνομεν εἰς τάς κάτωθι ἐπισημάνσεις ἐπί τῶν τεσσάρων εἰσηγήσεων τοῦ Μητροπολίτου κ. Bishoy, διά τῶν ὁποίων ἑρμηνεύει καί βεβαιώνει τάς Κοινάς Δηλώσεις.
α) Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων.
Εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς Δαμασκοῦ λέγεται ὅτι «αἱ φύσεις, τουτέστιν ἡ θεότης καί ἡ ἀνθρωπότης, ἐξ ὧν συνίσταται ὁ σεσαρκωμένος Θεός Λόγος, συνεχίζουν νά ὑπάρχουν ἐν τῇ ἑνώσει»6. Ἡ διαβεβαίωσις αὕτη θά ἦτο βοηθητική πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς δογματικῆς συμφωνίας, ἐάν δέν ἦτο προφανές ἐκ τῶν συμφραζομένων ὅτι ὁ ὅρος «φύσεις» ἐνταῦθα δέν ἔχει ἀποφορτισθῆ ἀπό τό σεβηριανόν Χριστολογικόν περιεχόμενον, τό ὁποῖον ἐξυπηρετεῖ τήν ὁμολογίαν μιᾶς συνθέτου φύσεως. Γράφεται σχετικῶς: «... (οἱ ἀκολουθοῦντες τόν Πάπαν Διόσκορον) πάντοτε διεκήρυσσον ὅτι αἱ δύο φύσεις συνεχίζουν νά ὑπάρχουν ἐν τῇ μιᾷ σεσαρκωμένῃ φύσει τοῦ Θεοῦ Λόγου. Οὐδεμία τῶν φύσεων ἐξ αἰτίας τῆς ἑνώσεως ἔπαυσε νά ὑπάρχῃ ... Οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι δέν πιστεύουν εἰς μίαν μοναδικήν φύσιν ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, ἀλλά μᾶλλον εἰς μίαν ἡνωμένην θεανθρωπίνην φύσιν»7. Καί ἐπί τῇ βάσει ἀποσπάσματος τῆς β΄ πρός Σούκενσον ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, πρός ἐπιβεβαίωσιν τῶν Κοινῶν Δηλώσεων, ἐπισημαίνεται εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς Μόσχας: «αἱ δύο φύσεις μεθ’ ὅλων τῶν ἰδιοτήτων αὐτῶν συνεχίζουν νά ὑπάρχουν ἐν τῇ ἑνώσει, ἡ ὁποία ἐσχημάτισε μίαν σεσαρκωμένην φύσιν ἤ μίαν σύνθετον ἡνωμένην φύσιν ἤ, ὡς ἐλέχθη εἰς τήν Κοινήν Δήλωσιν: ‘μίαν ἀχωρίστως καί ἀσυγχύτως ἡνωμένην πραγματικήν θεανθρωπίνην ὕπαρξιν’»8.
Ὁπωσδήποτε, εἶναι κατ’ ἀρχήν θετικόν τό βῆμα νά φρονοῦν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι σήμερον, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἀρχαίαν σεβηριανήν διδασκαλίαν, ὅτι αἱ φύσεις ὑπάρχουν ἐν τῇ ἑνώσει μετά τῶν ἰδιοτήτων αὐτῶν. Ὡς γνωστόν ὁ Σεβῆρος Ἀντιοχείας ἐδέχετο νά ὁμολογήσῃ δύο φύσεις ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ ἠρνεῖτο μετά πεισμονῆς καί ἀναθεματισμῶν νά ἀποδώσῃ εἰς ἑκάστην ἐξ αὐτῶν ἰδιότητας καί ἐνεργείας. Παρά ταῦτα, ἐφ’ ὅσον ὁμολογοῦν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ὅτι αἱ δύο φύσεις ὑπάρχουν ἐν τῇ ἑνώσει καί ταυτοχρόνως εἶναι ἡνωμέναι εἰς μίαν θεανθρωπίνην φύσιν, ὁ ὅρος φύσις δέν δύναται νά ἔχῃ ὀρθόδοξον ἔννοιαν. Τοῦτο συνάγεται ἐκ τῶν κάτωθι.
Ὁμολογοῦμεν ὀρθοδόξως τάς τρεῖς θείας Ὑποστάσεις, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τήν μίαν καί κοινήν θείαν φύσιν τῶν τριῶν Ὑποστάσεων. Ἡ τριαδολογική αὕτη διάκρισις φύσεως καί ὑποστάσεως δέν καταργεῖται ἐν τῇ σαρκώσει τοῦ Ἑνός τῆς Τριάδος, κατά τόν Θεολόγον ἅγιον Γρηγόριον: «Φύσεις μέν γάρ δύο Θεός καί ἄνθρωπος, ἐπεί ψυχή καί σῶμα˙ υἱοί δέ οὐ δύο ... Καί εἰ δεῖ συντόμως εἰπεῖν, ἄλλο μέν καί ἄλλο τά ἐξ ὧν ὁ Σωτήρ ... Λέγω δέ ἄλλο καί ἄλλο, ἔμπαλιν ἤ ἐπί τῆς Τριάδος ἔχει. Ἐκεῖ μέν γάρ ἄλλος καί ἄλλος, ἵνα μή τάς ὑποστάσεις συγχέωμεν˙ οὐκ ἄλλο δέ καί ἄλλο» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολή α΄ πρός Κληδόνιον). Ὅπως δηλαδή εἰς τήν Τριαδολογίαν ὁμολογοῦμεν μίαν φύσιν καί τρεῖς ὑποστάσεις, ἔτσι καί εἰς τήν Χριστολογίαν ὁμολογοῦμεν δύο φύσεις καί μίαν ὑπόστασιν. Ἡ μία ὑπόστασις, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάρχουν ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως αἱ δύο φύσεις, εἶναι ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ἁπλῆ οὖσα πρό τῆς Σαρκώσεως (ἤτοι ἔχουσα ἐνθεωρουμένην μόνην τήν ἀΐδιον θεότητα) καί γενομένη σύνθετος ἡ αὐτή μετά τήν Σάρκωσιν (ἤτοι ἔχουσα ἐνθεωρουμένην καί τήν πρόσφατον ἀνθρωπότητα, πλήν ἡνωμένην μετά τῆς θεό-τητος).
Κατά τά ἀνωτέρω εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά ἐννοήσωμεν ὅτι ἡ σύνθετος πλέον ὑπόστασις τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου, ἤτοι αὐτός ὁ Χριστός, ὁ Εἷς τῆς Τριάδος, δύναται νά ὁρισθῇ ὡς φύσις. Ἐφ’ ὅσον ἔχομεν ὁρίσει ὡς φύσεις τά ἐξ ὧν ὁ Χριστός, ἤτοι τήν θεότητα καί τήν ἀνθρωπότητα, εἶναι ὀντολογικῶς, λογικῶς καί θεολογικῶς ἀδύνατον νά ὁρίσωμεν ὡς φύσιν τόν ἐξ αὐτῶν συντεθειμένον σαρκωθέντα Θεόν Λόγον. Ἄλλος ὁ ὁρισμός τῆς φύσεως καί ἕτερος τῆς ὑποστάσεως.
Ἐπειδή οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ὠνόμασε τόν ἕνα Χριστόν Μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην, χρειάζεται ἰδιαιτέρα προσοχή εἰς τό σημεῖον τοῦτο. Ἀποβλέποντες εἰς τήν δήλωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ὑποστατικῆς ταυτότητος, ὁμολογοῦμεν βεβαίως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Χριστόν Μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην μετά τοῦ ἱεροῦ Πατρός καί μετά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι ἀπεδέχθησαν τήν ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν τῆς ἐκφράσεως ταύτης9. Διά τοῦ μίαν φύσιν ἐννοοῦμεν ὀρθοδόξως μίαν ὑπόστασιν, καθόσον ἐκ τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου οὐδόλως δικαιούμεθα νά ὁρίσωμεν τόν Χριστόν ὡς μίαν φύσιν. Ὁ ἅγιος ἔχει τονίσει μετ’ ἐμφάσεως ὅτι «τό Χριστός ὄνομα οὔτε ὅρου δύναμιν ἔχει οὔτε μήν τήν τινος οὐσίαν, ὅ τί ποτέ ἐστι, σημαίνει, καθάπερ ἀμέλει καί τό ἄνθρωπος ἤ ἵππος ἤ βοῦς»10˙ δέν ἐκφράζει δηλαδή τό ἐννοιολογικόν περιεχόμενον φύσεως. Διευκρινίζουν οἱ ἅγιοι ἡμῶν Πατέρες ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος εἰς τήν ἐν λόγῳ ἔκφρασιν κατεχρήσατο τοῦ ὅρου φύσις (ἐχρησιμοποίησε καταχρηστικῶς τήν λέξιν φύσις ἀντί τῆς λέξεως ὑπόστασις)11. Ἐπεξηγοῦν ἐπίσης οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι δυνατή ἡ κατάχρησις αὕτη, καθόσον ἡ ὑπόστασις ὡς μερικώτερον εἰς τήν λογικήν κλίμακα δέχεται τό ὄνομα καί τόν ὅρον τοῦ καθολικοῦ, κατά δογματικήν ὅμως ἀκρίβειαν λέγεται καί εἶναι ὑπόστασις, ἐπειδή δέν εἶναι ἁπλῶς φύσις ἀλλά φύσις μετά ἰδιωμάτων12. Τήν σαφεστάτην διάκρισιν μεταξύ φύσεως καί ὑποστάσεως εἰς τήν Χριστολογίαν, κληρονομηθεῖσαν παρά τῶν μεγάλων Πατέρων Ἀθανασίου, Βασιλείου καί Γρηγορίου, οὐδόλως καταργεῖ κατ’ ἔννοιαν ὁ ἅγιος Κύριλλος˙ οὔτε βεβαίως εἰς τό ἀπόσπασμα τῆς β΄ πρός Σούκενσον ἐπιστολῆς, τό ὁποῖον ἐπεκαλέσθη εἰς τήν εἰσήγησίν του ὁ Μητροπολίτης κ. Bishoy. Γενικῶς δ’ εἰπεῖν, ἡ φύσις καί ἡ ὑπόστασις εἶναι ἀδύνατον νά ταυτίζωνται ὡς ἔννοιαι, ἐπειδή τά ‘πράγματα’, εἰς τά ὁποῖα ἀναφέρονται, εἶναι διαφορετικά.
Ἐπανερχόμενοι εἰς τήν «μίαν ἡνωμένην θεανθρωπίνην φύσιν» τῶν Κοινῶν Δηλώσεων, τήν ὁποίαν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἐπιπλέονὀνομάζουν «μίαν σύνθετον ἡνωμένην φύσιν», ἐπισημαίνομεν ὅτι ταυτίζουν σεβηριανῶς τήν φύσιν καί τήν ὑπόστασιν ὡς ἐννοίας καί ὡς ‘πράγματα’, καθόσον τάς δύο φύσεις τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου καί αὐτόν τόν σεσαρκωμένον Θεόν Λόγον κατανοοῦν ἀδιακρίτως φύσεις καί ὑποστάσεις.
Διά νά γίνῃ τοῦτο κατανοητότερον, θά παραθέσωμεν καί θά σχολιάσωμεν τά ἀκόλουθα ἀποσπάσματα ἐκ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ κ. Bishoy. Ἀφοῦ ὀρθῶς ἀποκλείεται ἡ κατανόησις τῶν ἐν Χριστῷ φύσεων ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἐν τῷ εἴδει θεωρουμένης φύσεως, ὅπερ θά ἐσήμαινε σάρκωσιν τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἀνάληψιν ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ὑποστάσεων13, συμπληρώνεται: «Ἡ ἕνωσις τῶν φύσεων τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου εἶναι ἕνωσις ἐξατομικευμένων φύσεων, ἤ ἀκριβέστερον ἕνωσις προσωποποιημένων φύσεων, αἱ ὁποῖαι σχηματίζουν μίαν σύνθετον ὑπόστασιν τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου. Οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκφράζουν τήν ἰδίαν πραγματικότητα, ὅταν ὁμιλοῦν διά μίαν σύνθετον φύσιν ἤ μίαν σύνθετον ὑπόστασιν, καθόσον ἡ σύνθεσις ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου εἶναι σύνθεσις φύσεων καί ὄχι προσώπων. Οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι ἀναφέρονται εἰς προσωποποιημένην φύσιν, ἡ ὁποία δύναται ὀρθῶς νά ὀνομασθῇ ὑπόστασις, ἀλλ’ οὐδείς ἐξ ἄλλου δύναται νά ἀρνηθῇ ὅτι αὐτή ὀνομάζεται ἐπίσης φύσις, πλήν καθώς ἔγραψεν ὁ ἅγιος Κύριλλος ‘μία σεσαρκωμένη φύσις τοῦ Λόγου’, δηλαδή ὡς προσωποποιημένη ἐν τῷ Λόγῳ καί ὄχι ἐν Τριαδικῇ σημασίᾳ»14.
Ἀναφερόμενος ὁ κ. Bishoy εἰς τήν ἐν Χριστῷ θεότητα καί ἀνθρωπότητα ἀποδίδει εἰς αὐτάς ἔννοιαν ἐνουσίου ὑποστάσεως, καθώς χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους ἐξατομικευμέναι φύσεις καί προσωποποιημέναι φύσεις. Ἐπίσης, ἀναφερόμενος εἰς τόν Χριστόν ὡς εἰς σύνθετον ὑπόστασιν καί Μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην, δέν ἀρνεῖται νά ἀποδώσῃ εἰς Αὐτόν (πέραν τῆς ἐννοίας τῆς ὑποστάσεως) καί ἔννοιαν φύσεως.
Εἶναι προφανής ἐν προκειμένῳ ἡ σύγχυσις καί ταύτισις τοῦ περιεχομένου τῶν ἐννοιῶν τῆς φύσεως καί τῆς ὑποστάσεως15. Διά τοῦτο (ὑπό μίαν χαρακτηριστικῶς ὑπονοουμένην, καθ’ ἡμᾶς αὐθαίρετον, διαφοροποίησιν ὑποστάσεως καί προσώπου) συμπεραίνεται ὅτι «οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκφράζουν τήν ἰδίαν πραγματικότητα, ὅταν ὁμιλοῦν διά μίαν σύνθετον φύσιν ἤ μίαν σύνθετον ὑπόστασιν».
Τό συμπέρασμα τοῦτο δέν ἀληθεύει. Εἶναι γνωστόν ὅτι καθ’ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους αἱ φύσεις ἐν Χριστῷ δέν εἶναι ἐνούσιοι ὑποστάσεις, δηλαδή ἄτομα φύσεως καθώς ἀνορθοδόξως ὑπεστήριζεν ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος16, ἀλλά ἐν ἀτόμῳ θεωρούμεναι φύσεις17 (ἐνυπόστατοι φύσεις). Ὁ Χριστός εἶναι μία σύνθετος ὑπόστασις (ἐνούσιος ὕπαρξις) καί ἐν αὐτῇ θεωροῦνται (ὑπάρχουν πραγματικῶς) δύο ἐνυπόστατοι φύσεις. Ὁ ὅρος ἐνυπόστατος φύσις ἐκφράζει ἐννοιολογικόν περιεχόμενον διάφορον ἐκείνου, τό ὁποῖον ἐκφράζουν οἱ ὅροι ἐξατομικευμένη ἤ προσωποποιημένη φύσις. Ἡ ἐνυπόστατος φύσις εἶναι φύσις κατηγορουμένη πολλῶν ὑποστάσεων καί προσδιοριζομένη ὑπό τῶν οὐσιωδῶν αὐτῆς ἰδιοτήτων. Ἀντιθέτως ἡ ἐξατομικευμένη ἤ προσωποποιημένη φύσις σημαίνει ἐνούσιον ὑπόστασιν, διότι γράφει ὁ Μητροπολίτης Bishoy: «Ὁ ὅρος ὑπόστασις παρά τῷ ἁγίῳ Κυρίλλῳ σημαίνει πάντοτε τήν προσωποποιημένην φύσιν, τουτέστι τό πρόσωπον μετά τῆς ἀνηκούσης εἰς αὐτό φύσεως»18. Ὡς ἐνούσιοι ὑποστάσεις λοιπόν κατ’ αὐτόν, καί ὄχι ὡς ἐνυπόστατοι φύσεις, συμμετέχουν ἡ θεότης καί ἡ ἀνθρωπότης εἰς τήν σύνθετον ὑπόστασιν. Τοῦτο καθίσταται ἐμφανέστερον καί ἐκ τοῦ κατωτέρω ἀποσπάσματός του: «Κατά τόν ἅγιον Σεβῆρον Ἀντιοχείας, μία ἀνθρωπίνη ὑπόστασις δύναται νά εἶναι μία ἐξατομικευμένη ἀνθρωπίνη φύσις καί ὄχι μία προσωποποιημένη φύσις19. Διά τοῦτο εἶπεν ὅτι αἱ ὑποστάσεις, ἐκ τῶν ὁποίων συνετέθη ὁ σεσαρκωμένος Λόγος, ‘διατηροῦνται ἀμειώτως καί ἀτρέπτως ἐν τῇ ἑνώσει. Ὅμως εἶναι ἀδύνατον νά ἀναγνωρισθῇ πρόσωπον δι’ ἑκάστην ἐξ αὐτῶν’. Ἐξήγησεν ὅτι τό πρόσωπον τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου μοιράζονται ἡ θεία ὑπόστασις καί ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ [σ.σ. ἡ ἔμφασις ἡμετέρα],διότι, καθώς εἶπεν, ‘αὗται δέν ἦλθον εἰς τήν ὕπαρξιν διῃρημένως ... Αὐτός εἶναι μία ὑπόστασις ἐκ δύο καί ἕν πρόσωπον ἀπό κοινοῦ καί μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη’»20.
Ἑπομένως, εἶναι καθοριστικῶς διάφορον τό νά κατανοῇ κάποιος Ὀρθοδόξως ἐν Χριστῷ δύο ἐνυποστάτους φύσεις, ἡνωμένας ἐν τῇ μιᾷ συνθέτῳ Ὑποστάσει τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου, ἀπό τοῦ νά πρεσβεύῃ σεβηριανῶς δύο ἐξατομικευμένας φύσεις (λέγε ὑποστάσεις) ἡνωμένας εἰς μίαν σύνθετον ὑπόστασιν, ἤ νά θεωρῇ ἐν Χριστῷ μίαν θεανθρωπίνην φύσιν ἀναλογοῦσαν [«προσωποποιημένην ἐν τῷ Λόγῳ καί ὄχι ἐν Τριαδικῇ σημασίᾳ»21] εἰς τήν μίαν Αὐτοῦ σύνθετον ὑπόστασιν. Εἰς τήν πρώτην περίπτωσιν ὁ Χριστός ὀρθοδόξως ὁμολογεῖται ἀληθῶς Θεός καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός, ἐπειδή εἶναι ὅλος Θεός μετά τῆς ἀνθρωπότητος διά τήν θεότητα καί ὅλος ἄνθρωπος ὁ αὐτός μετά τῆς θεότητος διά τήν ἀνθρωπότητα˙ καί τοῦτο χάρις εἰς τήν ἀντίδοσιν τῶν ἰδιωμάτων, ἡ ὁποία ὀρθοδόξως νοεῖται ἐν τῇ ὑποστάσει. Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν ὁ Χριστός ψευδῶς ὀνομάζεται Θεός καί ἄνθρωπος˙ διότι πρῶτον, ἐάν τά ἐξ ὧν συνίσταται εἶναι ἐνούσιοι ὑποστάσεις, ἡ νεστοριανή διαίρεσις εἶναι πρόδηλος, ἡ ἀντίδοσις τῶν ἰδιωμάτων ἀδύνατος, καί ἐπαληθεύει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι οἱ ἀπό Σεβήρου «μερικάς δογματίζουσιν οὐσίας» καί διά τοῦτο «τό τῆς οἰκονομίας συγχέουσι μυστήριον» (Περί αἱρέσεων, 83˙ βλ. καί Κατά Ἰακωβιτῶν, 9-11)˙ καί δεύτερον, ἐάν ἡ φύσις Του εἶναι ‘θεανθρωπίνη’ (ἡ ἀντίδοσις τῶν ἰδιωμάτων συντελεῖται μεταξύ τῶν φύσεων), οὔτε Θεός εἶναι ὁ Χριστός οὔτε ἄνθρωπος, καθόσον οὔτε ὁ Πατήρ οὔτε τό Πνεῦμα ἔχουν θεανθρωπίνην φύσιν οὔτε πάλιν ἡ Μήτηρ Του καί ἡμεῖς ἔχομεν φύσιν θεανθρωπίνην. Ἐπιπλέον, δέν εἶναι οὔτε Θεόςοὔτε ἄνθρωπος καί διά τόν λόγον ὅτι ἡ ‘θεανθρωπίνη φύσις’ ὡς ‘δεκτική’ τῶν ἀντιθέτων οὐσιωδῶν ἰδιοτήτων (κτιστόν καί ἄκτιστον, περιγραπτόν καί ἀπερίγραπτον κ.λπ.) εἶναι ὀντολογικῶς ἀνύπαρκτος καί διά τοῦτο ἡ ὁμολογία της συνιστᾶ ἀναίρεσιν τοῦ κατά Χριστόν Μυστηρίου (βλ. Διόσκορος καί Σεβῆρος..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 142-144). Τό ὅτι δέ ὁ Μητροπολίτης Bishoy πρεσβεύει τοιαύτην ἐν Χριστῷ ‘θεανθρωπίνην φύσιν’ ἐμφαίνεται εἰς τό ἀκόλουθον ἀπόσπασμα: «ἡ μία σεσαρκωμένη φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν εἶναι μία τρίτη φύσις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ἡ φύσις εἶναι τό ἄθροισμα τῶν ἰδιοτήτων ἤ ποιοτήτων τῆς οὐσίας, καί, καθόσον αἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἡνώθησαν ἀφύρτως καί ἀτρέπτως, ἡ σεσαρκωμένη φύσις εἶναι τό ἄθροισμα τῶν ποιοτήτων τῆς τε θεότητος22 καί τῆς ἀνθρωπότητος»23.
Ἄνευ οὐδενός σχολίου ἐπί τοῦ τόσον χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ ἀποσπάσματος, συμπεραίνομεν ὅτι ἡ «μία σεσαρκωμένη φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου» κατ’ οὐδένα τρόπον δύναται νά εἶναι ἀληθῶς φύσις (οὐσία δηλονότι, κατά ἐννοιολογικήν ταύτισιν οὐσίας καί φύσεως). Ὡς ὀρθῶς περιγράφεται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Χριστολογίας, ἡ «μία σεσαρκωμένη φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου» εἶναι ὑπόστασις (πρόσωπον, κατά ἐννοιολογικήν δηλαδή ταύτισιν τῆς ὑποστάσεως πρός τό πρόσωπον καί ὄχι τῆς φύσεως πρός τήν ὑπόστασιν), ἱκανή νά διασώζῃ τά χαρακτηριστικά ὑποστατικά της γνωρίσματα, διά τῶν ὁποίων διαφέρει τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος καί τῆς Μητρός καί ἡμῶν, καθώς καί τάς οὐσιώδεις ἰδιότητας ἑκατέρας φύσεως, διά τῶν ὁποίων ἑνοῦται μετ’ αὐτῶν. Ὅπως ἐπιγραμματικῶς γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Χριστός φέρει «τῆς θείας τοῦ Θεοῦ Λόγου υἱότητος τό χαρακτηριστικόν καί ἀφοριστικόν ἰδίωμα, καθ’ ὅ διακέκριται τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος, τά τε τῆς σαρκός χαρακτηριστικά καί ἀφοριστικά ἰδιώματα, καθ’ ἅ διαφέρει τῆς τε
μητρός καί τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, ... τά τῆς θείας φύσεως ἰδιώματα, καθ’ ἅ ἥνωται τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως γνωρίσματα, καθ’ ἅ ἥνωται τῇ τε μητρί καί ἡμῖν»24.
β) Περί τῶν δύο θελημάτων καί ἐνεργειῶν.
Ἀναμφιβόλως, ἔχουν σημειωθῆ ὡρισμένα βήματα εἰς τήν κατεύθυνσιν τῆς ὁμολογίας δύο θελημάτων καί ἐνεργειῶν ὑπό τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ἀλλά καί ἀπομένουν σοβαρά προβλήματα. Ὑποστηρίζεται εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς Μόσχας ὅτι ἡ «Κοινή Δήλωσις ἔδωκε σαφεστάτην λύσιν τῆς διαμάχης περί τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» διά τῆς συμφωνίας ὅτι αἱ φύσεις μεθ’ ὅλων αὐτῶν τῶν ἰδιοτήτων, περιλαμβανομένων τοῦ φυσικοῦ θελήματος καί τῆς φυσικῆς ἐνεργείας, ἡνώθησαν ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως. Ὅμως, ὡς εὐστόχως ἔχει τονισθῆ ὑπό Ὀρθοδόξων θεολόγων, ἡ Κοινή Δήλωσις εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἦτο ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως ἐλλιπής, ἐφ’ ὅσον διελάμβανε ἁπλῶς περί τοῦ ὅτι ἡ ἄκτιστος θεία φύσις καί ἡ κτιστή ἀνθρωπίνη φύσις ἔχουν φυσικόν θέλημα καί φυσικήν ἐνέργειαν, ὄχι ὅμως καί περί τοῦ πῶς τελοῦν αἱ ἐνέργειαι καί τά θελήματα ἐν τῇ ἑνώσει τῶν φύσεων. Διά τήν ὑπέρβασιν τῆς τοιαύτης ἐλλείψεως ἀναγκαίως προέβη ὁ Μητροπολίτης κ. Bishoy εἰς τάς ἑξῆς διευκρινίσεις: «τά δύο φυσικά θελήματα ἡνώθησαν ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως ἐν ἑνί προσώπῳ. Τά φυσικά θελήματα ἀμφοτέρων, τῆς τε θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος, συνεχίζουν νά ὑπάρχουν ἐν τῇ ἑνώσει. Τό φυσικόν θέλημα ἐκφράζει τήν θελητικήν δύναμιν τῆς φύσεως»25.
Θά ἀνεμένετο διά τῶν ἐπεξηγήσεων τούτων, τοῦ ὁρισμοῦ δηλονότι τοῦ φυσικοῦ θελήματος ὡς θελητικῆς δυνάμεως τῆς φύσε-ως καί τῆς παραδοχῆς δύο φυσικῶν θελημάτων ἐν Χριστῷ, νά ὑπάρξῃ ὁριστική ὑπέρβασις τῆς διδασκαλίας τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καί στοίχισις εἰς τήν Ὀρθόδοξον περί δύο θελημάτων διδασκαλίαν. Ἐν τούτοις πρέπει νά διευκρινήσωμεν ὅτι ὑπέρβασις τῆς σεβη-ριανῆς διδασκαλίας δέν διαπιστοῦται ἐκ τῶν τεσσάρων εἰσηγήσεων, καθόσον ὁμολογοῦνται μέν δύο φυσικαί θελήσεις, οὐχί ὅμως καί δύο φυσικά θελητά. Καί ἐξηγούμεθα.
Ἡ λέξις θέλημα εἶναι ὁμώνυμος˙ δύναται νά σημαίνῃ ἀφ’ ἑνός τήν θέλησιν (τήν φυσικήν θελητικήν δύναμιν) καί ἀφ’ ἑτέρου τό ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως (τό φυσικόν θελητόν). Βλ. Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, 21. Κατά τήν Ὀρθόδοξον Χριστολογίαν ὑπάρχουν ἐν Χριστῷ δύο φύσεις, ἀμφότεραι θελητικαί ὡς λογικαί φύσεις. Δύο ἑπομένως εἶναι αἱ φυσικαί θελήσεις, ἤτοι θελητικαί δυνάμεις, ἐπειδή αἱ δύο φύσεις διασώζουν ἐν τῇ ἑνώσει των τάς ἰδιότητάς των. Ὁ θέλων, ἤτοι ὁ σεσαρκωμένος Θεός Λόγος, εἶναι εἷς καθ’ ὑπόστασιν καί θέλει καθ’ ἑκατέραν τῶν φύσεων, διότι ὡς Θεός θέλει φυσικῶς τά θεῖα καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός θέλει φυσικῶς τά ἀνθρώπινα. Ὡς ἐκ τούτου ὑπάρχουν δύο φυσικά θελητά. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁμιλεῖ δι’ ἄλλο καί ἄλλο φυσικόν θελητόν, ἤτοι θέλημα26. Ἐκ τῶν δύο τούτων θελημάτων τό ἀνθρώπινον δέν εἶναι ὑπεναντίον ἀλλά ὑποτεταγμένον εἰς τό πανσθενουργόν θεῖον θέλημα.
Ὁ Σεβῆρος Ἀντιοχείας, ἀντιθέτως, ἠρνεῖτο νά ἀποδώσῃ θελητικήν ἰδιότητα εἰς ἑκατέραν τῶν φύσεων καί ἑπομένως ὥριζε ἐν Χριστῷ ἕν σύνθετον θέλημα, ἀντιστοιχοῦν εἰς τήν κατ’ αὐτόν μίαν σύνθετον φύσιν-ὑπόστασιν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής παρατηρεῖ ὀρθῶς ὅτι ἕνωσις φύσεων εἰς μίαν σύνθετον ὑπόστασιν εἶναι δυνατή, ἕνωσις ὅμως θελημάτων εἰς ἕν σύνθετον θέλημα εἶναι ἀδύνατος, ἐπειδή «οὐδεμία τῶν ἐν ὑποκειμένῳ σύνθεσις»27. Ἡ ἕνωσις τῶν θελημάτων κατανοεῖται ὀρθοδόξως ὡς θέωσις τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος, λόγῳ τῆς περιχωρήσεως καί τῆς ἄκρας αὐτῶν συμφυΐας˙ ἡ δέ θέωσις ὁμολογουμένως δηλοῖ διά μιᾶς τό θεῶσαν καί τό θεωθέν, δύο δηλονότι θελήματα.
Κατόπιν τούτων, ἐξ ὅσων διαλαμβάνονται εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς Μόσχας περί τοῦ ἑνός ἐν Χριστῷ προσωπικοῦ θελήματος,συμπεραίνομεν ὅτι δέν ὁμολογοῦνται δύο φυσικά θελητά. Γράφεται: «μέ τόν ὅρον προσωπικόν θέλημα ἐκφράζεται ἡ ἐπιλογή, τήν ὁποίαν κάνει τό πρόσωπον. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός συνίσταται ἐξ ἑνός μόνον ἁπλοῦ ἐλευθέρου προσώπου. Διά τοῦτο Αὐτός πάντοτε εἶχε μίαν ἐπιλογήν, δηλαδή ἕν προσωπικόν θέλημα. Χάρις εἰς αὐτήν τήν ἐπιλογήν ἦτο ἕν μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν θεότητά Του, ταυτοχρόνως δέ ἦτο ὑπήκοος τῷ Πατρί κατά τήν ἀνθρωπότητά Του»28.
Τό προσωπικόν θέλημα, εἰς τό ὁποῖον ἀναφέρεται ὁ Μητροπολίτης κ. Bishoy, εἶναι ὅ,τι τελικῶς ὁ Χριστός θέλει εἰς ἑκάστην περίστασιν, δηλαδή τό ἑκάστοτε θελητόν. Ὑποστηρίζει ὅτι τοῦτο εἶναι ἀποτέλεσμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς, ἐπειδή ἐν Χριστῷ ὁ θέλων εἶναι τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τοῦτο ὅμως σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ὡς πρόσωπον διαθέτει ἰδιότητά τινα, προαίρεσιν ἤ γνώμην λεγομένην. Ὅπερ ἐπί Χριστοῦ ἄτοπον, κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, διά τούς λόγους οἱ ὁποῖοι λεπτομερῶς καί βαθυστοχάστως ἀναπτύσσονται εἰς τήν Πρός Μαρῖνον ἐπιστολήν του. Ἐρανιζόμεθα ὡρισμένα στοιχεῖα:
Πρῶτον, κατά τήν Ὀρθόδοξον Χριστολογίαν δέν ὑπάρχει θελητόν ἐν Χριστῷ ὡς ἀποτέλεσμα σκέψεως, βουλεύσεως καί ἀποφάσεως, ἤτοι γνωμικόν ἤ προαιρετικόν θέλημα. Ἡ σκέψις καί ἡ μετ’ αὐτήν ἀπόφασις (ἐπιλογή, προαίρεσις, ἐκ τοῦ αἱρεῖσθαι τι πρό ἄλλου) σημαίνει ἄγνοιαν. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἀγνοεῖ οὔτε ὡς Θεός οὔτε ὡς ἄνθρωπος. Καθό Θεός δέν βουλεύεται ὡς ἀγνοῶν, ἀλλά θέλει τά θεῖα αὐτεξουσίως καί παντοκρατορικῶς μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος. Καθό ἄνθρωπος θέλει φυσικῶς τά ἀνθρώπινα, ἀλλά ὑποτάσσει αὐτεξουσίως τό ἀνθρώπινον θέλημα εἰς τό θεῖον αὐτοῦ θέλημα. Ἑπομένως τό θελητόν τοῦ Κυρίου, εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παντουργοῦ θείας αὐτοῦ θελήσεως εἴτε ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοῦ θελήσεως (παραχωρούσης τῆς θείας φύσεως εἰςτήν ἀνθρωπίνην νά θέλῃ τά ἑαυτῆς πρός πίστωσιν τῆς ἀληθοῦς ἐνανθρωπήσεως), εἶναι πάντοτε φυσικόν καί κατ’ οὐδένα τρόπον προσωπικόν.
Δεύτερον, δέν εἶναι δυνατόν ὁ Χριστός νά θέλῃ κατόπιν ἐπιλογῆς, ἤτοι προαιρέσεως, διότι τοῦτο σημαίνει ὅτι θά ἠδύνατο νά θέλῃ ἄλλοτε τό κατά φύσιν καί ἄλλοτε τό παρά φύσιν. Δηλαδή, εἴτε νά εἶναι ἐγκρατής τῶν παθῶν καί ἐκ προκοπῆς ἀγαθός εἴτε νά πράττῃ τό κακόν, ἀμφότερα ἄτοπα.
Καί τρίτον, ὁ Χριστός δέν ἔχει προσωπικόν-ὑποστατικόν θέλημα, διότι θά εἶναι ἑτερόβουλος τοῦ Πατρός ὡς ἑτεροϋπόστατος, ὅπερ ἐπίσης ἄτοπον˙ τό θελητόν τῶν τριῶν θείων Προσώπων εἶναι ἕν διά τήν ταυτότητα τῆς φύσεως.
Συνάγεται ἑπομένως ὅτι ὁ σεσαρκωμένος Θεός Λόγος θέλει φυσικῶς καθ’ ἑκατέραν τῶν φύσεων καί διά τοῦτο ὑπάρχουν δύο φυσικά θελητά (ἤτοι θελήματα), ἐκ τῶν ὁποίων τό ἀνθρώπινον δέν εἶναι ὑπεναντίον ἀλλά ὑποτεταγμένον εἰς τό πανσθενουργόν θεῖον θέλημα. Ἡ περί προσωπικοῦ θελήματος ἐν Χριστῷ θέσις τοῦ Μητροπολίτου Bishoy εἰσάγει τόν μονοθελητισμόν, τόν καταδικασθέντα ὑπό τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τάς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας, ὁ αὐτός ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ, ὡς γνωστόν, ὅτι τόσον ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «μίαν δι’ ἀμφοῖν ἐπιδεδειγμένος ἐνέργειαν» ὅσον καί ἡ ἀντίστοιχος τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου «καινήν τινα θεανδρικήν ἐνέργειαν» εἶναι ἐκφράσεις δηλωτικαί τῶν δύο φυσικῶν ἐνεργειῶν ἐν Χριστῷ καί οὐδόλως μιᾶς συνθέτου ἐνεργείας. Ἡ καυστική τομή καί ἡ τμητική καῦσις τῆς πεπυρακτωμένης μαχαίρας εἶναι ὅροι περιγράφοντες σαφῶς δύο ἐνεργείας, τῆς τομῆς καί τῆς καύσεως29. Διευκρινίζομεν ἀκολούθως ὅτι αἱ φύσεις ἐν Χριστῷ δέν ἐνεργοῦν διῃρημένως (τό ὁποῖον σημαίνει νεστοριανισμόν), ἀλλά διά τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσίν των ἑκατέρα ἐνεργεῖ τά ἑαυτῆς μετά τῆς θατέρου κοινωνίας. Ἐκ τούτου φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ψιλός ἄνθρωπος ἤ γυμνός Θεός, ἀλλά Θεός ἐν ταυτῷ καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός. Θαυματουργεῖ ἡ θεότης διά τῆς ἁφῆς τῆς χειρός τοῦ Κυρίου, ἤ πάσχει ἡ ἁγία αὐτοῦ σάρξ ζωοποιοῦσα τόν ἄνθρωπον. Ἡἴασις καί ἡ ζωοποίησις εἶναι ἐνέργειαι τῆς θεότητος ἐκδηλούμεναι διά σαρκός. Τό πάθος εἶναι ἐνέργεια τῆς σαρκός, πλήν τεθεωμένης καί ζωοποιοῦ.
γ) Περί τοῦ ὅρου «τῇ θεωρίᾳ μόνῃ».
Λόγῳ τῆς διαφοροποιήσεως τῆς σεβηριανῆς Χριστολογίας ἀπό τήν Ὀρθόδοξον εἰς τήν περιγραφήν τοῦ ὅρου «δύο ἐν Χριστῷ φύσεις», προφανής καθίσταται καί ἡ διαφορά εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ ὅρου «δύο φύσεις τῇ θεωρίᾳ μόνῃ». Τό σχῆμα καί τό σχόλιον, τά ὁποῖα παρατίθενται εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς Μόσχας, σελ. 6, καί εἰς τό κείμενον τοῦ Echmiadzin Ἀρμενίας, σελ. 10, δέν διευκρινίζουν ἄν πρόκειται διά σεβηριανήν ἤ διά Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν τοῦ ἐπιμάχου τούτου ὅρου. Ἤτοι, ἄν ὁ νοῦς διά ψιλῆς (ψευδοῦς) ἐπινοίας ἀναπλάσσει δύο φανταστικάς ἰδιοσυστάτους φύσεις καί θεωρεῖ αὐτάς ὡς δύο, ἀνυπάρκτους εἰς τήν ‘πραγματικήν’ κατάστασιν τῆς μιᾶς συνθέτου φύσεως, ἤ ἄν δι’ ἀληθοῦς ἐπινοίας ἀνασκοπεῖ τάς ὑπαρκτάς χάρις εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Λόγου δύο ἐνυποστάτους φύσεις. Βλ. περί τοῦ θέματος τούτου ἐκτενῆ ἀναφοράν εἰς τό βιβλίον μας «Διόσκορος καί Σεβῆρος ...», Ἅγιον Ὄρος 2003, σ. 151-171.
5) Ἡ περί ἀποδοχῆς τῶν τεσσάρων μεταγενεστέρων τῆς ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀντίληψις τοῦ Μητροπολίτου Bishoy, ἑρμηνεύουσα τάς σχετικάς παραγράφους τῶν Κοινῶν Δηλώσεων, δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξον συνοδολογίαν καί ἐκκλησιολογίαν. Θά ἀναφερθῶμεν λεπτομερέστερον εἰς ὅσα ὑπεστήριξε:
α) Ἐκφράζει κατ’ ἀρχήν τόν ἑξῆς προβληματισμόν: «Ὅταν ἀντιμετωπίζωμεν τό ζήτημα τῶν τεσσάρων τελευταίων συνόδων τῶν Ὀρθοδόξων, πῶς δυνάμεθα νά τό θεωρήσωμεν ἀπό κοινοῦ μακράν τῶν καταδικῶν τοῦ παρελθόντος, αἱ ὁποῖαι ἐπεβλήθησαν εἰς τούς πατέρας καί τάς συνόδους τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων;»30
Γνωρίζομεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δέν διαχωρίζει τήν διδασκαλίαν τῶν συνόδων ἀπό τάς καταδίκας, τάς ὁποίας ἐπέβαλον αὗται εἰς πρόσωπα μέ διδασκαλίαν ἀντίθετον πρός τήν ἰδικήν των. Μονομερής τυχόν ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου (βεβαιωμένης οὔσης ὡς τοιαύτης ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος) χωρίς τῶν σχετικῶν πρός τήν διδασκαλίαν αὐτήν καταδικῶν, πέραν τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ εὐθεῖαν ἄρνησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἀλαθήτου κριτηρίου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δύναται εὐχερῶς νά ἀποδειχθῇ ὅτι ὀφείλεται εἰς δογματικήν πλάνην. Θεωροῦμεν ὅτι ἡ μεθοδολογία πού ἐκφράζεται διά τοῦ ἀνωτέρω ἐρωτήματος τοῦ Μητροπολίτου δέν συνάδει πρός τήν κληρονομηθεῖσαν ὑπό ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δογματικαί ἀποφάνσεις καί καταδίκαι προσώπων δι’ ἄρνησιν τῶν ἀποφάνσεων αὐτῶν ἦσαν παράλληλοι.
β) Σημειώνει πάλιν συναφῶς: «Δέν εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν συνόδων, ὅστις δύναται νά φέρῃ ἑνότητα, ἀλλά ἑνότητα δύναται νά φέρῃ ἡ ὁμολογία τῆς αὐτῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ ἀπόρριψις τῶν αὐτῶν διδασκάλων τῆς αἱρέσεως»31.
Ἀναμφιβόλως, ἡ ὁμολογία τῆς αὐτῆς πίστεως καί ἡ ἀπόρριψις τῶν αὐτῶν αἱρεσιαρχῶν δύναται νά φέρῃ τήν ἐκκλησιαστικήν ἑνότητα, ὅπως εὐστόχως παρατηρεῖ. Ἀλλά τοῦτο ἀκριβῶς ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀναγνώρισιν καί ὁμολογίαν ἁπασῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Θεωροῦμεν τήν συναρίθμησιν τῶν ἑπτά Οἰκουμενι-κῶν Συνόδων (καί τῶν μετά ταύτας ἁγίων καί ἱερῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) ὅρον ἀπαράβατον διά τήν ἐπίτευξιν τῆς ποθουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.
γ) Ἑρμηνεύων, τέλος, τήν ὀγδόην παράγραφον τῆς Β΄ Κοινῆς Δηλώσεως, παρατηρεῖ περί τῶν τελευταίων τεσσάρων συνόδων τῶν Ὀρθοδόξων: «ἐφ’ ὅσον αὗται ἑρμηνεύονται ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ἀκολούθως πρός τάς θεολογικάς συμφωνίας [σ.σ. τάς Κοινάς Δηλώσεις], οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι ἀνταποκρίνονται θετικῶς εἰς τήν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. Ὅσον ἀφορᾶ π.χ. τήν σύνοδον τῆςΧαλκηδόνος, εἶναι δύσκολον διά τούς Ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους νά ἀποδεχθοῦν τήν σύνοδον ὡς αὕτη κατενοήθη εἰς τό παρελθόν. Ἐν ὄψει ὅμως τῆς ἄρσεως τῶν καταδικῶν τῶν ἐπιβληθεισῶν εἰς πατέρας καί συνόδους τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων καί δεδομένων τῶν ἀποφάσεων καί τῶν θεολογικῶν ἐκφράσεων τῆς δευτέρας συνόδου τῆς Κων/πόλεως τοῦ 553 ... αἱ λοιπαί ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ὡς ἡ καταδίκη τοῦ Εὐτυχοῦς καί τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, ὑπῆρξαν ἀπαραίτητοι διά τήν προάσπισιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Τοῦτο αὐτό ἀπεφασίσθη καί ὑπό τῶν ἑπομένων [σ.σ. τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνος] συνόδων τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων»32.
Κατ’ ἀρχήν, ὡς τουλάχιστον κατανοοῦμεν τήν ὀγδόην παράγραφον τῆς Β΄ Δηλώσεως, δέν προτείνεται ἑρμηνεία τῶν μεταγενεστέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῶν συνόδων ἐπί τῇ βάσει τῶν θεολογικῶν ἀπόψεων τῶν Κοινῶν Δηλώσεων. Ἡ ἐν λόγῳ παράγραφος ὁμιλεῖ διά συγκαταβατικήν ἐκ μέρους τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἀποδοχήν τῆς ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ἑρμηνείας τῶν μεταγενεστέρων τῆς Δ΄ Συνόδων ὡς ἑρμηνείας αὐτῶν μόνων τῶν Ὀρθοδόξων, οὐχί δέ καί αὐτῶν τούτων τῶν Ἀντιχαλκηδονίων.
Πέραν τούτου, ἡ Ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῶν Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν εὐνοεῖ τήν μερικήν ἀποδοχήν τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤτοι τήν καταδίκην μέν τοῦ Εὐτυχοῦς καί τῆς διδασκαλίας του, ἀμνήστευσιν δέ τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας καί τῶν ὀπαδῶν του. Ὁλόκληρος ἡ θεολογική διερ-γασία κατά τόν 6ον καί 7ον αἰῶνα, μέ κορυφαίας ἐκφράσεις της τήν Ε΄ καί τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, σημαίνει τήν θεολογικήν τεκμηρίωσιν καί αὐτῆς ταύτης τῆς καταδίκης τῶν διδασκάλων καί τῶν συνόδων τῆς διοσκορείου καί σεβηριανῆς παρατάξεως ὡςαἱρετικῶν. Συνελόντι εἰπεῖν, δέν ὑπάρχει Ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῶν μεταγενεστέρων τεσσάρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ὁποία νά δικαιολογῇ τήν μερικήν ἀποδοχήν των.
6) Ὅσον ἀφορᾶ τόν χαρακτηρισμόν τῶν ἑκατέρωθεν διδασκάλων ὡς τοπικῶν ἁγίων -ἐν περιπτώσει ἐννοεῖται ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως-, οὕτως ὥστε νά μή ὑποχρεοῦνται οἱ πιστοί τῆς ἑτέρας πλευρᾶς νά τούς τιμοῦν, θεωροῦμεν ὅτι ἡ μεθόδευσις αὕτη εἶναι ἀπολύτως ἀνοίκειος πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ Μητροπολίτης κ. Bishoy: «Ὅσον ἀφορᾶ τούς ἁγίους ἑκατέρας πλευρᾶς, αὐτοί θά θεωρῶνται ὡς τοπικοί ἅγιοι, ἀποδεκτοί ὑπό τῆς ἑαυτῶν (ἐκκλησιαστικῆς) οἰκογενείας»33. Καθ’ ἡμᾶς ὅμως τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ἅγιοι μιᾶς τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνίοτε ἐντελῶς ἄγνωστοι εἰς τό πλήρωμα τῶν λοιπῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τιμῶνται ὡς ἅγιοι ὑφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας34. Εἶναι ἀδιανόητον νά ὑποστηρίζηται ὅτι ἐν τῇ ἐνδεχομένῃ ἀποκαταστάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος θά ὑπάρχουν ἅγιοι, τῶν ὁποίων ἡ τιμή θά εἶναι προαιρετική διά μέρος τι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
* * *
Δι’ ὅσων ἀνωτέρω ἀνεπτύχθησαν, ὑπεδείξαμεν τήν ὑφισταμένην εἰσέτι διαφοράν εἰς τήν Χριστολογικήν Πίστιν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, ἐπειδή ἐπιθυμοῦμεν μίαν ἀληθῆ ἕνωσιν. Ἐκφράζομεν τήν ἄποψιν ὅτι διά νά γίνῃ θεαρέστως ἡ εὐκταία ἐκκλησιαστική ἕνωσις καί νά ὑπάρξῃ ἀληθής καί μόνιμος ἑνότης Πίστεως, πρέπει ὑπό τῶν ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων καί τῶν πιστῶν νά γίνῃ κατανοητόν ὅτι ἡ εὐσεβής διάθεσις πρός ἕνωσιν μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά εὕρῃ τήν καταξίωσίν της ἐφ’ ὅσον Χάριτι Χριστοῦ ὁμολογηθοῦν ἄνευ ἑρμηνευτικῶν δηλώσεων αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ ὡς ἅγιαι καί Οἰκουμενικαί, γίνουν ἀποδεκταί αἱ Χριστολογικαί διατυπώσεις τῶνΟἰκουμενικῶν αὐτῶν Συνόδων καί ἀναθεματισθῆ ἡ ἀντίθετος πρός αὐτάς διδασκαλία τῶν ἀντιχαλκηδονίων διδασκάλων.
Ἀντιλαμβανόμεθα τήν δυσκολίαν. Θέλομεν νά πιστεύωμεν ὅτι δέν εἴμεθα ἀκρίτως ὑπερβολικοί, οὔτε ἀφρόνως σκληροί, ἀπαιτοῦντες τήν τοιαύτην ἀκρίβειαν περί τό δόγμα. Αὕτη εἶναι ἡ παράδοσις τῶν παλαιοτέρων Πατέρων καί τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ Μέγας Βασίλειος διά τήν ἐπιστροφήν τῶν Ὁμοιουσιανῶν ζητεῖ τήν ἐκ μέρους των ἀποδοχήν τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας καί «τό μή δεῖν λέγεσθαι κτῖσμα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μηδέ κοινωνικούς αὐτῶν εἶναι τούς λέγοντας» (Ἐπιστολαί 128, 113, 114). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπίσης ἐζήτει παρά τῶν ἐπιστρεφόντων εἰς τήν κοινωνίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τήν ἀποβολήν τῶν ἡμιαρειανικῶν διατυπώσεων (Ἐπιστολή περί τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμήνῳ τῆς Ἰταλίας..., παράγρ. 40. 3-5 καί Τόμος πρός Ἀντιοχεῖς, PG 29, 797-800). Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐζήτησε ἀπό τόν Ἰωάννην Ἀντιοχείας, προκειμένου νά ἀποκατασταθῇ ἡ μεταξύ των ἑνότης, νά δεχθῇ τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Σύνοδον ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῆς: τήν καταδίκην (ἀναθεματισμόν) τοῦ Νεστορίου, τήν χειροτονίαν τοῦ Μαξιμιανοῦ Κων/πόλεως (διαδόχου τοῦ Νεστορίου) καί τά ΙΒ΄ Κεφάλαια. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, προκειμένου νά δεχθῇ εἰς κοινωνίαν τόν Θεοδώρητον Κύρου, ἀπῄτησε ἀπό αὐτόν νά ἀναθεματίσῃ τόν Νεστόριον, ὡς ἀπόδειξιν ὅτι φρονεῖ ὀρθοδόξως. Καί οἱ μεταγενέστεροι Ὀρθόδοξοι Πατέρες ἠκολούθησαν τήν ἰδίαν τακτικήν (ὅπως π.χ. ὁ Μέγας Φώτιος διά τήν ἐπιστροφήν μέρους τῶν Ἀρμενίων τόν 9ον αἰῶνα, βλ. Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς Θρόνους).
Πιστεύομεν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀπαίτησις ἀκριβείας περί τήν Πίστιν δέν σημαίνει ὅτι ἔχομεν λησμονήσει τήν εἰρηνευτικήν τακτικήν κορυφαίων Ἁγίων Πατέρων, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου φερ’ εἰπεῖν ἤ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Τήν τοιαύτην τακτικήν ἤσκησαν οἱ Πατέρες, ὁσάκις ὅμως ἡ διαφορά δέν ἦτο περί τήν Πίστιν ἀλλά περί τήν χρησιμοποιουμένην ὁρολογίαν. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος εἰς τήν Σύνοδον τοῦ 362 ἦρε τάς παρεξηγήσεις περί τήν χρησιμοποιουμένην τριαδολογικήν ὁρολογίαν μεταξύ Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν, ἦτο ἀνυποχώρητος εἰς τήν ἀξίωσίν του νά ὁμολογῆται ἡ πίστις τῆς Νικαίας καί νά διαφυλαχθῇ ἡ ὁρισθεῖσα ὑπ’ αὐτῆς ὁρολογία τοῦ ὁμοουσίου.
Συμπερασματικῶς, λοιπόν, θεωροῦμεν ὅτι:
α) μεταξύ Ὀρθοδόξου καί ἀντιχαλκηδονίου Χριστολογίας ὑφίσταται οὐσιαστική δογματική διαφορά, τήν ὁποίαν οὐδείς δύναται νά παραβλέψῃ ἤ συγκαλύψῃ χωρίς κίνδυνον ἐκτροπῆς ἀπό τήν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ διαφορά αὕτη ἔγκειται εἰς τήν ὁμολογίαν ἤ μή τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων.
β) αἱ ἐλλιπεῖς καί διφορούμεναι ἐκφράσεις τῶν ὑπαρχουσῶν Κοινῶν Δηλώσεων δέν βοηθοῦν εἰς τήν ἐπίτευξιν μιᾶς ἀληθοῦς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως. Ἀπαιτεῖται περισσοτέρα σαφήνεια, καί ἑπομένως κόπος, χρόνος καί θεολογική ἐμβάθυνσις. Περισσότερον δέ πάντων θερμή προσευχή πρός τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅπως φωτίσῃ τάς διανοίας τῶν ἀντιχαλκηδονίων πιστῶν νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἀπομένουν καί ἄλλα βήματα πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τά ὁποῖα καλοῦνται νά κάνουν πρός σωτηρίαν των καί δόξαν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Υποσημειώσεις
1) Interpretation of the Christological Official Agreements between the Orthodox Church and the Oriental Orthodox Churches, Damascus, 3rd Feb. 1998. 2) Interpretation of the First Agreed Statement on Christology of the Official Dialogue between the Orthodox Church and the Oriental Orthodox Churches, Moscow, Sept. 2001. 3) Towards an Agreed Statement on Christology, Holy Echimiadzin, Armenia, 5-10 November, 2002. 4) The perspectives of the Dialogue between Eastern and the Oriental Orthodox Churches, Thessaloniki, 2nd June 2003.
2 Εἰς τό κεφάλαιον Σχέσεις μέ τίς Ἀρχαῖες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἡ παπική ἐγκύκλιος διαλαμβάνει τά ἀκόλουθα περί τοῦ ἐν λόγῳ ζητήματος: «Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόχριστολογικό θέμα, μπορέσαμε νά διακηρύξουμε μαζί μέ τούς Πατριάρχες ὁρισμένων ἀπό τίς Ἐκκλησίες αὐτές τήν κοινή μας πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀληθινό Θεόκαί ἀληθινό ἄνθρωπο. Ὁ ἀείμνηστος Πάπας Παῦλος Στ΄ ὑπέγραψε δηλώσεις σ’ αὐτό τό θέμα μέ τήν Αὐτοῦ Ἁγιότητα Σενούντα Γ΄, Πάπα καί Πατριάρχη τῆς ΚοπτικῆςὈρθόδοξης Ἐκκλησίας, μέ τόν Συρο-Ορθόδοξο Πατριάρχη Ἀντιοχείας, τήν Αὐτοῦ Ἁγιότητα Ἰάκωβο Γ΄. Ἐγώ ὁ ἴδιος μπόρεσα νά ἐπικυρώσω τή χριστολογική αὐτή συμφωνία καί νά ἐξαγάγω τίς συνέπειες ... Μέ τόν σεβάσμιο Πατριάρχη τῆς Αἰθιοπικῆς Ἐκκλησίας Ἀμπούνα Παῦλο, ὁ ὁποῖος μέ ἐπισκέφτηκε στή Ρώμη, στίς 11 Ἰουνίου 1993, ὑπογραμμίσαμε τή βαθειά κοινωνία πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας: “Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τήν πίστη πού παρελάβαμε ἀπό τούς Ἀποστόλους, τά αὐτά μυστήρια καί τό ἴδιο ἱερατικό λειτούργημα ριζωμένο στήν ἀποστολική διαδοχή [...] Σήμερα, πράγματι, μποροῦμε νά διακηρύξουμε ὅτι ἔχουμε τήν ἴδια πίστη στόν Χριστό, ἐνῶ γιά μακρό χρόνο ἡ πίστη αὐτή ἦταν αἰτία διαίρεσης μεταξύ μας”. Πρόσφατα ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε τή μεγάλη χαρά νά ὑπογράψω μία κοινή χριστολογική δήλωση μέ τόν ἀσσύριο Πατριάρχη τῆς Ἀνατολῆς, Ἁγιώτατο Μάρ Ντίκχα Δ΄, πού θέλησε γιά τό λόγο αὐτό νά μέ ἐπισκεφτεῖ στή Ρώμη, τό Νοέμβριο 1994. Ἔχοντας ὑπόψη τίς διαφοροποιημένες θεολογικές διατυπώσεις, μπορέσαμε νά ὁμολογήσουμε μαζί τήν ἀληθινή πίστη στόν Χριστό» (Ἔκδ. Βατικανοῦ, στήν ἑλληνική).
3 Ἀνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, Ὁ θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000, σελ. 282 καί Jean-Claude Larchet, Τό Χριστολογικό πρόβλημα. Περί τῆς μελετωμένης ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν μή χαλκηδονίων ἐκκλησιῶν: ἐκκρεμοῦντα θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά προβλήματα, ἐν περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τόμ. 74, τεῦχ. 1ον (Ἀθῆναι 2003), σελ. 207-208.
4 Βλ. Μελετίου Μητροπ. Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985.
5 Ἐνδεικτικῶς, ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Διόδωρος (1992), ὁ Σεβ. Γέρων Ἐφέσου Χρυσό-στομος Κωνσταντινίδης (1991), ὁ Σεβ. Κυρηνείας Παῦλος (1998), ἡ ἐπί τῶν Δογματικῶν συνοδι-κή Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1994), οἱ καθηγηταί Ν. Μητσόπουλος (1994) καί π. Θεόδωρος Ζήσης (1994), ἡ Ἀδελφότης Θεολόγων “Ὁ Σωτήρ” (σειρά ἄρθρων πού ἐπανεξεδόθησαν τό 1995 σέ ἑνιαῖο τόμο), ὁ καθηγητής Ἀνδρ. Ν. Παπαβασιλείου καί οἱ θεολόγοι Στ. Μποζοβίτης (1999) καί Jean-Claude Larchet (ἑλληνιστί 2003).
6 «The natures, i.e. the divinity and humanity, out of which the incarnate Word of God was composed, continued to exist in the union» (Δαμασκός, 3/2/1998, σ. 1). Τόρῆμα συνεχίζουν (continued) ἐμπερικλείει ἀσαφῆ ἔννοιαν καί πρέπει νά διευκρινηθῇ ὅτι δέν δεχόμεθα αὐτό ἐνταῦθα ὡς θεολογικόν ὅρον˙ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις‘συνεχίζει’ νά ὑπάρχῃ ἐν τῇ ἑνώσει, ὄχι ἐπειδή ὑπῆρχε καί πρό τῆς ἑνώσεώς της μετά τοῦ Λόγου -(ἡ θεότης τοῦ Λόγου ὑπῆρχεν ἀϊδίως)-, ἀλλά ἐπειδή ὁ τρόπος τῆςκαθ’ ὑπόστασιν ἑνώσεώς της μετά τῆς θεότητος δέν συνεπάγεται ἀφανισμόν της ἤ σύγχυσιν μετά τῆς θεότητος.
7 «... (The followers of Pope Dioscorus) ... always confessed the continuity of existence of the two natures in the one incarnate nature of the Word of God. None of the natures ceased to exist because of the union ... The Oriental Orthodox do not believe in a single nature in Jesus Christ but rather a united divine-human nature» (Δαμασκός, 3/2/1998, σελ. 3).
8 «The two natures with all their properties continued to persist in the union which formed one incarnate nature or one composite united nature or as stated in the agreed statement: ‘an inseparably and uncomfusedly united real divine-human being» (Μόσχα, Σεπτ. 2001, σελ. 4-5).
9 Ὁσάκις εἰς τήν αὐτήν ἔκφρασιν θεωροῦμεν τά ἐξ ὧν ὁ Χριστός καί τόν τρόπον τῆς ἑνώσεως, ἡ λέξις φύσις κατανοεῖται κυριωνύμως φύσις καί ἀναφέρεται εἰς τήνκοινήν μετά τοῦ Πατρός θεότητα ἐνθεωρουμένην εἰς τήν ὑπόστασιν τοῦ Λόγου (βλ. παρά τῷ ἁγίῳ Κυρίλλῳ, Ἐπιστολή β΄ πρός Σούκενσον, καί πρβλ. ἁγ. Ἰω.Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής..., 55).
10 Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, PG 75, 1369A. Βλ. καί ACO I, 5, 219.
11 Ἐφραίμιος Ἀντιοχείας, ἐν Βιβλιοθήκῃ Φωτίου, 229, 251-252 καί 259 (PG 103, 977-981 καί 1017-1020).
12 Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Κατά Ἰακωβιτῶν, 52. Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Περί πίστεως κατά Νεστοριανῶν, 13.
13 Μόσχα, Σεπτ. 2001. Πρβλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 55.
14 «The union of natures of the incarnate Word of God are [sic, is] the union of individualized natures, or more precisely the union of personalized natures which are forming one composite hypostasis of the Incarnate Logos. The Oriental Orthodox and the Orthodox are expressing the same reality when they speak about one composite nature or one composite hypostasis, since the composition in the hypostasis in the incarnate Word of God is the composition of natures and not that of persons. The Oriental Orthodox are referring to the personalized nature which can correctly named the hypostasis, but on the other hand no body can deny that it is also named a nature, but as Saint Cyril wrote “the incarnate nature of the Logos” i.e as personalized in the Logos and not in its Trinitarian magnitude» (Μόσχα, Σεπτ. 2001,σελ. 5).
15 Δέν ἀναφέρομεν ἐνταῦθα, ὡς μή ἐμπλεκομένην, τήν ἐπίσης σεβηριανήν ἑρμηνείαν τοῦ ὅρου φύσις ὡς ποιοτήτων φυσικῶν μόνον ἄνευ τῆς ὑποκειμένης οὐσίας,τῆς ὁποίας τυγχάνουν ποιότητες. Μία τοιαύτη ἑρμηνεία τοῦ ὅρου ἦτο ὡς γνωστόν χρήσιμος εἰς τόν Σεβῆρον κατά τήν διαμάχην του μετά τῶν ἀρνουμένων δύοφύσεις καί δύο ἰδιότητας ἐν Χριστῷ ἀντιχαλκηδονίων, τήν παράταξιν τῶν ὁποίων ἀντιπροσωπεύει ἡ ἐπιστολογραφία τοῦ Γραμματικοῦ Σεργίου.
16 Πρβλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί αἱρέσεων, 83:
«Οὐκοῦν ὡς ἐπί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί φύσιν αὐτῆς καί ὑπόστασιν ὁμολογοῦμεν, οὕτω δήπου καί ἐπί τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ, ὥσπερ φύσιν, οὕτω καί τήν ἰδικήν ταύτην ὑπόστασιν ὁμολογεῖν ἀνάγκη, ἵνα μή ἀνυπόστατον, ὅπερ εἴρηκα, τήν φύσιν ἐκείνην λέγειν ἀναγκαζώμεθα˙ ἕν γάρ δηλονότι τῶν ὑπό τήν κοινήν φύσιν τελούντων ἀτόμων τό τοῦ σωτῆρος ὑπῆρχε ἀνθρώπινον ...
Εἰ γάρ ἐν ταῖς ὑποστάσεσι –ταυτόν δέ εἰπεῖν ἐν τοῖς ἀτόμοις- ἑκάστη φύσις λαμβάνει τήν ὕπαρξιν, ἀνάγκη πᾶσα δύο τῶν φύσεων οὐσῶν δύο τοὐλάχιστον καί τάς ὑποστάσεις εἶναι, ἐν αἷς τήν ὕπαρξιν αἱ φύσεις ἔλαβον˙ ἀδύνατον γάρ φύσιν ὑποστῆναι καθ’ ἑαυτήν μή ἐν ἀτόμῳ θεωρουμένην, ἄτομον δέ ταυτόν εἶναι καί ὑπόστασιν ἀρτίως δεδείχαμεν. Ὥστε, ὅσοι μέν μή μόνον τήν ὑπόστασιν μίαν, ἀλλά καί τήν φύσιν διά τήν ἕνωσιν γεγονέναι φασί, σύμφωνοι καί ἑαυτοῖς καί τῇ ἀληθείᾳ φαίνονται, ὅσοι δέ τήν μέν ὑπόστασιν μίαν, τάς δέ φύσεις δύο φασίν εἶναι, καί ἑαυτοῖς ἀσύμφωνοι καί τῇ ἀληθείᾳ πεφήνασιν».
17 Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 55 :
«Ὁ οὖν Θεός Λόγος σαρκωθείς οὔτε τήν ψιλῇ θεωρίᾳ κατανοουμένην φύσιν ἀνέλαβεν (οὐ γάρ σάρκωσις τοῦτο, ἀλλ’ ἀπάτη καί πλάσμα σαρκώσεως) οὔτε τήν ἐν τῷ εἴδει θεωρουμένην (οὐ γάρ πάσας τάς ὑποστάσεις ἀνέλαβεν), ἀλλά τήν ἐν ἀτόμῳ τήν αὐτήν οὖσαν τῷ εἴδει (ἀπαρχήν γάρ ἀνέλαβε τοῦ ἡμετέρου φυράματος), οὐ καθ’ αὑτήν ὑποστᾶσαν καί ἄτομον χρηματίσασαν πρότερον καί οὕτως ὑπ’ αὐτοῦ προσληφθεῖσαν, ἀλλ’ ἐν τῇ αὐτοῦ ὑποστάσει ὑπάρξασαν».
18 «The term hypostasis for Saint Cyril meant always the personalised nature, i.e. the person together with the nature he possesed» (Μόσχα, Σεπτ. 2001, σελ. 2).
19 Ἐπί τό ἁπλούστερον: Ἡ ἀνθρωπότης ἐν Χριστῷ εἶναι ὑπόστασις καί ὄχι πρόσωπον κατά τόν Σεβῆρον Ἀντιοχείας. Πρέπει νά διευκρινίσωμεν ὅτι, ὡς ἐκ τῶνσυμφραζομένων καί ἐκ τῆς σχετικῆς σεβηριανῆς διδασκαλίας προκύπτει, ‘ἐξατομικευμένη φύσις’ σημαίνει ὑπόστασιν καί ‘προσωποποιημένη φύσις’ σημαίνειπρόσωπον, τά ὁποῖα εἰς τήν σεβηριανήν διδασκαλίαν διαφοροποιοῦνται καθοριστικῶς.
20 «For Saint Severus of Antioch a human hypostasis can be an individuated human nature and not a personalized nature. That is why he said that the hypostases of which the incarnate Logos has been composed ‘are perceived irreducibly and unchangeably in the union. But it is not possible to recognize a prosopon for each of them’. He explained that the prosopon of the hypostasis of God the Word is shared by both the divine and the human hypostases of our Lord Jesus Christ, because as he wrote, ‘they did not come into being dividedly ... For he is one hypostasis from both, and one prosopon conjointly, and one nature of God the Word incarnate’» (Echmiadzin, Armenia, 5-10 Νοεμ. 2002, σελ. 12).
21 Βλ. διεξοδικήν ἀνασκευήν μιᾶς τοιαύτης θεωρήσεως ὑπό τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἐν τῇ ΙΓ΄ ἐπιστολῇ αὐτοῦ Πρός Πέτρον ἰλλούστριον, PG 91, 516-533.
22 Κατά τήν Ὀρθόδοξον Τριαδολογίαν, «οὐ χρή λέγειν ἐπί Θεοῦ ποιότητα, ἵνα μή σύνθετον αὐτόν εἴπωμεν ἐξ οὐσίας καί ποιότητος» (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσιςἀκριβής..., 13).
23 «The one incarnate nature of God the Word is not a third nature of Jesus Christ because the nature is the sum of the properties or qualities of the substance (essence) and since the two natures of Christ were united without mingling or change, than the incarnate nature is the sum of the qualities of both His divinity and His humanity» (Μόσχα, Σεπτ. 2001, σελ. 7).
24 Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 51.
25 «The natural wills were united without confusion or separation in one person. The natural wills of both divinity and humanity continued to exist in the union. The natural will is an expression of the natural desire i.e. the desire of the nature» (Μόσχα, Σεπτ. 2001, σελ. 6).
26 Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, 26. Βλ. τοῦ αὐτοῦ, Ἔκθεσις ἀκριβής..., 58, 59 καί 62.
27 Ἐγχειρίδια θεολογικά καί πολεμικά, PG 91, 76Α.
28 «The personal will is an expression of the decision i.e. the decision of the person. Since Jesus Christ is composed only of one simple free person (prosopon). This is why He always had one decision i.e. one personal will. In this decision He was one with the Father and the Holy Spirit according to His divinity, at the same time He was obedient to the Father according to His humanity» (Μόσχα, Σεπτ. 2001, σελ. 6).
29 Περί διαφόρων ἀποριῶν..., PG 91, 1056-1060.
30 «When we come to the issue of the four later councils of the Orthodox: How can we see it together, away from condemnations of the past against the fathers and councils of the Oriental Orthodox?» (Δαμασκός, 3/2/1998).
31 «It is not the number of Councils that can bring unity, but confessing thw same Orthodox faith and rejecting the same teachers of heresy that can bring unity» (Θεσσαλονίκη, 2 Ἰουνίου 2003, σελ. 4).
32 «...since they are interpreted by the Orthodox according to the theological agreed statements, the Oriental Orthodox responded positively to the Orthodox interpretation. Concerning for example the council of Chalcedon, it is difficult for the Oriental Orthodox to accept the council as it is stood in the past. But in view of removing all the condemnations against the fathers and councils of the Oriental Orthodox and by adding the decisions and theological expressions of the second council of Constantinople 553 A.D. ... other decisions of the council of Chalcedon such as the contemnation of Eutyches and his heretical teaching became necessary for the defense of Orthodox Faith. The same decision was made by the subsequent councils on the oriental Orthodox side» (Θεσσαλονίκη, 2 Ἰουνίου 2003, σελ. 3).
33 «Conserning Saints belonging to either side, they can be considered as local saints accepted by their own family» (Θεσσαλονίκη, 2-6-2003, σελ. 4).
34 Τοῦτο ἐμφαίνεται εἰς τούς ἐν χρήσει Συναξαριστάς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βλ. καί Ἀνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, Μητρῷον Ἁγιωνυμίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Λευκωσία 2004.
Ἱερομόναχος Λουκᾶς Γρηγοριάτης
29 Ἰουνίου /11 Ἰουλίου 2004

 



Подписка на новости

Последние обновления

События