Русская Православная Церковь

ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ
Богословский комментарий на некоторые современные
непростые вопросы вероучения.

«Никогда, о человек, то, что относится к Церкви,
не исправляется через компромиссы:
нет ничего среднего между истиной и ложью.»

Свт. Марк Эфесский


Интернет-содружество преподавателей и студентов православных духовных учебных заведений, монашествующих и мирян, ищущих чистоты православной веры.


Карта сайта

Разделы сайта

Православный журнал «Благодатный Огонь»
Церковная-жизнь.рф

 


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

 

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Τ.Θ.  1602  —  54124   ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ.:  +30 2310 996660  —  FΑΧ:  +30 2310 996663


 

ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
ΓΈΝΕΣΙΣ - ΠΡΟΣΔΟΚΊΑΙ - ΔΙΑΨΕΎΣΕΙΣ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ

Στην Θεσσαλονίκη συνήλθε και διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία τις εργασίες του «Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο» με θέμα «Οικουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις». Το συνέδριο συνδιοργάνωσαν το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών. Οι εργασίες διεξήχθησαν από 20 μέχρι 24 Σεπτεμβρίου 2004 στην Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Την έναρξη των εργασιών εκήρυξε ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος. Παρέστησαν και εχαιρέτησαν το Συνέδριο μητροπολίτες, ο νομάρχης Θεσσαλονίκης κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, βουλευτές και πανεπιστημιακοί καθηγητές.

Ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου, που απετελείτο από καθηγουμένους ιερών μονών, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, μεταξύ των οποίων ήσαν πολλοί θεολόγοι, καθηγηταί των δύο Θεολογικών Σχολών και φοιτηταί της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επί πέντε ημέρες, εξήντα (60) εκλεκτοί εισηγηταί, μεταξύ των οποίων και επίσκοποι, από πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ανέλυσαν το φαινόμενο του Οικουμενισμού από κάθε πλευρά.

Με βάση τις πολλές εισηγήσεις και τις διεξαχθείσες ενδιαφέρουσες συζητήσεις οι σύνεδροι προέβησαν στις ακόλουθες εκτιμήσεις και προτάσεις:

 

Α. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

1. Ο Οικουμενισμός κατασκεύασμα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Αποκρύπτει την απομάκρυνση από την αληθή Εκκλησία.

Ο Οικουμενισμός ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνος στους κόλπους του Προτεσταντισμού, ως προσπάθεια να επανεύρει την ενότητά του ο διηρημένος σε πάμπολλες ομάδες και παραφυάδες προτεσταντικός κόσμος. Δεν έχει καμμία σχέση με την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται με πληρότητα, γεωγραφική και εκκλησιολογική, στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει «ό,τι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη». Η ύπαρξη αιρέσεων και σχισμάτων δεν αναιρεί ούτε την ενότητα ούτε την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι μία και καθολική. Οι αιρέσεις και τα σχίσματα, όπως είναι οι «καθολικές» και προτεσταντικές «εκκλησίες» της Δύσεως και οι αντιχαλκηδόνιες της Ανατολής, δεν είναι οι νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών· επανευρίσκουν την ενότητα και καθολικότητα, καθίστανται αληθείς εκκλησίες, όταν ενσωματωθούν στην πίστη και στή ζωή της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία· είναι η μόνη Εκκλησία. Επομένως το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ως φορέας, από την αρχή μέχρι σήμερα, του Προτεσταντικού Οικουμενισμού, είναι υπό αληθή εκκλησιολογική έννοια «Παγκόσμιο Συμβούλιο αιρέσεων και σχισμάτων».

Από την ενότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας εξήλθε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας με το σχίσμα του 1054 μ.Χ. ο Παπισμός, ο οποίος με την υιοθέτηση αιρέσεων, όπως αυτές του Filioque και του πρωτείου του πάπα, παρέσυρε στην αίρεση και στην πλάνη την μέχρι τότε ορθόδοξη Εκκλησία της Ρώμης, η οποία ανέδειξε πολλούς αγίους, μάρτυρας και ομολογητάς. Αποκομμένη από την μία και αληθή Εκκλησία η τοπική Εκκλησία της Ρώμης, αιχμάλωτη του Σχολαστικισμού και των κοσμικών επιδιώξεων των παπών, όχι μόνον δεν κατόρθωσε να κρατήσει σε ενότητα τον δυτικό Χριστιανισμό, αλλά έγινε πηγή νέων αιρέσεων και σχισμάτων, όπως της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως του 16ου αιώνος στις ποικίλες μορφές της, του Αγγλικανισμού και του Παλαιοκαθολικισμού. Αλλοίωσε τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της Εκκλησίας σε ανθρώπινο καθίδρυμα κατεξουσιάσεως των πιστών και οδήγησε σε αποχριστιάνιση και αποεκκλησιοποίηση της Ευρώπης. Εισηγητές και σύνεδροι αποδέχθηκαν τον προσφυέστατο ορισμό του Οικουμενισμού που μας άφησε ο όσιος Γέροντας π. Ιουστίνος Πόποβιτς σύμφωνα με τον οποίο: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανισμούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά τους είναι η παναίρεσις»1.

Οι ενωτικές προσπάθειες μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως που έγιναν κατά την διάρκεια πέντε αιώνων, από το σχίσμα μέχρι την άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους το 1453, με αντίστοιχους θεολογικούς διαλόγους, απέτυχαν, διότι δεν συνοδεύονταν από αληθή μετάνοια, προθυμία αποκηρύξεως της πλάνης και επιστροφής στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οικονομίες και υποχωρήσεις σε θέματα πίστεως για την επίτευξη της ενώσεως αποκρούσθηκαν πάντοτε από την αγρυπνούσα και φυλάττουσα συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Παρά την προφανή εγκόσμια σκοπιμότητα και πολιτική χειραγώγηση δεν κατέληξαν πάντως αυτές οι προσπάθειες σε δογματικό μινιμαλισμό, σε συγκρητιστική ισοπέδωση και σε κοσμική αγαπολογία, όπως οι οικουμενιστικοί διάλογοι του 20ού αιώνος. Επεκράτησε η αποστολική και αγιοπατερική αρχή ότι «ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως».

Αυτό που δεν κατορθώθηκε επί αιώνες με τον Παπισμό επιχειρείται από τις αρχές του 20ού αιώνος με τον προτεσταντικό Οικουμενισμό, τον οποίον ενίσχυσε και ο παπικός Οικουμενισμός μετά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965). Αμφότεροι, Παπισμός και Προτεσταντισμός, χάνουν διαρκώς το κύρος τους σε Αμερική, Ευρώπη και απανταχού της γής. Με τον Οικουμενισμό προσπαθούν να καλυφθούν, να αποκρύψουν την αλλοτρίωση και απομάκρυνσή τους από την μόνη και αληθή Εκκλησία του Χριστού, να κατοχυρώσουν την μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση των αιώνων, ότι δηλαδή δεν υπάρχει, ότι εξέλιπε η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες διασώζουν στοιχεία εκκλησιαστικότητος, ώστε να μή προβληματίζονται οι πιστοί τους και αναζητούν την αληθή Εκκλησία και την σωτηρία τους.

2. Οι προβαλλόμενοι λόγοι της συμμετοχής των Ορθοδόξων δεν είναι αληθείς και έχουν διαψευσθή.

Δυστυχώς στην παναίρεση αυτή του Οικουμενισμού, με τις βαρύτατες σωτηριολογικές επιπτώσεις, αναμίχθηκε από την αρχή και η Ορθόδοξη Εκκλησία με κάκιστες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τις γνωστές εγκυκλίους των ετών 1902, 1920 και 1952 εισήλθε στην οικουμενιστική διαδικασία, αναλαμβάνοντας μάλιστα ηγετικό ρόλο σ' αυτήν. Η παλαιά αποστολική και αγιοπατερική στάση του έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων αλλάζει ριζικά από το 1902 με την επίδραση της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας. Από την εποχή μάλιστα του πατριάρχου Αθηναγόρου μέχρι σήμερα κατέστη και επίσημη στάση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία παρέσυρε ολίγον κατ' ολίγον και τις άλλες αυτοκέφαλες εκκλησίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους αντιμετώπισαν στην αρχή και μέχρι των αρχών του δευτέρου μισού του 20ού αιώνος με πολύ δισταγμό και επιφυλάξεις τις σχετικές πρωτοβουλίες. Στο Συνέδριο διαπιστώθηκε από τις εισηγήσεις και τις συζητήσεις ότι τα κίνητρα της συμμετοχής των αυτοκεφάλων εκκλησιών στην Οικουμενική Κίνηση, δεν ήσαν πνευματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά, εθνικά· η κάθε μία εκκλησία ξεχωριστά επεδίωξε με τή συμμετοχή της, είτε να εξασφαλίσει την προστασία και την ενίσχυση είτε να αποφύγει την οργή του πανίσχυρου δυτικού χριστιανικού κόσμου, όπως έγινε και στις παλαιές ενωτικές συνόδους κατά την εποχή των σταυροφοριών και ολίγον προ της αλώσεως.

Η απουσία θεολογικών και πνευματικών λόγων, εξ αιτίας της οποίας δεν προσφέρεται στους ετεροδόξους ο γνήσιος ευαγγελικός λόγος και η σώζουσα αλήθεια, δεν ομολογείται φυσικά από τους υποστηρικτάς του Οικουμενισμού, μεταξύ των οποίων ασφαλώς υπήρξαν και σημαντικές θεολογικές προσωπικότητες με αγαθά κίνητρα και ορθόδοξη μαρτυρία στα πρώτα στάδια του Οικουμενισμού. Οι προβληθέντες και προβαλλόμενοι θεολογικοί και πνευματικοί λόγοι υπέρ της συμμετοχής των Ορθοδόξων στους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους και στο ονομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» είναι βασικώς δύο: η αγάπη προς τους ετεροδόξους και η μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως. Η αγάπη όμως δεν χωρίζεται από την αλήθεια. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αληθείας και δεν οδηγεί στην συνάντηση και αποδοχή της σώζουσας αλήθειας, που είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του, είναι επικίνδυνη παγίδα που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, απομακρύνει από την σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας, και μόνον ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Είναι δυνατόν να στρέφεται η αγάπη εναντίον της αλήθειας; Η αίρεση είναι αναλήθεια, ψεύδος, δαιμονισμός, μίσος και παραποίηση της αλήθειας της Εκκλησίας, αγάπη του ψεύδους. Στους οικουμενικούς διαλόγους «χρησιμοποιήθηκε» περισσώς η αγάπη και χάθηκε η αλήθεια, που θεωρήθηκε ως αναζητούμενη, ως μή υπάρχουσα σε καμμία από τις εκκλησίες. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν αναζητά την αλήθεια. Την έχει. Και αυτήν πρέπει εν αγάπη να δώσει στους ετεροδόξους που την στερούνται ή την έχουν αλλοιώσει. Προτιμάται της αγάπης η αλήθεια, όπως διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Εί που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μή προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτουΙ την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς»2. Και συνιστά με έμφαση: «Μηδέν νόθον δόγμα τώ της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»3. Ο Οικουμενισμός περιπίπτει σε φοβερό αμάρτημα, και διότι αρνείται την αλήθεια, την οποία πολλοί ετερόδοξοι αγωνίσθηκαν πολύ να βρουν, και διότι προσπαθεί να κλείσει την πόρτα σε όσους την αναζητούν. Κατά αλήθειαν, τα λόγια του Χριστού προς τους Φαρισαίους έχουν εφαρμογή και στους οικουμενιστάς: «Ουαί δε υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών, έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γάρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν»4.

Ως προς την επιδιωκόμενη μαρτυρία της πίστεως, ακόμη και αν αποτελούσε αγαθή προσδοκία και ελπίδα, αυτό έχει εκ των πραγμάτων διαψευσθή. Δεν μπορεί πάντως να νομίζει κανείς ότι θα μαρτυρήσει και θα κηρύξει την Ορθόδοξη Πίστη, αρχίζοντας με προδοσία της πίστεως. Η ίδια η πράξη της συμμετοχής στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και στους θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες και Μονοφυσίτες, συνιστά άρνηση της μοναδικότητος της Εκκλησίας, εξίσωση και εξομοίωση της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Είναι, όπως ελέχθη, η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας. Διηρωτάτο ο αείμνηστος μητροπολίτης Σάμου κυρός Ειρηναίος, εκφράζων και την θέση πολλών άλλων αρχιερέων: «Πώς είναι δυνατόν ορθόδοξοι αρχιερείς να μετέχουν εκκλησιαστικού οργανισμού, όπου εξοβελίζεται η Αγία Τριάς, οι δε μετέχοντες πιστεύουν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι θρυμματισμένη και ότι κάθε αίρεσις είναι τεμάχιόν της και ότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία είναι και αυτή έν τεμάχιον;»5. Δεν υπάρχει πράγματι κανείς ανάμεσα στους Αγίους Αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας, ο οποίος με τή διδασκαλία, τή ζωή και τα έργα του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, που θα δικαιολογούσε την ιδιότητα μέλους και την περαιτέρω παραμονή μας σε μία παρασυναγωγή αιρετικών, όπως το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», και σε παρόμοια συμβούλια και συνάξεις.

Επειδή λοιπόν η ρίζα του Οικουμενισμού ήταν και είναι κακή, γι' αυτό και οι καρποί του είναι κακοί: «Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται»6. Έκλεισε ο Οικουμενισμός ένα σχεδόν αιώνα ζωής, έδειξε σαφώς την ταυτότητά του και μπορούμε με ασφάλεια να τον κρίνουμε. Ανησυχούν μάλιστα για την πορεία του και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε ακόμη και συνειδητοί υπέρμαχοι και υποστηρικταί του από πλευράς Ορθοδόξων, και προσπαθούν με πολλούς τρόπους να αποτρέψουν την ήδη αρξαμένη και τείνουσα να αυξηθεί αποχώρηση πολλών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στο Συνέδριο από πολλούς εισηγητάς παρουσιάσθηκε η ολέθρια καρποφορία των θεολογικών διαλόγων και της συμμετοχής μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Πρίν παρουσιάσουμε εν συντομία τα αποτελέσματα των θεολογικών διαλόγων, παραθέτουμε την σημαντική εκτίμηση εισηγητών και συνέδρων, σύμφωνα με την οποία από την εξάπλωση του οικουμενιστικού κινήματος και την παρουσία των Ορθοδόξων στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια οι οικουμενισταί δεν έχουν μεταστρέψει κανένα ετερόδοξο στην Ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως οι μεταστροφές έγιναν παρά την επικρατήσασα στον Οικουμενισμό τάση να παραμένουν όλοι στις ομολογίες τους, εν όψει της αναμενομένης ενώσεως των «εκκλησιών». Επίσκοποι της διασποράς αρνήθηκαν να δεχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιστρέφοντες ετεροδόξους. Πού λοιπόν στηρίζεται και πού βρίσκεται η πολυδιαφημισθείσα μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως; Αντίθετα, αντί να μαρτυρούμε την αλήθεια, συμμαρτυρούμε την αίρεση και την πλάνη. Έχει επέλθει από τον μακροχρόνιο και μοναδικό στην εκκλησιαστική ιστορία συγχρωτισμό μας με τους αιρετικούς τέτοια αλλοτρίωση και άμβλυνση του ορθοδόξου φρονήματος, ώστε ευχερώς πλέον κληρικοί και θεολόγοι υπογράφουν κείμενα διαλόγων, όπου προσβάλλονται και αθετούνται αποστολικά και πατερικά δόγματα, η αίρεση παρουσιάζεται ως αλήθεια, και οι αιρετικοί εμφανίζονται ως Ορθόδοξοι, το βάπτισμα και τα μυστήριά τους αναγνωρίζονται ως έγκυρα, γι' αυτό και σταδιακά από τις συμπροσευχές προχωρούμε και στην μυστηριακή κοινωνία (intercommunio).

3. Ο διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς ανώφελος και επιζήμιος

Έτσι, για να αρχίσουμε από τον Παπισμό, διαπιστώθηκε ότι ο υπερεικοσαετής θεολογικός διάλογος άρχισε κατά πρωτοφανή μεθόδευση όχι από τα χωρίζοντα, αλλά από τα ενούντα, ώστε οι μεν πιστοί της Ρώμης να εφησυχάζουν και να μήν αναζητούν αλλού την αλήθεια, αφού δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές και όλοι ανήκουν στην Εκκλησία, οι δε κληρικοί του πάπα να αξιοποιούν επικοινωνιακά τις συναντήσεις με τους Ορθοδόξους και τις συμπροσευχές, ώστε να προωθούν τον επαίσχυντο και ύπουλο θεσμό της Ουνίας μεταξύ πτωχών και ταλαιπωρημένων από δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες ορθοδόξων λαών, εκμεταλλευόμενοι την φτώχεια, και την ανέχεια. Η Ουνία, μολονότι ευθύνεται για την διακοπή του θεολογικού διαλόγου, εξακολουθεί να ενισχύεται από το Βατικανό με ποικίλους τρόπους. Σημαντικός αριθμός εισηγήσεων αφιερώθηκε στην εξέταση της ιστορικής εξελίξεως και της σημερινής δράσεως της Ουνίας, με το συμπέρασμα ότι η Ρώμη δεν αφίσταται των προσηλυτιστικών και επεκτατικών της βλέψεων εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία υποκριτικά ονομάζει και δέχεται ως «αδελφή εκκλησία». Την ώρα που συζητά και διαλέγεται, συγχρόνως απλώνει αρπακτικά το χέρι της σε ορθόδοξα ποίμνια και ιδρύει επισκοπές και δικαιοδοσίες για προσηλυτιστικούς λόγους μέσα σε ορθόδοξες δικαιοδοσίες, δεν κρύβει δε και την επιθυμία να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα επί των Παναγίων Προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Δεν δέχθηκε την καταδίκη της Ουνίας που υπέγραψαν ομόφωνα Ορθόδοξοι και Παπικοί θεολόγοι μέλη της «Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» κατά την ΣΤ΄ Συνέλευση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου (6-15 Ιουνίου 1990), απόδειξη περί του πόσο σέβεται και πόσο θα σεβασθεί τα αποτελέσματα του οποιουδήποτε διαλόγου, όταν θίγουν τις επιδιώξεις της. Για να εξαφανίσει δε τελείως αυτήν την καταδίκη, παρέσυρε τους Ορθοδόξους σε νέα συζήτηση του θέματος στο Balamand του Λιβάνου (17-24 Ιουνίου 1993), όπου αθωώθηκε και νομιμοποιήθηκε η Ουνία με τις υπογραφές αντιπροσώπων εννέα αυτοκεφάλων και αυτονόμων εκκλησιών (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας, Αλβανίας, Φιλλανδίας), ενώ δεν έλαβαν μέρος αρνούμενες την μεθόδευση έξη εκκλησίες (Ιεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ελλάδος, Τσεχοσλοβακίας).

Το σημαντικώτερο όμως γνώρισμα του κειμένου του Balamand δεν βρίσκεται στην αθώωση και νομιμοποίηση της Ουνίας, αλλά στις σοβαρές παραχωρήσεις των Ορθοδόξων αντιπροσώπων σε θέματα πίστεως. Για πρώτη φορά, με αθέτηση της σταθερής και καθαγιασμένης πατερικής παραδόσεως αιώνων αλλά και συγχρόνων «Δηλώσεων» και «Αποφάνσεων», Ορθόδοξοι θεολόγοι αρνούνται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία· δέχονται ότι συναποτελεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την Μία Εκκλησία και είναι από κοινού με αυτήν υπεύθυνη για την διατήρηση της Εκκλησίας στην πιστότητα της θείας οικονομίας. Για τον λόγο αυτό Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ποιμένες πρέπει αμοιβαίως να αναγνωρίζονται ως αληθείς ποιμένες της ποίμνης του Χριστού. Υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδοχής και της ομολογίας της αποστολικής πίστεως. Μετά από το κείμενο του Βάάηάοί, όπου ουσιαστικά υπεγράφη ένα νέο είδος Ουνίας, δικαιολογούνται απολύτως οι επισκέψεις του πάπα στις «αδελφές εκκλησίες» της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ελλάδος. Δικαιολογείται επίσης η αποδοχή της «Βαπτισματικής Θεολογίας» της Β΄ Βατικανείου Συνόδου, από πολλούς Ορθοδόξους Θεολόγους. Σύμφωνα με αυτήν το εκτός της Εκκλησίας βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο καθ' εαυτό· το βάπτισμα καθορίζει τα όρια της Εκκλησίας και όχι η Εκκλησία την εγκυρότητα του Βαπτίσματος. Με το βάπτισμα όλοι οι Χριστιανοί, όπου και αν ανήκουν, γίνονται μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, γι' αυτό και ο αναβαπτισμός των ετεροδόξων από τους Ορθοδόξους απαγορεύεται ήδη στο κείμενο του Balamand. Από τις σχετικές όμως εισηγήσεις και την επακολουθήσασα συζήτηση στο Συνέδριο κατοχυρώθηκε πλήρως η άποψη ότι εκτός της Εκκλησίας δεν ενεργεί η σώζουσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος, και επομένως τα μυστήρια των ετεροδόξων είναι άκυρα και ανυπόστατα. Κατ' ακρίβειαν οι επιστρέφοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία ετερόδοξοι πρέπει να βαπτίζονται.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι η «Λειτουργική Κίνηση», καλλιεργηθείσα επί μακρόν στους κόλπους του Παπισμού και υιοθετηθείσα από την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965), επηρέασε επίσης Ορθοδόξους κληρικούς και θεολόγους. Υπό το πρόσχημα της «Λειτουργικής Ανανέωσης» αποβλέπει στην ένωση των Ορθοδόξων υπό τον πάπα κατά το πρότυπο των Ουνιτών. Προσπαθεί σταδιακά, μετά από κάποιο χρόνο ψυχολογικής προετοιμασίας, να επιβάλει μία αδογματική λατρεία, χωρίς αναφορές σε δόγματα, αιρέσεις και ομολογητάς αγίους, ώστε η νέα Ουνία να γίνεται δεκτή από όλους. Έτσι εξηγείται και ο προωθούμενος σχεδιασμός της κάθαρσης των λειτουργικών κειμένων.



Подписка на новости

Последние обновления

События